Ο Γιώργος Γεωργής φέρνει στην επιφάνεια τη φιλία του Στρατή Τσίρκα με τον Γιώργο Σεφέρη, μια φιλία που «άρχισε με μια διαφωνία και ολοκληρώθηκε ως στενή φιλία». Ο Τσίρκας επέμεινε πολύ γι’ αυτή τη φιλία, επειδή «επισήμανε την αντιστασιακή υφή των ενεργειών του Σεφέρη στα χρόνια της Μέσης Ανατολής (1941-1944)… θαύμαζε την ποίησή του και αναγνώριζε τον Σεφέρη ως τον σημαντικότερο ποιητή της γενιάς του».
Η συνάντηση των δύο ανδρών έγινε τον Ιούλιο του 1942 στην Ιερουσαλήμ, στο ελληνικό προξενείο. Ο Σεφέρης, ακολουθώντας την εξόριστη κυβέρνηση του Μεταξά, είχε πάει, αρχικά, στην Κρήτη, μετά στην Αίγυπτο –τρεις μήνες στη Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο– μετά στην Πρετόρια, πίσω πάλι στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια στην Ιερουσαλήμ, όταν πλησίαζε επικίνδυνα ο Ρόμελ. Τη φυγή στην Παλαιστίνη ακολούθησε και ομάδα διανοούμενων με αντιφασιστική δράση, τους οποίους, χωρίς δισταγμό, οι αντιδραστικοί παρέδιδαν στους Γερμανούς. Ανάμεσά τους και ο Τσίρκας με τον συνεκδότη του στο περιοδικό Έλλην. Στην Ιερουσαλήμ ζούσε μαζί με πολλούς άλλους σε μια πανσιόν, από την οποία συνέλεξε πλούσιο υλικό για τη Λέσχη του.
Τελικώς οι φυγάδες από την Αίγυπτο επέστρεψαν το 1942, όταν εξέλιπε ο κίνδυνος του Ρόμελ. Οι δύο λογοτέχνες μας, από αυτή την περιπέτεια, άντλησαν υλικό, ο Τσίρκας για τη Λέσχη, όπως είπαμε, και ο Σεφέρης για το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, όπου ο πεζογράφος, χωρίς να το ομολογεί, διαπιστώνει τις συγγένειές του με το έργο του ποιητή. Μία «διαφωνία» όμως που δημοσίευσε ο Τσίρκας για τον πρόλογο που έγραψε ο Σεφέρης στις Ωδές του Κάλβου θα ενοχλήσει τον Σεφέρη. Ο Τσίρκας όμως δε θα πάψει να επαινεί τον ποιητή που σεβόταν και αγαπούσε πάρα πολύ, να του δημοσιεύει κείμενα στο περιοδικό του, όπως ολόκληρο το κείμενο για τον Μακρυγιάννη, και να χρησιμοποιεί μεγάλα αποσπάσματα στα δικά του γραπτά, προβάλλοντάς τον.
Η πρώτη συνεργασία τους ήρθε με αφορμή την έκθεση «Δυο χρόνια σκλαβιάς, 1941-1943», με τον Τσίρκα καθοδηγητικό στέλεχος του Συνδέσμου που τη διοργάνωνε και τον Σεφέρη στην Κεντρική Υπηρεσία Τύπου. Το συγκλονιστικό κείμενο του Σεφέρη για τα δεινά του ελληνικού λαού, που ο Τσίρκας χαρακτηρίζει «εμπνευσμένο», περιέχεται στον τρίτο τόμο των Δοκιμών. Ο κατάλογος της έκθεσης τυπώθηκε στα ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά, για να ενημερωθούν η παροικία και οι ξένες διπλωματικές και στρατιωτικές αρχές, που βρίσκονταν εκεί. Η έκθεση είχε όλη την πολιτική και αισθητική σημασία της, φόρος τιμής σε όσους αγωνίζονταν για μια ελεύθερη πατρίδα. Επόμενο βήμα από πλευράς Τσίρκα είναι η ομιλία του «Το Εικοσιένα στην ελληνική πεζογραφία», όπου και πάλι εξαίρει τον λόγο του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη, από τον οποίο ενσωματώνει μεγάλα αποσπάσματα.
Εν τω μεταξύ ο Κοτζιούλας, στη μελέτη του Πού τραβάει αυτή η ποίηση ειρωνεύεται τους γαλαζοαίματους Σεφέρη-Ελύτη έναντι των αριστερών Ρίτσου-Βρεττάκου. Το 1961 ο Τσίρκας καταθέτει την εκτίμησή του στον Σεφέρη με τη μελέτη του στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ και συμφωνεί μαζί του πως πατριωτική ποίηση μπορεί να υπάρξει και τέτοια είναι η ποίηση του Αισχύλου ή του Καβάφη Στα 200 π. Χ., ενώ μια μέτρια πατριωτική ποίηση δεν είναι ποίηση αλλά πολιτική. Ο αναγνώστης θα καταλάβει αυτά τα γεγονότα, λέει ο Γεωργής, αν λάβει υπόψη του τις τρεις φάσεις της αντιφασιστικής κινητοποίησης των ενόπλων δυνάμεων, τους ανασχηματισμούς, την τραγική απάτη στο Λίβανο, τα όργια της διαφθοράς, τη σήψη και τον σφετερισμό των πολιτικάντηδων στο Κάιρο.
Ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες (Λέσχη, Αριάγνη, Νυχτερίδα), με το προσωπείο του Μάνου Σιμωνίδη, δείχνει την επίδρασή του από τον Σεφέρη, του οποίου το προσωπείο είναι ο Στράτης ο Θαλασσινός. Με το έργο αυτό απαντά στους επικριτές του κόμματος, ενώ «σεκόντο», λέει ο Γεωργής, ακούγεται ο Τελευταίος σταθμός, που μοιάζει να είναι και η ποιητική περίληψη των Ακυβέρνητων Πολιτειών. Ο αναγνώστης θα αποκτήσει εικόνα για την εποχή και τη διαμόρφωση της λογοτεχνικής συγγένειας, αν συνεξετάσει τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα, τα ποιήματα, τιςΜέρες και το Πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ του Σεφέρη, έργα που «έχουν βγει από το ίδιο καμίνι».
Εν τω μεταξύ ο Τσίρκας έχει να αντιμετωπίσει το μένος του ΚΚΕ Αλεξάνδρειας (που τον διαγράφει, επειδή δεν αποκηρύσσει τη Λέσχη), του Μάρκου Αυγέρη, των συντηρητικών κύκλων της αιγυπτιακής παροικίας, του Τίμου Μαλάνου, του Μανώλη Γιαλουράκη και άλλων.
Με τη δικτατορία οι δύο άντρες βρίσκονται στην Αθήνα και ανησυχούν για τα πράγματα, όπως εξελίσσονται στην Κύπρο. Πολλοί φεύγουν στο εξωτερικό, ο Σεφέρης όμως αρνείται, γιατί θέλει να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλάνε τη γλώσσα του, να ανοίγει το παράθυρό του και να βλέπει τον Τρελό να αλλάζει χρώματα και να βλέπει τη λεύκα να τρελαίνεται στο φως του ήλιου. Παραμένει, λοιπόν, στην Ελλάδα, αλλά δε δημοσιεύει, επειδή δε θέλει να υποβάλει τα κείμενά του στη λογοκρισία. Το ίδιο κάνουν και άλλοι συγγραφείς. Η πατρότητα της ιδέας ανήκει στον Τσίρκα. Και για να είναι συνεπής με τον εαυτό του ο Σεφέρης δε δέχτηκε να πάει στο Χάρβαρντ να διδάξει και να εκδώσει τις διδασκαλίες του. Δέχτηκε όμως να πάει στο Πρίνστον, μόνο για τρεις μήνες, όπου δεν υποχρεωνόταν να εκδώσει τίποτα.
Τον Μάρτη του 1969 ο Σεφέρης έκανε την περίφημη Δήλωσή του με την προτροπή του Τσίρκα, ο οποίος τον είχε χαρακτηρίσει «δημοκράτη και αντιστασιακό ποιητή» από το 1962, με την Αριστερά να τον χλευάζει γι’ αυτή του τη γνώμη. Η Δήλωση του Σεφέρη ήταν η δικαίωσή του. Ο ποιητής την έγραψε, τη μετάφρασε στα αγγλικά και τα γαλλικά, την έστειλε στις εφημερίδες και μαγνητοφωνημένη στην ελληνική υπηρεσία του BBC, για να μεταδοθεί στις 28 Μαρτίου. Την ώρα της εκπομπής ήταν στο Ζόναρς. Και εκεί κατέφθασαν πολλοί φίλοι και θαυμαστές, ήταν σαν γιορτή, γράφει ο Μπίτον, με βάση τη μαρτυρία του Ρόμπερτ Κίλι, στον οποίο ο Σεφέρης είχε τηλεφωνήσει για να προωθήσει υπηρεσιακά το κείμενο. Εννοείται πως η αντίδραση της Χούντας ήταν δυνατή. Αλλά σε απάντηση, 17 επιφανείς λογοτέχνες πήραν θέση υπέρ του Σεφέρη, τον οποίο αναγνώριζαν ως «άτυπο αρχηγό». Η Δήλωση τού είχε επιφέρει πανελλήνια και διεθνή αναγνώριση. Το 1970, που εορτάζονται τα 70χρονά του, συμμετέχει στον τόμο 18 Κείμενα, στέλνει τηλεγράφημα συμπαράστασης προς τους Καταλανούς διανοούμενους που είχαν κλειστεί στο αβαείο του Μονσεράτ, υπογράφει τη διακήρυξη των 133 ανθρώπων των γραμμάτων και τεχνών με την οποία κατήγγειλαν τη Χούντα, δημοσιεύει στην εφημερίδα Figaro Literraire κείμενο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Προυστ, για να καταλήξει όμως στην καταγγελία της φυλάκισης του Παύλου Ζάννα (μεταφραστή του Προυστ). Με τον Τσίρκα ο Σεφέρης έβγαινε από την «τέλεια απομόνωση» και «σιωπή» και μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και άλλους αριστερούς διανοούμενους υπέγραφε χωρίς προκατάληψη και φόβο.
Τον Ιούλιο του 1971 μπήκε στο νοσοκομείο για να κάνει εγχείρηση δωδεκαδακτύλου. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971 έφυγε με τον καημό των φυλακισμένων και το πρόβλημα της Κύπρου. «Χάσαμε τον εθνικό μας ποιητή. Την πιο υπεύθυνη συνείδηση αυτού του τόπου στην πιο δύσκολη ώρα του» είπε ο Τσίρκας συντετριμμένος και στάθηκε τιμητική φρουρά πλάι στο φέρετρο και τον συνόδευσε μέχρι τον τάφο (όπως ο Σικελιανός πλάι στον Παλαμά). ΤοΠολιτικό Ημερολόγιο και οι Μέρες Δ΄ που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατο του ποιητή δικαίωσαν τον Τσίρκα για τον νοερό διάλογο που είχε το έργο του με το έργο του Σεφέρη.
Το βιβλίο του Γιώργου Γεωργή είναι μικρό· 125 σελίδες όλο όλο μαζί με τη βιβλιογραφία. Όμως είναι συνταρακτικό, συγκλονιστικό, πολύτιμο, όχι μόνο για τη φιλία των δύο αντρών, αλλά και για την ιστορία της Ελλάδας και για την από μέσα ματιά των δύο πολύ σημαντικών ανδρών των γραμμάτων μας, που με τον τρόπο του ο καθένας δίνει απάντηση στο ερώτημα «και ο πνευματικός εργάτης τι πρέπει να κάνει…».
Η συνάντηση Στρατή Τσίρκα - Γιώργου Σεφέρη
Μια φιλία που βράδυνε
Γιώργος Γεωργής
Καστανιώτης
128 σελ.
ISBN 978-960-03-5964-0
Τιμή: €9,54
Μια φιλία που βράδυνε
Γιώργος Γεωργής
Καστανιώτης
128 σελ.
ISBN 978-960-03-5964-0
Τιμή: €9,54
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου