Το σημείωμα έγραφε: «Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους σας να μου γράψετε. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να προλάβω την προθεσμία για το νέο μου βιβλίο. Αυτό με κάνει να μην έχω καλή σχέση με την αλληλογραφία, μέχρι τουλάχιστον να τελειώσω το βιβλίο και να φθάσω στην Κωνσταντινούπολη. Όμως δεν είμαι σίγουρος πότε θα γίνει αυτό».
Η «προειδοποίηση» αυτή απευθυνόταν στους αναγνώστες του, οι οποίοι ήθελαν να επικοινωνήσουν μαζί του, στους δημοσιογράφους, αλλά και στους τουρίστες οι οποίοι επιζητούσαν να τον επισκεφθούν στο σπίτι του στην Καρδαμύλη, εκεί όπου ολοκλήρωσε τους δύο πρώτους τόμους της τριλογίας για τα ταξίδια του στον κόσμο, τα οποία κατέληξαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο τρίτος τόμος έμελλε να μην τελειώσει ποτέ.
2003. Νεαρός δημοσιογράφος του Guardian προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ για το πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας, ωστόσο πέφτει πάνω στον γνωστό –για τους μυημένους– «ύφαλο» του σημειώματος. Όπως παραδέχεται ο ίδιος, δεν υπήρξε ποτέ θαυμαστής του Φέρμορ και δεν είχε διαβάσει σχεδόν τίποτα από τα γραφτά του, όμως τον γοήτευε ο τρόπος ζωής που είχε επιλέξει ένας Άγγλος της καλής κοινωνίας. Ακόμη και οι προσπάθειες που έκανε να τον βρει μέσω του εκδότη του έπεσαν στο κενό.
Ο Φέρμορ, εκείνη την εποχή, ήταν κάτι σαν προστατευόμενο είδος, καθώς πλησίαζε τα ενενήντα και ο εκδοτικός οίκος του ήθελε οπωσδήποτε να προλάβει να γράψει και τον τρίτο τόμο για τα ταξίδια (τα άλλα δύο είναι: Η εποχή της δωρεάς και Ανάμεσα στα δάση και τα νερά).
Ο δημοσιογράφος κατάφερε τελικά να βγάλει άκρη προσεγγίζοντας τη χήρα του Μπρους Τσάτουιν, Ελίζαμπεθ, και στενή φίλη του συγγραφέα. Ήταν πλέον Οκτώβριος όταν έλαβε ένα ιδιόχειρο σημείωμα που απαντούσε στο αίτημά του για συνέντευξη, με κάποιες λέξεις γραμμένες με διαφορετικό μελάνι: «Είναι θαυμάσια ιδέα, αλλά μπορώ κάποια στιγμή κοντά στην Πρωτοχρονιά. Θα είμαι στην Αγγλία τον Φεβρουάριο ή θέλετε εδώ στο τέλος του ίδιου μήνα; Ζητώ συγγνώμη που συμπεριφέρομαι τόσο παράξενα».
Η συνάντηση όμως έγινε τελικά νωρίτερα. Τον Ιανουάριο, ο δημοσιογράφος άκουσε πρώτη φορά τη φωνή του συγγραφέα: «Είμαι ο Πάτρικ Λι Φέρμορ. Πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθούμε! Τι λέτε για αύριο; Στην Ταξιδιωτική Λέσχη; Στις τρεις;»
Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ συνέντευξη, αλλά ένας μονόλογος του «Πάντι» για περίπου μία ώρα: «Λοιπόν, αυτή είναι η ιστορία μου. Θα θέλατε ουίσκι με σόδα;»
Η συζήτηση ολοκληρώθηκε λίγο καιρό αργότερα στο σπίτι του στην Καρδαμύλη, γιατί η εφημερίδα ήθελε φωτογραφίες και από τον χώρο του συγγραφέα. Μόνο που η συνέντευξη αυτή παρέμεινε επεισοδιακή ως το τέλος.
Η οικονόμος του Φέρμορ δεν πρόσεξε το αντίτυπο της εφημερίδας που είχε φέρει ο ταχυδρόμος στο κατώφλι του σπιτιού αναγκάζοντας τον «Πάντι» να επικοινωνήσει για τελευταία φορά με τον δημοσιογράφο: «Η Ελπίδα πέταξε κατά λάθος τον διπλωμένο “θησαυρό” στα σκουπίδια. Είναι εύκολο να μου στείλετε δύο αντίτυπα; Ένα για να μπορέσω να ξαναδιαβάσω το κείμενο και ένα να παραμείνει για την υστεροφημία μου;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου