Τον Απρίλιο συμπληρώνονται 122 χρόνια από την εκδημία του Γεωργίου Βιζυηνού, του Έλληνα συγγραφέα που στα γράμματά μας έμεινε σαν «ένα μεγάλο παιδί, ανικανοποίητο, ξεγελασμένο, πονεμένο, φτωχό, ένα καλοσυνάτο παιδί που αναζητεί με περιπάθεια τη μητρική αγκαλιά». Ο Γεώργιος Βιζυηνός, όπως και ο Κώστας Καρυωτάκης, χαρακτηρίστηκαν από πολλούς μελετητές ως «παιδιά που δεν ενηλικιώθηκαν». Η παιδική ηλικία του Γεωργίου Βιζυηνού τελειώνει με τον θάνατό του, γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, προσθέτοντας ότι αν θέλουμε να οικειωθούμε πραγματικά τον άνθρωπο και το έργο του, θα πρέπει να ξεκινήσουμε «από το σημάδι τούτο».
Εξετάζοντας το θέμα, ο μελετητής Βαγγέλης Αθανασόπουλος [1] επιβεβαιώνει την εικόνα του συγγραφέα με την παιδική ψυχή αναφερόμενος στη νοσηλεία του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο, «όταν όλοι όσοι τον επισκέπτονταν ένιωθαν να βρίσκονται μπροστά σ’ ένα απονήρευτο παιδί». Ένα υπερευαίσθητο παιδί έτοιμο να εκφράσει το παράπονό του, κάτι που σύμφωνα με τον μελετητή «αποτελούσε δείγμα κοινωνικής ωριμότητας που δεν διέθεταν οι υπόλοιποι ενήλικες της εποχής του».
Με τα παιδικά του τραγούδια και αφηγήματα ο Βιζυηνός νοσταλγεί τη χαμένη του παιδική ηλικία επιχειρώντας όψιμα να παίξει με τα παιδιά, χαρίζοντάς τους την ανεπιτήδευτη και αφελή χαρά που ο ίδιος δεν κατάφερε να απολαύσει λόγω των οικογενειακών του συμφορών. Ορφανός από τα πέντε του από πατέρα (ο οποίος τον αποκαλούσε «το δυστυχισμένο» του) αναγκάστηκε από πολύ μικρός να μπει στη βιοπάλη.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, γιος του πραματευτή Μιχαλιού και της Δεσποινιώς (ή Μιχαλούς ή Μιχαλιέσσας) γεννιέται στις 8 του Μάρτη 1849, μέρα Δευτέρα, στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης και πέρασε τα πρώτα του χρόνια μέσα στη φτώχεια ανάμεσα σε βοσκούς και ξωμάχους. Έναν χρόνο μετά τη γέννησή του έρχεται στον κόσμο η δεύτερη αδελφή του Αννιώ που πεθαίνει μικρή από βαριά αρρώστια. Η πρώτη του αδελφή Άννα είναι το μωρό που το πλάκωσε η Δεσποινιώ («Το αμάρτημα της μητρός μου»). Σε λίγο καιρό ο Βιζυηνός θα ξενιτευτεί τάζοντας πλουσιοπάροχη βοήθεια στη μάνα του και θα βρεθεί στην ξακουσμένη Πόλη ως «νεοσύλλεκτος του εσναφίου των ραπτών», σίγουρος πως κάποια βασιλοπούλα θα τον αγαπούσε, θα τον έπαιρνε άντρα της και θα ζούσαν μαζί ζωή χαρισάμενη, κατά τα λεγόμενα του παππού του στο χωριό. Η ζωή του όμως στο ραφτάδικο, μονότονη και ευτυχώς σύντομη, έκαμε να φυλλοροήσουν τα παιδικά όνειρα. Η κλεισούρα και η αφόρητη πλήξη βοήθησαν τον μελλοντικό δημιουργό να συνειδητοποιήσει την κλίση του προς τη σπουδή και την ποίηση. Το πράο όμως και πονεμένο παιδί προκαλούσε καλοπροαίρετους προστάτες. Έτσι βρέθηκε προστατευόμενος του Κύπριου Γιάγκου Γεωργιάδη και στη συνέχεια υποτακτικός του Σωφρόνιου Β΄(+1900). Η περιπέτεια της ζωής του θα συνεχιστεί στην Κύπρο με τις σπουδές του στη Λευκωσία, ενώ το 1872 θα βρεθεί στην Πόλη συνοδεύοντας τον Σωφρόνιο Β΄. Μαθητής στη Θεολογική Σχολή Χάλκης θα γνωριστεί με τον Γ. Ζαρίφη (1806-1884) και θα τεθεί υπό την προστασία του. Παράλληλα θα συνδεθεί με τον Ηλία Τανταλίδη, υπό την καθοδήγηση του οποίου θα εκδώσει το επόμενο έτος τα Ποιητικά του πρωτόλεια. Μόλις είχε μπει στα 24 τότε ο Βιζυηνός, μαθητής της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου της Πλάκας. Από τη Χάλκη έχει φέρει μαζί του και το επικολυρικό του ποίημα «Κόδρος» που θα συμπληρώσει και θα στείλει στον Βουτσιναίο διαγωνισμό. Το ποίημα θα βραβευτεί και θα τυπωθεί στην Αθήνα τον ίδιο μήνα. Ο Βιζυηνός, απόφοιτος πλέον Γυμνασίου με βαθμό «κάλλιστα» θα γραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι σπουδές του θα συνεχιστούν στη Γοτίγγη και τη Λειψία. Το επόμενο ταξίδι του στην Πόλη θα πραγματοποιηθεί το 1878 μετά από τρία χρόνια σπουδών στη Γερμανία, τα ευτυχέστερα ίσως της ζωής του.
Ο Βιζυηνός έχει πλέον γίνει «άλλος άνθρωπος». Ως μαθητής του φιλοσόφου Lotze και του ιστορικού της Φιλοσοφίας Zeller, μελετητής του Νίτσε και βραβευμένος εκ νέου στον Βουτσιναίο διαγωνισμό με τη συλλογή του Άραις μάραις, κουκουνάρες (1876) –η οποία θα μετονομαστεί αργότερα Βοσπορίδες αύραι– εμπνέει τον θαυμασμό και τον σεβασμό. Την ίδια εποχή δημοσιεύεται στη Διάπλαση των παίδων του Γρηγορίου Ξενόπουλου το πρώτο του διήγημα για παιδιά («Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού», 1879). Το 1882 τον βρίσκει στην Αθήνα, όπου απαγγέλλει ποιήματά του στον Παρνασσό, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, όπου γνωρίζεται με τον σοφό διπλωμάτη Πέτρο Βράιλα-Αρμένη, δουλεύοντας παράλληλα την επί υφηγεσία διατριβή του. Τίτλος της: Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Στο μεταξύ δημοσιεύονται τα διηγήματά του «Το αμάρτημα της μητρός μου» (στα γαλλικά στη Nouvelle Revue και στα ελληνικά στην Εστία), «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Οι δημοσιεύσεις του συνεχίζονται στην Εστία («Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον») και στην εφημερίδα Ακρόπολη («Πρωτομαγιά»), ενώ η Διάπλαση θα φιλοξενήσει το παιδικό του «Ο Τρομάρας».
Τον επόμενο χρόνο (1885) εκλέγεται Υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διδάσκοντας παράλληλα σε γυμνάσια ψυχολογία και λογική. Λίγο αργότερα (1890) άρρωστος από νόσημα του μυελού βρίσκεται για λουτρά στην Αυστρία. Πλησιάζει ο καιρός που θα εκδηλωθεί το πάθος του για την Μπετίνα Φραβασίλη, μαζί και η φρενοβλάβειά του [2]. Ο Βιζυηνός αρχίζει σιγά σιγά να χάνει τη συνείδηση της πραγματικότητας: «Τόσα χρόνια ανέμελης αποδημίας, τόση εξοικείωση με το πνευματικό κλίμα τόπων πολιτισμένων, άφησαν μέσα του το κατακάθι της πικρής νοσταλγίας. Εδώ στην Αθήνα, δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Η επιστημονική ζωή μικρόχαρη λιμνάζει ή σέρνεται. Οι λόγιοι ζουν σε κατάσταση μαρασμού. Φωνάζουν συχνά, πασχίζουν να ξαναγεννήσουν την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, μα οι προσπάθειές τους είναι λειψές και δεν βρίσκουν αντίλαλο στον στείρο περίγυρο. Η μεγάλη γενιά του Παλαμά ετοιμάζεται. Μα, να, μόλις στα 1888, τέσσερα χρόνια πριν αρρωστήσει αγιάτρευτα ο Βιζυηνός, τυπώνεται Το ταξίδι μου του Ψυχάρη, ένας βράχος που πέφτει με πάταγο στον ασάλευτο βάλτο» [3].
Ο συγγραφέας που πέθανε θεωρώντας τον εαυτό του κυρίως ποιητή, θα τελειώσει την ζωή του στο Δρομοκαΐτειο εξαιτίας «προϊούσης γενικής παραλύσεως» και θα κηδευτεί στην Αθήνα με δημόσια δαπάνη (16-4-1896). Τελευταίοι πικροί του στίχοι: «Κι από τότε που θρηνώ / το ξανθό και γαλανό/ και ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου!»
Τους επικήδειους θα εκφωνήσουν ο Αριστοτέλης Κουρτίδης και ο Κωστής Παλαμάς. Τον ίδιο χρόνο γεννιέται ο Κώστας Καρυωτάκης. Η Αθήνα βρίσκεται στον παλμό των Ολυμπιακών αγώνων.
Εκπρόσωπος της τελευταίας περιόδου της παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής, ο Βιζυηνός έζησε σε κλίμα ανακατατάξεων, όπου εκείνο που πρωτοστατούσε ήταν κυρίως το λαογραφικό πνεύμα διάχυτο σε όλα τα έντυπα της εποχής. «Όταν το 1876 η Εστία δημοσιεύει σε μετάφραση κάποιο γαλλικό χριστουγεννιάτικο διήγημα, δεν παραλείπει να προτάξει έναν πρόλογο, όπου εξαίρεται η σπουδαιότητα των παραμυθιών και ο ρόλος του Dickens (“Δυστυχώς Κάρολος Δίκενς δεν υπάρχει παρ’ ημίν ίνα διασκευάσει, ίνα καταστήσει ευπρόσωπον την του λαού κληρονομίαν”)» [4]. Όλα τείνουν προς τη δημιουργία ενός νέου γραμματολογικού είδους, του έντεχνου ηθογραφικού διηγήματος [5]. Στα διηγήματά του, ωστόσο, ο Γεώργιος Βιζυηνός επεξεργάζεται κυρίως έναν ρεαλισμό ιδιότυπο με έκδηλη τη ροπή προς την ψυχογραφία. Ό,τι κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να αναλύσει και να εξηγήσει τη συμπεριφορά των μυθιστορηματικών χαρακτήρων του με εξαίρεση, ενδεχομένως, το διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον», όπου παρουσιάζεται ο ψυχικός κόσμος ενός παιδιού [6]. Το παιδί στο έργο του Θρακιώτη συγγραφέα αποτελεί σύμβολο αθωότητας και παράλληλα νοσταλγία μιας παιδικότητας που ο ίδιος δεν ευτύχησε να ζήσει.
Σημειώσεις
[1] Βαγγέλης Αθανασόπουλος (+2011), «“Παράξενα παιδάκια γερασμένα”: η ατελέσφορη παιδικότητα στο έργο του Βιζυηνού και του Καρυωτάκη» στο Οι μάσκες του ρεαλισμού, τόμος Α΄ (Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου), Καστανιώτης, 2003, σελ. 471 κ.εξ.
[2] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), Βασική Βιβλιοθήκη, τόμος 18ος, σελ. 17
[3] Παναγιώτης Μουλλάς, Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, Εστία, 1998, σελ. λδ’
[4] Π. Μουλλάς, ό.αν. σελ. λδ΄
[5] Βαγγέλης Αθανασόπουλος, ό.αν. σελ. 478
[1] Βαγγέλης Αθανασόπουλος (+2011), «“Παράξενα παιδάκια γερασμένα”: η ατελέσφορη παιδικότητα στο έργο του Βιζυηνού και του Καρυωτάκη» στο Οι μάσκες του ρεαλισμού, τόμος Α΄ (Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου), Καστανιώτης, 2003, σελ. 471 κ.εξ.
[2] Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), Βασική Βιβλιοθήκη, τόμος 18ος, σελ. 17
[3] Παναγιώτης Μουλλάς, Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, Εστία, 1998, σελ. λδ’
[4] Π. Μουλλάς, ό.αν. σελ. λδ΄
[5] Βαγγέλης Αθανασόπουλος, ό.αν. σελ. 478
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου