Η μακρά ιστορία του Επιταφίου, ποίημα που συνέθεσε ο Γιάννης Ρίτσος και μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, μοιάζει με το παλίμψηστο, εν μέρει, της ελληνικής ιστορίας.
Τα γεγονότα είναι γνωστά. Ο Μάης του 1936, η μεγάλη απεργία, ο νεαρός διαδηλωτής που σκοτώθηκε, το σώμα του νεκρό στη μέση του δρόμου. Ο Ρίτσος, συγκλονισμένος από τη φωτογραφία της γονατισμένης μάνας μπροστά στον σκοτωμένο γιο της, γράφει σε δυο μέρες τα 14 άσματα του Επιτάφιου, εκ των οποίων τα τρία δημοσιεύτηκαν στονΡιζοσπάστη με τον τίτλο Μοιρολόι. Ο Επιτάφιος ολοκληρώθηκε είκοσι χρόνια μετά και τα ποιήματα έγιναν είκοσι. Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του ποιητικού έργου ο Θεοδωράκης αρχίζει τη μελοποίηση. Από τα είκοσι ποιήματα μελοποιεί τα οκτώ. Από την 28η έκδοση του Κέδρου (Μάρτιος 1979) αντιγράφω το πρελούδιο –ενημερωτικό σημείωμα– στα ποιήματα: «Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει τον θρήνο της» κι αμέσως μετά, το πρώτο ποίημα: «Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου».
Ο Θεοδωράκης, πατώντας στη θρησκευτική παράδοση και στον λαϊκό θρήνο, μελοποίησε τον Επιτάφιο σαν λαϊκό ορατόριο και σαν μοιρολόι. Το ποίημα έχει δεκαπεντασύλλαβο στίχο και ομοιοκαταληξία, όλα δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που δείχνουν την ελληνική του ταυτότητα και τον σεβασμό στη στιγμή και στο γεγονός που το γέννησε, αλλά και τη θρησκευτικότητα την οποία υποβάλλει ο τίτλος. Ο Ρίτσος παρουσίασε τη μάνα σαν Παναγία και τον γιο της σαν Χριστό, οπότε το μουσικό έργο ανταποκρίθηκε στον κανόνα του ποιητικού.
Ο Επιτάφιος είχε την τύχη να τραγουδηθεί από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση –μια αντρική φωνή σε γυναικείο θρήνο!– με ορχήστρα μικρή βυζαντινή. Επίσης τραγουδήθηκε από τη Νάνα Μούσχουρη με τον Μάνο Χατζιδάκι και ορχήστρα μεγάλη και πομπώδη, σε μια αισθαντική εκτέλεση. Αργότερα με τη Μαίρη Λίντα, τη Μαρία Φαραντούρη –ιδού το παλίμψηστο–, χωρίς η μία φωνή να διαγράφει καμία από τις προηγούμενες και κάθε εκτέλεση να φέρει τη συγκίνηση, ευαισθησία και σφραγίδα του εκάστοτε τραγουδιστή. Έτσι, ο Επιτάφιος, περνώντας από γενιά σε γενιά, παραμένει πάντα συγκλονιστικός και επίκαιρος, χωρίς ρωγμή, γεννώντας το ίδιο ρίγος σ’ εκείνους που τον ακούν και τον τραγουδούν.
Η παρούσα εκδοχή του έργου γίνεται με τη βοήθεια μιας κλασικής κιθάρας και μιας σεμνής φωνής. Φωνή, ο Παναγιώτης Καραδημήτρης και κλασική κιθάρα ο Μιχαηλάγγελος Τουμανίδης. Θα λέγαμε πως η φωνή του Καραδημήτρη προσιδιάζει με αυτή του Μπιθικώτση και, μάλιστα, φαίνεται σαν αναβίωση εκείνης, χωρίς ωστόσο να χάνει την αυθεντικότητά της.
Το μουσικό έργο εμπεριέχεται σε ένα άριστα επιμελημένο, μικρό κομψό έντυπο-βιβλίο, όπου ο Μίκης Θεοδωράκης προλογίζει τη νέα μορφή της σπουδαίας και μεγάλης δουλειάς του. Εκεί, με τον δωρικό του λόγο, μιλάει για την ιδιομορφία της ηχογράφησης, που τη χαρακτηρίζει η λιτότητα της ασπρόμαυρης «γραφής», όπου «μια φωνή και μια κιθάρα αποκαλύπτουν την ποιότητα της μουσικής σε όλο το βάθος». Αν και πέρασαν εξήντα χρόνια από τη γέννηση αυτού του έργου, του μουσικού πλέον έργου, αφού από τη γέννηση του ποιητικού πέρασαν περισσότερα, «εξακολουθεί να έχει αντοχές, ώστε να υπάρξει γυμνό και απέριττο χωρίς ψιμύθια». Κι εκεί στηρίζεται και η γοητεία των δύο ερμηνευτών.
Στη συνέχεια, διαβάζουμε τον σεμνό λόγο του τραγουδιστή Παναγιώτη Καραδημήτρη, με καταγωγή από τη Σμύρνη και τη Μυτιλήνη, που από τα δέκα του χρόνια άκουγε τα τραγούδια του Επιταφίου με τον αγαπημένο τραγουδιστή του πατέρα του, τον Γρηγόρη, τραγούδια «Αυστηρά αλλά τρυφερά συνάμα, όπως οι ύμνοι και οι ψαλμωδίες της κυριακάτικης λειτουργίας». Η απόφασή του να συμμετάσχει σ’ αυτή την έκδοση είχε αφετηρία της την ανάγκη του να αναζητήσει «μια προσωπική εκφραστική οδό διαφυγής», να βρει ένα είδος στηρίγματος «προσωπικό και συλλογικό», να μιλήσει για «τα μεγάλα, τα ανθρώπινα και τα αιώνια» και να αναβαπτιστεί «στο αξιακό τετράπτυχο Θυσία-Θρήνος-Ανάσταση-Δικαίωση που πραγματεύεται ο έμμετρος λόγος του ποιητή». Τούτο συνιστά και «τον ύψιστο πολιτικό αγώνα: να παραμείνω άνθρωπος». Η τελευταία φράση του Καραδημήτρη δείχνει καθαρά πώς ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης αναβαπτίζεται από τα νάματα της ελληνικής παράδοσης και πώς εξαρτά την ανθρωπιά του, που και αυτή είναι μέρος της πολιτικής, από την αληθινή και μεγάλη τέχνη.
Ακολουθεί το κείμενο της Ασπασίας Καρά, η οποία κάνει εικόνα το ιστορικό και το ποιητικό γεγονός, αναπαράγοντας την πηγή του ποιήματος και του τραγουδιού. Τέλος εξαίρει τον τρόπο με τον οποίο το έργο αποδραματοποιεί την κατάσταση και ακυρώνει τον θάνατο.
Για τα γεγονότα του Μάη του ‘36 και, συγκεκριμένα, του Σαββάτου 9 Μαΐου, κάνει λόγο ο Χρίστος Ζαφείρης και ακολουθούν τα βιογραφικά των δύο διακεκριμένων, ταλαντούχων καλλιτεχνών.
Στις σελίδες που ακολουθούν, τα ποιήματα διαλέγονται με τα ζωγραφικά έργα του Βασίλη Βαφειάδη, του οποίου τα έντονα χρώματα και τα αδρά περιγράμματα, άλλοτε πιο συγκεκριμένα και άλλοτε πιο αφηρημένα, τονίζουν το νόημα των στίχων. Έτσι, το έργο αυτό, που ήταν ποίημα και έγινε τραγούδι-μοιρολόι, τώρα είναι και εικαστικό γεγονός, συμμετέχοντας στο ανθρώπινο πάθος για ειρήνη και δικαιοσύνη στον κόσμο.
Τέλος, έχουμε στα χέρια μας, την αφορμή και αιτία αυτής της έκδοσης, το νέο CD με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Μια ευτυχισμένη στιγμή για τη συνάντηση της μεγάλης ποίησης με τη μεγάλη μουσική, που η τύχη η αγαθή –η Τέχνη– ευλόγησε και τίμησε με τα δώρα της τους δύο δημιουργούς, οι οποίοι με το έργο τους προσφέρουν δύναμη και ελπίδα στις γενιές που έρχονται και σώζουν την ομορφιά του κόσμου.
Να ’χα τ’ αθάνατο νερό
ψυχή καινούρια να ’χα
να σου ’δινα να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα
ψυχή καινούρια να ’χα
να σου ’δινα να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα
Δυο μεγάλα ποτάμια με αθάνατο νερό είναι το έργο που έχουν δημιουργήσει και μας έχουν κληροδοτήσει ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης, ανταποκρινόμενοι και οι δύο στα κελεύσματα των καιρών, ο ένας μέσα από την ποίηση και ο άλλος μέσα από τη μουσική, προσφέροντας δροσιά στο μέλλον:
Γιε μου εσύ δεν χάθηκες, ωιμέ
μέσα στις φλέβες μου είσαι
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, καημέ,
έμπα βαθιά και ζήσε.
μέσα στις φλέβες μου είσαι
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, καημέ,
έμπα βαθιά και ζήσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου