- Ανδριάνα Αγγέλου
Μύθος και λογοτεχνία: μία σχέση αρραγής και άφθαρτη μες στη ροή του χρόνου. Ο μύθος, συστατικό στοιχείο της υψηλής λογοτεχνίας, αποτελεί διαχρονικά έναν ανεξάντλητο αιμοδότη θεμάτων τόσο για την πεζογραφία όσο και για την ποίηση.
Μία ακόμη επιτυχής ζεύξη του αρχαίου ελληνικού μύθου και της τέχνης της ποιήσεως είναι η συλλογή ενός σύγχρονου Έλληνα ποιητή, του Αντώνη Μακρυδημήτρη, υπό τον τίτλο Μυθοτοπία, η οποία κυκλοφόρησε από τις αξιόλογες Εκδόσεις Κουκκίδα τον Νοέμβρη του 2023. Ήταν από εκείνες τις περιπτώσεις που το βιβλίο σε βρίσκει και σε επιλέγει, και όχι το αντίστροφο. «Μυθοτοπία»: ο μύθος συγκροτεί πάντα και παντού νέους τόπους, νέες εστίες για πνεύματα ανέστια και για πλάνητες, καθώς και κοιτίδες δημιουργίας παντός είδους τέχνης. Έτσι και στην ποιητική συλλογή του Μακρυδημήτρη, η Εκάβη, η Ελένη και ο Αχιλλέας συναντούν τον Μινώταυρο και την Αριάδνη, θυμίζοντάς μας τον πλούτο και το ύψος της αρχαιοελληνικής μυθολογίας ως ανεξάντλητης πηγής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με γλώσσα απλή μα επιμελημένη και διανθισμένη με αρχαίες ελληνικές και λατινικές φράσεις και στίχο ελεύθερο, ο ποιητής περιδιαβαίνει πρόσωπα και γεγονότα των ομηρικών επών φθάνοντας μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον Μεσαίωνα, καθώς στο ποίημα «Campo de’Fiori» (σσ. 45-46) συναντάμε μέχρι και τον Giordano Bruno να απευθύνεται, μέσω του πλάγιου λόγου, στους ιεροεξεταστές του:
«Δεν ξέρω ποιος φοβάται πιο πολύ
Εγώ την πυρά ή εσείς εμένα;»
Ο Μακρυδημήτρης, με όχημα το άχρονο του αρχέγονου μύθου, συγκροτεί τους δικούς του τόπους για να μιλήσει κι αυτός με τη σειρά του για τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα που ταλανίζουν τον Άνθρωπο: τον Έρωτα, τον Θάνατο και τη Ζωή, την Ύπαρξη εν κόσμω και, φυσικά, για τον ίδιο τον λόγο, την ομιλία, τη γλώσσα. «Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις. Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις»,γράφει στην ακροτελεύτια εγγραφή του στο Tractatus Logico-Philosophicus ο Wittgenstein.
Σε αυτή τη σιωπή μοιάζει να πασχίζει να δώσει σώμα με σμίλη τις λέξεις ο Μακρυδημήτρης. Σε έναν φόρο τιμής στον Κάφκα, στο ποίημα «Η Σιωπή των Σειρήνων»,αναρωτιέται: «Πού πήγαν οι Σειρήνες;/ Γιατί δεν τραγουδάνε πια;/ Τις ακούει κανείς; [...] Πού πήγαν οι Σειρήνες/ Ποιες είναι οι Σειρήνες/ Εκείνες ή εμείς;»
Και εάν η σιωπή είναι η νομιμοποιητική βάση της ποίησης, εκείνη την οργανική, προαιώνια σιωπή του κόσμου σα νέα γλώσσα αγωνιά να μάθει ο ποιητής: «Ήθελα κι εγώ να μάθω εκείνη τη γλώσσα/ Τη γλώσσα του ανείπωτου» (σ. 58).
Αλλά ο έρωτας ως παρουσία, ως ζώσα ύλη, ως θεία ουσία που συγκροτεί μυθοτοπίες βρίσκεται στον αντίποδα της σιωπής (σ. 60). Μονάχα ως απουσία, ως χίμαιρα και ως επώδυνη ανάμνηση σφυρηλατεί η σιωπή τον Έρωτα. Τα λείψανα ερώτων οφείλουν να αποκτήσουν φωνή για να ιστορήσουν τα δεινά των περασμένων, τα δεινά του παράφορου και απελπισμένου έρωτα («Visitations I», σ. 56). Το όνειρο, εξάλλου, μοιάζει με το αδιόρατο εκείνο νήμα που υφαίνει και συνέχει στο σύνολό της την ποιητική συλλογή, ενώ ο έρωτας ξεπροβάλλει διαρκώς μέσα από την αχλύ του ονείρου. Ονειροτόκος μα και απότοκο ονείρου: «Ύπνος και ξύπνιος ήταν ήταν το ίδιο μαρτυρικό»(«Κύκλωπας», σ. 20, «Ελένη», σσ. 14-15).
Με όχημα το άχρονο του αρχέγονου μύθου, συγκροτεί τους δικούς του τόπους για να μιλήσει κι αυτός με τη σειρά του για τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα που ταλανίζουν τον Άνθρωπο.
Στην ποίηση του Μακρυδημήτρη, ο έρωτας μοιάζει ακροβάτης ανάμεσα στο ὄναρ και το ὕπαρ, ανάμεσα στο όνειρο και την οπτασία, το όραμα: «Στον ύπνο ή τον ξύπνιο της είδε τ’ όνειρο/ Πως πήγαινε σ’ εκείνον που όλοι της έλεγαν “μη”» (σ. 36).Ο έρωτας, ακροπατώντας ανάμεσα στο ενύπνιον και το έξυπνον, μαζεύει τα υλικά του για να λάβει σάρκα και οστά: «Αν μ’ αγαπάς, της είπε, αληθινά/ Έλα γυμνή σαν άγαλμα και σαν θεά/ Όπως σ’ έχω φανταστεί καθ’ ύπαρ και κατ’ όναρ» (σ. 34).
Στον «Ύπνο της πέτρας» (σ. 38), το ερωτικό υποκείμενο της επιθυμίας βρίσκεται στον χώρο της φαντασίωσης, του ονείρου, όπου πλάθεται διαρκώς, σχεδόν εμμονικά σμιλεύεται από τον νου του φαντασιωνόμενου. Ως εκφορά του λακανικού έρωτα, εκεί όπου δίνεις κάτι που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το θέλει και η σχέση καθίσταται ανέφικτη και η έλξη είναι συνάμα μια νέα απώθηση, έρχεται το ποίημα με τίτλο «Είμαστε σαν τους εχίνους» (σ. 40):
Τον χειμώνα μέσα στο κρύο πλησιαζόμαστε
Για να ζεσταθούμε, αλλά τότε νιώθουμε
Τα αγκάθια του ενός πάνω στην πλάτη του άλλου.
Απομακρυνόμαστε λοιπόν για να αισθανθούμε
καλύτερα
Αλλά το κρύο μας ωθεί να προσεγγίσουμε ξανά
Κι έτσι ανάμεσα στο κρύο και τη ζέστη,
Τη μια ή την άλλη συμφορά, πάντα ζούμε.
Εν τέλει, ο έρωτας δεν εκτρέφεται παρά από έλλειψη και ανάγκη. Αδηφάγος. Αιτών. Ικανός για κάθε είδους παραλογισμό· ικανός ακόμα και για την καταφυγή σε παντός είδους ξόρκια. Μιαν άλλη Κίρκη βλέπουμε εδώ να σμιλεύει η ποιητική του Μακρυδημήτρη, κάθε άλλο παρά μάγισσα, στυγνή πλανεύτρα. Η Κίρκη της Μυθοτοπίας, κυριαρχούμενη από την έλλειψη και την ανάγκη να ερωτευτεί, δίνει αυτό που δεν έχει σε κάποιον που δεν το θέλει: «Κανείς δεν είχε ψυχή πιο δοτική από μένα» (σ. 18). «Αυτή είναι μοίρα μου, σκέφτομαι,/ Γι’ αυτό στη γλώσσα τους με ονομάζουνε “Κίρκη”/ Που σημαίνει, όπως έμαθα, “εκείνη που μένει/ πάντοτε μόνη”» (σ. 19).
Εξάλλου, ο ιαματικός έρωτας, όχι μόνο ως πλήρωση υπάρξεως εν κόσμω μα και ως αντίβαρο αφανισμού, αποτελεί το απόλυτο αρνητικό του θανάτου:
[...] Μάθε κι εσύ κάτι απ’ αυτά που ξέρουνε όλοι
Άφησε των όπλων την κλαγγή, διάλεξε
Του έρωτα την τρυφερή αγκάλη
Εκεί βρίσκουν τα πλάσματα παρηγοριά
Που λυτρώνει από τη θλίψη και τη θανή
Κι αν είναι να έρθει αυτή, ας έρθει όσο γίνεται
πιο αργά.
(«Εις Άρην», σ. 31)
Το αίνιγμα παραμένει αφώτιστο μέχρι και σήμερα: πού πάει ο έρωτας όταν τελειώνει; Μα πώς να δοθεί απάντηση στον κόσμο των ονείρων; «Δεν λύθηκε ο γρίφος και η απορία/ Insolubilia, γαρ, στον κόσμο των ενυπνίων» (σ. 55).
Ο αείμνηστος ομότεχνος του Μακρυδημήτρη, Γιώργος Γεραλής, στο δικό του ποίημα για την Κίρκη σμιλεύει με εξαιρετική μαεστρία την ενδιάθετη τάση του Έρωτα να περνά στη χώρα της ανάμνησης:
[...] Το πόσο περπατήσαμε ο ένας του άλλου
τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει.
Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο
όταν κοιτάει στη χώρα της ανάμνησης,
ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή,
για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα,
ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας
την ερημιά
Γιώργος Γεραλής, Τα μάτια της Κίρκης (1961).
Ο Μακρυδημήτρης δεν θα μπορούσε παρά να ταχθεί στο πλευρό του:
Όταν ο χρόνος περάσει και φτάσεις κι εσύ εδώ
που βρίσκομαι εγώ
Πίσω σου να κοιτάξεις και να θυμηθείς
Ποιος είχε τόσο την ψυχή και τη μορφή σου
Αγαπήσει κι επιθυμήσει, όπως τώρα εσύ το παρελθόν
Άλλο τώρα δεν μένει παρά να δεχτείς στωικά
Πως ο έρωτας έχει περάσει
Αναλήφθηκε στ’ άστρα, ένα μαζί τους για πάντα.
(«Visitations II», σ. 57)
Κάπως έτσι εισέρχεται η Αριάδνη στην αράγιστη σιωπή του Λαβυρίνθου, στους δαίδαλους των αναμνήσεων, με συστολή και τόλμη, για να διαβάσει την επιγραφή στον τοίχο, ενώ τίποτε γύρω πλέον δεν σκιρτά, τίποτε δεν πρόκειται να αναστηθεί ή να σαλέψει: «Nole Timere – ο μινώταυρος έχει πεθάνει».
Μυθοτοπία
Αντώνης Μακρυδημήτρης
Κουκκίδα
64 σελ.
ISBN 978-618-20-8073-3
Τιμή 9,54€
https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/24649-adonis-makridimitris-muthotopia


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου