- Έρικα Αθανασίου
Στο χωριό Σκοτεινό ξεκινάει την ιστορία του ο Γρηγόρης Αζαριάδης, χειμώνα του 1986, δίνοντας από την αρχή την υπόσχεση ότι πρόκειται για μια αρκετά σκοτεινή ιστορία, υπόσχεση που κρατάει μέχρι το τέλος του βιβλίου Καμία προσευχή για τους πεθαμένους, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Bell. Η ιστορία όμως στην πραγματικότητα έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια νωρίτερα, λίγο μετά τον Εμφύλιο και συγκεκριμένα το 1950, μια σκοτεινή για την Ελλάδα εποχή.
«Σκοτεινός ουρανός. Μολυβένια σύννεφα σε αγέλες. Παγωμένος άνεμος κατηφορίζει κατά ριπάς από το βουνό. Χιονόνερο μαστιγώνει το χώμα. Σημάδια μιας επερχόμενης καταιγίδας». Ο κόσμος όμως αγνοεί τον καιρό καθώς περιμένουν τα τιμώμενα πρόσωπα, τους ευεργέτες του χωριού. Το χιούμορ υποδόριο, καθώς περιγράφεται το ακαλαίσθητο ιώδες ύφασμα που καλύπτει το γλυπτό που πρόκειται να αποκαλυφθεί, μαζί με την περιγραφή του κόσμου που περιμένει, όπως ο πρόεδρος της κοινότητας, ο οποίος έχει «τη μελαγχολική έκφραση Ρωμαίου συγκλητικού λίγο πριν τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Και από ό,τι φαίνεται, το ύφος του θα ταιριάξει με αυτό που συμβαίνει στη συνέχεια, καθώς η ανησυχία αυξάνεται, ενώ τα τιμώμενα πρόσωπα –ένα ζευγάρι ευεργετών– δεν εμφανίζονται στην πλατεία. Η ανησυχία μεταφέρεται στόμα με στόμα, μέχρι που θα βρεθούν μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα και τους πρώτους φόνους του βιβλίου. Γιατί φυσικά θα ακολουθήσουν κι άλλοι.
Η σκοτεινή ατμόσφαιρα είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο, κάτι που φαίνεται και στο εξώφυλλο. «Έρημοι δρόμοι. Κλειστά μαγαζιά. Ο ουρανός μολυβένιος, η βροχή δυνατή, ο αέρας παγωμένος. Οι περισσότεροι κάτοικοι συνεχίζουν να είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. […] Τα πάντα εξελίσσονται σε αργή κίνηση. Υπόγεια. Σιωπηλά. Λες κι όλοι θέλουν να κλείσουν την τραγωδία στα όρια του χωριού». Κι ενώ η ιστορία πηγαινοέρχεται από το 1950 στο 1986, τα πτώματα πληθαίνουν και η νουάρ ατμόσφαιρα γίνεται πιο έντονη, ενώ ο καιρός παραμένει βροχερός, ταιριάζοντας με την ψυχοσύνθεση των ηρώων.
Μια ιστορία γεμάτη μυστήριο, στιγμές αγωνίας, προβληματισμού, ψυχαγωγίας, που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Ποιος άραγε θέλει να σκοτώσει τους πιο επιφανείς πολίτες, σύμφωνα με τη γενική παραδοχή, του κάθε χωριού; Ανθρώπους πλούσιους, που εύκολα βοηθούσαν τους συγχωριανούς τους; Πρόθυμους για δωρεές όπου απαιτούνταν; Και γιατί ενώ υπάρχει αποδεδειγμένα κλοπή ύστερα από κάθε φόνο, ο δολοφόνος δεν παίρνει όλα τα χρήματα που βρίσκει; Γιατί δεν αφαιρείται τίποτα άλλο από τα υπάρχοντα των δολοφονημένων; Πρόκειται για έναν ή περισσότερους δράστες; Τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στους φόνους αποτελούν σύμπτωση ή συνδετικό κρίκο μεταξύ τους;
Ο Γρηγόρης Αζαριάδης διατηρεί μια περίεργη σχέση με την αστυνομία στα βιβλία του, τόσο περιγράφοντας τις μεθόδους των αστυνομικών για τη διαλεύκανση των εγκλημάτων και την προσωπικότητά τους, όσο και τον ρόλο τους γενικότερα στην εξέλιξη της υπόθεσης. Ρόλοι που συχνά ισορροπούν στα όρια. Έτσι και τώρα, οι ήρωες αστυνομικοί του είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντες χαρακτήρες – έχει να διαχειριστεί ο καθένας τους δικούς του δαίμονες και συμβάλλει καθοριστικά όχι μόνο στη λύση του μυστηρίου, αλλά και στην εξέλιξη της ιστορίας.
Τοποθετώντας την ιστορία στο 1986, ο συγγραφέας αποφεύγει τη χρήση τεχνολογίας και οι αστυνομικοί αναγκαστικά βασίζονται στις παλιές κλασικές μεθόδους για να βρουν την αλήθεια. Επιτόπου έρευνα και εκφοβισμός των μαρτύρων. Σφαλιάρες και μπουνιές από αστυνομία και εγκληματίες φαίνεται να είναι ένας ασφαλής τρόπος να μάθεις ό,τι θέλεις, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγεις στο ψάξιμο των ψηφιακών δεδομένων των ηρώων, που τότε έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν.
Σε παράλληλες ιστορίες με αυτό που φαίνεται να είναι η κύρια ιστορία ανακύπτουν και άλλα θέματα, όπως το πόσο γρήγορα μπορεί να βρεθεί υπόδικος κάποιος που προσπαθεί να κάνει το σωστό – δηλαδή, δεν αρκεί να έχεις δίκιο για να το βρεις.
Δεδομένου ότι προηγήθηκε το βιβλίο Η Οργάνωση του Γρηγόρη Αζαριάδη, που αποτελεί μια ανατομία στο οργανωμένο έγκλημα, παρατηρούμε ότι και στο τελευταίο βιβλίο του δεν λείπουν οι αναφορές του σε αυτό: «Το πρωτοπαλίκαρο γνωρίζει τις λεπτομέρειες της επιχείρησης το ίδιο καλά με το αφεντικό. Αυτός ελέγχει την καθημερινή ρουτίνα. Παραλαβές ναρκωτικών και διανομή σε μικρότερους διακινητές. Υποδοχή γυναικών και παράδοση στα μπαρ για “επαγγελματική απασχόληση”. Χαρτζιλίκι στους αστυνομικούς για κάλυψη των δραστηριοτήτων της οργάνωσης».
Κι ενώ μια φιγούρα εμφανίζεται ξανά και ξανά όπου γίνονται οι φόνοι, σηματοδοτώντας ότι μάλλον μπορεί να εντοπιστεί ο δολοφόνος, τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά από ό,τι φαίνονται, αφήνοντας μια ρωγμή για την ανατροπή.
Μέχρι ποιο σημείο είναι έτοιμος να θυσιαστεί κάποιος για τους ανθρώπους που αγαπάει; Υπάρχει διαχωριστική γραμμή στην ηθική; Πώς λειτουργούν οι ενοχές; Μπορεί να δικαιολογηθεί η αυτοδικία; Πότε ένας φίλος γίνεται εχθρός; Πόσο υπερτερεί η προσωπική ασφάλεια και το συμφέρον πάνω σε οποιαδήποτε άλλη ηθική αξία; Προβληματισμοί που θέτει ο συγγραφέας στον αναγνώστη του, αφήνοντας τις απαντήσεις σε εκείνον, επιτρέποντάς του να βάλει τη δική του διαβάθμιση στους κακούς της ιστορίας.
Πολλοί οι ήρωες, που ανταλλάσσουν τον ρόλο των πρωταγωνιστών, και αποδίδονται με τρόπο έτσι ώστε να δικαιολογούνται οι πράξεις τους στον αναγνώστη. Πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο παπα-Γρηγόρης, αφού ουσιαστικά είναι ο μόνος που φαίνεται να ενώνει το παρελθόν με το παρόν. Κεντρική φιγούρα ο καφετζής, διαφορετικός σε κάθε χωριό, πάντα όμως ένα πρόσωπο έτοιμο να προσφέρει ένα παγωμένο νερό με τον καφέ, ενίοτε και γλυκό του κουταλιού, αλλά και τα κουτσομπολιά του χωριού, τις ειδήσεις της ημέρας, στις οποίες πλέον περιλαμβάνονται και φόνοι.
Ο αναγνώστης και σε αυτό το βιβλίο έχει περισσότερες πληροφορίες από τους αστυνομικούς που διερευνούν την υπόθεση, καθώς βρίσκεται σε διάφορα σημεία της ιστορίας και παρακολουθεί από την οπτική γωνία διαφορετικών ηρώων.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του, ο Γρηγόρης Αζαριάδης διατηρεί μια κινηματογραφική αφήγηση, χωρίς τίποτα περιττό. Πολύ ταιριαστός και ο τίτλος, που «κλείνει το μάτι» στην υπόθεση του βιβλίου. Μια ιστορία γεμάτη μυστήριο, στιγμές αγωνίας, προβληματισμού, ψυχαγωγίας, που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Καμία προσευχή για τους πεθαμένους
Γρηγόρης Αζαριάδης
Bell
376 σελ.
ISBN 978-960-507-230-8
Τιμή €15,50
Έρικα Αθανασίου δημοσιογράφος και συγγραφέας


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου