Το νέο παιδικό μυθιστόρημα του εκπαιδευτικού-συγγραφέα Διονύση Λεϊμονή μόνο θετικά έρχεται να συνεισφέρει στον χώρο της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο είναι το δεύτερο μιας πιθανής τριλογίας που έχει στο μυαλό του ο συγγραφέας, αφού είχε προηγηθεί Το δέκατο έβδομο κιβώτιο, το πρώτο δηλαδή βιβλίο, στο οποίο αποκαλύπτει τη μυθοπλαστική του πρόθεση να μιλήσει στα παιδιά για όσα σημαντικά αντικείμενα πολιτισμού και έργα τέχνης της αρχαίας Ελλάδας «χάνονται» με ποικίλους τρόπους και ποικίλες αιτίες για χρόνια. Ένα θέμα όχι τόσο συνηθισμένο για παιδικό βιβλίο.
Το περιεχόμενό του αναπτύσσεται σε 15 κεφάλαια, γεγονός που αφενός δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να το διαχειριστεί ανάλογα με τον χρόνο που διαθέτει, και αφετέρου δομεί αρχιτεκτονικά σε σταθερές βάσεις το αφηγηματικό οικοδόμημα και εξελίσσει σταθερά την πλοκή.
Αν αναζητήσουμε κοινούς άξονες μεταξύ των δύο βιβλίων, θα διαπιστώσουμε τους εξής: τους κοινούς χαρακτήρες (μια παρέα οκτώ παιδιών), την αρχαιοκαπηλία, την ενάλια αρχαιολογία, την περιπέτεια, την πληροφόρηση, τα ναυάγια και την πρόθεση ενεργοποίησης του αναγνώστη για διερεύνηση και συγκέντρωση πληροφοριών.
Μια παρέα παιδιών που είχαν συναντηθεί την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών τους στο πρώτο βιβλίο, και αρχές Σεπτέμβρη στο δεύτερο, μπαίνει σε μια νέα περιπέτεια αναζήτησης μυστικών που κρύβει ο βυθός της θάλασσας. Ένας αρχαιολόγος, οι γονείς των παιδιών, αλλά και θεοί, ημίθεοι και άλλα πρόσωπα της μυθολογίας παρελαύνουν επίσης στις σελίδες του. Με την ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου, με τίτλο «Αλογάκι της θάλασσας», ο αναγνώστης διαπιστώνει την απουσία αφηγητή. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο σε διάλογο, συγγραφική τεχνική που ενδυναμώνει και εξάπτει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Γνωρίζει καλά ο κύριος Λεϊμονής ότι οι σκηνές με τα διαλογικά μέρη ζωντανεύουν τη δράση μπροστά στα μάτια των αναγνωστών. Ο αφηγητής αποσύρεται και αφήνει τους ήρωες έκθετους μπροστά τους. Έτσι, αυτοί μπαίνουν στη σκηνή και παρακολουθούν τους δύο από τους βασικότερους ήρωες, τον Χριστόφορο και την Αφροδίτη, να συνομιλούν. Εδώ η εστίαση παραμένει αυστηρά εξωτερική. Κυριαρχούν οι συνομιλητές και γίνεται αισθητή η εναλλαγή και η αλληλοδιείσδυση της προοπτικής στο θέμα που αναπτύσσεται με τον διάλογο μεταξύ των δύο βασικών χαρακτήρων, του Χριστόφορου και της Αφροδίτης, ώστε να αποκαλυφθούν πληροφορίες για το μυστήριο, να ενεργοποιηθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, –για παράδειγμα ο Χριστόφορος δίνει πληροφορίες και συνδέει το πρώτο βιβλίο με Το τέταρτο αλογάκι–, αλλά και να φανεί η σχέση μεταξύ των χαρακτήρων – φίλοι και μέλη της ομάδας που έψαχνε τοΔέκατο έβδομο κιβώτιο. Το θέμα του βιβλίου συνιστά μια περίπτωση αρχαιοκαπηλίας που συμβαίνει στην αρχαιότητα αυτή τη φορά. Αγάλματα και άνθρωποι του καραβιού που τα μετέφερε καταλήγουν εξαιτίας μιας θαλασσοταραχής ή της οργής των θεών στον βυθό της θάλασσας.
Η σχέση αφηγηματικών μερών του βιβλίου προς τα μη αφηγηματικά μάς αποκαλύπτει τη δυναμική της αφηγηματικής διαδικασίας. Ο διάλογος είναι έντονος και συχνά η αναλογία του είναι μεγαλύτερη έναντι της δραματοποιημένης σκηνής σε κάποια κεφάλαια.
Ο συγγραφέας με τη μορφή παιχνιδιού και σε περιβάλλον μυστηρίου, διά στόματος Χριστόφορου, κεντρίζει την προσοχή του αναγνώστη και ουσιαστικά τον οδηγεί εύστοχα να πάρει μέρος και ο ίδιος στο παιχνίδι αυτό, στη νέα αυτή περιπέτεια. Κι έτσι αρχίζει ένα παιχνίδι αναζήτησης στον υπολογιστή για το αλογάκι και ο αναγνώστης περνά στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Ήταν ένα μικρό καράβι αταξίδευτο…».
Σε αυτό το κεφάλαιο ο αναγνώστης συναντά έναν τριτοπρόσωπο αφηγητή, ο οποίος θα διατηρήσει τον μίτο της εξιστόρησης σχεδόν μέχρι το τέλος. Και λέω σχεδόν, γιατί ο συγγραφέας για τις ανάγκες της μυθοπλασίας στο τέταρτο πριν από το τέλος κεφάλαιο, με τίτλο «Στο βασίλειο του Νηρέα», χρησιμοποιεί έναν πρωτοπρόσωπο αφηγητή, που είναι ο Οδυσσέας, και έτσι μετατοπίζεται και ο ιστορικός χρόνος αφήγησης, μετατοπίζεται η εστίαση με πρόθεση να επιτευχθεί η πολυφωνία και η ζωντάνια στην αφήγηση.
Ένα στοιχείο επίσης που ο συγγραφέας ως τεχνική αξιοποιεί είναι το όνειρο της Φανούλας. Έτσι, δίνονται υποθετικές ερμηνείες στο μυστήριο που αφορά την εξαφάνιση του τέταρτου αλόγου, που ακόμη αναζητείται από τους αρχαιολόγους έναντι των άλλων τριών που έχουν ήδη ανασυρθεί σε άλλη επιχείρηση, πριν από χρόνια και εκτίθενται ήδη στο Μουσείο των Αντικυθήρων. Το όνειρο αξιοποιείται συχνά στη λογοτεχνία για να αποκτήσουν φωνή τα άψυχα, δίνει διεξόδους σε πιέσεις, εντάσεις και γενικά επιτρέπει μια διάθλαση ερμηνειών.
Η σχέση αφηγηματικών μερών του βιβλίου προς τα μη αφηγηματικά μάς αποκαλύπτει τη δυναμική της αφηγηματικής διαδικασίας. Ο διάλογος είναι έντονος και συχνά η αναλογία του είναι μεγαλύτερη έναντι της δραματοποιημένης σκηνής σε κάποια κεφάλαια. Οι λειτουργίες του δεν εξαντλούνται στις συζητήσεις που στοχεύουν στη δόμηση των προσώπων, αλλά επεκτείνονται και στον εμποτισμό του λόγου του αφηγητή, ο οποίος παρέχει πληροφορίες για τους χαρακτήρες, ώστε να ενισχυθεί το προφίλ τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας οργανώνει τα «μοτίβα», ή αλλιώς τη «λειτουργική μονάδα» κατά Barthes, αναδεικνύει την ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο σκέψης τους και αποτελεί στοιχείο αξιολόγησης του έργου του. Στο Τέταρτο αλογάκι, στο μεγαλύτερο ποσοστό, ακολουθείται απλή αφηγηματική δομή με σαφώς καθορισμένη αρχή, μέση και τέλος.
Όμως λίγο πριν από το τέλος η δομή γίνεται πιο σύνθετη, καθώς παρεμβάλλεται μια αφηγηματική ενότητα που συμβαίνει στο παρελθόν, δηλαδή σε άλλο ιστορικό χρόνο. Το βιβλίο, εκτός από τα λογοτεχνικά του χαρίσματα, μας σκιαγραφεί μια φιλική σχέση μεταξύ των παιδιών και των μουσείων που επισκέπτονται, ενώ ανατρέπεται η συνήθης αντίληψη των πολλών ότι ένα μουσείο αποτελεί απλά έναν εκθεσιακό χώρο, αφού φαίνεται ότι μπορεί να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον για δράση και να τους προσφέρει χαρά και απόλαυση.
Το βιβλίο λοιπόν μικραίνει την απόσταση μεταξύ παιδιών και μουσείων. Δείχνει μια άλλη του διάσταση, πιο φιλική, αυτή δηλαδή που πραγματικά έχει ή πρέπει να έχει ένα μουσείο για να αποτελέσει έναν κήπο στον οποίο τα παιδιά θα μπορούν να μαθαίνουν, να παίζουν και να ονειρεύονται. Προς την κατεύθυνση αυτή ο συγγραφέας θα επιλέξει να αναδείξει και τη σωστή χρήση της τεχνολογίας. Δεν κινδυνολογεί για τη χρήση της εκ μέρους των παιδιών, ούτε για την επικοινωνία τους μέσω του facebook. Ακόμη κι αυτό θα αποδειχθεί ότι μπορεί να προσφέρει προς την ενεργοποίηση και τη συνεργασία των οκτώ φίλων για ανταλλαγή απόψεων, στοιχείων και κυρίως για αναζήτηση πληροφοριών. Τα παιδιά της ιστορίας γκουγκλάρουν για να ανατρέξουν σε πηγές που θα τα βοηθήσουν να λύσουν το μυστήριο, να βρουν πληροφορίες για κάτι που δεν τους ανέθεσε κάποιος στο πλαίσιο μια εργασίας, ενός πρότζεκτ, αλλά επειδή τα ίδια επιλέγουν να ακολουθήσουν την εξέλιξη μιας περιπέτειας που συνδέει το παρελθόν με το παρόν.
Το βιβλίο διαθέτει ξεκάθαρη και δυνατή πλοκή που δε θυσιάζει τίποτα στην πρόθεση να προσφέρει ενημέρωση και πληροφορία. Κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, παρόλες τις πολλές πληροφορίες που εμπεριέχει, διατηρεί το σχετικό σασπένς μέσα από τις αποκαλύψεις και τις παραθέσεις στοιχείων που θα οδηγήσουν στην κορύφωση. Ο συγγραφέας δε δίνει λύσεις στα ζητήματα και τα ερωτήματα που προκύπτουν κατά την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά στήνει χαρακτήρες που αναζητούν οι ίδιοι τις απαντήσεις.
Η συγγραφική του πρόθεση να στήσει μια ιστορία γύρω από τον «Τιτανικό της αρχαιότητας», όπως χαρακτηρίστηκε το ναυάγιο των Αντικυθήρων, να δώσει πληροφορίες για θέματα όπως η αρχαιοκαπηλία, η ενάλιος αρχαιολογία, η επαφή με τα μουσεία κ.ά., και να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες γύρω από θέματα πολιτισμικής, εθνικής και παγκόσμιας κληρονομιάς δεν περιορίζει τη λογοτεχνικότητα του κειμένου, δηλαδή την ιδιότητα αυτή που συνιστά τη μοναδικότητα του λογοτεχνικού φαινομένου, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιου είδους κείμενα.
Γνωρίζει καλά ο συγγραφέας πώς να κρατά τις ισορροπίες μεταξύ πληροφόρησης και δράσης, ώστε να ικανοποιείται και η αισθητική του αναγνώστη. Το κείμενο διαθέτει έντονο εικονοποιητικό λόγο, που ταξιδεύει τον αναγνώστη και του προσφέρει τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία, ώστε να πάρει αναπνοή και απόσταση, να νιώσει, να διαλογιστεί, να αποτιμήσει, να σκεφτεί, να γίνει ευρηματικός για να λύσει μυστήρια.
Το Τέταρτο αλογάκι είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, στο παρόν και στον πολιτισμό. Μια αναγνωστική περιπέτεια σε βαθιά νερά που καλεί τους αναγνώστες να ακολουθήσουν την παρέα των οκτώ. Η ευρηματικότητα του συγγραφέα αποκαλύπτεται και με την επιλογή του τέλους. Ένα τέλος που δεν είναι συμβατικό και συγκεκριμένο. Είναι ανοικτό, μια πρόκληση-πρόσκληση στον αναγνώστη για νέα αφήγηση από την πλευρά του ή μια υπόσχεση από την πλευρά του συγγραφέα για μια νέα ιστορία που θα ακολουθήσει μελλοντικά. Ίσως το τελευταίο βιβλίο μιας τριλογίας.
Το τέταρτο αλογάκι
Διονύσης Λεϊμονής
Πατάκης
102 σελ.
ISBN 978-960-16-7229-8
Τιμή: €6,60
Διονύσης Λεϊμονής
Πατάκης
102 σελ.
ISBN 978-960-16-7229-8
Τιμή: €6,60
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου