Έφτασε περπατώντας με δυσκολία, αρκετά νωρίτερα, πριν το πρώτο φως. Όλη νύχτα στριφογύριζε βογκώντας στο κρεβάτι, παλεύοντας να βρει μια στάση για να ξεχάσει λίγο τους σουβλερούς πόνους. Αλλά και τις λίγες στιγμές που αποκοιμήθηκε, ξύπνησε τρομαγμένος απ’ τον ίδιο εφιάλτη, τον συχωρεμένο τον πατέρα του, να τον κοιτάζει αμίλητος, βλοσυρός.
Κάθισε στο σκαλάκι και ακούμπησε με προσοχή την πονεμένη του πλάτη στην ξύλινη πόρτα της παλιάς εκκλησίας στην κορφή του λόφου πάνω απ’ το Σολάνο. Η πρωινή δροσιά και η εξάντληση τον έκαναν να ανατριχιάσει. Κοίταξε κάτω το χωριό, με τις τσίγκινες στέγες μόλις ν’ αρχίζουν να ασπρίζουν, αντανακλώντας το δειλό σκάσιμο της μέρας, που πάσχιζε να διαπεράσει την ομίχλη που αναδυόταν απ’ το ποτάμι.
Ατένισε πέρα, την αποψιλωμένη στενή κοιλάδα με τις καλλιέργειες. Μπανανιές, ζαχαροκάλαμα, καλαμποκιές, γιούκες και η ζούγκλα, ακόμα σκοτεινή, η δική μας ζούγκλα, να τα κυκλώνει όλα ήρεμη –ανίκητη, είναι η λέξη που του ήρθε στο μυαλό– και αναθάρρησε. Κοίταξε προς την άκρη του χωριού, το στρατόπεδο της εθνικής φρουράς, μα σκέφτηκε πως σε οποιοδήποτε σκοτεινό παράθυρο του χωριού μπορεί να κρύβεται ένα ζευγάρι κυάλια.
Θυμήθηκε τον ερχομό του εδώ, στο Σολάνο. Δυο μέρες με το λεωφορείο απ’ την Μπογκοτά ως τη στρατοκρατούμενη απ’ τους κυβερνητικούς Φλορένσια, μια μέρα ταξίδι στον Ρίο Ορτεγάσα με το μοναδικό συγκοινωνιακό μέσο, το ίδιο ποταμόπλοιο που και σήμερα περιμένει, το Σαν Μιγέλ, για να έλθει εδώ, αποσπασμένος με φροντίδα της οργάνωσης στο ταχυδρομείο του Σολάνο. Αποστολή του η υποδοχή, με όλους τους κανόνες της συνωμοτικότητας, των νεοσύλλεκτων, των «πακέτων» –όπως ήταν η κωδική ονομασία– που έρχονταν από διάφορα σημεία της χώρας. Από δω και πέρα τους αναλάμβανε ο σύντροφος Πάμπλο Ορντόνιες, ο φούρναρης, και τους οδηγούσε στο προκαθορισμένο σημείο, πέντε ώρες περπάτημα στη ζούγκλα.
Τρία χρόνια εδώ, μόνο μια φορά ανέβηκε το ποτάμι, μισή μέρα βόρεια, μαζί με τον Πάμπλο, για να αποδώσει δίκαιη πληρωμή στον άθλιο τον Αλόνσο Κεσάδα, που είχε προδώσει τον πυρήνα εκεί στο Ματικούρου, και περηφανευόταν κιόλας πως του έδωσαν 20.000 πέσος. Η ανάμνηση της εκτέλεσης του Κεσάδα τον τάραξε. Αυτός βέβαια ποτέ δε σκέφτηκε να πουληθεί για χρήματα, ούτε φαντάστηκε πως το σώμα του μπορούσε να δειλιάσει. Κι αν σήμερα η γάζα μέσα απ’ το μπλουζάκι του του έκρυβε ένα μικρόφωνο, το σημείωμα στην τσέπη θα έδινε τη λύση.
Δεν έσπασε, όταν χθες τα ξημερώματα τον σύρανε με χειροπέδες στο γραφείο του λοχαγού Νούνιες. Ούτε μάσησε, όταν εκείνος δήθεν έκανε παρατήρηση στους φαντάρους, διέταξε να του ελευθερώσουν τα χέρια και τους έβγαλε έξω. «Γνωριζόμαστε δυο χρόνια, αγαπητέ» του είχε πει «και μου ήσουν ιδιαίτερα συμπαθής. Λυπάμαι πολύ που τα πράγματα ήρθαν έτσι. Τα ξέρουμε όλα. Ο φούρναρης ομολόγησε. Ωστόσο, σήμερα θα ανοίξει τον φούρνο κανονικά και θα συνεχίσει τη ζωή του. Το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ. Συνεχίζεις τη δουλειά σου και αύριο θα υποδεχτείς σαν να μην τρέχει τίποτα το ‘‘πακέτο’’. Είδες, ξέρουμε και τους κωδικούς σας. Χρειαζόμαστε μόνο το όνομα της επαφής σου στην Μπογκοτά. Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση, γιατί ο Δον Επιφάνιο, ο δήμαρχος, είναι έξαλλος και μου έχει στείλει τους αλήτες του της πολιτοφυλακής να σε περιλάβουν».
Πριν καν ολοκληρώσει ο λοχαγός την «προσφορά» του, αυτός είχε ήδη καταλάβει το παιχνίδι. Οι κυβερνητικοί δεν ενδιαφέρονταν, τουλάχιστον άμεσα, να εξοντώσουν τους συντρόφους στη ζούγκλα –σκέψη που τον προβλημάτισε. Βέβαια, θα «φύτευαν» κάναν «κοριό εντοπισμού» στο σακίδιο του «πακέτου» για να παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή πού βρισκόταν η ομάδα. Όμως προτεραιότητά τους ήταν το ξήλωμα του δικτύου μας στην Μπογκοτά. Δε θα συλλάμβαναν αμέσως την επαφή μου, αλλά με παρακολούθηση κάποιων ημερών, ποιος ξέρει πόσο «ψηλά» θα έφταναν. Γι’ αυτό ήθελαν η κατάσταση εδώ να εξελίσσεται «κανονικά». Όσο κι αν τελευταία χρέωνε θανάσιμα λάθη στην καθοδήγηση, αυτός έπρεπε να μη σπάσει και με κάποιον τρόπο να τους ειδοποιήσει.
Ένιωθε ένα κενό μνήμης απ’ τη στιγμή που έφαγε το πρώτο χτύπημα, όταν τα μεθυσμένα καθάρματα τον σπρώξαν σ’ εκείνο το δωμάτιο, με τις κούμπιες του Κάρλος Βίβες να παίζουν στη διαπασών, μέχρι χθες βράδυ, που τον πέταξαν σαν σακί στην πόρτα του κι έφυγαν λέγοντάς του: «Όπως είπαμε». Όμως ό,τι κι αν συνέβη εκεί, ό,τι και να υποσχέθηκε, ό,τι κι αν τον ακούσει ο λοχαγός Νούνιες απ’ το μικρόφωνο να λέει σήμερα σ’ αυτόν που θα υποδεχτεί, το σημείωμα θα σώσει την τιμή του, κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Αυτές οι σκέψεις τον ηρεμούν κι ο ήλιος που αρχίζει να σιγοπροβάλλει πέρα, απ’ την Αμαζονία, σπάει την ψύχρα και αμβλύνει λίγο τις σουβλιές που νιώθει σ’ όλο του το σώμα. Γέρνει το κεφάλι εξαντλημένος. Τον διαπερνάει σαν ρεύμα η βραχνή κόρνα του Σαν Μιγέλ. Τινάζει το κεφάλι. Πόση ώρα να πέρασε; Ο ήλιος έχει ψηλώσει, φαντάσου να μην ξύπναγε. Το πλοίο φάνηκε βόρεια, απ’ την καμπή του ποταμού, να κατεβαίνει με την πλώρη ελαφρά στραμμένη πλάγια, απ’ το δυνατό ρεύμα.
Το Σολάνο ξαφνικά ζωντανεύει, οι χωρικοί κατηφορίζουν προς το ποτάμι, κάποιοι θα ταξιδέψουν βόρεια, άλλοι περιμένουν συγγενείς και φίλους, άλλοι προμήθειες απ’ τη Φλορένσια, για άλλους είναι απλώς το βδομαδιάτικο χάζι σ’ αυτή την άκρη του κόσμου. Τρία τέσσερα φορτωμένα κάρα σταματάνε πλάι στην προβλήτα. Νιώθει τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. Ξανασχηματίζει στο μυαλό του το σχέδιο.
Πώς χαιρετώντας τον νεοφερμένο θα του περνά με νόημα στην παλάμη το σημείωμα, ενώ, σαν να μην τρέχει τίποτα, θα του εξηγεί για ν’ ακουστεί απ’ το μικρόφωνο ότι θα μείνει στο δωματιάκι πίσω απ’ τον φούρνο του Πάμπλο Ορντόνιες, μέχρι να συνεχίσει τη νύχτα νότια, στη δική μας ζούγκλα. Δε θα είναι δύσκολο για τον σύντροφο, διαβάζοντας το σημείωμα, αντί να κατηφορίσει για το χωριό και τον φούρνο του προδότη, να τρέξει πίσω απ’ τον λόφο και να χαθεί στη ζούγκλα – αυτό θα έκανε κι ο ίδιος, αν βαστούσαν τα πόδια του. Εκεί, αργά ή γρήγορα, θα τον μαζέψουν οι Σιόνα, με τα βαμμένα πορτοκαλί κρανία, και χωρίς αμφιβολία θα τον πάνε εκεί που πρέπει. Από εκεί το επείγον μήνυμα για την Μπογκοτά, όση ζημιά κι αν έχει ήδη γίνει, θα σώσει πολλούς.
Έχει εμπιστοσύνη στους Σιόνα. Έχουν πικρή εμπειρία απ’ τις στολές της εξουσίας από τότε που οι λευκοί πέρασαν τις Άνδεις προς τα ανατολικά, ψάχνοντας το «Ελντοράντο». Κάποτε ζούσαν ευτυχισμένοι ψαρεύοντας και κυνηγώντας – ένα απ’ τα χωριά τους ήταν ακριβώς εδώ, μέχρι να τους διώξει ο στρατός για να πάρουν τη γη οι πρόγονοι του Δον Επιφάνιο. Εμφανίζονται εδώ ανηφορίζοντας με τις πιρόγες το ποτάμι μόνο στο βδομαδιάτικο παζάρι, αμίλητοι και βλοσυροί, να φέρουν ψάρια, να πάρουν καλαμποκάλευρο απ’ τον μύλο του Μολίνα και να φύγουν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Χωρίς τη βοήθειά τους εκεί στη ζούγκλα, οι λίγες δεκάδες ταλαιπωρημένοι αντάρτες που έχουν απομείνει δε θα είχαν καμιά ελπίδα. Για πόσο ακόμα όμως;
Βλέπει καμιά εξηνταριά άτομα να αποβιβάζονται απ’ το Σαν Μιγέλ, σ’ αυτό τον τερματικό σταθμό. Άλλοι είναι από δω, απ’ το Σολάνο, άλλοι από κοντινούς οικισμούς, άλλοι ποιος ξέρει... Διασπείρονται προς όλες τις κατευθύνσεις φορτωμένοι με μεγάλες τσάντες και σάκους, μόνοι ή με τους ανθρώπους τους. Στρατιώτες δε φαίνονται πουθενά. Τον ξεχωρίζει αμέσως, ένας άντρας με λευκό πουκάμισο και έναν μπλε σάκο στην πλάτη που κοιτάζει ψηλά, προς τα δω, τον λόφο με την παλιά εκκλησία, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει, κι αρχίζει να ανηφορίζει.
Αυτός ανασηκώνεται με δυσκολία απ’ το σκαλάκι, τραβάει την ιδρωμένη του παλάμη απ’ την τσέπη –θα το μουλιάσει το σημείωμα– και περιμένει τον άντρα να φανεί. Αναρωτιέται τι τύπος να είναι. Αραουκανός αγρότης σαν τον προηγούμενο, βιομηχανικός εργάτης από την Μπογκοτά ή κανένας μάγκας απ’ το Κάλι ή το Μεντεγίν... Να τος. Ένα χλωμό παλικάρι, με μεγάλα καστανά μάτια κι ασχημάτιστο γενάκι. Του λέει το σύνθημα, χαιρετιούνται, αλλάζουν δυο τυπικές κουβέντες. Έχει την προφορά της Καραϊβικής. Μάλλον κανένας πρωτοετής φοιτητής που στρατολόγησε η οργάνωση στις σχολές της Μπαραγκίγια ή της Καρταχένα. Τα χέρια του απαλά, αδούλευτα, σίγουρα γόνος μεσοαστικής οικογένειας που έμαθε την επανάσταση απ’ τα βιβλία.
Καθώς του λέει τα προκαθορισμένα, αναρωτιέται αν αυτό το παιδί, που ήλθε εδώ να πολεμήσει για τα ιδανικά του, θα επιζήσει περισσότερο από έναν χρόνο στη ζούγκλα, όχι απ’ τις συγκρούσεις, αλλά απ’ τη μαλάρια και τη δυσεντερία. Του δείχνει κάτω, τον φούρνο του Ορντόνιες. Καθώς ο μικρός αρχίζει να κατηφορίζει, αυτός τσαλακώνει νευρικά το σημείωμα στην τσέπη του. Ο ήλιος έχει πια σκαρφαλώσει. Η αντανάκλασή του στις τσίγκινες στέγες κυριαρχεί στο τοπίο, τον τυφλώνει, εξαφανίζοντας τη δική μας ζούγκλα. Σκέφτεται πως, έτσι κι αλλιώς, όλα είναι χαμένα.
Ο Νίκος Μικρόπουλος γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι συνταξιούχος. Εργάστηκε ως μηχανικός αεροσκαφών και συνοδός σε ταξιδιωτικά γκρουπ στο εξωτερικό. Μερικές φορές του αρέσει να μαγειρεύει με την πένα, δοκιμάζοντας δόσεις πραγματικότητας και φαντασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου