Εκείνο το καλοκαίρι, που έφυγα με έναν φίλο για διακοπές στη Ρώμη, πρέπει να ήμουν στο δεύτερο έτος της Φιλοσοφικής. Θυμάμαι εκείνη την εποχή με μεγάλη ευχαρίστηση. Και αυτό όχι μόνο γιατί είχα περάσει τα μαθήματα τον Ιούνιο, αλλά και γιατί ο πατέρας μου κράτησε τον λόγο του και μου έδωσε χρήματα για το ταξίδι σ΄αυτή την όμορφη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, τη «Νιόβη των εθνών», όπως την αποκαλεί ο Byron στον Childe Harold, το έργο που τον καθιέρωσε και άπλωσε τη φήμη του έξω από την Αγγλία. Το είχα καιρό προγραμματίσει αυτό το ταξίδι. Δεν είχα αφήσει βιβλίο που ήξερα ότι γράφει γι΄αυτή την πόλη και να μην το είχα διαβάσει. Πήγαινα στη Ρώμη λες και θα έδινα εξετάσεις. Πήγαινα στη Ρώμη λες και δεν υπήρχε άλλο όμορφο μέρος στον κόσμο να πάω. Λίγες πόλεις, είναι αλήθεια, με έχουν γοητέψει όπως η Ρώμη. Η Ρώμη όμως είναι ακόμα κάτι: Είναι αυτό που λέμε στην ερωτική ζωή ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ.
Το ξενοδοχείο όπου καταλύσαμε ήταν κοντά στην πιάτσα Κάμπο ντε φιόρι, μια παλιά, ειρηνική και χωρίς τροχοφόρα πλατεία, ανάμεσα στο Κόρσο Εμανουέλε Β΄και το ιστορικό ποτάμι του Τίβερη. Την πρώτη μέρα, αφού πήραμε πρωινό, βγήκαμε να δούμε λίγο κόσμο. Δε χρειάστηκε να περπατήσουμε πολύ και η μεγάλη, ορθογώνια πλατεία ήταν κιόλας μπροστά μας. «Πλήθουσα αγορά», όπως θα ΄λεγε ο Ξενοφώντας, τη βρήκαμε εκείνη τη στιγμή. Στη μέση της πλατείας δέσποζε, και σίγουρα δεσπόζει ακόμα, το άγαλμα του Τζιορντάνο Μπρούνο. «Έχει στηθεί ακριβώς στο σημείο που τον έκαψαν» επιμένουν οι επαΐοντες και δε σου επιτρέπουν να έχεις την παραμικρή αμφιβολία. Ήμασταν οι μόνοι που κοιτάζαμε και θαυμάζαμε, πάνω στο ψηλό της βάθρο, την όρθια, λίγο σκυφτή και καλυμμένη με κουκούλα μορφή αυτού του φιλοσόφου, ο οποίος, τελείως αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει στην πλατεία, είναι βυθισμένος στις σκέψεις του και στην εποχή του. Την ίδια στιγμή οι άλλοι γύρω του συναλλάσσονταν κάτω από τις τέντες και μπροστά στους πάγκους με τα φρούτα, τα λαχανικά και τα ευωδιαστά λουλούδια.
Όπως καταλαβαίνετε, ήταν μια αγορά-πλατεία, μια πλατεία που προνοούσε για το σώμα: υπήρχαν, όπως είπα, πάγκοι με φρούτα σε ποικίλα χρώματα και γεύσεις, για να στυλώσεις και να δροσίσεις το κορμί. Προνοούσε βέβαια και για την καρδιά: αυτή η φροντίδα ήταν ορατή παντού. Πράγματι, όπου να έστρεφες το βλέμμα, θα ΄βρισκες λουλούδια ν΄αγοράσεις. Προνοούσε ακόμα και για το πνεύμα. Δεν ήταν όμως για όλους αυτή η ευλογία∙ ήταν δυστυχώς για λίγους και μάλιστα διαβασμένους ανθρώπους. Χρειάζονται, βλέπεις, οι απαραίτητες ιστορικές γνώσεις για να ταξιδέψει η σκέψη σου στο παρελθόν αυτής της πλατείας και να πάρεις μια γεύση απ’ αυτό με τη βοήθεια της φαντασίας σου. Διαφορετικά, θα περιοριστείς στα φρούτα, τα λαχανικά και τα λουλούδια, με άλλα λόγια στη βοσκή…
Προτού προχωρήσω στην όχι πολύ γνωστή σχέση που συνδέει αυτή την πλατεία με τους Βοργίες, θα ΄θελα να πω δυο λόγια για την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο Βατικανό, όταν ο Ροδρίγος Βοργίας (1431-1503), αφού στα είκοσι πέντε του χρόνια χειροτονήθηκε καρδινάλιος από τον πάπα Κάλλιστο Γ΄ και είχε μια λαμπρή σταδιοδρομία, κατέληξε στο παπικό αξίωμα. Την εποχή που ο Ιωακείμ ντι Μπελέ, ο δεύτερος μετά τον Ρονσάρ σημαντικός ποιητής της περίφημης Πλειάδας, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του καρδινάλιου θείου του και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, ο καθολικισμός μόλις είχε αποκτήσει τον νέο του πάπα. Στον επισκοπικό θρόνο του Αποστόλου Πέτρου είχε κάνει τότε τη θριαμβευτική του ανάρρηση ο ισπανικής καταγωγής Ροδρίγος Βοργίας, ως Αλέξανδρος Στ΄. Με την εκλογή αυτή η ζωή στα παπικά ανάκτορα θα άλλαζε τελείως: Ωραίες γυναίκες, πλαισιωμένες από μουσικούς και χαροκόπους φίλους του νέου πάπα, θα έδιναν με την υπέροχη παρουσία τους έναν άλλο τόνο ζωής και μια αίγλη την οποία τα παπικά διαμερίσματα δεν είχαν ποτέ γνωρίσει.
Επιπλέον θα λάμπρυναν με τη νεανική και δροσερή ομορφιά τους αυτές τις διασκεδάσεις και τα παιδιά του πάπα, τα οποία, αν και δεν ήταν νόμιμα, αφού δεν υπήρχε γάμος, ο πάπας τα είχε αναγνωρίσει, ξέροντας πως οι καρποί αυτής της μοιχείας ήταν απ’ το δικό του δέντρο. Έτσι, ο δούκας του Βαλεντινουά και η πανώρια Λουκρητία, παιδιά για των οποίων την προσωπικότητα και τη δράση χύθηκε πολύ μελάνι, είχαν με την άδεια και την ευλογία του πατέρα τους εγκατασταθεί στα παπικά ανάκτορα και αποτελούσαν, για πρώτη φορά στα χρονικά του Βατικανού, την οικογένεια του πάπα. Σε αυτή την κατάσταση, την οποία ανέχθηκε όλη η Ρώμη και όλος ο καθολικισμός, ο Ιωακείμ ντι Μπελέ, ο αγαπημένος φίλος του Ρονσάρ, αντέδρασε γράφοντας στίχους όπως αυτοί που δίνω εδώ σε δική μου απόδοση:
Για την εικόνα του Ερμή δεν κάνει κάθε ξύλο,
Λέει σε μας παλιά μας ρήση∙ κι εδώ φτιάχνουμε εμείς
Απ’ όποιο ξύλο Πάπα ή καρδινάλιο φίλο∙
Τ’ αξίωμα στο τρίμερο ντυμένο θα τον δεις.
(Les Regrets, CII)
Λέει σε μας παλιά μας ρήση∙ κι εδώ φτιάχνουμε εμείς
Απ’ όποιο ξύλο Πάπα ή καρδινάλιο φίλο∙
Τ’ αξίωμα στο τρίμερο ντυμένο θα τον δεις.
(Les Regrets, CII)
Σήμερα, βέβαια, αρκετοί ιστορικοί προσπαθούν, αν όχι να αγιοποιήσουν, τουλάχιστον να αποκαταστήσουν τη μνήμη αυτής της οικογένειας, θεωρώντας αρκετά εγκλήματα, αιμομιξίες και ακολασίες που μέχρι τώρα τους καταλογίζουν ως μαύρη συκοφαντία. Και αυτό ίσως για να σκιστεί αυτή η σελίδα ντροπής από την ιερή ιστορία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που τη μειώνει στα μάτια των αλλοθρήσκων. Πάντως όσα και αν αφαιρέσουν από αυτό τον αμαρτωλό λογαριασμό, το στιλέτο, το δηλητήριο και η ακόρεστη φιληδονία φρόντισαν να υπάρχει πάντα περίσσευμα και η εικόνα που άφησε στη μνήμη μας αυτή η οικογένεια να μην αλλάζει, όπως δεν αλλάζει, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει, και εκείνη του Στάλιν.
Επιστρέφοντας πάλι στην πλατεία, όπου ο φίλος μου και εγώ περιδιαβάζαμε, πρέπει να πω ότι το όνομα Κάμπο ντε Φιόρι δείχνει πως αυτός ο τόπος ήταν κάποτε ένα λιβάδι με λουλούδια. Σήμερα πιάνει όλο τον υπαίθριο χώρο απέναντι από το θέατρο του Πομπηίου. Ήταν και τότε, στα χρόνια της πίστης και της αναγέννησης, μια αγορά. Μια αγορά για όλα τα βαλάντια. Και λέω έτσι γιατί εκεί συγκεντρώνονταν όλες οι κοινωνικές τάξεις: καρδινάλιοι, ευγενείς, έμποροι και η πλέμπα της πόλης.
Γύρω από την πλατεία υπήρχαν άλλοτε πανδοχεία για τους προσκυνητές και τους άλλους ταξιδιώτες. Στέγαζαν όμως και τον έρωτα, τόσο τον αγοραίο όσο και τον κρυφό και παράνομο. Αρκετά απ’ αυτά τα πανδοχεία, τον ΙΕ΄αιώνα, ανήκαν στη Βανότσα Κατανέι, την όμορφη ερωμένη του πάπα Αλέξανδρου ΣΤ΄ Βοργία, που, όπως μας βεβαιώνει ο Εμίλ Λούντβιχ, έβαλε να τη ζωγραφίσουν ως Μαντόνα στους τοίχους της Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, όπως αργότερα την άλλη ερωμένη του, την Τζούλια Φαρνέζε, στους τοίχους του Βατικανού. Σε αυτή λοιπόν ανήκαν, που ήταν μητέρα του καίσαρα και της Λουκρητίας Βοργία και της οποίας το όμορφο, αλαβάστρινο γυναικείο κορμί ήταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός καπουτσίνου, η όστια και ο οίνος για τη βραδινή Αγία Μετάληψη του πάπα. Εκεί που τώρα η πλατεία σμίγει με τη βία ντελ Πελεγκρίνο υπάρχει ακόμα και σήμερα ο θυρεός της Βανότσα Κατανέι. Τον κοσμούν όχι μόνο το δικό της και του συζύγου της οικόσημο, αλλά και αυτό του εραστή της, του πάπα Αλέξανδρου ΣΤ΄Βοργία. Με άλλα λόγια, χώρεσε εκεί όλη η νόμιμη και παράνομη οικογένεια της Βανότσα Κατανέι, όλος ο Ίψεν και όλες οι παπικές αμαρτίες: «μοιχείες, ακολασίες και Βαΐες», όπως θα ΄λεγε ένας διάσημος Ρωμαίος μιας άλλης εποχής, ο Κικέρων.
Όταν ξαναπήγα στη Ρώμη, ύστερα από κάμποσα χρόνια, δε θέλησα να επισκεφτώ πάλι αυτή την πλατεία. Είναι από τους τόπους αυτούς που δεν πρέπει να ξαναδείς, αν δε θέλεις ν΄αλλοιωθεί αυτό που κράτησες τότε, με αγάπη και ευλάβεια, μέσα σου.
Συνειρμικά, λόγω του θέματος, μου έρχεται τώρα στη μνήμη ο υπέροχος (και με αυτή τη λέξη εννοώ όμορφος, ευφυής και αδίσταχτος) γιος της Βανότσα Κατανέι, ο αγαπημένος της καίσαρας ή, όπως συχνά ονομαζόταν σύμφωνα με τον τίτλο ευγενείας που είχε, δούκας του Βαλεντινουά. Αν και δεν ήταν ο αγαπημένος γιος του πάπα, τα πράγματα έδειξαν πως ήταν ο πιο κατάλληλος για τις πολεμικές επιχειρήσεις και τα φιλόδοξα σχέδια του πατέρα του.
Στην ερωτική του ζωή δεν ήταν μόνο εραστής, αλλά και βιαστής. Ακόμη και την αδελφή του τη Λουκρητία είχε βιάσει. Δεν υπήρχε πράγματι γυναίκα που να την ποθούσε και να μην υπέκυπτε στη γοητεία του ή στην ανδρική του βία και φιληδονία. Τα βράδια του άρεσε να περιφέρεται στη Ρώμη από ταβέρνα σε ταβέρνα, για να συναντήσει τις καβγατζούδες και φλύαρες πόρνες που σύχναζαν εκεί. Παρά την αρχοντική του εμφάνιση, γιλέκο από μπροκάρ ύφασμα, χρυσοκέντητο μανδύα, περισκελίδες με ασημοκέντια, καπέλο που το στόλιζαν πολύτιμοι λίθοι και φτερό φασιανού, ενώ μια μαύρη βελούδινη μάσκα έκρυβε την άγρια ομορφιά του προσώπου του, δίνοντας στην παρουσία του κάτι το μυστηριώδες και σαγηνευτικό συνάμα, δεν προκαλούσε την προσοχή περισσότερο από τους πλούσιους λεβαντίνους εμπόρους ή τους Γενοβέζους άρχοντες που πήγαιναν στις ταβέρνες της Ρώμης, για να διασκεδάσουν με τα κορίτσια της νύχτας.
Ήταν αυτός τον οποίο θαύμασε ως στρατιωτικό και πολιτικό ηγέτη στον Ηγεμόνα του ο Μακιαβέλι και του οποίου τη μορφή μάς έδωσε με σπάνια τέχνη ο Βερλέν, αντιγράφοντας, με λέξεις αισθητικά συναρμολογημένες σαν τις ψηφίδες βυζαντινού ψηφιδωτού, το υπέροχο πορτρέτο που φιλοτέχνησε γι΄αυτόν ο Πολμετσιάνο. Τελευταίο άφησα τον δικό μου θαυμασμό, νεανικό και τρελό συνάμα, που βρήκε την έκφρασή του με ένα δικό μου αντίγραφο αυτού του θαυμάσιου αναγεννησιακού πορτρέτου και με μια έμμετρη μετάφραση του παρνασσικού αυτού ποιήματος του Βερλέν, με την οποία μάλιστα θα κλείσω αυτό το σημείωμα που έγραψα γι΄αυτή την όμορφη και ένδοξη ιταλική πρωτεύουσα, που μια φορά και έναν καιρό ήταν, όπως λέει πάλι ο Ιωακείμ ντι Μπελέ, «la carte du monde».
Μέσ΄ από βάθος σκοτεινό αρχοντικού θαλάμου
που απόμακρα ο Τίβουλλος κι ο Οράτιος αχνοφέγγουν
σε προτομές που νείρονται στο μάρμαρό τους τ΄ άσπρο
με το ΄να χέρι στο πλευρό και τ΄ άλλο στο στιλέτο,
καθώς το χαμογέλιο του τονίζει το μουστάκι∙
μαύρα τα μάτια, τα μαλλιά, μαύρο και το βελούδο,
μες στης βραδιάς τη σπάνια χλιδή, αντιπαλεύουν
με τη χλωμάδα τη γλυκιά κι αχνή στην όψη, που ΄ναι
σε στάση τρία τέταρτα κι ίσκιους βαριούς πνιγμένη,
καθώς συνήθως κάνουνε Σπανιόλοι, Βενετσιάνοι,
σε βασιλιάδων ζωγραφιές και σ΄ευγενών πορτρέτα.
Η μύτη ίσια και λεπτή∙ φτενό τ΄ άλικο στόμα,
κι έλεγαν πως ο μουσαμάς του έργου ανασαλεύει,
καθώς βγαίνει απ΄ το στόμα του ορμητικά η ανάσα.
Το βλέμμα του ανέμελα πλανιέται εδώ τριγύρω,
όπως ταιριάζει σε παλιές ζωγραφικές εικόνες,
γιομάτο περιπέτειες που η σκέψη του αγκαλιάζει
μέτωπο ανέφελο, πλατύ, που μια ρυτίδα οργώνει
κι είν΄ όλο σκέδια φοβερά με δόλο σκαρωμένα∙
κάτω απ΄ το σκούφο σκέφτεται, που το φτερό του παίζει
κι απ΄ τη φωτιά ενός ρουμπινιού πετάγεται σα φλόγα.
που απόμακρα ο Τίβουλλος κι ο Οράτιος αχνοφέγγουν
σε προτομές που νείρονται στο μάρμαρό τους τ΄ άσπρο
με το ΄να χέρι στο πλευρό και τ΄ άλλο στο στιλέτο,
καθώς το χαμογέλιο του τονίζει το μουστάκι∙
μαύρα τα μάτια, τα μαλλιά, μαύρο και το βελούδο,
μες στης βραδιάς τη σπάνια χλιδή, αντιπαλεύουν
με τη χλωμάδα τη γλυκιά κι αχνή στην όψη, που ΄ναι
σε στάση τρία τέταρτα κι ίσκιους βαριούς πνιγμένη,
καθώς συνήθως κάνουνε Σπανιόλοι, Βενετσιάνοι,
σε βασιλιάδων ζωγραφιές και σ΄ευγενών πορτρέτα.
Η μύτη ίσια και λεπτή∙ φτενό τ΄ άλικο στόμα,
κι έλεγαν πως ο μουσαμάς του έργου ανασαλεύει,
καθώς βγαίνει απ΄ το στόμα του ορμητικά η ανάσα.
Το βλέμμα του ανέμελα πλανιέται εδώ τριγύρω,
όπως ταιριάζει σε παλιές ζωγραφικές εικόνες,
γιομάτο περιπέτειες που η σκέψη του αγκαλιάζει
μέτωπο ανέφελο, πλατύ, που μια ρυτίδα οργώνει
κι είν΄ όλο σκέδια φοβερά με δόλο σκαρωμένα∙
κάτω απ΄ το σκούφο σκέφτεται, που το φτερό του παίζει
κι απ΄ τη φωτιά ενός ρουμπινιού πετάγεται σα φλόγα.
Καίσαρ Βοργίας
Ολόσωμο πορτρέτο
Ολόσωμο πορτρέτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου