- Βασίλης Α. Φούκας
Το βιβλίο της Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου έρχεται να προστεθεί σε μία πλούσια και πολυάριθμη ομάδα ποιοτικών εκδόσεων (βιβλίων, άρθρων, μεταπτυχιακών εργασιών, διδακτορικών διατριβών και πρακτικών ερευνητικών προγραμμάτων, ημερίδων και συνεδρίων), που εδώ και σαράντα χρόνια περίπου φωτίζουν ποικίλες πτυχές της εκπαιδευτικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης, αλλά και της Μακεδονίας ευρύτερα. Η αρχή, οργανωμένη και συστηματική, έγινε στο τέλος της δεκαετίας του 1980 από τον καθηγητή Νίκο Τερζή και την καθηγήτρια Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, όταν στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών του Τομέα Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. καθιερώθηκε το σχήμα των τριών «ομόκεντρων κύκλων» (Θεσσαλονίκη-Μακεδονία-Βαλκάνια), προκειμένου να προσδιοριστεί σε βάθος και να ερμηνευτεί το πεδίο της ιστορικής παιδαγωγικής. Ο πρώτος από τους ομόκεντρους αυτούς κύκλους εστίαζε στην ελληνική εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη και βασίστηκε σε αρχειακό υλικό που είχε αντληθεί από αρχεία της πόλης, αλλά και από το Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Η σύσταση το 1992 του Ιστορικού Αρχείου Νεοελληνικής Εκπαίδευσης στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί, αποτέλεσε έκτοτε έναν από τους βασικότερους φορείς μελέτης και έρευνας της εκπαιδευτικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης.
Κατ’ αρχάς, θα αναφερθώ σε δύο ερωτήματα που θέτει το βιβλίο της Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου και τέμνονται με τη δική μου έρευνα: α) Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης, την οποία επιλέγει ο Βενιζέλος για την έδρα του δεύτερου ελληνικού κράτους; β) Πώς σχετίζεται η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη πριν και κατά τη σύντομη προσωρινή κυβέρνηση με τη γενικότερη βενιζελική φιλοσοφία του εκσυγχρονισμού και του αστικού φιλελευθερισμού;
Από την έως τώρα έρευνα προκύπτουν, κατά την εκτίμησή μου, επιγραμματικά τα εξής:
α) Η κομβική θέση της Θεσσαλονίκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ειδικότερα στον χώρο της Βαλκανικής, καθώς στην πόλη λειτουργούν από τον 19ο αιώνα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων (η ανώτατη εκπαίδευση ανήκει, ασφαλώς, στην οθωμανική διοίκηση, αλλά δευτεροβάθμια σχολεία συντηρούν οι περισσότερες κοινότητες και ο αριθμός τους είναι αξιοσημείωτος) και όλων των τύπων (Γυμνάσια, Ημιγυμνάσια, Ανώτερα Παρθεναγωγεία, Διδασκαλεία, Αστικά και Δημοτικά Σχολεία, Πρακτικές, Εμπορικές και Επαγγελματικές Σχολές, Νυχτερινές Σχολές, Νηπιαγωγεία, Άσυλα κ.λπ.).
β) Ο πολυεθνοτικός, πολυθρησκευτικός και πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Στο τέλος αυτού του χωροχρονικού πλαισίου αναφέρεται και το βιβλίο της Σοφίας Ηλιάδου-Τάχου. Οι πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες των διαφόρων κοινοτήτων ήταν, όπως και η γεωγραφική κατανομή τους μέσα στην πόλη (την οποία γλαφυρά παρουσιάζει ο Βαφόπουλος στο βιβλίο του Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης), σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους με έμμεσες μόνον αλληλεπιδράσεις (π.χ. στο ελληνικό Γυμνάσιο εγγράφονται από το 1897 έως το 1914 μόνον 4 αλλόθρησκοι μαθητές και στο ελληνικό Ανώτερο Παρθεναγωγείο την περίοδο 1892-1914 29 αλλόθρησκες μαθήτριες). Οι δράσεις της μιας κοινότητας, όμως, δημιουργούσαν πολλές φορές κίνητρα και συχνά «αντιδράσεις», οι οποίες διευρύνθηκαν και εντάθηκαν την περίοδο των εθνικών ανταγωνισμών στη Βαλκανική, στις υπόλοιπες κοινότητες (π.χ. το 1911 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ζητά οικονομική ενίσχυση για το Ελληνικό Παρθεναγωγείο, το οποίο υστερεί έναντι των άλλων Παρθεναγωγείων, τα οποία έχουν «καλλιμάρμαρα κτίρια»). Τον συνδετικό κρίκο αποτέλεσαν τα σχολεία των Δυτικών, τα οποία συγκέντρωναν πολυποίκιλο μαθητικό πληθυσμό και στα οποία η διδασκαλία των ευρωπαϊκών γλωσσών και η πολιτιστική διείσδυση αποτελούσαν τους πιο βασικούς και εμφανείς στόχους λειτουργίας τους.
γ) Ο εκσυγχρονισμός και ο φιλελευθερισμός της εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη, και μάλιστα πριν από την έλευση του Βενιζέλου και του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» στην πόλη, όπως καταδεικνύεται ενδεικτικά αλλά χαρακτηριστικά από την ιδιαίτερα αναπτυγμένη εκπαίδευση των θηλέων στη Θεσσαλονίκη –στην πόλη λειτουργούν πολλά Παρθεναγωγεία αλλά και μεικτά σχολεία από όλες τις κοινότητες ως αποτέλεσμα της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της πόλης, των έμμεσων και άμεσων ευρωπαϊκών επιδράσεων, των εμφανών και αφανών δυτικών σκοπιμοτήτων και των εθνοτικών ανταγωνισμών– ή από την έμφαση που δίνεται στη διδασκαλία εμπορικών μαθημάτων και ξένων γλωσσών (είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλά πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σχολεία διδάσκονται υποχρεωτικά 2 ή 3 ευρωπαϊκές γλώσσες, με τη γαλλική γλώσσα του εμπορίου και της διπλωματίας να βρίσκεται στην πρώτη θέση και τα εβραϊκά σχολεία να έχουν το προβάδισμα) και την ίδρυση και λειτουργία πρακτικών-επαγγελματικών σχολείων (κενό που συμπληρώνει, κυρίως, η ιδιωτική πρωτοβουλία π.χ. Εμπορικόν Λύκειον Στέφανου Νούκα, Ελληνο-Γαλλική Εμπορική και Πρακτική Σχολή Αθανάσιου Κωνσταντινίδη, Παπάφειον Ορφανοτροφείο κ.λπ.).
Εστιάζει στην έρευνα ενός ανέκδοτου αρχείου – ενός αρχείου ιδιαίτερα σημαντικού, που δεν έχει αξιοποιηθεί έως σήμερα, το οποίο συμπληρώνει σημαντικά το παζλ της ιστορίας της πόλης.
Η εκπαιδευτική κίνηση στην πόλη, επομένως, κατά τη γνώμη μου καταδεικνύει ότι η Θεσσαλονίκη το 1916 πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την καλύτερη εφαρμογή και ανάπτυξη της βενιζελικής φιλοσοφίας, η οποία βασίζεται σε δύο συνιστώσες: εκσυγχρονισμός και εθνική ολοκλήρωση.
Στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη –παρά την όποια σχετικότητα των αριθμών στον ευαίσθητο αυτόν χώρο και χρόνο– όπως φαίνεται από τα στοιχεία που μας δίνουν ο Παντελής Κοντογιάννης (το 1908) και ο Γεώργιος Χατζηκυριακού (το 1911) –αξιόπιστες πηγές και οι δύο– 86 ή 89 «εκσυγχρονισμένα» σχολεία όλων των βαθμίδων, που εκπροσωπούσαν συνολικά 13 εθνότητες. Την εικόνα αυτή συμπληρώνει το αρχείο που μελέτησε η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου και το οποίο εστιάζει στη διετία 1916-1917, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σχολείων στην πόλη ανέρχεται σε 88, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να έχει κανείς αναφορικά με τα αριθμητικά δεδομένα. Κατά την εκτίμησή μου, μία βαθύτερη συγκριτική μελέτη ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. ρόλος των σχολείων, προφίλ εκπαιδευτικών, προσανατολισμός και περιεχόμενα αναλυτικών προγραμμάτων, σχολικά βιβλία, μεθόδευση διδασκαλίας κ.λπ.) θα βοηθούσε σημαντικά στην περαιτέρω κατανόηση και ερμηνεία της συγκεκριμένης φιλοσοφίας τόσο στην πόλη της Θεσσαλονίκης την περίοδο 1916-1917, όσο και αργότερα στο νεοελληνικό κράτος (1917-1920, 1929-1932).
Με την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος (1912) τα δεδομένα αλλάζουν, καθώς δίνεται σταδιακά θέση σε μια εθνολογική και πολιτιστική ομοιογένεια, η οποία έπειτα από ένα σύντομο μεταβατικό στάδιο (έως το 1914) και ενώ στο μεταξύ δεν ψηφίστηκαν από τη Βουλή τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Ιωάννη Τσιριμώκου (1913), τα οποία σε ό,τι αφορά στη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος παρουσίαζαν πολλά κοινά σημεία με την οργάνωση των σχολείων των «Νέων Χωρών», είναι περισσότερο από εμφανής. Η ομοιογένεια αυτή οφείλεται, εν πολλοίς, στην ένταξη της περιοχής στο κράτος, στα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων, στις συνέπειες από την πυρκαγιά του 1917, στην ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη βουλγαρική κατοχή των ανατολικότερων περιοχών του ελληνικού κράτους, στη ναζιστική θηριωδία σε βάρος του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, στον Εμφύλιο, στο ρεύμα της αστικοποίησης κ.λπ.
Στο πλαίσιο αυτό, η εκπαιδευτική φυσιογνωμία της πόλης δεν μπορεί παρά να αλλάξει. Η αλλαγή έχει τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Τα ποσοτικά μεγέθη αλλάζουν, καθώς αυξάνεται ο αριθμός των σχολικών μονάδων και των ποσοστών σχολικής φοίτησης, κυρίως με την έλευση των προσφύγων. Ο αριθμός και η λειτουργία των σχολείων προσαρμόζονται στα νέα πληθυσμιακά δεδομένα. Έτσι, κατά την περίοδο της εθνολογικής ομογενοποίησης της πόλης εκλείπουν σταδιακά τα πρωτοβάθμια σχολεία των διαφόρων εθνοτήτων και αναπτύσσεται το δίκτυο των ελληνικών σχολείων. Σε επίπεδο Μέσης Εκπαίδευσης, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου λειτουργούν, παράλληλα με τα πέντε ελληνικά Γυμνάσια αρρένων[1] και τα τρία Γυμνάσια θηλέων[2], δύο γαλλικά σχολεία (Καλαμαρί και ΔΕΛΑΣΑΛ), η Γερμανική Σχολή, το Αμερικανικό Κολλέγιο «Ανατόλια» και η Αμερικανική Γεωργική Σχολή.
Στην ποιοτική αλλαγή, από την άλλη, καθοριστική είναι η συμβολή της νεοσυσταθείσας, το 1926, Φιλοσοφικής Σχολής, η οποία αποτελεί πολυσήμαντη τομή για την εκπαιδευτική και κοινωνική πορεία της πόλης. Το όραμα για ένα μεγάλο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη ξεδιπλώνεται, όπως σημειώνει και η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου στο βιβλίο της, από το 1917 και η αναγκαιότητά του τεκμηριώνεται στη σύζευξη του εκσυγχρονισμού και του εθνικισμού.
Η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου στο βιβλίο της εστιάζει στην έρευνα ενός ανέκδοτου αρχείου – ενός αρχείου ιδιαίτερα σημαντικού, που δεν έχει αξιοποιηθεί έως σήμερα, το οποίο συμπληρώνει σημαντικά το παζλ της ιστορίας της πόλης και το οποίο πρέπει, οπωσδήποτε, να ψηφιοποιηθεί –αν δεν έχει γίνει ήδη– για να είναι προσβάσιμο σε όλους τους ερευνητές και τις ερευνήτριες. Για πολλούς ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, σύμφωνα με τη Γαλλίδα ιστορικό Αρλέτ Φαρζ (Arlette Farge), το αρχείο έχει µία ομορφιά, που προκαλεί την επιθυμία όσων λόγω εκπαίδευσης ή από κλίση επιμένουν να ξαφνιάζονται από το παρελθόν. Η κοπιαστική ρουτίνα της αρχειακής έρευνας ασκεί γοητεία. Το αρχείο διεγείρει όλες τις αισθήσεις: το πιάνεις στα χέρια, το διατρέχεις µε τα µάτια, αναπνέεις την παλιά σκόνη πάνω στο χαρτί, αποκτάς υπερευαισθησία στους ήχους που μέσα στην ησυχία της αίθουσας διακόπτουν το θρόισμα των σελίδων που γυρίζουν, το γεύεσαι μεταφορικά. Η εμπειρία του αρχείου μοιάζει να ζωντανεύει ένα παιχνίδι ανάμεσα στα ίχνη και στις σιωπές, ανάμεσα στην παρουσία του παρελθόντος και στην απουσία του. Όμως, η γοητεία του αρχείου εγκυμονεί κινδύνους, ψευδαισθήσεις και παγίδες που δεν ξεπερνιούνται απλώς επειδή τις φέρνουμε στην επιφάνεια, αλλά απαιτούν από τον/την ιστορικό να στοχάζεται και να αναστοχάζεται γύρω από τη λογική του αρχείου και τις συνθήκες παραγωγής του, να αντιπαραβάλλει τα γεγονότα με άλλες μορφές λόγου, να μην αναπαράγει το αρχείο, αλλά συλλέγοντας, αναδιατάσσοντας και ταξινομώντας να δημιουργεί ένα νέο αρχείο, να αποφεύγει το «ερμηνευτικό κλείσιμο» και με μια σειρά ολοένα και πιο συγκεκριμένων ερωτήσεων να επιδιώκει την πολυεπίπεδη κατανόηση των ιστορικών συμφραζομένων. Κι όλα αυτά δεν τα αναφέρω επειδή όσα υποστηρίζει το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι σαφή, αλλά επειδή, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αποτελούν προϋπόθεση για κάθε ερευνητή/ερευνήτρια και για κάθε αναγνώστη/αναγνώστρια.
[Ο Βασίλης Α. Φούκας είναι καθηγητής Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής, Α.Π.Θ.]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Το Α’ Γυμνάσιο αρρένων είναι το παλαιότερο σχολείο της Θεσσαλονίκης. Το Β’ Γυμνάσιο αρρένων ιδρύεται το 1914 και αποτελεί το πρώτο Γυμνάσιο που ιδρύει το ελληνικό κράτος στη Θεσσαλονίκη. Το Γ’ Γυμνάσιο αρρένων ιδρύεται το 1927. Το Δ’ και Ε’ Γυμνάσιο αρρένων ιδρύονται το 1933. Βλ. Π. Αγραφιώτου-Ζαχοπούλου, Σχολεία της Θεσσαλονίκης, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 58-75.
[2] Το Α’ Γυμνάσιο θηλέων ιδρύεται το 1919 κατόπιν ενεργειών της δασκάλας Μαρίας Βουγιούκα. Το Β’ Γυμνάσιο θηλέων ιδρύεται το 1933 και στεγάζεται σε ένα κτίριο ιστορικό για την εκπαιδευτική ιστορία της Θεσσαλονίκης, στο «Μαράσλειο Ελληνογαλλικό και Πρακτικό Λύκειο» του Στέφανου Νούκα. Το Γ’ Γυμνάσιο θηλέων, τέλος, ιδρύεται το 1936. Βλ. στο ίδιο, σσ. 95-105.
Εκσυγχρονισμός και φιλελεύθερος εθνικισμός
Το παράδειγμα της «Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημόσιας Εκπαιδεύσεως» της Προσωρινής Κυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη (1916-1917)
Σοφία Ηλιάδου-Τάχου
Επίκεντρο
288 σελ.
ISBN 978-618-20-4571-8
Τιμή €18,00


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου