Τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής που διοργανώνει και φέτος ο IANOS είναι η αφορμή της συζήτησής μας με τη Ρέα Γαλανάκη. Η αγαπημένη και πολυβραβευμένη συγγραφέας που διδάσκει για δεύτερη χρονιά τα μυστικά της συγγραφής αποκαλύπτει στιγμές της δικής της συγγραφικής πορείας, ενώ καταθέτει τις απόψεις της για την πορεία του μυθιστορήματος στη χώρα μας αλλά και στοιχεία για το βιβλίο που ετοιμάζει.
Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων (το 1981). Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο (το 1999 για το μυθιστόρημα Ελένη ή ο Κανένας και το 2005 για τη συλλογή διηγημάτων Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι). Επίσης, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πεζογραφίας «Κώστα και Ελένης Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών (το 2003 για το μυθιστόρημα Ο αιώνας των λαβυρίνθων), με το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης το 1987 και με το «Βραβείο Αναγνωστών» του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2006 για το μυθιστορηματικό χρονικό Αμίλητα, βαθιά νερά. Το μυθιστόρημά της Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εντάχθηκε από την UNESCO στην «UNESCO Collection of Representative Works» (1994), ενώ το Ελένη ή ο Κανέναςδιεκδίκησε το Ευρωπαϊκό Βραβείο «Αριστείον» μπαίνοντας στην τελική τριάδα των υποψήφιων έργων (1999). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, τσεχικά, βουλγαρικά, σουηδικά, λιθουανικά, τουρκικά, αραβικά, κινεζικά, εβραϊκά και αλβανικά.
Επαναλαμβάνονται και φέτος τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής από τον Ιανό. Τι ακριβώς προσφέρουν τα συγκεκριμένα σεμινάρια και σε ποιους απευθύνονται, κυρία Γαλανάκη;
Τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής είναι μια σύγχρονη μορφή εκπαίδευσης που απευθύνεται σε ενήλικες. Τους προσφέρει τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν την επιθυμία τους να γράψουν, αλλά και να προσδιορίσει καλύτερα ο καθένας με ποιο τρόπο θα προσεγγίσει το θέμα του. Μεγάλη, επίσης, σημασία έχει και η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, ανάλογα με την προσωπικότητα και τα ενδιαφέροντα του καθενός. Σ’ αυτή τη μορφή εκπαίδευσης, οι ενήλικες έχουν τη δυνατότητα να διαλέξουν οι ίδιοι τον δάσκαλό τους, σε αντίθεση με άλλες μορφές εκπαίδευσης.
Τα εργαστήρια απευθύνονται σε ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, μόρφωσης, επαγγέλματος και οικονομικής εμβέλειας, γεγονός που κάνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ζωντανή την όλη διαδικασία, δημιουργεί μάλιστα και ανθρώπινες σχέσεις. Κατά κάποιο τρόπο, υπάρχει μια «μικροκοινωνία» στο μάθημα. Μαθητές από προηγούμενα εργαστήρια συνεχίζουν να συναντιούνται και να συζητούν αναμεταξύ τους για τα κείμενα που γράφουν. Μερικοί μαθητές έχουν ήδη εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία και θέλουν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα με τις γνώσεις που θα τους προσφέρει το εργαστήριο, οι περισσότεροι θέλουν να αφηγηθούν μια συγκεκριμένη ιστορία και αναζητούν τον τρόπο, κάποιοι έρχονται για να μορφωθούν και να γίνουν καλύτεροι αναγνώστες.
Το καλό μυθιστόρημα είναι σε άνθιση σήμερα, παρόλο που κοντά του ανθεί και η παραλογοτεχνία, αλλά μαζί βαδίζουνε στην πιο εμπορική για το βιβλίο εποχή μας, μαζί βαδίζαν πάντοτε. Δεν πειράζει, φτάνει να μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι.
Τι είναι αυτό που έχει στρέψει τα τελευταία χρόνια ανθρώπους κάθε ηλικίας
στη δημιουργική γραφή;
στη δημιουργική γραφή;
Ίσως έχει γίνει πια συνειδητό ότι τα εργαστήρια είναι μια έγκυρη μορφή εκπαίδευσης ενηλίκων, που σχετίζεται πάντως με την εγκυρότητα των συντελεστών. Ίσως έχει πάψει να ντρέπεται ο κόσμος, προπαντός οι άντρες, για την αγάπη τους προς τη λογοτεχνία και την επιθυμία τους να γράψουν. Ίσως τα πράγματα δείχνουν πιο εύκολα σήμερα στον εκδοτικό χώρο, χωρίς να είναι πάντα. Κι εγώ η ίδια απορώ πώς, μέσα στη συνεχιζόμενη κρίση, πολλοί, ακόμη και άνεργοι, έρχονται για να καλλιεργήσουν αυτό που αγαπούν, αλλά σκέφτομαι ότι αυτό μπορεί να είναι και μια πολύ σωστή αντίδραση στο ζοφερό κλίμα που μας περιβάλλει.
Το μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό είδος το οποίο διδάσκετε εσείς. Με ποιο τρόπο μεταφέρετε τις γνώσεις σας;
Έχω δώσει στο μάθημά μου τον τίτλο «Κλειδιά κι αντικλείδια». Το πρώτο προκειμένου να κατανοήσουν οι μαθητές την τεχνική, τα τεχνάσματα δηλαδή με τα οποία «κλειδώνει» ο συγγραφέας την αφήγησή του σε ένα μεγάλο κείμενο, το δεύτερο προκειμένου να μάθουν πώς να αποκρυπτογραφούν αυτά τα καλά κρυμμένα μυστικά της συγγραφής και να μπορούν να χειριστούν οι ίδιοι ό,τι τους ταιριάζει. Αυτό θα τους βοηθήσει να τολμήσουν να γράψουν ή να προχωρήσουν σε ένα ανολοκλήρωτο έργο τους. Το λιγότερο, ίσως, μα ο –πιστεύω– εξίσου σημαντικό, είναι να γίνουν πολύ καλύτεροι αναγνώστες τελειώνοντας το εργαστήριο.
Με αυτή την οπτική, αναπτύσσω με τον απλούστερο δυνατό τρόπο διάφορα θεωρητικά ζητήματα, και ζητώ –χωρίς όμως να είναι υποχρεωτικό– γραπτές ασκήσεις από τους μαθητές, οι οποίες και συζητιούνται από όλους μας μέσα στο εργαστήριο. Δεν θέλω όμως να επεκταθώ σε περισσότερα.
Επιμένω, φυσικά, στην πολύ μεγάλη σημασία που έχει η καλή λογοτεχνία στη ζωή του καθενός μας, όχι μόνο από την άποψη της γλωσσικής καλλιέργειας αλλά και για τη συγκρότηση του ίδιου του εαυτού μας.
Η γενιά σας έχει να επιδείξει αξιόλογους μυθιστοριογράφους. Πώς βλέπετε την πορεία του μυθιστορήματος, και γενικότερα της μεγάλης φόρμας, σήμερα;
Όσο μπορώ να παρακολουθώ τα πράγματα, θα έλεγα ότι και το μυθιστόρημα (η μεγάλη φόρμα) και το διήγημα (η μικρή φόρμα) συνεχίζουν να έχουν αξιόλογους συγγραφείς στην Ελλάδα, και αλλού. Κατά τη γνώμη μου η μικρή φόρμα δεν ανθίζει ανεξάρτητα από τη μεγάλη, ούτε και η μεγάλη χωρίς τη μικρή. Είναι άρρηκτα δεμένες σε μια κοινή πορεία, αφού για πεζογραφία πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις. Απορώ μάλιστα με κάποιους αβασάνιστους, επιπόλαιους αφορισμούς, που ακούστηκαν τελευταία, ότι δήθεν δεν υπάρχει μόνο μυθιστόρημα στην Ελλάδα σήμερα, αλλά μόνο διήγημα. Ύπουλοι, και με πονηρό σκοπό, μου φαίνονται αυτοί οι αφορισμοί.
Υπάρχουν αξιόλογοι συνεχιστές;
Αξιολογότατοι συνεχιστές υπάρχουν στο μυθιστόρημα, που ανήκουν στις νεότερες γενιές. Δεν θα πω εδώ ονόματα. Ας κοιτάξει όποιος θέλει στα βιβλιοπωλεία, ας διαβάσει κάποιους έγκυρους κριτικούς, ας ακούσει τις φωνές που εμπιστεύεται. Το καλό μυθιστόρημα είναι σε άνθιση σήμερα, παρόλο που κοντά του ανθεί και η παραλογοτεχνία, αλλά μαζί βαδίζουνε στην πιο εμπορική για το βιβλίο εποχή μας, μαζί βαδίζαν πάντοτε. Δεν πειράζει, φτάνει να μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι, και να μην αγοράζουμε βιβλία μόνο με βάση τα «ευπώλητα» κάποιων, πονηρών επίσης, καταλόγων στις εφημερίδες. Το ίδιο συμβαίνει και με το διήγημα.
Χάρισμα, έμπνευση, τεχνική, εμπειρία, σκληρή δουλειά. Τι ποσοστό από τα πιο πάνω χρειάζεται σε κάθε συγγραφέα για να επιτύχει;
Μακάρι να ήξερα τη συνταγή… σε όσα αναφέρετε, θα πρόσθετα μόνο την πίστη: πίστη στο βάρος της λογοτεχνίας, στο νόημα που δίνει στη ζωή του καθενός μας.
Η συγγραφική σας πορεία έχει επιβραβευθεί από την αγάπη του αναγνωστικού κοινού αλλά και των κριτικών. Τι σημαίνει αυτή η αναγνώριση για εσάς;
Σημαίνει ότι στις πιο μαύρες ώρες της ζωής μου ακουμπώ πάνω τους για να συνεχίσω, ιδίως στην αγάπη των αναγνωστών για τα βιβλία μου, όπως την εισπράττω με πολλούς τρόπους. Κατόπιν τα ξεχνώ όλα για να θέσω από την αρχή το στοίχημα ενός καινούριου έργου. Άλλωστε, μη γενικεύετε, υπάρχουν και κριτικοί που κινούνται εντελώς σε άλλο μήκος κύματος από μένα, με αποτέλεσμα να έχω πάντα και λίγες αρνητικές κριτικές. Σημειώνω ότι δεν είναι τούτο το χειρότερο, στον χώρο της κριτικής (και των βραβείων) μερικές φορές συμβαίνουν αθλιότητες, που προφανώς δεν βγαίνουν προς τα έξω για να μη χαλάσει η δήθεν «αντικειμενικότητα» της κρίσης.
Τι κινητοποιεί μια καταξιωμένη συγγραφέα να «δώσει τα φώτα της» στη νέα γενιά;
Μου έκανε δυο τρεις φορές πρόταση ο Ιανός, τελικά δέχτηκα. Όλοι μας έχουμε και οικονομικές δυσκολίες τα τελευταία χρόνια. Δεν περίμενα, ωστόσο, ότι θα μου άρεσε τόσο πολύ η διδασκαλία και η επαφή με τους μαθητές μου σ’ αυτά τα σεμινάρια.
Και δεν θα συμφωνούσα, επίσης, με την έκφραση «δίνω τα φώτα» μου. Απλώς προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου καλά.
Τι κινητοποίησε εσάς (στα πρώτα σας βήματα) για να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Έγραφα ποιηματάκια σχεδόν μαθαίνοντας γραφή και ανάγνωση, δηλαδή από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Με «οδηγούσε» πάντα η καλή λογοτεχνία, κι ευτύχησα να έχω μερικούς εξαιρετικούς καθηγητές στη Μέση Εκπαίδευση, όχι όμως στο Πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της Χούντας. Κάποτε κατέστρεψα όλα τα νεανικά γραπτά μου, και μετά από λίγο ξανάρχισα να γράφω.
Σιγά σιγά το γράψιμο, ιδιαίτερα το μυθιστόρημα, έγινε ο τρόπος μου να υπάρχω ανάμεσα στους άλλους, να επικοινωνώ με τον κόσμο σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του συνόλου, να ενώνομαι με τους άλλους μέσα από κοινούς προβληματισμούς, μέσα από το πείσμα να συνεχίσω, μέσα από την προσωπική μου ευαισθησία, και μέσα από πολύ, μα πάρα πολύ διάβασμα. Συγκεντρώθηκα σε αυτό, δεν δούλεψα αλλού παρά το πτυχίο μου. Πρέπει να πω ότι γι’ αυτό είχα τη μεγάλη υποστήριξη του άντρα μου Ηλία Κούβελα που, και μετά από μια πολύ επώδυνη ζωή, ενίσχυσε την επιθυμία μου να αφοσιωθώ (στην ηλικία των τριάντα πλέον) αποκλειστικά στο γράψιμο, παρά την κάθε τύπου ανασφάλεια που είχα στην αρχή. Δεν γράφω συνέχεια, δεν αισθάνομαι μηχανή παραγωγής προϊόντων προς κατανάλωση. Περνούν μεγάλα διαστήματα από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, κατά κάποιο τρόπο από το φως στο σκοτάδι και το αντίστροφο. Δεν λειτουργώ αλλιώς, άλλωστε είμαι ένας άνθρωπος με όλες τις φροντίδες της καθημερινής ζωής, που τρώνε ώρες και ώρες. Δεν πειράζει όμως, νομίζω πως είναι σωστό να μην ξεκόβεται όποιος γράφει από την καθημερινή ζωή, ακόμη κι από τη χειρονακτική δουλειά.
Τι ανάλογο των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής ακολουθήσατε εσείς;
Τίποτα απολύτως. Είχα μερικούς εξαιρετικούς φιλολόγους. Διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα μόνη μου κι επιλεκτικά, που δεν είναι πάντα το καλύτερο. Επίσης είχα κατά καιρούς την εύνοια της τύχης να γνωρίσω και να συνδεθώ με σπουδαίους ανθρώπους, ανθρώπους που διεύρυναν τους ορίζοντες της σκέψης και της ευαισθησία μου, που με άγγιξαν και με μάγεψαν. Η ίδια η λογοτεχνία μου φέρει τα σημάδια τους, παραμένοντας ωστόσο κάτι πολύ πιο βαθύ και προσωπικό, κάτι δικό μου.
Το καλό μυθιστόρημα είναι σε άνθιση σήμερα, παρόλο που κοντά του ανθεί και η παραλογοτεχνία, αλλά μαζί βαδίζουνε στην πιο εμπορική για το βιβλίο εποχή μας, μαζί βαδίζαν πάντοτε. Δεν πειράζει, φτάνει να μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι.Δεν γράφω συνέχεια, δεν αισθάνομαι μηχανή παραγωγής προϊόντων προς κατανάλωση. Περνούν μεγάλα διαστήματα από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, κατά κάποιο τρόπο από το φως στο σκοτάδι και το αντίστροφο. Δεν λειτουργώ αλλιώς, άλλωστε είμαι ένας άνθρωπος με όλες τις φροντίδες της καθημερινής ζωής.
Ποιοι λογοτέχνες κινητοποίησαν τη δική σας πένα;
Πολλοί, πάρα πολλοί. Και συνεχίζω να διδάσκομαι από μεγάλους συγγραφείς, δηλαδή να διαβάζω με μεγάλο σεβασμό και όση παρατηρητικότητα διαθέτω τα βιβλία τους.
Τα διαδικτυακά σεμινάρια πόσο αποτελεσματικά κρίνετε ότι είναι;
Προσωπικά με ενδιαφέρει η ολοζώντανη, η πολύ δημιουργική σχέση δάσκαλου και μαθητή, καθώς επίσης και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στην τάξη ανάμεσα σε όλους στις τριάντα ώρες που κρατά η αναμεταξύ μας επικοινωνία. Δεν μπορώ να μιλήσω για κάτι που αγνοώ, δηλαδή για τα διαδικτυακά μαθήματα. Σκέφτομαι μόνο ότι κι αυτά ενδεχομένως είναι το ίδιο αποτελεσματικά, ή μη αποτελεσματικά, όσο και τα «διά ζώσης», τα ζωντανά μαθήματα. Σημασία έχουν και για τα δυο οι συντελεστές.
Η Άκρα ταπείνωση είναι το τελευταίο σας βιβλίο, το οποίο αγαπήθηκε από τους αναγνώστες σας. Ποιο είναι το πιο ταπεινωτικό που συμβαίνει στη χώρα μας σήμερα;
Άλλο για τον καθένα, αλλά και μια δημόσια αίσθηση ταπείνωσης. Όμως η λέξη αντιστέκεται, δεν θέλει να την εξειδικεύσω. Σέβομαι την αντίστασή της.
Ετοιμάζετε κάποιο καινούργιο μυθιστόρημα;
Το φθινόπωρο, όταν θα έχω απαλλαγεί, ελπίζω, από διάφορους μπελάδες που έχω αυτή την εποχή, θα βγάλω δυο νουβέλες σε ένα βιβλίο. Ήταν να γίνει αυτό τον καιρό η έκδοση, μα το ανέβαλα για να είμαι πιο ήσυχη και να χαρώ την έκδοση του καινούριου μου βιβλίου, γιατί τα βιβλία είναι σαν τα παιδιά που γεννιούνται. Ο τίτλος είναι Δυο γυναίκες, δυο θεές. Τα υπόλοιπα εκεί κάπου στον Οκτώβριο, υποθέτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου