Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

Evald Flisar: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Το μυθιστόρημα Μακάρι να είχα χρόνο του πολυβραβευμένου Σλοβένου συγγραφέα Έβαλντ Φλίσαρ μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαμανώλη. Πρόκειται για ένα φιλοσοφικό θρίλερ με αμείωτη ταχύτητα και έντονο σασπένς, που προσκαλεί τον αναγνώστη σε έναν στρόβιλο μυστηρίου. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του, ο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας αλλά και εκδότης, Έβαλντ Φλίσαρ, μας μιλά για την ελληνική έκδοση, για όλα όσα τον οδήγησαν στη συγγραφή, καθώς και για τον χώρο του βιβλίου που υπηρετεί σε όλη του ζωή.

Το βιβλίο σας Μακάρι να είχα χρόνο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Πώς νιώθετε που έχετε την ευκαιρία να επικοινωνήσετε αυτή την ιστορία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό;

Αυτό το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ανάμεσά τους κάποιες τόσο ασυνήθιστες όσο τα αμχαρικά, που μιλιούνται στην Αιθιοπία, αλλά το να το βλέπω σε ελληνική μετάφραση έχει ιδιαίτερο νόημα για μένα. Είμαι μεγάλος θαυμαστής της ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας από μικρός και στα δώδεκά μου οργάνωσα μια ομάδα από φίλους από το σχολείο για να «επαναλάβουμε» πολλές φορές τη μάχη των Θερμοπυλών σε ένα κοντινό περιβόλι. Ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι και, κάθε φορά που το παίζαμε, επέμενα να είμαι ο Λεωνίδας.

Πώς σας ήρθε η ιδέα, η έμπνευση να γράψετε για έναν άνθρωπο που μαθαίνει ότι έχει μόνο έναν χρόνο ζωής;

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, ηλικιωμένοι και νέοι, στους οποίους λένε ότι λόγω μιας ανίατης ασθένειας δεν μπορούν να περιμένουν να ζήσουν περισσότερο από ένα ή δύο χρόνια. Αυτό δεν είναι τίποτα ασυνήθιστο, όλοι μας θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε κάτι τέτοιο, ακόμα και εσείς, ακόμα και εγώ, ή οποιοσδήποτε από τους φίλους ή συγγενείς μας. Αυτό είναι γεγονός και δεν χρειάζεται έμπνευση. Αυτό που χρειάζεται είναι μια απάντηση στο ερώτημα που απροσδόκητα γίνεται πιο σημαντικό: πώς να περάσουμε τον τελευταίο χρόνο της ζωής μας. Ήσυχα, απλώς καθισμένοι και περιμένοντας, ή ενεργά, προσπαθώντας να ζήσουμε τη ζωή που ξέρουμε ότι θα στερηθούμε. Προσπαθώντας να ζήσουμε τον τελευταίο χρόνο της ζωής μας με φαντασία.

Με κεντρικό ήρωα έναν φοιτητή φιλοσοφίας, μια ιστορία για ένα «παιχνίδι» στα όρια της ζωής και του θανάτου, χτισμένο ως φιλοσοφικό θρίλερ. Τι προσπαθούσατε να δώσετε στους αναγνώστες όταν γράφατε αυτή την ιστορία;

Ποτέ δεν σκέφτομαι τους αναγνώστες όταν γράφω, ούτε δίνω κάτι συγκεκριμένο. Το να δημιουργείς ιστορίες με τις οποίες μπορούν να ταυτιστούν οι άλλοι άνθρωποι είναι μια μορφή μαγείας, δεν έχει να κάνει με τον προγραμματισμό και τις προθέσεις, είναι πιο κοντά στην ικανοποίηση της δικής σου φαντασίας. Η κύρια ερώτηση που με συνοδεύει ενώ γράφω ένα μυθιστόρημα (ή ένα θεατρικό έργο, επίσης) είναι: Τι θα συνέβαινε αν…; Στη ζωή οι πράξεις και οι αποφάσεις έχουν συνέπειες, το ίδιο ισχύει και για τα μυθιστορήματα, στα οποία οι συνέπειες δεν είναι προκαθορισμένες, αλλά μπορούν σε κάποιον βαθμό να συνδεθούν με τη φαντασία, αν και παραμένουν στο πλαίσιο του δυνατού και πιστευτού.

Πραγματικά έργα τέχνης και πραγματικές προσωπικότητες από τον χώρο της τέχνης βρίσκουν κατά κάποιον τρόπο τη θέση τους στην ιστορία σας. Πώς καταλήξατε στην επιλογή και ποιος είναι ο ρόλος τους;

Ο Σίμον Μπέμπλερ, ο 22χρονος κεντρικός χαρακτήρας αυτού του μυθιστορήματος, είναι προϊόν και θύμα της εποχής όπου ζούμε. Έχει διαβάσει πάρα πολλά βιβλία και έχει δει πάρα πολλές ταινίες για να μπορέσει να κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ των εικόνων που είναι αποθηκευμένες στο μυαλό του και των πραγματικών γεγονότων. Και επειδή θέλει να ζήσει στο έπακρο τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, σύντομα αρχίζει να βλέπει την πραγματικότητα σε γεγονότα και ιστορίες που θυμάται από βιβλία και ταινίες. Μνήμες γεγονότων και ιστορίες από βιβλία που έχει διαβάσει και ταινίες που έχει δει αρχίζουν να συγχωνεύονται σε μια νέα πραγματικότητα, επομένως δεν είναι περίεργο ότι στη Νέα Υόρκη συναντά τον Γούντι Άλεν, τον Μπρους Γουίλις, την Ούμα Θέρμαν, ακόμη και τον Βίνσεντ Βέγκα, ο οποίος είναι ένας χαρακτήρας από την ταινία PulpFiction. Είναι πραγματικά ή απλώς προϊόντα της φαντασίας του; Δεν ξέρει. Και ούτε εμείς οι αναγνώστες. Το μυθιστόρημα είναι μια ιστορία για εμάς ως θύματα της φαντασίας μας. Βλέπουμε (και ζούμε και κρίνουμε) τη ζωή μας μέσα από ιστορίες που έχουν εφευρεθεί κι έχουν μπει στο μυαλό μας από βιβλία, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Ίσως το μυθιστόρημα είναι μια ιστορία για τον βαθμό στον οποίο εφευρίσκουμε τις ζωές μας και τις θεωρούμε πραγματικότητα.

Το να δημιουργείς ιστορίες με τις οποίες μπορούν να ταυτιστούν οι άλλοι άνθρωποι είναι μια μορφή μαγείας.

Έχετε λάβει πολλές διακρίσεις και βραβεία και τα βιβλία σας έχουν μεταφραστεί σε 42 γλώσσες. Πώς νιώθετε για ένα βραβείο; Και πώς νιώθετε κάθε φορά που κυκλοφορεί μια νέα μετάφραση;

Το ότι τα βιβλία και τα έργα μου έχουν μεταφραστεί σε 42 γλώσσες και ότι τα έργα μου έχουν ανέβει από επαγγελματικά θέατρα σε όλες τις ηπείρους, σίγουρα δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ούτε όμως με κάνει να νιώθω ότι έχω πετύχει κάτι ιδιαίτερο. Αυτή τυχαίνει να είναι η ιστορία της ζωής μου. Ποτέ δεν έμαθα πώς να είμαι περήφανος για τα επιτεύγματά μου. Φυσικά, κάθε νέα μετάφραση επιβεβαιώνει την αίσθησή μου ότι δεν έχασα τη ζωή μου αφιερώνοντάς τη στη συγγραφή, και αυτό είναι υπεραρκετό. Όσο για τα βραβεία, τα κορνιζάρω, τα κρεμάω στον τοίχο και κατά διαστήματα τα παρατηρώ, χωρίς να νιώθω ότι κοιτάζω κάτι ιδιαίτερο. Κοιτάζοντας τους τοίχους μου σε ένα αρκετά μεγάλο σπίτι, αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι οι αφίσες των έργων μου που ανεβαίνουν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Όχι όμως ακόμα στην Ελλάδα. Ελπίζω τουλάχιστον το καλύτερό μου έργο, What about Leonardo? [Τι γίνεται με τον Λεονάρντο;], να ανέβει στην Αθήνα πριν πεθάνω. Αυτό θα ολοκλήρωνε τη συγγραφική μου ζωή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ο Λεωνίδας, που παρέμεινε μέρος του χαρακτήρα μου από τις πρώτες μου μέρες, θα συνειδητοποιούσε ότι οι προσπάθειές του δεν ήταν μάταιες.

Αν γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, μπορείτε να θυμηθείτε τη στιγμή που καταλάβατε ότι ο χώρος του βιβλίου και της συγγραφής ήταν αυτό με το οποίο επρόκειτο να ασχοληθείτε για μια ζωή;

Το πρώτο μου (μικρό) έργο το έγραψα ως μαθητής σε ηλικία 13 ετών. Ανέβηκε από τη σχολική θεατρική ομάδα στην αίθουσα της πυροσβεστικής του χωριού. Άρχισα να γράφω ποιήματα σε ηλικία 16 ετών και στα 21 μου πέρασα στην πεζογραφία. Αυτό έγινε μετά τη μετάφραση του βιβλίου του Στέφαν Τσβάιχ Die Baumeister der Welt [Οι οικοδόμοι του κόσμου], όταν και συνειδητοποίησα ότι δεν θέλω να γίνω ποιητής, αλλά αντίθετα, να λέω ιστορίες. Με άλλα λόγια, η επιθυμία μου, η ανάγκη μου να αφιερώσω τη ζωή μου στην αφήγηση ιστοριών γεννήθηκε όταν ήμουν ακόμη παιδί. Φαίνεται ότι γεννήθηκα για να γίνω συγγραφέας. Δεν μετανιώνω.

Έχετε γράψει έναν εντυπωσιακό αριθμό βιβλίων και έχετε καταπιαστεί με διάφορα είδη – μυθιστόρημα, διήγημα, ταξιδιωτικό, θεατρικό, παιδικό βιβλίο. Αναρωτιέται κανείς αν έχετε ένα αγαπημένο είδος, καθώς και ένα αγαπημένο από τα δικά σας έργα…

Δεκαέξι μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων, τρία ταξιδιωτικά βιβλία, δύο βιβλία για παιδιά και δεκαπέντε θεατρικά έργα (και καμιά δεκαριά ραδιοφωνικές παραστάσεις) δεν είναι καθόλου εντυπωσιακός αριθμός. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η Ισπανίδα συγγραφέας Corin Tellado έγραψε 4.000 βιβλία, ο Βραζιλιάνος Ryoki Inoue 1.075, η Αγγλίδα συγγραφέας Ένιντ Μπλάιτον πάνω από 800 βιβλία για παιδιά και ο Ισαάκ Ασίμοφ πάνω από 500 μυθιστορήματα. Και αν προχωρήσουμε σε ποιοτικούς συγγραφείς, ο Γκρέιαμ Γκριν έγραψε πάνω από 25 μυθιστορήματα. Η παραγωγή μου, συμπεριλαμβανομένων των θεατρικών έργων, είναι αρκετά μέτρια. Δεν έχω αγαπημένο είδος. Κάθε ιστορία που αναπτύσσεται από τη σύγχυση στο μυαλό μου βρίσκει το δικό της κατάλληλο είδος.

Υπηρετείτε τη λογοτεχνία από κάθε πόστο. Είστε συγγραφέας, εκδότης και αρχισυντάκτης του μακροβιότερου λογοτεχνικού περιοδικού της Σλοβενίας. Πώς βλέπετε τον χώρο του βιβλίου σήμερα; Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να δείτε να αλλάζει;

Παρά τη σχετική επιτυχία στο γράψιμο, βρήκα αδύνατο να ζήσω μόνο γράφοντας (τα καλά βιβλία δεν πωλούν εκατομμύρια), έτσι χρειάστηκε να συμπληρώσω το εισόδημά μου εργαζόμενος στις εκδόσεις. Κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων μου στο Λονδίνο, επιμελήθηκα, μεταξύ πολλών άλλων, μια εγκυκλοπαίδεια επιστημών και εφευρέσεων, η οποία ήταν πράγματι σκληρή δουλειά (αλλά εξαιρετικά καλά αμειβόμενη) και από το 1998 είμαι υπεύθυνος στο παλαιότερο μηνιαίο σλοβενικό λογοτεχνικό περιοδικό Sodobnost [Σύγχρονη Επιθεώρηση], που έχει συστήσει σχεδόν όλες τις σλοβενικές λογοτεχνικές γενιές. Εξακολουθώ να είμαι υπεύθυνος σε αυτό, αλλά το εκδοτικό έργο το μεταφέρω όλο και περισσότερο στις νεότερες γενιές, όχι επειδή έχω κουραστεί πια, αλλά επειδή είναι το σωστό και το κατάλληλο πράγμα να κάνεις. Το ίδιο ισχύει και για τα βιβλία που εκδίδει η Sodobnost International, περίπου 30 τον χρόνο. Είναι όλα στα χέρια πολύ νεότερων ανθρώπων. Όσο για μένα, θα ήθελα να τελειώσω ένα ακόμα μυθιστόρημα. Αυτό θα είναι αρκετό.

Υπάρχει κάποια από τις θέσεις εργασίας σας που απολαμβάνετε περισσότερο από άλλες; Και επίσης, θα λέγατε ότι είστε πιο απαιτητικός όταν επιλέγετε ένα βιβλίο για έκδοση ή όταν γράφετε ο ίδιος;

Η επιλογή βιβλίων για έκδοση είναι επίσης κάτι που έχω αφήσει εξ ολοκλήρου στους νεότερους που απασχολούνται στην πολιτιστική εταιρεία της οποίας είμαι ο νόμιμος εκπρόσωπος. Για να είμαι ειλικρινής, η επιλογή κατάλληλων βιβλίων για τη σλοβενική αγορά βιβλίων, που σχετικά μιλώντας, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του πληθυσμού –λίγο πάνω από δύο εκατομμύρια άτομα–, είναι μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη, είναι πιο απαιτητική (και εξαντλητική) από τη συγγραφή ενός καλού μυθιστορήματος. Το μέλλον μας είναι οι νέοι και χρέος μου είναι να τους εξασφαλίσω το μέλλον τους.

 

Μακάρι να είχα χρόνο
Έβαλντ Φλίσαρ
μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαμανώλη
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 400
ISBN: 978-618-5733-00-1
Τιμή: 15,90€

https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/19518-evald-flisar-interview


https://diastixo.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου