Αν δε γνωρίζεις τη συγγραφέα κι αν δεν αναζητήσεις εκ των προτέρων κάποια πληροφορία γι’ αυτή ούτε διαβάσεις το οπισθόφυλλο του βιβλίου για να κάνεις μια πρώτη τυπική χαρτογράφηση, τότε μπορείς να προσφέρεις τη δυνατότητα στον εαυτό σου να ζήσει την αναγνωστική εμπειρία εξ ολοκλήρου ως έκπληξη, ως μια απροκατάληπτη διαδικασία επικοινωνίας με την ίδια την ιστορία και τον άνθρωπο πίσω από αυτή.
Απειλή: Άγριο βρίσιμο δεσμοφύλακα σαν αλύχτισμα σκυλιών, απειλητικά χτυπήματα από κλομπ σε σίδερα και λαμαρίνες, αρβύλες, ροχάλες, εκκωφαντικός φόβος παντού.
Δεσμωτήριο: Πολλοί άντρες συνωστισμένοι σε τέσσερις λερούς τοίχους, σώματα γεμάτα μώλωπες και εκδορές, με λίγη ανάσα και πολλές σκοτεινές σκέψεις, κατακαλόκαιρο κάτω από την επιφάνεια μιας γης, σε έναν ελάχιστο χώρο που πέφτει πάνω στους ανθρώπους και τους πλακώνει. Ανάμεσά τους ένας βαριά άρρωστος, ο Φώτης.
Ασφυξία: Η ζέστη βγαίνει σιγά σιγά από το βιβλίο και ανασαίνει μπροστά στο πρόσωπό σου με το καυτό και δυσώδες χνότο της. Η πνιγμονή του χώρου σε γραπώνει απ’ τον λαιμό. Δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής. Η πόρτα ανοίγει μόνο για να τρέξει κάποιος να φέρει τις κουραμάνες ή για να πλυθούν τα λερωμένα ή για ν’ αυλιστούν για λίγο οι κρατούμενοι και πάντα μέσα στη σιωπή.
Αποκάλυψη: Είναι ο Σκουλάς, ο δεσμοφύλακας της μεσημεριανής βάρδιας, που ενώ βρίζει θεούς και δαίμονες, ρίχνει δροσερό νερό στα τσίγκινα δοχεία, γλιστράει με το πόδι του μέσα στο κελί το πετραδάκι που γύρω του είναι τυλιγμένο το μήνυμα, δίνει τις κάψουλες από το φάρμακο για να γιατρευτεί ο Φώτης.
Επιβίωση: Μέσα στην απόγνωση και τον θάνατο που καραδοκεί εκείνοι πρέπει κάπως ν’ αντέξουν. Γυμναστική κατά ομάδες για να χωρούν στον θεόστενο χώρο, ο δάσκαλος απαγγέλλει Κάλβο και ο Φώτης τούς αφηγείται τις ιστορίες που γράφει με μια μύτη μολυβιού σε κάτι υπόλοιπα χαρτιού πιο φτενά κι από τσιγαρόχαρτο.
Ανατροπή: Και μετά, ένα μεσημέρι, ο Σκουλάς δεν εμφανίζεται κι όταν αργότερα εμφανίζεται, κάτι στη φωνή και στο περπάτημά του δεν ταιριάζει με όσα μέχρι τότε ήξεραν οι κρατούμενοι για κείνον. Κι όταν, ύστερα από μερικές μέρες, ανακαλύπτουν ποιος είναι αυτός ο αλλόκοτος δεύτερος Σκουλάς, μια καινούρια περιπέτεια αρχίζει για όλους και μια παράξενη αγωνία για τον Φώτη.
Η Μαριλένα Παπαϊωάννου δημιουργεί μια νουβέλα που κινείται παράλληλα σε δύο επίπεδα:
Πρώτο επίπεδο: Η παρουσία, η εξαφάνιση, η επανεμφάνιση του Σκουλά και της επικοινωνίας που έχουν οι κρατούμενοι μαζί του. Η προσπάθεια να σωθούν ο Φώτης και τα γραπτά του.
Δεύτερο επίπεδο: Η ζωή και οι σχέσεις των κρατουμένων, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι αγωνίες, οι προβληματισμοί, οι αμφιταλαντεύσεις τους.
Η Μαριλένα Παπαϊωάννου δημιουργεί μία ατμόσφαιρα φοβική και κλειστοφοβική, κολλώδη και ψυχαναγκαστική, χαμηλόφωνη, η οποία διαπερνάται υπόκωφα από μια διαρκή νευρικότητα που δικαιολογείται από τις συνθήκες κάθειρξης και την προσμονή του θανάτου, νευρικότητα που ελάχιστες φορές ξεσπά.
Το ένα επίπεδο προσφέρει σε πρώτη ανάγνωση την πλοκή, τις ανατροπές, τις κορυφώσεις. Το δεύτερο επίπεδο το βάθος, την ανθρώπινη σύγκρουση, το προσωπικό και ιστορικό δράμα. Το πρώτο αποτυπώνει σε μεγαλύτερο βαθμό τη μυθοπλασία, το δεύτερο σε μεγαλύτερο βαθμό την ιστορική και την ανθρώπινη πραγματικότητα. Στην ουσία όμως τα δύο αυτά επίπεδα συνυπάρχουν συλλειτουργώντας διαρκώς.
Και τα δύο συντελούν στη δημιουργία μιας ιστορίας που είναι εντέλει ατμοσφαιρική, μυστηριώδης, συγγραφικά ρυθμισμένη, παρά την τραγικότητά της, σ’ ένα παράξενο μέτρο, με θεατρικό στήσιμο και τρόπον τινά αφιερωμένη στη λογοτεχνία:
Η υποβλητική ατμόσφαιρα: Η αποπνικτική ζέστη, ο αέρας που μπουκώνει υγρασία, ο ιδρώτας που ποτίζει τα πάντα, οι τρομοκρατικές απειλές του δεσμοφύλακα, ο ήχος από το δροσερό νερό που χύνεται από το μπιντόνι στα τσίγκινα δοχεία, οι ψιθυριστές οδηγίες των γυμναστικών ασκήσεων, οι σιγανές σύντομες κουβέντες των κρατουμένων, η καθημερινή ρουτίνα τους που επαναλαμβάνεται με ιδρυματική σταθερότητα γίνονται το σταθερό φόντο, η σκηνογραφία που προετοιμάζει και φιλοξενεί τα γεγονότα που εξελίσσονται. Αυτό το πλαίσιο διανοίγει κεφάλαιο το κεφάλαιο έναν ψυχικό χώρο για τον αναγνώστη, τον μυεί στην ιδιαίτερη συνθήκη του υπόγειου κελιού και του υπόγειου πόνου, τον βοηθά να καταλάβει όσα συμβαίνουν στο παρόν της αφήγησης και όσα θα ακολουθήσουν στο μέλλον της. Η Μαριλένα Παπαϊωάννου δημιουργεί μία ατμόσφαιρα φοβική και κλειστοφοβική, κολλώδη και ψυχαναγκαστική, χαμηλόφωνη, η οποία διαπερνάται υπόκωφα από μια διαρκή νευρικότητα που δικαιολογείται από τις συνθήκες κάθειρξης και την προσμονή του θανάτου, νευρικότητα που ελάχιστες φορές ξεσπά.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα: Η αποπνικτική ζέστη, ο αέρας που μπουκώνει υγρασία, ο ιδρώτας που ποτίζει τα πάντα, οι τρομοκρατικές απειλές του δεσμοφύλακα, ο ήχος από το δροσερό νερό που χύνεται από το μπιντόνι στα τσίγκινα δοχεία, οι ψιθυριστές οδηγίες των γυμναστικών ασκήσεων, οι σιγανές σύντομες κουβέντες των κρατουμένων, η καθημερινή ρουτίνα τους που επαναλαμβάνεται με ιδρυματική σταθερότητα γίνονται το σταθερό φόντο, η σκηνογραφία που προετοιμάζει και φιλοξενεί τα γεγονότα που εξελίσσονται. Αυτό το πλαίσιο διανοίγει κεφάλαιο το κεφάλαιο έναν ψυχικό χώρο για τον αναγνώστη, τον μυεί στην ιδιαίτερη συνθήκη του υπόγειου κελιού και του υπόγειου πόνου, τον βοηθά να καταλάβει όσα συμβαίνουν στο παρόν της αφήγησης και όσα θα ακολουθήσουν στο μέλλον της. Η Μαριλένα Παπαϊωάννου δημιουργεί μία ατμόσφαιρα φοβική και κλειστοφοβική, κολλώδη και ψυχαναγκαστική, χαμηλόφωνη, η οποία διαπερνάται υπόκωφα από μια διαρκή νευρικότητα που δικαιολογείται από τις συνθήκες κάθειρξης και την προσμονή του θανάτου, νευρικότητα που ελάχιστες φορές ξεσπά.
Το μυστήριο: Συμπεριφορές που φαινομενικά ερμηνεύονται εύκολα, που όμως σύντομα αποδεικνύονται το αντίθετό τους, μικροί γρίφοι που λείπει κάποιο στοιχείο τους για να λυθούν, η διαρκής αναμονή μιας μεταφοράς στον χώρο των ανακρίσεων ή μιας μεταγωγής σε άλλα κρατητήρια ή σε τόπο εξορίας με την προοπτική της εκτέλεσης, η προσμονή της επιστροφής των συντρόφων που βασανίστηκαν, η δήλωση μετάνοιας κάποιων από αυτούς ως μια πιθανή εξέλιξη, η έλευση του Καμουζά που προαναγγέλλεται αλλά για μεγάλο αφηγηματικό διάστημα δεν πραγματοποιείται, η απορία για το ποιος είναι τελικά ο δεύτερος Σκουλάς, το ενδεχόμενο της ολοκληρωτικής κατάρρευσης ή της σωτηρίας του Φώτη, όλα αυτά αποτελούν διαρκείς εκκρεμότητες, επεισόδια σε αναμονή που κρατούν τεταμένες τις αισθήσεις και την αγωνία να υποβόσκει, με το τραγικό τέλος σε ετοιμότητα.
Όμως η μαγεία στη δουλειά του λογοτέχνη είναι, ανάμεσα στ’ άλλα, και το γεγονός ότι μπορεί να καταπιάνεται με όποια ιστορική περίοδο επιθυμεί αντικρίζοντάς την από την οπτική του παρόντος και μέσα από το προσωπικό βλέμμα του.
Το μέτρο: Μια παράξενη απουσία υπερβολής στις εκδηλώσεις και στα συναισθήματα, σαν στις πράξεις και στις συμπεριφορές των κρατουμένων να επιβάλλεται εντέλει ο ρυθμός του ανήλεου καλοκαιριού, του κατάστενου χώρου, της φυσικής αδυναμίας, της ψυχικής εξάντλησης, του προαναγγελθέντος θανάτου﮲ αυτός ο αργόσυρτος, ασθματικός ρυθμός του εγκλεισμού, που δεν επιτρέπει κορυφώσεις. Με το μέτρο αυτό συμπορεύεται και η γλώσσα της Μαριλένας Παπαϊωάννου ανάλογα μετρημένη, συγκρατημένη, με λίγες ποιητικές εξάρσεις, σαν η συγγραφέας να φροντίζει να σεβαστεί την ατμόσφαιρα του θανάτου που ζώνει τα πρόσωπα και τον χώρο ή σαν να γνωρίζει ότι όσα αφηγείται είναι ήδη τόσο τραγικά, που εύκολα μια παρασπονδία θα μείωνε αντί να αυξήσει το λογοτεχνικό βάρος της ιστορίας της. Στο μέτρο αυτό, που χαρακτηρίζει την αφήγηση, συγκαταλέγεται και η απουσία του ηρωικού στοιχείου. Οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν είναι ήρωες. Ζουν την ήττα τους περιφρουρώντας, όσο μπορούν, με αξιοπρέπεια ένα προσωπικό δρομολόγιο ζωής από την ακύρωσή του.
Η θεατρικότητα: Ο εγκλεισμός στο υπόγειο κελί οδηγεί ίσως εξ ανάγκης τη συγγραφέα σε ένα θεατρικό σκηνογραφικό και σκηνοθετικό στήσιμο, καθώς και στην αντίστοιχη οικονομία του κειμένου. Ο φακός της κινείται σε ένα χωρικό δίπολο, ανάμεσα σε έναν οριοθετημένο εξωτερικό και σε έναν εξίσου οριοθετημένο εσωτερικό χώρο: κελί-αυλή και αντίστροφα. Ελάχιστη κίνηση, επιβεβλημένη ακινησία. Συγκεκριμένα πρόσωπα: οι 12 έγκλειστοι και οι δεσμοφύλακες, η φασματική παρουσία του Καμουζά. Ο άλλος κόσμος δεν υπάρχει. Μόνο οι κραυγές αυτών που μαρτυράνε από τα βασανιστήρια κι ελάχιστες σκόρπιες εικόνες από άλλους τόπους εξορίας και μαρτυρίου ή αγαπημένων προσώπων σε αγωνιώδη αναμονή, που ο αναγνώστης συναντά μέσα από τις σκέψεις των δεσμωτών. Ξέρουμε για την ιστορία ό,τι μαθαίνουμε στο δια ταύτα, από τα τεκταινόμενα στη σκηνή· ο παντογνώστης αφηγητής στέκεται στο παρόν της αφήγησης με περιορισμένη οπτική γωνία, εκείνη των ηρώων του. Ο φακός της συγγραφέα εστιάζει στα γεγονότα του κελιού και της αυλής και ο τόπος γίνεται ο καθρέφτης της ψυχής των ηρώων.
Η λογοτεχνία: Ο κρατούμενος Φώτης είναι λογοτέχνης και η προσπάθεια να φυγαδευτούν τα γραπτά του αποτελεί έναν από τους δύο βασικούς αρμούς της πλοκής. Η λογοτεχνία μπορεί να διατηρεί στη ζωή τον Φώτη, αλλά και να προσφέρει ένα κίνητρο στους άλλους παγιδευμένους, που κάνουν τα πάντα για να του εξοικονομήσουν λίγο χαρτί, που συγκεντρώνονται γύρω του με λαχτάρα για να τους διαβάσει, που προσπαθούν να φυγαδεύσουν, όπως μπορούν, τα γραπτά του. Η λογοτεχνία του Φώτη είναι η βεβαιότητα ότι, όσο κάποιος απ’ όλους τους μπορεί να δημιουργεί, ο λόγος του αγώνα τους δικαιώνεται και κρατιέται ζωντανός· όσο κάποιος απ’ όλους τους μπορεί να πετάει με τη φαντασία του έξω από τα κάγκελα της φυλακής, η ελευθερία γίνεται μια δυνατότητα για τον καθένα· όσο δίνεται η μάχη για να γράφει ο Φώτης και τα γραπτά του να δραπετεύουν βρίσκοντας τον δρόμο της έκδοσης, η συμβολική απελευθέρωση γίνεται μια πραγματικότητα και για τους 12. Το τέλος άλλωστε της νουβέλας δεν είναι άσχετο με αυτή την παρατήρηση.
Αν δεν έχεις διαβάσει το οπισθόφυλλο, η αποκάλυψη ότι η ιστορία αφορά τον εμφύλιο μπορεί να σε εκπλήξει σε συνδυασμό κυρίως με την ηλικία της συγγραφέα. Όμως η μαγεία στη δουλειά του λογοτέχνη είναι, ανάμεσα στ’ άλλα, και το γεγονός ότι μπορεί να καταπιάνεται με όποια ιστορική περίοδο επιθυμεί αντικρίζοντάς την από την οπτική του παρόντος και μέσα από το προσωπικό βλέμμα του.
Αν οι ανθρώπινες ιστορίες της ζωής ή της μυθοπλασίας είναι ένας δρόμος για να προσεγγίζουμε και να κατανοούμε κάτι παραπάνω για τον κόσμο και τον εαυτό μας﮲ αν μας βοηθούν να αυτοπροσδιοριζόμαστε και να επαναπροσδιοριζόμαστε υπό το φως μιας νέας ανακάλυψης ή μιας αποσιωπημένης αλήθειας ή απλά υπό την επίδραση της ανθρώπινης ευαισθησίας και του βιώματος﮲ αν δεν είναι μόνο προσωπικές εμπειρίες έξω από κοινωνικά, οικονομικά, έμφυλα ή άλλα πλαίσια ούτε αφηγήσεις ίσης βαρύτητας που καταλήγουν να γίνονται ένας απροσδιόριστος, βολικός στην «αξιοποίησή» του, χυλός, τότε τις έχουμε ανάγκη σε όλες τις μορφές τους.
Και η νουβέλα της Μαριλένας Παπαϊωάννου είναι μια δυνατή, πρωτότυπη στη σύλληψη και στη σύνθεσή της, καλοδουλεμένη στη γλώσσα και στο ύφος της λογοτεχνική ιστορία που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, που τοποθετεί την τέχνη στην κομβική θέση που κατέχει στην ιστορία του ανθρώπινου πόνου και του αγώνα για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη και που, εκτός από την αναγνωστική απόλαυση που νιώθεις να σου προσφέρει, ανασύρει τη μνήμη και την αξία της από τα βάθη του «παροντισμού» και της λήθης που αυτός ευαγγελίζεται.
Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους
Μαριλένα Παπαϊωάννου
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
140 σελ.
ISBN 978-960-05-1647-0
Τιμή: €11,00
Μαριλένα Παπαϊωάννου
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
140 σελ.
ISBN 978-960-05-1647-0
Τιμή: €11,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου