μετάφραση: Κώστας Χωρεάνθης
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Οδυσσέας έχει φτάσει πια στην πολυπόθητη Ιθάκη. Πηγαίνει στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού του ως ζητιάνος. Εκεί συναντιέται με τον Τηλέμαχο, που μόλις έχει επιστρέψει σώος από το ταξίδι αναζήτησης του πατέρα του, και γίνεται η αναγνώριση. Σύμφωνα με το σχέδιο της θεάς Αθηνάς, ο Τηλέμαχος με τον Οδυσσέα μεταμορφωμένο από τη θεά Αθηνά σε ζητιάνο και μεταμφιεσμένο με τα κουρέλια, πήγαν χωριστά ο ένας από τον άλλο στο παλάτι για να οργανωθούν μυστικά, να εξασφαλίσουν συμμάχους, όσους από τους ανθρώπους του παλατιού δεν ήταν με το μέρος των μνηστήρων, με αποκλειστικό σκοπό να εξοντώσουν τους αλαζονικούς νεαρούς που κατασπατάλησαν το βιος του Οδυσσέα.
Η Πηνελόπη, όπως συνήθιζε να κάνει με κάθε ξένο που έφτανε στα παλάτια του Οδυσσέα, και επηρεασμένη από ένα παράξενο όνειρο που είδε την περασμένη νύχτα, ζήτησε να δει και τούτον τον ξένο ζητιάνο, μήπως της εξηγήσει το όνειρο και μάθει κάτι για τον γυρισμό του άντρα της. Έκανε, εδώ και περίπου 3.000 χιλιάδες χρόνια, ό,τι θα έκανε κάθε απλή Ελληνίδα γυναίκα και σήμερα. Και πρόσταξε τις δμωές, τις ακόλουθές της, να περιποιηθούν τον ξένο σαν φιλοξενούμενό της. Και η Ευρύκλεια, η έμπιστή της, και παλιά η παραμάνα του Οδυσσέα, τον έπλυνε και τον άλειψε με αρωματισμένο λάδι. Ωστόσο, αν και ανακάλυψε στο πόδι του ζητιάνου το σημάδι που τον πρόδωσε, δεν πρόλαβε να μιλήσει, γιατί ο Οδυσσέας τής έκλεισε το στόμα με την παλάμη του και την απείλησε να μη μιλήσει και καταστρέψει, άθελά της, τα σχέδια του φονικού που ετοίμαζε. Έτσι:
[…]
αμέσως στη φωτιά κοντύτερα τράβηξε το θρονί ο Οδυσσέας
να ζεσταθεί και σκέπασε καλά με τα κουρέλια την ουλή του.
Κι αμέσως τότε άρχισε η Πηνελόπη η φρόνιμη να του λέει:
«Ξένε, το λίγο ακόμα αυτό εγώ θα σε ρωτήσω η ίδια·
γιατί και του ύπνου του γλυκού γρήγορα θα ’ρθει η ώρα, 510
όποιον ο γλυκός ύπνος θα ’πιανε κι ας έχει τόσες έγνοιες.
Όμως σε μένα αμέτρητο ο θεός χάρισε πένθος·
γιατί την ημέρα χαίρομαι οδυρόμενη θρηνώντας,
κοιτώντας τις δικές μου τις δουλειές και τις ακόλουθες στο σπίτι·
ύστερα, σαν απλώσει η νύχτα κι όλους τους πάρει ο ύπνος, 515
κείτομαι στο κρεβάτι και πυκνές γύρω από τη σφιχτή καρδιά μου
έγνοιες αγκαθερές μέσα στους οδυρμούς μου μ’ ερεθίζουν.
Κι όπως, όταν η θυγατέρα του Πανδάρεου, η χλομή αηδόνα,
όμορφα κελαηδεί την άνοιξη που μόλις έχει μπει,
ανάμεσα στων δέντρων τα πυκνά φυλλώματα κρυμμένη, 520
και χύνει συχνά αλλάζοντας πολύηχο κελαηδισμό,
κλαίοντας μ’ ολοφυρμούς τον Ίτυλο, τον ακριβό της γιο, που με χαλκό
σκότωσε κάποτε αστόχαστα, και γιο του βασιλιά Ζήθου,
έτσι κι εμένα η ψυχή διχόγνωμη σηκώνεται πότε από δω πότε από κει,
ή κοντά στον γιο να μένω και όλα σίγουρα να τα φυλάγω, 525
το βιος μου, τις δμωές και το ψηλοστέγαστο μεγάλο δώμα,
σεβόμενη την κλίνη του άντρα μου και του λαού τη φήμη,
ή πια ν’ ακολουθήσω εκείνον από τους Αχαιούς που είναι πρώτος
και με γυρεύει μες στα μέγαρα δίνοντας άμετρα προικιά,
κι ο γιος μου μέχρι που ήτανε μικρός και δίχως γνώμη 530
δεν μ’ άφηνε να παντρευτώ του άντρα μου το δώμα παρατώντας·
και τώρα που μεγάλωσε και στην ηλικία της εφηβείας φτάνει,
εύχεται τώρα πάλι εγώ να φύγω μέσα από το μέγαρο,
γιατί λυπάται που το βιος του το ρημάζουν οι Αχαιοί.
Μα, έλα, το όνειρό μου τούτο εξήγησέ μου, κι άκουσε. 535
Είκοσι χήνες μες στο σπιτικό μου τρώνε το σιτάρι
βγαίνοντας από το νερό, κι εγώ μ’ αυτές ευφραίνομαι θωρώντας·
και κατεβαίνοντας απ’ το βουνό μέγας αητός αγκυλομύτης
έκοψε όλων τον λαιμό και σκότωσε· κι εκείνες σωριαστήκανε
η μια πάνω στην άλλη μες στο μέγαρο, κι αυτός στον θεϊκό αιθέρα υψώθηκε. 540
Εγώ τότε έκλαιγα και μοιρολογούσα μες στο όνειρό μου,
και μαζεύτηκαν ολόγυρά μου οι ομορφομαλλούσες Αχαιές,
που ολοφυρόμουνα σπαραχτικά, αφού ο αητός μου σκότωσε τις χήνες.
Και κατεβαίνοντας ξανά κάθισε στου σπιτιού τον καβαλάρη,
και με φωνή ανθρώπινη μ’ εμπόδιζε να κλαίω και με προσφώνησε: 545
“Θάρρεψε, του Ικάριου θυγατέρα, του πολύ ξακουσμένου·
δεν είναι όνειρο, μα αλήθεια ξάστερη, αυτό που σίγουρα θα γίνει.
Οι χήνες, οι μνηστήρες, κι εγώ για σένα το όρνιο ο αητός
ήμουνα πρώτα, τώρα ο άντρας ο δικός σου που ήρθα,
και σε όλους τους μνηστήρες θάνατο άσχημο θα δώσω”. 550
Έτσι είπε κι εμένα τότε μ’ άφησε ο γλυκός ο ύπνος·
και ρίχνοντας γύρω μου το βλέμμα μες στο μέγαρο σκέφτηκα τις χήνες
σιτάρι να τρώνε πλάι στο σκαφίδι, όπου ήταν και πρώτα».
Και σ’ εκείνη απαντώντας, είπε ο Οδυσσέας ο στοχαστικός:
«Γυναίκα, μπορετό δεν είναι να εξηγήσεις το όνειρο 555
δίνοντας άλλη εξήγηση, αφού σ’ εσένα ο ίδιος ο Οδυσσέας
φανέρωσε ποιο θα ’ναι το τέλος· όλεθρος για τους μνηστήρες ανατέλλει
όλους καλά καλά, κι από τον θάνατο κανείς δεν θα ξεφύγει και τη μοίρα».
Και σ’ εκείνον πάλι η Πηνελόπη η φρόνιμη γύρισε τον λόγο:
«Ξένε, πράγματι, τα όνειρα ανεξήγητα και μωρολόγα 560
γεννιόνται, κι ούτε βγαίνουν όλα τους αληθινά για τους ανθρώπους.
Γιατί διπλές οι πύλες είναι των άσαρκων ονείρων·
άλλες είναι από κέρατο φτιαγμένες κι άλλες από ελεφαντόδοντο·
κι από εκείνα όσα περνούν μέσ’ από το πριονισμένο ελεφαντόδοντο,
ετούτα αλαφιάζουν κουβαλώντας λόγια που δεν γίνονται· 565
κι εκείνα που από το πελεκημένο κέρατο έξω βγούνε,
αυτά μιλούν αληθινά σ’ όποιον από τους θνητούς τα ιδεί.
Αλλά σ’ εμένα δεν φαντάζομαι πως από δω το φοβερό όνειρο
πέρασε· πράγματι χαρούμενο θα ήταν για μένα και τον γιο μου.
Μα κατιτίς άλλο θα σου πω κι εσύ στα φρένα ζύγιασέ το· 570
ήρθε η ακατονόμαστη αυγή, που εμένα από του Οδυσσέα
το σπίτι θα χωρίσει· γιατί τώρα δοκίμι πρέπει να ορίσω,
με τα πελέκια αυτά που εκείνος μέσα στα δικά του μέγαρα
έστηνε σε σειρά, σαν ξύλα σε καρένα, δώδεκα μετρημένα·
και στέκοντας από πολύ μακριά, τα διαπερνούσε με σαΐτα. 575
Και τώρα το δοκίμι αυτό για τους μνηστήρες θέλω να ορίσω·
κι εκείνον που ευκολότατα τεντώσει τη νευρή μες στις παλάμες
και διαπεράσει μέσα από τα δώδεκα πελέκια τη σαΐτα,
αυτόν θ’ ακολουθήσω εγώ, χωρίζοντας από το δώμα τούτο
του νόμιμου άντρα, όμορφο πολύ, γιομάτο βιος, 580
που κάποτε σαν σε όνειρο, θαρρώ, θα το θυμούμαι».
Και δίνοντάς της απάντηση, της είπε ο Οδυσσέας ο στοχαστικός:
«Γυναίκα σεβαστή του γιου του Λαέρτη, του Οδυσσέα,
καθόλου τώρα μην καθυστερείς στους δόμους μέσα τούτο το δοκίμι·
γιατί πρωτύτερα ο στοχαστικός εδώ θα ’ρθει Οδυσσέας 585
πριν ετούτοι αυτό το τορνευμένο τόξο ψηλαφώντας
τεντώσουν τη νευρή και διαπεράσουνε το σίδερο».
Και σ’ εκείνον τότε η Πηνελόπη η φρόνιμη γύρισε τον λόγο:
«Ξένε μου, αν το θέλεις στα μέγαρα κοντά σ’ εμένα να μένεις
χαρά θα μου ’δινες και ούτε θα χυνόταν ύπνος στα βλέφαρά μου. 590
Αλλά όμως δεν γίνεται άυπνοι για πάντα να ’ναι
οι άνθρωποι· γιατί του καθενός τη μοίρα έγραψαν
οι αθάνατοι για τους θνητούς πάνω στη ζωοδότρα γη.
Αλλά τώρα εγώ στο υπερώο μου ανεβαίνοντας
στην κλίνη θα πλαγιάσω που για μένα φτιάχτηκε πολυστέναχτη, 595
πάντα με τα δικά μου δάκρυα μουσκεμένη, αφότου ο Οδυσσέας
έφυγε για να ιδεί την κακο-Ίλιο, την ακατονόμαστη.
Εκεί θα πάω να πλαγιάσω· κι εσύ στο σπίτι τούτο μέσα πλάγιασε,
ή χάμω στρώνοντας ή και κρεβάτι ας σου ετοιμάσουν».
Έτσι αφού είπε, ανέβαινε στα λαμπρά υπερώα, 600
όχι ολομόναχη, πίσω της κι άλλες ακόλουθοι πήγαιναν.
Και στα υπερώα της ανεβαίνοντας μαζί με τις ακόλουθες γυναίκες
έκλαιγε ύστερα τον Οδυσσέα, τον αγαπημένο άντρα της, ίσαμε που ύπνο
γλυκό πάνω στα βλέφαρα τής σκόρπισε η Αθηνά η γαλανομάτα.
αμέσως στη φωτιά κοντύτερα τράβηξε το θρονί ο Οδυσσέας
να ζεσταθεί και σκέπασε καλά με τα κουρέλια την ουλή του.
Κι αμέσως τότε άρχισε η Πηνελόπη η φρόνιμη να του λέει:
«Ξένε, το λίγο ακόμα αυτό εγώ θα σε ρωτήσω η ίδια·
γιατί και του ύπνου του γλυκού γρήγορα θα ’ρθει η ώρα, 510
όποιον ο γλυκός ύπνος θα ’πιανε κι ας έχει τόσες έγνοιες.
Όμως σε μένα αμέτρητο ο θεός χάρισε πένθος·
γιατί την ημέρα χαίρομαι οδυρόμενη θρηνώντας,
κοιτώντας τις δικές μου τις δουλειές και τις ακόλουθες στο σπίτι·
ύστερα, σαν απλώσει η νύχτα κι όλους τους πάρει ο ύπνος, 515
κείτομαι στο κρεβάτι και πυκνές γύρω από τη σφιχτή καρδιά μου
έγνοιες αγκαθερές μέσα στους οδυρμούς μου μ’ ερεθίζουν.
Κι όπως, όταν η θυγατέρα του Πανδάρεου, η χλομή αηδόνα,
όμορφα κελαηδεί την άνοιξη που μόλις έχει μπει,
ανάμεσα στων δέντρων τα πυκνά φυλλώματα κρυμμένη, 520
και χύνει συχνά αλλάζοντας πολύηχο κελαηδισμό,
κλαίοντας μ’ ολοφυρμούς τον Ίτυλο, τον ακριβό της γιο, που με χαλκό
σκότωσε κάποτε αστόχαστα, και γιο του βασιλιά Ζήθου,
έτσι κι εμένα η ψυχή διχόγνωμη σηκώνεται πότε από δω πότε από κει,
ή κοντά στον γιο να μένω και όλα σίγουρα να τα φυλάγω, 525
το βιος μου, τις δμωές και το ψηλοστέγαστο μεγάλο δώμα,
σεβόμενη την κλίνη του άντρα μου και του λαού τη φήμη,
ή πια ν’ ακολουθήσω εκείνον από τους Αχαιούς που είναι πρώτος
και με γυρεύει μες στα μέγαρα δίνοντας άμετρα προικιά,
κι ο γιος μου μέχρι που ήτανε μικρός και δίχως γνώμη 530
δεν μ’ άφηνε να παντρευτώ του άντρα μου το δώμα παρατώντας·
και τώρα που μεγάλωσε και στην ηλικία της εφηβείας φτάνει,
εύχεται τώρα πάλι εγώ να φύγω μέσα από το μέγαρο,
γιατί λυπάται που το βιος του το ρημάζουν οι Αχαιοί.
Μα, έλα, το όνειρό μου τούτο εξήγησέ μου, κι άκουσε. 535
Είκοσι χήνες μες στο σπιτικό μου τρώνε το σιτάρι
βγαίνοντας από το νερό, κι εγώ μ’ αυτές ευφραίνομαι θωρώντας·
και κατεβαίνοντας απ’ το βουνό μέγας αητός αγκυλομύτης
έκοψε όλων τον λαιμό και σκότωσε· κι εκείνες σωριαστήκανε
η μια πάνω στην άλλη μες στο μέγαρο, κι αυτός στον θεϊκό αιθέρα υψώθηκε. 540
Εγώ τότε έκλαιγα και μοιρολογούσα μες στο όνειρό μου,
και μαζεύτηκαν ολόγυρά μου οι ομορφομαλλούσες Αχαιές,
που ολοφυρόμουνα σπαραχτικά, αφού ο αητός μου σκότωσε τις χήνες.
Και κατεβαίνοντας ξανά κάθισε στου σπιτιού τον καβαλάρη,
και με φωνή ανθρώπινη μ’ εμπόδιζε να κλαίω και με προσφώνησε: 545
“Θάρρεψε, του Ικάριου θυγατέρα, του πολύ ξακουσμένου·
δεν είναι όνειρο, μα αλήθεια ξάστερη, αυτό που σίγουρα θα γίνει.
Οι χήνες, οι μνηστήρες, κι εγώ για σένα το όρνιο ο αητός
ήμουνα πρώτα, τώρα ο άντρας ο δικός σου που ήρθα,
και σε όλους τους μνηστήρες θάνατο άσχημο θα δώσω”. 550
Έτσι είπε κι εμένα τότε μ’ άφησε ο γλυκός ο ύπνος·
και ρίχνοντας γύρω μου το βλέμμα μες στο μέγαρο σκέφτηκα τις χήνες
σιτάρι να τρώνε πλάι στο σκαφίδι, όπου ήταν και πρώτα».
Και σ’ εκείνη απαντώντας, είπε ο Οδυσσέας ο στοχαστικός:
«Γυναίκα, μπορετό δεν είναι να εξηγήσεις το όνειρο 555
δίνοντας άλλη εξήγηση, αφού σ’ εσένα ο ίδιος ο Οδυσσέας
φανέρωσε ποιο θα ’ναι το τέλος· όλεθρος για τους μνηστήρες ανατέλλει
όλους καλά καλά, κι από τον θάνατο κανείς δεν θα ξεφύγει και τη μοίρα».
Και σ’ εκείνον πάλι η Πηνελόπη η φρόνιμη γύρισε τον λόγο:
«Ξένε, πράγματι, τα όνειρα ανεξήγητα και μωρολόγα 560
γεννιόνται, κι ούτε βγαίνουν όλα τους αληθινά για τους ανθρώπους.
Γιατί διπλές οι πύλες είναι των άσαρκων ονείρων·
άλλες είναι από κέρατο φτιαγμένες κι άλλες από ελεφαντόδοντο·
κι από εκείνα όσα περνούν μέσ’ από το πριονισμένο ελεφαντόδοντο,
ετούτα αλαφιάζουν κουβαλώντας λόγια που δεν γίνονται· 565
κι εκείνα που από το πελεκημένο κέρατο έξω βγούνε,
αυτά μιλούν αληθινά σ’ όποιον από τους θνητούς τα ιδεί.
Αλλά σ’ εμένα δεν φαντάζομαι πως από δω το φοβερό όνειρο
πέρασε· πράγματι χαρούμενο θα ήταν για μένα και τον γιο μου.
Μα κατιτίς άλλο θα σου πω κι εσύ στα φρένα ζύγιασέ το· 570
ήρθε η ακατονόμαστη αυγή, που εμένα από του Οδυσσέα
το σπίτι θα χωρίσει· γιατί τώρα δοκίμι πρέπει να ορίσω,
με τα πελέκια αυτά που εκείνος μέσα στα δικά του μέγαρα
έστηνε σε σειρά, σαν ξύλα σε καρένα, δώδεκα μετρημένα·
και στέκοντας από πολύ μακριά, τα διαπερνούσε με σαΐτα. 575
Και τώρα το δοκίμι αυτό για τους μνηστήρες θέλω να ορίσω·
κι εκείνον που ευκολότατα τεντώσει τη νευρή μες στις παλάμες
και διαπεράσει μέσα από τα δώδεκα πελέκια τη σαΐτα,
αυτόν θ’ ακολουθήσω εγώ, χωρίζοντας από το δώμα τούτο
του νόμιμου άντρα, όμορφο πολύ, γιομάτο βιος, 580
που κάποτε σαν σε όνειρο, θαρρώ, θα το θυμούμαι».
Και δίνοντάς της απάντηση, της είπε ο Οδυσσέας ο στοχαστικός:
«Γυναίκα σεβαστή του γιου του Λαέρτη, του Οδυσσέα,
καθόλου τώρα μην καθυστερείς στους δόμους μέσα τούτο το δοκίμι·
γιατί πρωτύτερα ο στοχαστικός εδώ θα ’ρθει Οδυσσέας 585
πριν ετούτοι αυτό το τορνευμένο τόξο ψηλαφώντας
τεντώσουν τη νευρή και διαπεράσουνε το σίδερο».
Και σ’ εκείνον τότε η Πηνελόπη η φρόνιμη γύρισε τον λόγο:
«Ξένε μου, αν το θέλεις στα μέγαρα κοντά σ’ εμένα να μένεις
χαρά θα μου ’δινες και ούτε θα χυνόταν ύπνος στα βλέφαρά μου. 590
Αλλά όμως δεν γίνεται άυπνοι για πάντα να ’ναι
οι άνθρωποι· γιατί του καθενός τη μοίρα έγραψαν
οι αθάνατοι για τους θνητούς πάνω στη ζωοδότρα γη.
Αλλά τώρα εγώ στο υπερώο μου ανεβαίνοντας
στην κλίνη θα πλαγιάσω που για μένα φτιάχτηκε πολυστέναχτη, 595
πάντα με τα δικά μου δάκρυα μουσκεμένη, αφότου ο Οδυσσέας
έφυγε για να ιδεί την κακο-Ίλιο, την ακατονόμαστη.
Εκεί θα πάω να πλαγιάσω· κι εσύ στο σπίτι τούτο μέσα πλάγιασε,
ή χάμω στρώνοντας ή και κρεβάτι ας σου ετοιμάσουν».
Έτσι αφού είπε, ανέβαινε στα λαμπρά υπερώα, 600
όχι ολομόναχη, πίσω της κι άλλες ακόλουθοι πήγαιναν.
Και στα υπερώα της ανεβαίνοντας μαζί με τις ακόλουθες γυναίκες
έκλαιγε ύστερα τον Οδυσσέα, τον αγαπημένο άντρα της, ίσαμε που ύπνο
γλυκό πάνω στα βλέφαρα τής σκόρπισε η Αθηνά η γαλανομάτα.
Όμηρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου