Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

«Μητέρα και γιος: Διαβάζοντας Σαρλ Μποντλέρ» του Φάνη Κωστόπουλου

To 1821, τη χρονιά που οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, στη γαλλική πρωτεύουσα και στον αριθμό 13 της οδού Οτφέιγ (Hautfeille), γεννιόταν στις 9 του Απρίλη ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Γαλλίας, ο Σαρλ (Κάρολος) Μποντλέρ. Ο πατέρας του ποιητή, Φραγκίσκος Μποντλέρ –που ήταν φίλος του Κοντορσέ– ανήκε σε μια εύπορη χωρική οικογένεια και είχε χειροτονηθεί ιερέας το 1784, για να αποσχηματιστεί όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση. Για ένα χρονικό διάστημα ήταν οικοδιδάσκαλος στην οικογένεια του δούκα Σουαζέλ-Πρασλέν (Choiseul-Praslin). H θέση αυτή τον έφερε σε επαφή με τους αριστοκρατικούς κύκλους, όπου ο εύπορος χωρικός είχε την ευκαιρία να μάθει ευγενικούς τρόπους και με την πνευματικότητα που τον χαρακτήριζε κατάφερε να γίνει ένας κύριος των σαλονιών. Τέλος, με την υποστήριξη του δούκα διορίστηκε γραμματέας της Διοικητικής Επιτροπής και ελεγκτής της Γερουσίας. Η μητέρα του ποιητή, Καρολίνα Αρσιμπό-Ντιφέ (Archibaut-Dufays), ήταν κόρη αξιωματικού του βασιλικού στρατού και αγαπούσε την κοσμική ζωή, όπου έλαμπε και γοήτευε με την εξυπνάδα και τη χάρη της. Έχασε όμως νωρίς τον πατέρα της και, καθώς δεν είχε καθόλου περιουσία, η φτώχεια από τη μια μεριά και οι χαριτωμένοι τρόποι του Φραγκίσκου Μποντλέρ από την άλλη την ανάγκασαν να παντρευτεί αυτόν τον εξηντάχρονο άντρα, που ήταν 34 χρόνια μεγαλύτερός της. Το 1827, έξι χρόνια μετά τη γέννηση του παιδιού του, ο Φραγκίσκος Μποντλέρ άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο και μαζί μ’ αυτόν άφησε ορφανό και τον μικρό στην ηλικία γιο του.
Η χηρεία της κυρίας Ντιφέ –που ήταν ακόμη νέα και όμορφη– κράτησε έναν χρόνο και δέκα μήνες. Αργότερα, σε γράμματα προς τη μητέρα του θα θυμηθεί με νοσταλγία ο ποιητής την περίοδο αυτή της χηρείας, κατά την οποία έζησε με τη μητέρα του και την αφοσιωμένη τους υπηρέτρια, Μαριέττα, σε ένα εξοχικό σπίτι κοντά στο δάσος της Βουλώνης, και θα λέει, αν και ξέρει πως για τη μητέρα του ήταν μια περίοδος γεμάτη πλήξη και μοναξιά, ότι έζησε τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του. Σε ένα απ’ αυτά τα γράμματα, με ημερομηνία 6 Μαΐου 1861, ο ποιητής γράφει στη μητέρα του: «Υπήρξε στην παιδική μου ζωή μια περίοδος παθιασμένης αγάπης για σένα. […] Μακρινοί περίπατοι και ακατάπαυστες τρυφερότητες». Στην τελευταία περίοδο της ζωής του, η μητέρα του είχε γίνει όχι μόνο το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, αλλά και το μόνο πρόσωπο που εμπιστευόταν. Γι’ αυτό και στις επιστολές που της έγραφε τότε, επειδή είχε αποσυρθεί μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της το 1857 στην πόλη Ονφλέρ, βρίσκουμε τις πιο βαθιές του σκέψεις και εκμυστηρεύσεις.
Από τα γράμματα αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι η αγάπη του ποιητή για τη μητέρα του δεν ήταν μόνο γιου προς μητέρα, αλλά και άντρα προς γυναίκα. Πράγματι, δεν ήταν λίγες οι φορές στα παιδικά του χρόνια που ζήλευε τη νέα κι όμορφη μητέρα του και ως γυναίκα. Γι’ αυτό, όταν η Καρολίνα Ντιφέ θέλησε να ξαναφτιάξει τη ζωή της και παντρεύτηκε τον ταγματάρχη Οπίκ (Aupick), που ήταν τότε 39 ετών, ο μικρός Κάρολος ένιωσε σαν προδομένος εραστής και πληγώθηκε τόσο βαθιά, ώστε δεν συγχώρησε ποτέ τη μητέρα του για την απόφασή της αυτή. Όσο για τον σύζυγο της μητέρας του και πατριό του, οι σχέσεις μεταξύ τους δεν ήταν ποτέ καλές και ένιωθε γι’ αυτόν ένα αβυσσαλέο μίσος, επειδή πίστευε ότι του είχε κλέψει για πάντα την αγάπη εκείνης, που ήταν γι’ αυτόν τόσο μητέρα όσο και γυναίκα. Ένα περιστατικό το 1848 δείχνει σε τι βαθμό μισούσε αυτόν τον άνθρωπο. Στις 24 του Φλεβάρη εκείνη τη χρονιά, ο Ζιλ Μπουισόν (Jules Buisson) συνάντησε τον Μποντλέρ σ’ ένα σταυροδρόμι να κρατάει έξαλλος ένα τουφέκι ανάμεσα σε πλήθος κόσμου και να φωνάζει δυνατά: «Πρέπει να τουφεκίσουμε τον στρατηγό Οπίκ!». Τέλος, έφτασε να μισεί ακόμη και τη μητέρα του, επειδή είχε την ιδέα πως η γέννησή του ήταν γι’ αυτήν η μεγαλύτερη δυστυχία της. Και αυτή την ιδέα όχι μόνο δεν μπόρεσε να την κρατήσει κρυφή, αλλά και την εξέφρασε με την πιο έντεχνη διατύπωση σε ένα από τα πιο γνωστά και πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα της συλλογής του Τα άνθη του κακού:
Καλύτερα να γένναγα ένα κουβάρι οχιές,
αντίς για τον περίγελο ετούτο που θηλάζω!
(Αh! Que n’ ai-je mis bas tout un noeud de vipères,
Plutôt que de nourrir cette dérision!)
BÉNÉDICTION
Κι όμως, αυτό το ερωτευμένο με τη μάνα του αγοράκι θα γινόταν μια μέρα ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Γαλλίας, ένας ποιητής ντεκαντάν στη δημιουργία και κλασικός στη στιχουργία. Μία ποιητική συλλογή δημοσίευσε μόνο και άλλαξε τη γαλλική ποίηση. Ο Ουγκό, που διάβασε αυτά τα ποιήματα από τους πρώτους, είπε τη μεγάλη φράση: «Αυτά τα ποιήματα φέρνουν ένα καινούργιο ρίγος στην ποίηση». Δεν είναι του παρόντος να μιλήσουμε για την ποιητική αυτή συλλογή, που σήμερα γνωρίζει όλος ο κόσμος, Τα Άνθη του Κακού, ενώ λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τον πρώτο της τίτλο: Les Limbes, που σημαίνει τον τόπο κάθαρσης, τον προθάλαμο για τον Παράδεισο ή την Κόλαση. Πρόκειται για εκκλησιαστικό όρο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Τον εμπνεύστηκε αυτόν τον τίτλο από μια τοιχογραφία του Ντελακρουά: όταν ο Ντελακρουά ζωγράφιζε την οροφή της Βιβλιοθήκης του Λουξεμβούργου, ο ποιητής ήταν τακτικός επισκέπτης και θαύμαζε την υψηλή έμπνευση και τα τολμηρά χρώματα αυτής της τοιχογραφίας, η οποία απεικόνιζε τον Δάντη και τον Βεργίλιο που ανταμώνουν μέσα σε αυτόν τον μυστηριώδη χώρο με τους μεγάλους ποιητές της αρχαιότητας. Αυτός ο μυστηριώδης χώρος είναι Les Limbes, που θέλησε για τίτλο ο Μποντλέρ. Θα κλείσω αυτή την παρένθεση με μια έμμετρη μετάφραση του ποιήματος «Το κρασί του δολοφόνου» (Le Vin de l’ Assassin), που όσο ζούσε ο Μποντλέρ ήταν ένα από τα πιο φημισμένα ποιήματα της συλλογής του, αλλά και το ποίημα που ζητούσαν να ακούσουν και να ξανακούσουν οι φίλοι του. Έχει πολλές στροφές για να χωρέσει όλο εδώ. Οι παρακάτω όμως στροφές μάς δίνουν ένα ποίημα αυτοτελές:
ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ (απόσπασμα) 
Η γυναίκα μου νεκρή· είμαι λεύτερος!
Μπορώ να πιω όσο τραβάει η ψυχή μου.
Όταν στο σπίτι γύριξα απένταρος,
απ’ τις φωνές της κόλασης η ζωή μου.
*
Την έριξα σε πηγαδιού το βάθος
κι απάνω της του φρόχειλου –μα το Θεό!– 
τις πλάκες όλες πέταξα με πάθος.
Να την ξεχάσω τώρα θέλω, αν μπορώ!
*
Ήταν πράγματι ωραία στη μορφή,
αν και φαινόταν κουρασμένη! Κι εγώ,
που την αγάπαγα πολύ, να το γιατί
της είπα: Φύγε απ’ τον κόσμο αυτόν εδώ…
*
Να με, λοιπόν, ελεύθερος και μόνος! 
Θα είμ’ απόψε τύφλα στο μεθύσι.
Και τότε, δίχως φόβο, δίχως τύψη,
Θα ξαπλωθώ στο χώμα, ο δολοφόνος
*
Να κοιμηθώ σαν το σκυλί στη φύση.
Δεν πρέπει να σκεφθεί κανείς διαβάζοντας αυτό το ποίημα ότι ο Μποντλέρ είναι μισογύνης. Αυτό που θέλει εδώ να τονίσει είναι ως ποιο σημείο καταστροφής μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο το κρασί και γενικά ο αλκοολισμός. Τέτοια ποίηση στα χρόνια του γαλλικού ρομαντισμού ήταν αδιανόητη.
«Από τα γράμματα αυτά καταλαβαίνει κανείς ότι η αγάπη του ποιητή για τη μητέρα του δεν ήταν μόνο γιου προς μητέρα, αλλά και άντρα προς γυναίκα.»
Aκόμη και στη Γαλλία, λίγοι ίσως είναι εκείνοι που έχουν προσέξει και έχουν σταθεί στο σονέτο που επιγράφεται «Η προσβλημένη σελήνη» (La lune offensée) και που είναι χωμένο και θαμμένο μέσα στο πλήθος των ποιημάτων της συλλογής του. Χωρίς αμφιβολία, αυτό το ποίημα επιβεβαιώνει ότι ο ποιητής δεν συγχώρησε ποτέ τη μητέρα του για τον δεύτερο γάμο της και ότι η πληγή που του άνοιξε ήταν βαθιά και ανεπούλωτη. Πρόκειται για ένα ποίημα που προστέθηκε στην τρίτη έκδοση της συλλογής Τα Άνθη του Κακού το 1868, έναν χρόνο δηλαδή μετά τον θάνατό του. Όσο ζούσε ο ποιητής, το ποίημα δημοσιεύτηκε μια φορά στο περιοδικό L’Artist την 1η Μαρτίου 1862. Εκείνη την εποχή, στις επιστολές προς τη μητέρα του, την ενημέρωνε συχνά για τις δημοσιεύσεις των ποιημάτων του. Για το σονέτο όμως αυτό, που ήξερε πως θα την πλήγωνε, δεν της έγραψε τίποτα. Αυτό δείχνει καθαρά ότι ο ποιητής δεν θα το συμπεριλάμβανε μαζί με τα άλλα ποιήματα στην τρίτη έκδοση της συλλογής του, αν ζούσε τότε. Ωστόσο, κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το σονέτο δεν είναι αυτοβιογραφικό και ότι ο ποιητής με τη «γριά» που αναφέρει δεν εννοεί τη μάνα του, αλλά τον 19ο αιώνα. Το γεγονός όμως ότι ο ποιητής θέλησε να μείνει κρυφό αυτό το ποίημα και να μη διαβαστεί από τη μητέρα του, μας βεβαιώνει ότι στην τελευταία στροφή αυτήν είχε στη σκέψη του και όχι τον 19ο αιώνα. Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, δίνω σε έμμετρη μετάφραση το εν λόγω σονέτο, για να το θυμηθούν όσοι το είχαν διαβάσει και να το διαβάσουν όσοι δεν το έχουν υπόψη τους.
Η ΠΡΟΣΒΛΗΜΕΝΗ ΣΕΛΗΝΗ
Σελήνη που οι πατέρες μας διακριτικά λατρεύαν,
απ’ τα γαλάζια δώματα, σεράι αχτιδοβόλο,
τ’ αστέρια λαμπροστόλιστα πιστά σ’ ακολουθούνε,
γριά μου Σύνθια, εσύ, λάμπα για τις φωλιές μας,
Άραγε βλέπεις εραστές στις κλίνες να κοιμούνται 
τις όλβιες και στο στόμα τους να λάμπει φρέσκο σμάλτο;
Τον ποιητή για έμπνευση να σπαζοκεφαλιάζει;
Ή μες στα χόρτα τα ξερά οχιές να ζευγαρώνουν;
Στο κίτρινό σου ντόμινο και με λαθραίο πόδι,
πας απ’ το βράδυ ως το πρωί, σαν άλλοτε και τώρα, 
τις χάρες του Ενδυμίωνα ξέθωρες ν’ απολαύσεις;
«Βλέπω τη μάνα σου, παιδί του ξοφλημένου αιώνα,
που δείχνει στον καθρέφτη της βαρύ σωρό τα χρόνια,
το στήθος της που σ’ έθρεψε λάγνα να φτιασιδώνει!»
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου