Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Ηλίας Γκρής: «Σαν άλλος Οιδίποδας»

Με καλαίσθητο εξώφυλλο εμπνευσμένο από τον τίτλο και πάλι από τον Πέτρο Ζουμπουλάκη και με προμετωπίδα από τον Παλλαδά τον Αλεξανδρέα, δεκατρία χρόνια μετά τον Αλφειό πρόγονο, είναι στα χέρια μας η νέα ποιητική συλλογή του Ηλία Γκρή, Σαν άλλος Οιδίποδας.
ArtsPR | Η τέχνη της προώθησης
«Είμαστε, αλήθεια, ζωντανοί, ω Έλληνες, καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;» είναι το ερώτημα που θέτει ο επιγραμματοποιός, επιλογή που αποκαλύπτει και την ανήσυχη ματιά του ποιητή στη σύγχρονη εφιαλτική πραγματικότητα, καθώς ρίχνει ματιές πίσω, σε ό,τι χάθηκε μάλλον ανεπιστρεπτί. Όμως, ναι, η ποίηση και οι ποιητές είναι ζωντανοί και γράφουν, κι αυτό έχει τη μεγαλύτερη αξία.
Τα 55 ποιήματα της συλλογής είναι ταξινομημένα σύμφωνα με τον χρόνο δημιουργίας τους, ανά έτη ή διετίες, από το 2004 ως το 2017, και δείχνουν ανάγλυφα τον αγώνα του ποιητή με τη γραφή, καθώς και την εξέλιξη της ποιητικής του τέχνης. Παράλληλα, αποτελούν μία πανοραμική περιοδολόγηση σχεδόν μιας δεκαπενταετίας ανακατατάξεων και προβλημάτων στην ελληνική κοινωνία.
Συνολικά, η ποιητική συλλογή είναι μεστωμένος καρπός, αποτέλεσμα πολύχρονης επεξεργασίας των ποιημάτων που, προφανώς, φυλλομετρούσε στο ποιητικό του εργαστήρι ο ποιητής, τελειοποιώντας τα συνεχώς. Έτσι, δεν θα συναντήσει ο αναγνώστης μία μόνο δεσπόζουσα ιδέα να διατρέχει όλη τη συλλογή, αλλά σκέψεις και στοχασμούς που αποκρυσταλλώθηκαν σε ποιήματα μέσα στα χρόνια, αφού δοκίμασαν πολλαπλά στρώματα σύνθεσης και ανασύνθεσης.
Οι θεματικές γύρω από τις οποίες κινούνται είναι κυρίως οι εξής:
α. Σημαδιακές μορφές της ιστορίας, του μύθου και της πραγματικότητας
β. Ποίηση, ποιητική και ομότεχνοι
γ. Προσωπικά βιώματα, όπως «Διαθήκη στο γιο μου», «Αυτόκλητος» κ.ά.
Όλοι οι παραπάνω άξονες είναι αλληλένδετοι, με την έννοια ότι ο ένας διεισδύει στον άλλο. Γράφοντας λ.χ. για τον «επιστρέφοντα Φαίδωνα», ο ποιητής κάνει νύξεις για την απελπιστική ολιγωρία μας απέναντι στην κάποτε δροσερή και μυρωμένη Αθήνα ή, όταν μιλάει για τα «παράσημα του Κάλβου», αναφύονται ερωτήματα για τη σκοπιμότητα της ποιητικής τέχνης κ.ο.κ.
Όλοι οι άξονες γενικά σκιαγραφούν άμεσα ή έμμεσα και υπαινικτικά την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, την αλλοτρίωση των σχέσεων, την ψεύτικη ζωή μας. Με άγρυπνη πολιτική συνείδηση και κριτική ματιά, ο Ηλίας Γκρής παρακολουθεί και αφουγκράζεται τα δρώμενα όχι ως θεατής, αλλά ως δρων πρόσωπο. Μελετά και αρδεύει και πάλι από τις παλιές του αγάπες, τις μεγάλες μορφές της ιστορίας, της φιλοσοφίας και της ποίησης. Έτσι, αφιερώνει ποιήματα στον Δημόκριτο, τον Ηράκλειτο, τον Αλέξανδρο, τον Ιουλιανό, τον Φαίδωνα, τον Άδωνι, την Υπατία, την Έμα Γκόλντμαν, τον Χαλεπά, αλλά και στους ποιητές, τον Όμηρο, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Σαχτούρη, τον Σεφέρη, τον Εμπειρίκο, τον Κωσταβάρα, τον Παπαδιαμάντη κ.ά. Πολλά ποιήματά του είναι αφιερωμένα και σε σύγχρονους ομότεχνούς του και φίλους, παρόλο που καμιά φορά διαπιστώνει αχαριστία και πισώπλατες μαχαιριές:
Αχαριστίας λάμα η πισώπλατη μαχαιριά («Στιλέτο»)
Σε μια εποχή που κυριαρχεί ο εντυπωσιασμός, ο νεοπλουτισμός και η μεγαλομανία, η στροφή σε αυθεντικούς ποιητές, φιλοσόφους και στοχαστές, φαίνεται να αποτελεί αποκούμπι για τον ποιητή. Δεν εξιδανικεύει, ωστόσο, κανέναν. Τιμά τον Σεφέρη ως ποιητή, αλλά κρίνει την πολιτική του στάση στο κυπριακό σε ένα εξαίρετο ποίημα με τίτλο «Συνάντηση στη Σαλαμίνα». Εμπνευσμένο προφανώς από ένα ταξίδι του στην Κύπρο, ο Ηλίας Γκρής, περιπλανώμενος στη Σαλαμίνα και αντικρίζοντας με θλίψη τη στοιχειωμένη πόλη της Αμμοχώστου, ανακαλεί στη μνήμη του μια φωτογραφία και αποτυπώνει ποιητικά στην παραλία της Αμμοχώστου τον Σεφέρη:
[…] με το φαρδύ μαγιό του με
κόπο κουβαλώντας την πλάτη τ’ αξεσουάρ θαλάσσης
ακούω τα πόδια του στο χρυσάφι της άμμου
από βαρύ τρίζουν στοχασμό αφ’ ότου 
το Κακό απτόητο χύνει οχιάς φαρμάκι
όπως τότε στο Λονδίνο που άφωνος 
μοιράστηκε του Νησιού τη λαβωμένη μοίρα.
Στη νέα ποιητική συλλογή του, ο Ηλίας Γκρής δείχνει και πάλι την αγάπη του για την Κύπρο και τον πόνο του για την κατοχή της, αλλά και την ανησυχία του μήπως χαθεί ο στόχος, αφιερώνοντάς της άλλα δύο ποιήματα.
Στο ποίημα «Πτήση 1738 Λάρνακα-Αθήνα» του 2005 στηλιτεύει τον ευδαιμονισμό αλλά και την ασυνεννοησία, τη μοίρα της Μήδειας πατρίδας και όλης της φυλής μας, γράφοντας στην κυπριακή διάλεκτο:
Μας ζώνει επιδημία της φυλής η αρρώστια–
Λαλώ του τσάππαν τζαι λαλεί μου ξινάριν.
Στα ποιήματα του 2009-2010 συμπεριλαμβάνει το ποίημα «Ο Άδωνις στην Κύπρο» με προμετωπίδα από τον ύμνο του Ορφέα στον Άδωνι. Περιοδεύοντας στο ιερό του Απόλλωνα Υλάτη, ο ποιητής φαντάζεται τον αβροκόμη, φιλέρημο, πολύμορφο νέο / αυξηθαλή, δίκερω, πολυήρατο, δακρυότιμο / αγλαόμορφο, βαθύχαιτη, ιμερόνου εραστή Άδωνι να περιφέρεται μέσα στην πολύχρωμη ανθισμένη φύση και να βιντεοσκοπεί σε σωσμένα μάρμαρα την ομορφιά αλλά
και κάθε τόσο έστρεφε ανήσυχο το βλέμμα
σαν ν’ άκουγε τανκς ορδές και παραγγέλματα
μια ξένη μπότα να πατά φυλακισμένα κόκκαλα.
Συνολικά, ο θάνατος έχει σημαντικό μερίδιο σ’ αυτή τη συλλογή, όπως φαίνεται και από το ομώνυμο ποίημα «Σαν άλλος Οιδίποδας», αφιερωμένο στον Δημήτρη Λιαντίνη με μότο από τη Γκέμμα: «Μονάχα όποιος ενίκησε τον εγωισμό του δε φοβάται θάνατο». Ο Λιαντίνης (ίσως και ο ίδιος ο ποιητής), που πορεύτηκε σαν άλλος Οιδίποδας ψηλαφώντας μόνος του την αλήθεια, γίνεται σύμβολο αντίστασης στην καθημερινή ευτέλεια που χρόνια βιώνει το δυσάνολβο«γένος των ρωμιών».
«Έτσι, δεν θα συναντήσει ο αναγνώστης μία μόνο δεσπόζουσα ιδέα να διατρέχει όλη τη συλλογή, αλλά σκέψεις και στοχασμούς που αποκρυσταλλώθηκαν σε ποιήματα μέσα στα χρόνια, αφού δοκίμασαν πολλαπλά στρώματα σύνθεσης και ανασύνθεσης.»
Ο Ηλίας Γκρής, γενικά, θέλγεται από τον θάνατο προσωπικοτήτων που τόλμησαν να υψώσουν το ανάστημά τους και να υπερασπιστούν τις ιδέες τους. Μία τέτοια προσωπικότητα είναι ο Ιουλιανός. Όπως και στον Καβάφη, ο Ιουλιανός είναι το συχνότερα εμφανιζόμενο ιστορικό πρόσωπο (αφού του αφιερώνει εφτά «αναγνωρισμένα» και πέντε «ατελή» ποιήματα), έτσι και στην ποίηση του Ηλία Γκρή έχει περίοπτη θέση, καθώς του αφιερώνει σ’ αυτή τη συλλογή δύο ποιήματα («Ιουλιανού τελευτή» και «Ιουλιανός απερίσκεπτος») και συνολικά πέντε σε όλο το έργο του. Σε αντίθεση με την ειρωνική τοποθέτηση του Αλεξανδρινού απέναντί του, αντιμετωπίζει τον Ιουλιανό με πολλή συμπάθεια για τη φιλοσοφική του σκέψη. Στο ιδιαίτερα συγκινητικό, με εμφανείς επιρροές από το δημοτικό τραγούδι και με μότο από τον Αμμιανό Μαρκελίνο, ποίημα «Ιουλιανού τελευτή», παρουσιάζει τον Ιουλιανό να αποχαιρετά τους φίλους του, λίγο πριν το τέλος του από το δόρυ των εχθρών. Ο αποχαιρετισμός του, ωστόσο, δεν αποτελεί θρήνο. Ο Ιουλιανός αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν μια ανακουφιστική επιστροφή της οφειλής του στο ταμείο των άστρων:
Α, πώς μ’ άρεσαν τα γυμνά δέντρα του φθινοπώρου μες στα δειλινά που επιστρέφουν αιωνίως αήττητα πάνω κι από ηττημένες ψυχές. Φεύγω, φίλοι μου, δίχως λύπη αφήνοντας τον ωραίο μας κόσμο τώρα που με αρπάζει στα κραταιά του χέρια ο θάνατος.
Στο ίδιο γαλήνιο μοτίβο και ο θάνατος ενός άλλου αγαπημένου, του προσωκρατικού φιλόσοφου, του Αβδηρίτη Δημόκριτου, που έθιγε τους ξερόλες για την πολυμάθειά τους, αφού δεν την ταύτιζε με τη σοφία:
ώσπου με την υπερήλικη γαλήνη του παραδόθηκε στη Μεγάλη Σκιά που καταπίνει ανά πάσα στιγμή ένα δάσος μάτια βασιλεμένα («Το μέλι του Δημόκριτου»).
Στο καβαφικής υφής ποίημα του 2006 «Στη Βεργίνα», πίσω από μια ανασκαφή βλέπει διαχρονικά στην ιστορία τον άνθρωπο και τις πλεκτάνες του.
Παρούσα συνεχώς και η εντοπιότητα, οι ιστορίες της πατρίδας του από τον Εμφύλιο, οι άδικα σκοτωμένοι («Λεπτομέρειες»):
αόρατη σκιά πέρασε η ζωή σου 
Κι όλο μετράς το είναι σου μ’ άδικα σκοτωμένους
Στη συλλογή έχουν θέση και οι «Κρεσταινιώτισσες» με τα βάσανά τους, τους σταυρούς τους, τα κυπαρίσσια τους, το πένθος και τον θρήνο τους να σηκώνουν στους στιβαρούς ώμους τους το βάρος του παρελθόντος.
Αλλά και ο ίδιος ο ποιητής δηλώνει πως κανένας θάνατος δεν τον πτοεί, μόνο ο φόβος της μετενσάρκωσης σε δειλό ανθρωπάκι ή τίγρη («Ο φόβος του φόβου»). Συγκλονιστικό και το ποίημα για τον Γιάννη Ρίτσο «Η συντριβή του Γιάννη Ρίτσου», στο οποίο σκιαγραφείται η προσωπικότητα του ποιητή, το γκρέμισμα των οραμάτων του, ο χώρος του, η απογοήτευσή του, αλλά και η αφοσίωσή του στην τέχνη και οι συμβουλές του:
Ήταν σαν να μην ήρθε ποτέ στο χωραφάκι μας
Με τ’ ανόητα καταγέλαστα και αμείλικτα πάθη 
που το ’παν άλλοτε λιβάδι της συμφοράς
κι όπως τον σκέπαζε η καταχνιά του Άδη
βάραθρο έχασκε η οδύνη 
που όσα πίστεψε εν μία νυκτί κατέρρεαν 
γιγάντιο τσουνάμι σαρώνοντας 
οράματα σκουπίδια μούμιες ηγετών
δάκρυα κυλούσαν κοχύλια στο μαξιλάρι του 
κι αμμούδα τα ’πινε η περασμένη ζωή του 
που έβγαινε σαν επιτάφιος στην πύλη
της Μονεμβάσιας. Τώρα με βρίσκει 
αγέρωχος νοικοκύρης μελώνει το -ρω
στο σαλονάκι του κερνώντας κρασί σαμιώτικο
τριγύρω μορφές εγχάρακτες η άσπιλη 
τέχνη σε πέτρες κόκκαλα ξύλα
στοργικά αυστηρός αφοσιωμένος στο Λόγο 
η μετοχή σε -ώντας δίνει πνοή στο ποίημα 
και να θυμάσαι τρία πράγματα. δουλειά 
δουλειά, δουλειά. Τώρα φυσάει αεράκι
σ’ ένα δάσος από στίχους λόγγους ποιήματα 
που αντιβοούν επίμονα την άσβηστη φωνή του.
Παραθέτω ολόκληρο αυτό το ποίημα, γιατί μπορεί να μας δώσει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε παραδειγματικά την πολύμοχθη επεξεργασία στην οποία υποβάλλει τους στίχους του ο Ηλίας Γκρής. Μια προσεκτική ανάγνωση του ποιήματος θα μας δείξει ότι οι λέξεις είναι επιλεγμένες ώστε να αποδίδουν όχι μόνο το ακριβές νόημα, αλλά και να δίνουν το περίγραμμα των προσώπων και πραγμάτων, τους ήχους τους, την υφή τους, τη δύναμή τους, λ.χ.: τα δάκρυα του ποιητή θα μπορούσαν να αποδοθούν με τον στίχο δάκρυα κυλούσαν στο μαξιλάρι του. Προσθέτοντας όμως στη μέση του στίχου τη λέξη «κοχύλια», ο στίχος γεμίζει με εικόνες γευστικές, οπτικές, ηχητικές. Εμπλουτίζεται με την αλμύρα των δακρύων, την αύρα και την ομορφιά της θάλασσας και τον βαθύ πόνο του Ρίτσου:
δάκρυα κυλούσαν κοχύλια στο μαξιλάρι του
Οι τρεις από τις έξι λέξεις περιέχουν το ύψιλον. Η αρμονία των λέξεων. Κι ακόμα
Τώρα με βρίσκει αγέρωχος νοικοκύρης μελώνει το -ρω
στο σαλονάκι του κερνώντας κρασί σαμιώτικο
Στους δύο αυτούς στίχους είναι εμφανής η παρήχηση του ρ αλλά και η επανάληψη του ωμέγα, όπως και σε όλο το ποίημα: ηγετών, αφοσιωμένος, σαρώνοντας, κερνώντας, -ώντας, τριγύρω, τώρα. Μια εμμονή στο ωμέγα, ίσως για να αποδοθεί η μεγαλοπρέπεια του Ρίτσου με το άνοιγμα του ω (ξέρουμε ότι ήταν διπλό όμικρον), ώστε να δώσει την εντύπωση του τρόπου με τον οποίο μιλούσε και του ρο στον λόγο του.
Με τον ίδιο τρόπο επεξεργάζεται όλους τους στίχους του, προσέχοντας τις παρηχήσεις και συνηχήσεις, ισοσύλλαβους και ανισοσύλλαβους στίχους, ώστε να αποκτά η γραφή του μουσική υφή. Ενδιαφέρουσα είναι και η μορφή των ποιημάτων. Χωρισμένα σε μικρές άνισες στροφές, μοιάζουν με επιγράμματα που τα συνθέτει σε όλον ο ποιητής. Είναι εμφανές πως ο Ηλίας Γκρής δεν γράφει απλώς ποιήματα: τα παιδεύει, τα φροντίζει, τα αγκαλιάζει με στοργή και αγάπη, δένει βελονιά βελονιά τα νοήματά του. Η γλώσσα τού αντιστέκεται αλλά τη δαμάζει, αυτή η «δύστροπη, πλούσια αγαπημένη» («Της αγαπημένης»). Η συμβουλή που δίνει στον εαυτό του στο ποίημα «Ποιητή, μη φοβάσαι» είναι: γράφε αλλά μη γράψεις ποτέ όπως άλλοι/ τόσοι και βούλιαξαν σε χυλό ομοιοτροπίας.
Το ποίημα αυτό περιέχει την ποιητική του θεωρία: ο ποιητής δε φοβάται την πολλή γνώση, αν δεν είναι γνώση ψωνισμένης πολυμάθειας. Εξάλλου, απορρίπτει κάθε κούφια επίδειξη, τη ρητορεία και τη ρηχότητα. Απογοητευμένος από τις συμβατικότητες και την υποκρισία του παρόντος, αντιπαθεί τους «χαμαιλέοντες», τους γλοιώδεις, τους κούφιους αλαζόνες. Ο ίδιος υπερασπίζεται πάντα την «Κυρ’ αλήθεια», είναι πιστός υπηρέτης της. Γι’ αυτό και δεν του αρέσουν όσοι επιδεικνύονται, ούτε αντιγράφει κανέναν, αλλά χτίζει με αγώνα τους στίχους του («Μυστική γέφυρα»):
[…] και όταν άλλοι λουστρίνι κοστουμάκι
πάταγαν γκάζι σπινάροντας με στίχους
στιχάκια γατιά που κλαψούριζαν
εγώ έκανα ποίημα το άγουρο σώμα
τραγούδι σκαλωσιάς μ’ αιωρούμενα μαδέρια
και η περηφάνια μου ανεμόπτερο πετούσε
μες στην αιθρία του μυαλού.
Ο λόγος του είναι αφηγηματικός, πρωτότυπος και ευφάνταστος, με λεκτικές ανατροπές και οξύμωρα, όπως: βρε, να χορτάσω ψωμάκι ολικής αλήθειας, μεσόκοπη μνήμη, έκπληξη χαρμολύπης. Λόγος ειλικρινής και αυθόρμητος.
Πολύ σημαντικά στη συλλογή θεωρώ τα ποιήματα ποιητικής του. Ήδη από το πρώτο ποίημα με τίτλο «Ρετσιτατίβο» μας αποκαλύπτει τα συγγραφικά του «τεχνάσματα». Παρακολουθεί ως εξωτερικός αφηγητής τη διαδικασία γραφής του ποιήματος και κρίνει ή δίνει συμβουλές για τη συγγραφική του πορεία:
–εδώ ελλοχεύει 
–επανάληψη–
[…] 
–τώρα προχώρα
–προσεκτικά–
Όλο το ποίημα είναι ένας διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του για την ποιητική του τέχνη, τα υλικά της ποίησής του, τις πηγές αφόρμησής του, όσα ονειρεύτηκε, τις σκέψεις και τους στοχασμούς του. Κυρίως δείχνει τον τρόπο με το οποίο όλα αυτά συμπυκνώνονται για να γίνουν ποίημα, πώς υποδέχεται τις σκέψεις, αυτές τις «απρόσκλητες κυράτσες» που αναφύονται από την εξωτερική πραγματικότητα, πώς τις εσωτερικοποιεί προσπαθώντας να «μη τσακιστεί στ’ απόκρημνα του μυαλού του», αλλά να κρατήσει ψηλά τον «φακό της συνείδησης».
Ειρωνεύεται την ευτέλεια του «κόσμου καρνάβαλου», θλίβεται για τους αγώνες που χάθηκαν, θυμάται, τα μπλουτζίν και τα αμπέχονα, τα δακρυγόνα και τις αναρχικές ουτοπίες και υποδεικνύει στον εαυτό («Ρετσιτατίβο»):
…άνοιξε τη μέσα θύρα γίνε νούφαρο λίμνης 
μ’ ευωδιές κυματιστές και τύλιξε τα παιδικά σου καρδιοχτύπια
Αυτές τις συμβουλές εφαρμόζει στα ποιήματά του επιλέγοντας την αντισυμβατική γραφή με τη χρήση πολλών αντιλυρικών στοιχείων. Σε σχέση με τον Αλφειό πρόγονο, η διαφορά δεν είναι στις θεματικές αλλά στον τόνο. Ο ήπιος και απαλός τόνος υποχωρεί και ο ποιητής –προσαρμοζόμενος στη σύγχρονη πραγματικότητα– σαρκάζει το ψεύδος, το ξεπούλημα των ψυχών, την καθημερινή ανοησία, τις κολακείες και τις γαλιφιές, τη φτήνια («Η αιωνιότητα του ψεύδους»). Επίτηδες συνθλίβει τον «καθωσπρεπισμό» των λέξεων, για να βρει στο κουκούτσι τους την αλήθεια. Λέξεις αντιποιητικές εμφιλοχωρούν στους στίχους του δίνοντας στη γραφή του την επαναστατικότητα που επιδιώκει («Ποιητή, μη φοβάσαι»):
Φρόντισε Ιακωβίνος να είσαι των στίχων
μα όχι μαλθακός οικότροφος της εποχής σου
Αγαπημένη του η γλώσσα, κλείνει τη συλλογή με ποίημα αφιερωμένο σ’ αυτήν, την αφέντρα του νου του, τη «γλυκιά πολύφωνή του αγαπημένη» («Της αγαπημένης»). Αγαπημένη και η ποίηση που, «ζηλότυπη», ακόμα και εξαντλημένο «τον θέλει δικό της».
elias grisΜε απίστευτη γλωσσική ευελιξία, ο ποιητής πότε με λόγο καθημερινό, πότε με στοχαστικό και υπαινικτικό, πότε με σαρκασμό και ευθυβολία, πότε μέσω ιστορικών και μυθικών προσωπείων και πότε με λόγο αυτοαναφορικό, μιλάει για τη ζόρικη εποχή μας, για το καθημερινό ψεύδος, την υποκρισία, την ανειλικρίνεια, τις φανφάρες, τη σύγχρονη θλίψη. Σαν τον Καβάφη, ο Γκρής είναι ποιητής αναγνώστης. Μελετά την ιστορία και την αρχαία φιλοσοφία και εμπνέεται από αυτές. Αντλεί από τη σοφία τους και τη μετασχηματίζει χαρίζοντάς μας, πέρα από λαμπυριστά σαν κοχύλια ποιήματα, και μια κριτική κι ανεπηρέαστη ματιά του παρόντος σε αφανή αντιπαράθεση με το παρελθόν. 
Σαν άλλος Οιδίποδας
Ηλίας Γκρής
Εκδόσεις Γκοβόστη
88 σελ.
ISBN 978-960-606-041-0
Τιμή €7,00
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

VIENNA MOZART ORCHESTRA