Στην πατρίδα της την αποκαλούν «βασίλισσα του εγκλήματος». Πρωτοεμφανίστηκε στην αστυνομική λογοτεχνία το 2004 με το μυθιστόρημα Πράσινη σκόνη, πρώτο μιας σειράς βιβλίων με πρωταγωνίστρια την αστυνομική ερευνήτρια Λουίσε Ρικ, πολύ πριν οι δυναμικές και σκληροτράχηλες γυναίκες αστυνομικοί γίνουν της μόδας. Κόρη του δημοσιογράφου Λάιφ Μπλέντελ και της ηθοποιού Ανεγκρέτε Νίσεν, η πολυβραβευμένη Δανή συγγραφέας Σάρα Μπλέντελ γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη και εργάστηκε και η ίδια ως ρεπόρτερ, προτού στραφεί αποκλειστικά στη συγγραφή και εγκατασταθεί μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Με αφορμή την προώθηση της Αγνοούμενης, του τελευταίου ως τώρα μυθιστορήματός της με τη Λουίσε Ρικ στον κεντρικό ρόλο, που κυκλοφόρησε φέτος στην Ελλάδα από τον Κλειδάριθμο (από τις ίδιες εκδόσεις έχουν βγει και άλλα δυο βιβλία της –Ξεχασμένα κορίτσια και Φονικό δάσος–, ενώ από τον Ψυχογιό είχαν νωρίτερα κυκλοφορήσει τα Πράσινη σκόνη και Λέγε με Πριγκίπισσα), η Σάρα Μπλέντελ επισκέφθηκε την Αθήνα τον Απρίλιο του 2018 για σειρά παρουσιάσεων και συνεντεύξεων. Εντυπωσιακά όμορφη, εξαιρετικά ζεστή, πρόσχαρη και ομιλητική, δεν διστάζει να αστειευτεί αυτοσαρκαζόμενη, ακόμα και όταν η συζήτησή μας (κατά την οποία, μάλιστα, έμαθα τι με συνδέει συμπτωματικά με την ηρωίδα της) εκ των πραγμάτων οδηγείται σε δρόμους σκοτεινούς και στενάχωρους. Διότι η Αγνοούμενη, κύριος άξονας της συνέντευξης, καταπιάνεται, μεταξύ άλλων, με ένα θέμα ταμπού - εκείνο της ευθανασίας σε ανθρώπους ή αλλιώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.
Κάτι παρόμοιο με τα όσα αφηγείστε στην Αγνοούμενη σας συνέβη σε προσωπικό επίπεδο.
Ακριβώς. Ο πατέρας μου ήταν 90 χρονών όταν πέθανε, έχοντας ήδη χάσει τους περισσότερους φίλους και γνωστούς του. Μάλιστα, ένας πολύ στενός του φίλος πήγε ένα βράδυ για ύπνο και δεν ξύπνησε. Για μένα αυτό θα ήταν το ιδανικό τέλος, αλλά ο πατέρας μου διαφωνούσε κάθετα. Ήθελε να είναι «παρών» στις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Ήταν δημοσιογράφος, βλέπετε! Η άποψή του αυτή είχε ενδιαφέρον. Μα όταν συνέβη, ήταν μαρτύριο και για τον ίδιο – ειδικά οι τελευταίες τρεις ή τέσσερις μέρες. Θα προτιμούσα να μην είχε επίγνωση της κατάστασής του, για να μην υποφέρει τόσο. Ένας άνθρωπος που πάντα ήταν γεροδεμένος και δυνατός, είχε φτάσει στο σημείο να μην μπορεί να καταπιεί μια γουλιά νερό. Είχαμε, βέβαια, συζητήσει από πριν γι’ αυτά τα πράγματα – μιλούσαμε πάντοτε ανοιχτά με τους γονείς μου. Τους ανθρώπους που αγαπάμε πρέπει να τους αφήνουμε να «φύγουν» όταν έρθει η ώρα τους. Από τη μια είναι φυσικό –αν και μάλλον εγωιστικό– να μη θέλουμε να τους χάσουμε από κοντά μας. Απ’ την άλλη, το να κατανοούμε ότι έχουν φτάσει στον τελικό τους προορισμό και να το παίρνουμε απόφαση δεν σημαίνει ότι παύουμε να τους αγαπάμε... Κουβέντα που πιάσαμε όμως πρωί πρωί!
Τι να κάνουμε, κι αυτά μέσα στη ζωή είναι. Δεν γίνεται να τα αποφύγουμε...
Έτσι είναι. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε και έχω γράψει πολλά σχετικά με το ζήτημα. Όσες φορές και αν χρειαστεί να «αποχαιρετήσουμε» αγαπημένα μας πρόσωπα, πάντα θα μας συγκλονίζει το γεγονός. Και την ίδια στιγμή, καλό είναι να το φιλοσοφούμε, διότι πρόκειται για κάτι που συμβαίνει έτσι κι αλλιώς, μέσα στον φυσικό κύκλο της ζωής. Εμένα με βοήθησε πολύ το ότι οι γονείς μου δεν δίσταζαν να κουβεντιάζουν για παρόμοια θέματα μαζί μου. Όταν τελείωσα το γράψιμο αυτού του βιβλίου και ενώ τους είχα ήδη χάσει και τους δύο, αντιλήφθηκα πόσο μεγάλο ταμπού είναι ο θάνατος. Και ξαφνιάστηκα, γιατί δεν το είχα σκεφτεί έτσι ως τότε. Στη δική μου οικογένεια δεν είχαμε τέτοια νοοτροπία. Στα παιδικά μου χρόνια, οι γονείς μου απαντούσαν χωρίς ενδοιασμούς σε οποιαδήποτε απορία μου. Αν στο τέλος βρεθείς απροετοίμαστος, θα δυσκολευτείς πολύ να το αντιμετωπίσεις με ψυχραιμία – να δώσεις, ας πούμε, οδηγίες για το πώς θέλεις να γίνουν τα πράγματα όταν «φύγεις». Εγώ γνώριζα ακριβώς τις τελευταίες επιθυμίες των γονιών μου κι έτσι δεν «πελάγωσα» μέσα στο χάος της θλίψης και του πένθους.
Πίστευα πως ο θάνατος είναι ταμπού περισσότερο εδώ, στις χώρες του νότου...
Μπα, όχι. Και σ’ εμάς το ίδιο ισχύει. Κανείς δεν θέλει να πεθαίνουν οι δικοί του άνθρωποι. Αποφεύγουμε να το συζητάμε, δεν μας αρέσει να βιώνουμε την απώλεια. Πράγμα απόλυτα κατανοητό. Μας είναι πάντα οδυνηρό να χάνουμε τους γονείς μας, όσων χρονών και αν είμαστε, ας έχουμε γίνει και οι ίδιοι γονείς. Αυτό είναι το συμπέρασμα που έβγαλα απ’ την όλη ιστορία. Η Αγνοούμενη είναι βιβλίο πολύ προσωπικό, γιατί η κουβέντα της Σοφί με τη μητέρα της ήταν η ίδια που έκανα κι εγώ με τη δική μου. Ήταν επίσης ο τρόπος μου να δείξω ότι δεν είναι κακό να μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα. Στη Δανία η νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας είχε πρόσφατα γίνει μεγάλο θέμα – 70% με 71% του πληθυσμού θα την ήθελαν, με ορισμένες προϋποθέσεις. Όμως η κυβέρνηση και οι προασπιστές της ηθικής την αρνούνται. Πιστεύω πως είναι καλό να έχει κανείς την επιλογή – αν και υπάρχει η άποψη ότι ίσως κάποιοι οδηγηθούν στην αυτοκτονία από τύψεις, επειδή έχουν γίνει βάρος στην οικογένειά τους. Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Όπως και να ’χει, πρόκειται για πραγματικά δύσκολο ζήτημα.
Πρέπει να πω ότι δεν περίμενα να πάρει η Αγνοούμενη αυτή την τροπή. Ενώ είχα ξεκινήσει να διαβάζω ένα «καθαρόαιμο» αστυνομικό μυθιστόρημα, ξαφνικά ο τόνος και το κλίμα άλλαξαν και φάνηκε πως η ιστορία έκρυβε κάτι πιο σκοτεινό, πιο «βαρύ». Κι αυτό έγινε αβίαστα, όπως όταν διηγούμαστε ένα περιστατικό και μας έρχεται μια άλλη ιδέα ή ανάμνηση, την οποία εντάσσουμε στην αφήγησή μας. Και με εξέπληξε ευχάριστα.
Οι προσωπικές μας εμπειρίες δίνουν αληθοφάνεια στους χαρακτήρες μας. Όχι πως είναι εντελώς απαραίτητο – μερικοί συγγραφείς τα καταφέρνουν μια χαρά στο να πλάθουν πρόσωπα του αντίθετου φύλου απ’ το μηδέν, δεν είναι όμως εύκολο πράγμα. Αν δεν είσαι γυναίκα, δεν έχεις βιώσει, ας πούμε, από πρώτο χέρι το πόσο ευάλωτη είναι μια νέα κοπέλα.
Χαίρομαι πολύ! Αυτό ακριβώς ήθελα να πετύχω. Μου αρέσει να ανατρέπω τις ίδιες μου τις ιστορίες καθώς τις αφηγούμαι. Άλλωστε, ο άνθρωπος έχει πολλές πτυχές – στην επιφάνεια τον απασχολούν ζητήματα όπως η δουλειά του ή οι προσωπικές σχέσεις. Πίσω από αυτά, όμως, υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα από αιτίες και αποτελέσματα, δράσεις και αντιδράσεις. Η κάθε μας επιλογή μάς οδηγεί προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Μπορεί να κάνω κάτι απροσδόκητο για τους άλλους, μα έχω τους λόγους μου. Είναι κάτι που πάντα με γοητεύει.
Το κεντρικό πρόσωπο των μυθιστορημάτων σας είναι γυναίκα. Τελευταία κυκλοφορούν όλο και περισσότερα βιβλία με ηρωίδες γυναίκες, πολλά από τα οποία γράφονται από άντρες. Έχετε παρατηρήσει διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι άντρες και οι γυναίκες συγγραφείς αντιμετωπίζουν ή/και «χειρίζονται» τις πρωταγωνίστριές τους;
Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Το πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα εκδόθηκε το 2004, δηλαδή πριν το σουηδικό «κύμα» αστυνομικής λογοτεχνίας, που έφερε στο διεθνές προσκήνιο τους Σκανδιναβούς συγγραφείς. Εγώ είχα ήδη «καθιερωθεί» από πιο νωρίς και αυτό ήταν θετικό για μένα, γιατί λίγο αργότερα ξεφύτρωσαν αμέτρητοι νέοι συγγραφείς του λεγόμενου «σκανδιναβικού νουάρ», μερικοί από τους οποίους εξαφανίστηκαν πολύ γρήγορα. Στην αρχή της συγγραφικής μου πορείας το ότι είμαι γυναίκα και η ηρωίδα μου επίσης γυναίκα προξένησε κάποια δυσπιστία, σύντομα όμως η προκατάληψη ξεθώριασε. Εξάλλου, στην ουσία δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα – ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αυτό που είναι, ανεξάρτητα απ’ το φύλο του ήρωά του. Αλλά την εποχή εκείνη οι άντρες συγγραφείς ήταν αρκετά πιο γνωστοί. Πέρσι στη Νέα Υόρκη, σε μια έκθεση βιβλίου, πληροφορήθηκα το εξής: πως τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες ηρωίδες γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς, πράγμα πρωτοφανές στα εκδοτικά χρονικά. Γι’ αυτό πληθαίνουν διαρκώς και οι άντρες συγγραφείς με πρωταγωνίστριες γυναίκες, ενώ παλιότερα τις περιφρονούσαν... Οφείλω βέβαια να παραδεχτώ ότι υπάρχουν πολύ σπουδαίοι άντρες συνάδελφοί μου, με θαυμάσιες ιδέες και δυνατά μυθιστορηματικά πρόσωπα. Δεν έχω καμιά πρόθεση να τους αδικήσω. Μόνο που σάστισα με την αιφνίδια αυτή επιτυχία των θηλυκών χαρακτήρων, γιατί ποτέ δεν έχει ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα! Η Άγκαθα Κρίστι είναι η εξαίρεση. Ορισμένοι άντρες συγγραφείς –όχι όλοι, να μη γενικεύω– το θεωρούσαν έως και υποτιμητικό να έχουν ηρωίδες γυναίκες. Μα τώρα που η νοοτροπία του αναγνωστικού κοινού έχει αλλάξει, σπεύδουν να συμμορφωθούν. Κι αυτό ομολογώ πως με ξενίζει. Ταυτόχρονα όμως το καλοδέχομαι, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση ενός ατόμου του αντίθετου φύλου.
Γι’ αυτό αποφύγατε να δημιουργήσετε έναν αρσενικό χαρακτήρα;
Φυσικά! Μου είναι απείρως προτιμότερο να γράφω για τη Λουίσε Ρικ. Εξάλλου, δεν τη δημιούργησα εγώ – εκείνη με βρήκε. Όταν άρχισα να γράφω, δεν είχα καν σκοπό να γίνω συγγραφέας. Εργαζόμουν ακόμα ως δημοσιογράφος. Και μια μέρα την είδα – σας έμοιαζε πολύ, ξέρετε. Είχε σγουρά μαλλιά σαν τα δικά σας, μόνο λιγάκι πιο μακριά. Κάποια στιγμή τα μάζεψε πίσω και τα έπιασε πρόχειρα σε κότσο. Μου κίνησε την περιέργεια. Ήμουν σίγουρη ότι δούλευε στο αστυνομικό τμήμα της Κοπεγχάγης. Κι από τότε άρχισα να σκαρφίζομαι ιστορίες γι’ αυτήν. Αλλά για τέσσερις μήνες, οι ιστορίες αυτές είχαν μείνει μονάχα στο κεφάλι μου. Ήμουν ανέκαθεν μανιώδης αναγνώστρια και αυτή τη φορά, έφτιαχνα νοερά ένα μυθιστόρημα για τον εαυτό μου. Κρατούσα σημειώσεις και σκεφτόμουν συνεχώς τη Λουίσε. Την έβλεπα, την άκουγα... ώσπου στο τέλος, αυθόρμητα, άρχισα να γράφω. Αν είχα προσχεδιάσει τη συγγραφική μου παρουσία, αν είχα ερευνήσει τι κινείται περισσότερο στην αγορά ώστε να συμβαδίσω με τη μόδα, θα μου έβγαινε κάτι «στημένο», κάτι που θα νόμιζα πως τραβούσε τον κόσμο, δίχως να συμμετέχω συναισθηματικά σ’ αυτό. Η Λουίσε, αντίθετα, «πλάστηκε» από μόνη της μέσα στην ψυχή και το μυαλό μου. Ξέρω την κάθε της αντίδραση – άλλοτε αντιδρά ακριβώς όπως εγώ, άλλοτε όχι...
Και ο Άικ;
Όταν δημιούργησα τον Άικ –ο οποίος εμφανίζεται σε τρία απ’ τα βιβλία μου ως τώρα–, παιδεύτηκα πολύ ώσπου να τον «βρω». Δεν «γεννήθηκε» με ευκολία, παρότι υπήρχαν, φυσικά, άντρες που με ενέπνεαν. Εστίασα λοιπόν στο παρελθόν του. Στο έβδομο βιβλίο –το πιο πρόσφατο είναι το ένατο– με τη Λουίσε, τα Ξεχασμένα κορίτσια, τη μετέφερα σε ένα νέο τμήμα, με ειδικότητα στον εντοπισμό αγνοουμένων. Κι εκεί, αποφάσισα να τη βάλω να συνεργαστεί με ένα καινούριο πρόσωπο: τον Άικ. Έναν τύπο κάπως απότομο, απόμακρο και μυστήριο – κάθε άλλο παρά ιδεώδη συνεργάτη. Χάρη στην προηγούμενη συγγραφική μου εμπειρία, ήξερα πόσο σημαντικό είναι να χτίζεις ένα υπόβαθρο για τους ήρωές σου. Του έδωσα συγκεκριμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, αν και δεν είχε τύχει να δω κάποιον με παρόμοια εμφάνιση στην καθημερινότητά μου. Αν γινόταν να δημιουργήσω έναν άντρα ήρωα που να είναι φορέας των δικών μου εμπειριών, σκέψεων και συναισθημάτων, θα το έκανα με ευχαρίστηση. Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να δανειστώ στοιχεία από τον πραγματικό μου σύντροφο. Μα τότε δεν θα ήταν «εγώ». Δεν θα ήταν μια γυναίκα που πέρασε προβληματική εφηβεία γεμάτη ανασφάλειες, ούτε θα του είχε ραγίσει κανείς την καρδιά στα δεκαοχτώ του χρόνια. Οι προσωπικές μας εμπειρίες δίνουν αληθοφάνεια στους χαρακτήρες μας. Όχι πως είναι εντελώς απαραίτητο – μερικοί συγγραφείς τα καταφέρνουν μια χαρά στο να πλάθουν πρόσωπα του αντίθετου φύλου απ’ το μηδέν, δεν είναι όμως εύκολο πράγμα. Αν δεν είσαι γυναίκα, δεν έχεις βιώσει, ας πούμε, από πρώτο χέρι το πόσο ευάλωτη είναι μια νέα κοπέλα.
Έστω σαν απλό πείραμα, θα δοκιμάζατε ποτέ να κάνετε τον κεντρικό σας ήρωα άντρα;
Δεν θα το απέρριπτα κατηγορηματικά. Εξαρτάται από το θέμα και τον ίδιο τον χαρακτήρα – δεν θα το έκανα μόνο και μόνο επειδή θα μου το επέβαλλε κάποιος εκδότης ή επειδή θα ήταν αίφνης στη μόδα. Εγώ δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι. Ίσως ακούγομαι αφοριστική, αλλά με ενδιαφέρουν κυρίως τα πρόσωπά μου και αφιερώνω πολύ χρόνο στο να τα παρουσιάσω όσο πιο ολοκληρωμένα και πειστικά γίνεται. Το παίρνω πολύ σοβαρά αυτό. Κι έτσι δημιουργώ μια ολόκληρη ζωή για τον κάθε μου ήρωα ξεχωριστά, πρωταγωνιστή ή μη. Ξέρω σε ποιο σχολείο πήγε, ποιοι είναι οι γονείς του, ποια φαγητά προτιμά... Είναι πολύ σημαντικό για μένα, γιατί μόλις τον βγάλω στη «σκηνή», γνωρίζω από πριν πώς θα δράσει. Είμαι οπωσδήποτε ικανή να πλάσω έναν ενδιαφέροντα άντρα – το ελπίζω δηλαδή. Ωστόσο, δεν είμαι βέβαιη πως θα μου ερχόταν φυσικά. Όχι επειδή δεν θα το ήθελα, πιστεύω όμως ότι έχω μεγαλύτερη ευχέρεια στους θηλυκούς χαρακτήρες, τους οποίους άλλωστε πάντα έβρισκα συναρπαστικούς. Έχω ξεκινήσει μια νέα σειρά μυθιστορημάτων –τώρα γράφω το τρίτο βιβλίο– με ηρωίδα την κληρονόμο ενός γραφείου κηδειών. Πρόκειται για μια γυναίκα που βρίσκεται σε εξαιρετικά περίεργη θέση, αλλά μου αρέσει να παίζω με τις δυνατές και τις αδύναμες πτυχές της προσωπικότητάς της. Πιθανώς γιατί μου είναι πιο εύκολο να την «υποδυθώ» κατά κάποιον τρόπο, να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της –ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν θα κολάκευε εμένα την ίδια–, ώστε να την κάνω να φαίνεται πιο «αληθινή».
Οι «ελαττωματικοί» ήρωες είναι ούτως ή άλλως πιο αληθοφανείς. Ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους...
Αυτό εννοείται. Δεν μου αρέσει να περιγράφω «υπερήρωες». Είναι πολύ ενδιαφέρον να πλέκεις καταστάσεις τις οποίες θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο καθένας μας. Εσείς ή εγώ θα μπορούσαμε να κάνουμε εντελώς διαφορετικές δουλειές – να είμαστε αστυνομικοί, για παράδειγμα! Προσπαθώ να διατηρώ τις άκρως λεπτές ισορροπίες μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, διότι, ενώ κάποιος άλλος θα προτιμούσε ίσως να ρίξει το βάρος στα προσωπικά του ήρωά του, εγώ θέλω να επικεντρώνομαι στην αστυνομική πλοκή. Δεν γράφω αισθηματικά μυθιστορήματα ούτε κοινωνικά δράματα. Αυτά μου συμβαίνουν στην πραγματικότητα! Η ουσία είναι ότι τα βιβλία μου δεν απευθύνονται αποκλειστικά στο γυναικείο κοινό. Μα το γεγονός ότι η πρωταγωνίστριά τους είναι γυναίκα –και εξαιρετική στη δουλειά της– προσδίδει στις υποθέσεις τους την ιδιαιτερότητα της θηλυκής αντίληψης και ενσυναίσθησης.
Έχουμε μια έκφραση εδώ, όταν κάποιος είναι εύστροφος και εφευρετικός, ικανός για περίπλοκες σκέψεις και συσχετισμούς, λέμε ότι έχει «θηλυκό» μυαλό.
Πολύ ωραίο αυτό! Μάλιστα κάτι παρόμοιο μου είχε πει και ο τέως διοικητής του αστυνομικού τμήματος της Κοπεγχάγης, στον οποίο απευθύνθηκα για στοιχεία σχετικά με τη Λουίσε Ρικ...
Ακριβώς αυτό ετοιμαζόμουν να σας ρωτήσω. Ερευνάτε πάντα τα θέματά σας; Οι υποθέσεις των βιβλίων σας βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα;
Μπορεί πού και πού να εμπνέομαι από αληθινά περιστατικά, οι ιστορίες μου όμως δεν στηρίζονται σε αυτούσια γεγονότα. Δανείζομαι βέβαια στοιχεία απ’ την πραγματικότητα – στο τελευταίο βιβλίο, λόγου χάρη, χρησιμοποίησα τις προσωπικές μου εμπειρίες από τον θάνατο των γονιών μου, όπως και την αληθινή ιστορία μιας γυναίκας στην ηλικία μου, με δυο σχεδόν ενήλικα παιδιά, η οποία έπασχε από αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση – μια πολύ σοβαρή, ανίατη και εκφυλιστική ασθένεια. Ήθελε να της γίνει ευθανασία και αναγκάστηκε να πάει στην Ελβετία για να υλοποιήσει την επιθυμία της. Ο σύζυγος και τα παιδιά της τη συνόδεψαν στο ταξίδι. Είχε γυριστεί και ντοκιμαντέρ με την ιστορία της. Επικοινώνησα μαζί της και με κάλεσε να πάω να τη δω. Ήταν απίστευτα συνεργάσιμη – με βοήθησε πάρα πολύ στην έρευνά μου, αν και αισθανόμουν άσχημα, επειδή θεωρώ τις καταστάσεις αυτές άκρως ιδιωτικές. Είδα όμως από κοντά πώς είναι να ξεπερνάς κάποια όρια προκειμένου να διαχειριστείς το πένθος. Ναι, κάνω εντατικές έρευνες για τα θέματά μου, μιλάω με άτομα που έχουν αντιμετωπίσει προβλήματα τα οποία θέλω να περιγράψω – αλλά στο κάτω κάτω της γραφής, τα βιβλία μου, που μπαίνουν πολύ συχνά στις λίστες των ευπώλητων, έχουν πρωταρχικό στόχο την ψυχαγωγία του αναγνώστη. Και το να χάνεις ένα αγαπημένο πρόσωπο δεν είναι ψυχαγωγία. Θα ήταν ασέβεια να εκμεταλλευτώ έτσι ένα παρόμοιο θέμα, αφού οι συγγενείς του εκλιπόντος είναι ακόμα εν ζωή. Κάνω λοιπόν την έρευνά μου και χρησιμοποιώ επιλεκτικά όσα στοιχεία μου χρειάζονται. Επειδή είμαι πολύ γνωστή στη Δανία, συνήθως μου δίνουν πρόθυμα πληροφορίες για οτιδήποτε. Δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να προδώσω την εμπιστοσύνη τους. Εξάλλου, συνεργάζομαι στενά για τόσο πολλά χρόνια με αστυνομικούς, εγκληματολόγους και ιδιωτικούς ερευνητές, ώστε κατά κάποιον τρόπο έχω πια τη δική μου ομάδα.
Ποιοι σας διαβάζουν περισσότερο; Οι γυναίκες ή οι άντρες;
Σίγουρα οι γυναίκες – αλλά οι γυναίκες διαβάζουν γενικά περισσότερο. Τώρα τελευταία, όμως, έχω και πολλούς άντρες αναγνώστες. Οι οποίοι, ακόμα και αν στην αρχή είναι λίγο δύσπιστοι, βρίσκουν ενδιαφέροντα τα θέματά μου και την έρευνα που έχω κάνει, γιατί δίνω όλη μου την προσοχή στο αστυνομικό μυστήριο, χωρίς να αναλώνομαι σε πιθανώς βαρετές γι’ αυτούς λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής. Στις εκδηλώσεις για τα βιβλία μου –όπως εδώ στην Αθήνα χτες το βράδυ, για παράδειγμα– διακρίνω όλο και περισσότερους άντρες ανάμεσα στο κοινό, αν και κατά κανόνα η πλειονότητα είναι γυναίκες.
Είναι αλήθεια ότι οι άντρες δεν προτιμούν τα λογοτεχνικά βιβλία;
Δεν θα το έλεγα με βεβαιότητα, παρότι δείχνουν όντως σαφή προτίμηση στις βιογραφίες και στα εγχειρίδια που σχετίζονται με τη δουλειά τους. Ίσως το ενδιαφέρον τους για τα μη λογοτεχνικά βιβλία είναι ελαφρώς εντονότερο. Κάποιοι μου ομολογούν ευθέως ότι δεν με έχουν διαβάσει ακόμα επειδή δεν τους ελκύει η λογοτεχνία. Εννοείται, φυσικά, ότι δεν με πειράζει καθόλου – τίποτα δεν τους εμποδίζει να αγοράσουν τα βιβλία μου, κι ας μην τα διαβάσουν... Χτες το βράδυ, άλλωστε, ο Μπιλ Κλίντον, που επισκέφθηκε την Κοπεγχάγη για να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό μας, δήλωσε δημόσια στην ομιλία του ότι είναι φανατικός θαυμαστής μου! Με έναν τέτοιο άντρα αναγνώστη, τι να τους κάνω τους υπόλοιπους; Για να σοβαρευτούμε, το ερώτημα έχει όντως ενδιαφέρον. Ποια βιβλία είναι ειδικά «για άντρες» και ποια «για γυναίκες»; Οι εκδότες έχουν την τάση να τα διαχωρίζουν, για εμπορικούς λόγους πάνω απ’ όλα. Εγώ η ίδια αγαπώ πολύ ορισμένους συγγραφείς, όπως τον Μάικλ Κόνελι και τον Λι Τσάιλντ, που έχουν πλάσει υπέροχους χαρακτήρες, αλλά η θεματολογία και το ύφος τους είναι κατεξοχήν «αντρικά». Θα εκνευριζόμουν και θα προσβαλλόμουν αφάνταστα αν κάποιος μου έλεγε ότι τα βιβλία αυτά «δεν είναι για μένα». Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε μια οικογένεια όπου δεν γίνονταν τέτοιου είδους διακρίσεις. Εξακολουθεί, πάντως, να είναι μια μάχη που εμείς οι γυναίκες δεν την έχουμε ακόμα κερδίσει.
Το αστείο είναι ότι πολλά από τα υποτιθέμενα «βιβλία για άντρες» (λόγω της θεματολογίας τους – αστυνομικά, περιπέτειες) έχουν γραφτεί από γυναίκες...
Μια ερώτηση που μου κάνουν συχνά είναι το αν γράφω ειδικά για γυναίκες. Κι εγώ απαντώ ότι γράφω για τους αναγνώστες μου! Μάλλον παράλογη ερώτηση, γιατί, αν και είμαι γυναίκα, όπως και η Λουίσε, έχω δημιουργήσει μια ηρωίδα που δεν αστειεύεται και δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Πρόκειται απλώς για ένα βιβλίο. Υπάρχουν γυναίκες συγγραφείς που αλλάζουν το όνομά τους για να μοιάζει με αντρικό, ώστε να προσελκύσουν τους άντρες αναγνώστες. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι εξωφρενικό. Δεν θα μου περνούσε καν απ’ τον νου. Πέρα απ’ το ότι θα μου στερούσε το αυτονόητο δικαίωμα να είμαι ο εαυτός μου...
Σε μια ιδανική κοινωνία, εξάλλου, δεν θα υπήρχε καν λόγος να γίνει κάτι τέτοιο.
Πιστέψτε με, μου είναι πέρα για πέρα αδιανόητο. Και γιατί άλλωστε; Θα έπρεπε δηλαδή να ντρέπομαι για το ότι είμαι γυναίκα; Ή μήπως θα γινόμουν καλύτερη συγγραφέας αν άλλαζα ταυτότητα; Μια άλλη ερώτηση που δέχομαι είναι αν εξαιτίας του φύλου μου εισπράττω άνιση μεταχείριση στο θέμα της προβολής. Κάποιες συνάδελφοί μου αισθάνονται να τους συμβαίνει αυτό, εγώ όμως δεν το έχω αντιληφθεί, σε σχέση πάντα με τον εαυτό μου. Θα ήμουν αχάριστη αν ισχυριζόμουν ότι δεν χαίρω σεβασμού ή εκτίμησης. Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για τους αναγνώστες που μου διαθέτουν τον χρόνο τους. Ουδέποτε μου έλειψε η αναγνώριση στη χώρα μου – έχω μάλιστα τιμηθεί με βραβείο που ως τώρα δεν απονεμόταν σε συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας. Και όλα αυτά δεν οφείλονται σ’ εμένα ως άτομο, αλλά στο ίδιο μου το έργο. Όταν η αστυνομική λογοτεχνία απέκτησε ευρύτερο κοινό, ο καθένας νόμιζε πως μπορούσε να γράψει ό,τι του κάπνιζε και να γίνει διάσημος. Έλα όμως που δεν είναι τόσο εύκολο... Για μένα η συγγραφή είναι πλήρης απασχόληση. Όταν γράφω, θυσιάζω ένα σωρό πράγματα. Δεν γίνεται αλλιώς. Βάζω τα δυνατά μου για να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και από κει και πέρα, είναι στη διακριτική ευχέρεια του κοινού να με κρίνει. Είχα επίσης την τύχη να πέσω σε καλούς εκδότες και διανομείς – και ο Έλληνας εκδότης μου δεν αποτελεί εξαίρεση! Παίρνουν τη δουλειά μου στα σοβαρά και με υποστηρίζουν ολόψυχα. Τι παραπάνω να ζητήσω; Δεν φτάνει να είναι κανείς ταλαντούχος συγγραφέας – πρέπει και να έχει γύρω του ανθρώπους ικανούς να τον αναδείξουν.
Όταν η αστυνομική λογοτεχνία απέκτησε ευρύτερο κοινό, ο καθένας νόμιζε πως μπορούσε να γράψει ό,τι του κάπνιζε και να γίνει διάσημος. Έλα όμως που δεν είναι τόσο εύκολο... Για μένα η συγγραφή είναι πλήρης απασχόληση. Όταν γράφω, θυσιάζω ένα σωρό πράγματα.
Τώρα θα κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου και θα σας ρωτήσω πώς σας φαίνεται όταν, σε τηλεοπτικές ή κινηματογραφικές μεταφορές βιβλίων, μετατρέπουν τον ήρωα από άντρα σε γυναίκα...
Κοιτάξτε, αν το κάνουν καλά, δεν με ενοχλεί ιδιαίτερα. Και ίσως δεν θα έπρεπε να το πω αυτό, αλλά στη Δανία έχουμε ένα συγγραφικό δίδυμο που αποτελείται από άντρες, «σκληρούς τύπους», και τα βιβλία τους μέχρι πρόσφατα πήγαιναν πολύ καλά. Τελευταία, όμως, έμαθα πως όχι μονάχα μετέτρεψαν τον πρωταγωνιστή τους σε γυναίκα, αλλά ένωσαν και τα ίδια τους τα ονόματα σε ένα γυναικείο! Σίγουρα πρόκειται για αντίδραση απέναντι σ’ εμάς τις γυναίκες συγγραφείς και τις κεντρικές μας ηρωίδες. Εγώ αυτό επιλέγω να το πάρω ως φιλοφρόνηση. Ζηλεύουν την επιτυχία μας και μας μιμούνται. Να που οι γυναίκες έχουν επιτέλους αποκτήσει τόση δύναμη, ώστε οι άντρες να τις αντιγράφουν...
Μια και αναφέρατε το συγγραφικό δίδυμο – το γράψιμο θεωρείται ασχολία μοναχική. Εσείς θα συνεργαζόσασταν με άλλον στη συγγραφή ενός βιβλίου;
Δεν το νομίζω! Ποτέ μη λες ποτέ, βέβαια, αλλά μάλλον όχι. Γράφω επειδή λατρεύω το γράψιμο, το απολαμβάνω. Και η απομόνωση είναι βασική προϋπόθεση της δουλειάς μου. Αυτό που όντως κάνω, από τα Ξεχασμένα κορίτσια και έπειτα, είναι να συνεργάζομαι με μια κυρία που με βοηθάει στην εξέλιξη της πλοκής. Παράλληλα σκηνοθετεί ταινίες και γράφει και η ίδια σενάρια, οπότε είναι το πιο κατάλληλο άτομο για να με «ξεκολλήσει», αν τυχόν φτάσω σε αδιέξοδο. Εξετάζει την ιστορία μου για να δει μήπως έχει ανακολουθίες ή κενά. Εγώ σημειώνω τις ιδέες μου και τις συζητάμε μαζί για ένα διάστημα, προτού ξεκινήσω να γράφω το εκάστοτε βιβλίο. Θέλω να είμαι σίγουρη πως έχω αξιοποιήσει την κάθε πτυχή της ιδέας μου και όλες τις δυνατότητες των προσώπων μου, όλες τις εναλλακτικές πιθανότητες και εκδοχές. Αν αραδιάσεις με μια λογική σειρά τα συστατικά που απαρτίζουν την πλοκή σου, το αποτέλεσμα ίσως φανεί κοινότοπο και βαρετό. Έτσι όμως και αρχίσεις να τα ανακατεύεις και να αναπτύσσεις τα επιμέρους στοιχεία, τότε αποκτά ενδιαφέρον. Το ωραίο είναι ότι οι πιο αβανταδόρικες ιδέες μου έρχονται όταν εκείνη μου προτείνει κάτι το οποίο αρχικά απορρίπτω. Μπορεί να μην ακολουθώ πάντα τις συμβουλές της, αλλά με βάζει στη διαδικασία να επινοήσω κάτι διαφορετικό. Η συμβολή της είναι ανεκτίμητη. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θεωρούμαστε «συγγραφικό δίδυμο». Με το που θα στρωθώ στο γράψιμο, δεν ξανακουβεντιάζω τίποτα με κανέναν. Τα πρόσωπά μου και οι πράξεις τους δεν είναι αντικείμενο κουτσομπολιού για να τα περιφέρω από δω κι από κει. Δικό μου είναι το μυθιστόρημα, εγώ παίρνω τις τελικές αποφάσεις – εγώ είμαι το αφεντικό!
Το όνομα της Λουίσε πώς το εμπνευστήκατε; Έχει καμιά ιδιαίτερη σημειολογία;
Ούτε που ξέρω πώς το σκέφτηκα! Με το που την αντίκρισα, ήξερα πως την έλεγαν Λουίσε Ρικ. Δεν γνώριζα τότε καμιά γυναίκα μ’ αυτό το όνομα. Τελικά έμαθα πως υπάρχει στη Δανία κάποια που τη λένε έτσι. Συναντήθηκα μαζί της και τη ρώτησα μήπως θίχτηκε για το ότι χρησιμοποίησα το όνομά της. Μου απάντησε πως, απεναντίας, ήταν τιμή της κι εγώ, για να την ευχαριστήσω, της έστειλα δώρο όλα μου τα βιβλία! Όσο για το αν το όνομα αυτό έχει κάποια ιδιαίτερη σημειολογία – όχι, μου κατέβηκε απλώς στο κεφάλι απ’ το πουθενά. Είχα τόσο ξεκάθαρη την εικόνα της στον νου μου ώστε δεν με απασχόλησε τίποτ’ άλλο – ούτε το πού και πώς ζούσε, ούτε η ηλικία της. Ήταν πολύ παράξενο, γιατί ορισμένους χαρακτήρες πρέπει να τους καλλιεργήσεις για αρκετό καιρό στο μυαλό σου προτού πάρουν την τελική τους μορφή. Άλλοι πάλι είναι αυτό που είναι και δεν απαιτούν καμιά περαιτέρω επεξεργασία.
Και στη ζωή, άλλωστε, τα ονόματά μας είναι κατά κάποιον τρόπο τυχαία. Γιατί, όταν είμαστε μωρά, οι γονείς και οι νονοί μας δεν μας... γνωρίζουν ακόμα ώστε να ψάξουν για ένα όνομα που να μας χαρακτηρίζει.
Έχετε δίκιο! Και είναι αλήθεια ότι για εντυπωσιασμό και πρωτοτυπία, πολλοί από τους νεότερους συγγραφείς πασχίζουν να σκεφτούν ασυνήθιστα ονόματα για τα πρόσωπά τους, βαρύγδουπα και αφύσικα. Εμένα με ένοιαζε να είναι το όνομα της ηρωίδας μου ευκολομνημόνευτο. Εφόσον η ιστορία είναι καλογραμμένη, ποιος σκοτίζεται για τα ονόματα;
Έχει διασκευαστεί κάποιο από τα βιβλία σας για την οθόνη;
Ναι, έχουν πουληθεί τα δικαιώματα όλης της σειράς μυθιστορημάτων με τη Λουίσε. Αυτό τον καιρό ξεκινούν οι εργασίες. Δεν θέλω να το δέσω κόμπο, γιατί μπορεί τελικά να μη γίνει τίποτα (είχε συμβεί έτσι μια δυο φορές στο παρελθόν). Διακρίνω όμως ενθουσιασμό από την πλευρά τους και αυτή τη φορά, έχω το προαίσθημα ότι θα πάνε όλα καλά. Πρόκειται για αμερικανική και καναδική εταιρεία –τα Bron Studios–, οπότε η ποιότητα είναι μάλλον εγγυημένη. Συμφωνώ απόλυτα με τις ιδέες τους ως τώρα. Έχουν γυρίσει ταινίες που βραβεύτηκαν με Όσκαρ, όπως τα Εμπόδια(Fences) του 2016. Έχω λοιπόν κάθε λόγο να είμαι αισιόδοξη. Και να ανυπομονώ!
Κι εγώ ανυπομονώ! Ελπίζω να μπορέσουμε να δούμε τη σειρά εδώ στην Ελλάδα. Και σας ευχαριστώ θερμά για την υπέροχη συζήτηση.
Κι εγώ σας ευχαριστώ, για τις πράγματι θαυμάσιες ερωτήσεις και τον χρόνο που μου χαρίσατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου