Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Δημοκρατίας
Κυρίες και κύριοι,
Χαιρετίζω αυτή τη σημαντική πρωτοβουλία του Γραφείου
Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Τόσο η θεματολογία του Συνεδρίου όσο και
οι συμμετέχοντες σε αυτό το καθιστούν μια σημαντική ευκαιρία για ουσιαστικό
πολιτικό και επιστημονικό διάλογο πάνω στα κεντρικά προβλήματα της ελληνικής
κοινωνίας. Και ευχαριστώ για την πρόσκληση να κάνω την κεντρική εναρκτήρια
εισήγηση. Θα αξιοποιήσω την ευκαιρία αυτή να παρουσιάσω ορισμένες εισηγητικές
σκέψεις για την κρίση, τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη.
Η
μετάσταση της κρίσης
Τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας διατυπώνεται ένα εύλογο
ερώτημα. Γιατί η Ελλάδα παραμένει ακόμα στα Μνημόνια;
Διατυπώνεται
ο ισχυρισμός ότι τα Μνημόνια στην Ελλάδα απέτυχαν επειδή δεν εφαρμόστηκαν οι
προβλεπόμενες από αυτά μεταρρυθμίσεις. Αυτό όμως είναι ανακριβές.
Όπως
έδειξε μελέτη του Ινστιτούτου Bruegel, ειδικά στην περίπτωση του πρώτου
Mνημονίου
υλοποιήθηκε πάνω από το 80% των προβλεπομένων μεταρρυθμίσεων, ποσοστό που
θεωρείται ρεκόρ σε αντίστοιχα προγράμματα. Και όμως το Πρόγραμμα απέτυχε
οικτρά. Το ίδιο Ινστιτούτο ανάγει την αιτία της αποτυχίας όχι στην ανεπαρκή
υλοποίηση αλλά στη λανθασμένη σύνθεση και στόχευση των μεταρρυθμίσεων. Αντί να
προωθούν την ανάπτυξη ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένες στις μισθολογικές και
δημοσιονομικές περικοπές
Βεβαίως
μπορεί κανείς να επισημάνει πολλούς παράγοντες. Ωστόσο η απάντηση
στο ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί πρωτίστως στα ίδια τα Μνημόνια και
συγκεκριμένα στην πολιτική του πρώτου και του δεύτερου Μνημονίου.
Θυμίζω ότι το πρώτο Μνημόνιο, που υιοθετήθηκε το Μάιο του 2010,
προέβλεπε ότι η οικονομία θα επέστρεφε στην ανάκαμψη ήδη από το 2012, το χρέος
θα γινόταν βιώσιμο και η σωρευτική ύφεση που θα προκαλούσε η δημοσιονομική
προσαρμογή δε θα υπερέβαινε τις 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η
οικονομία θα ανακτούσε τα πριν από την κρίση επίπεδα το 2015.
Σήμερα γνωρίζουμε τη δραματική διάψευση αυτών των προβλέψεων.
Με την πολιτική που εφαρμόσθηκε, αντί να αντιμετωπιστούν οι
αιτίες της κρίσης αντιμετωπίστηκαν κάποια μόνο από τα συμπτώματά της και αυτό
έγινε με τεράστιο κοινωνικό κόστος και με αποδυνάμωση των μακροχρόνιων
δημογραφικών και αναπτυξιακών προοπτικών. Έγινε, δηλαδή, μια μετάσταση της
κρίσης σε τομείς που αρχικά δεν είχαν πληγεί, διαμορφώνοντας ένα σύνολο
αλληλοτροφοδοτούμενων φαύλων κύκλων.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να συμφωνήσω με ένα παραπλήσιο
συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η πρόσφατη 5η ενδιάμεση έκθεση του Γραφείου
Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σύμφωνα με την οποία «η Ελλάδα έχει
παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό “σπιράλ”, τόσο λόγω του υψηλού
και δυσβάσταχτου χρέους, όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως
απόρροια της κρίσης του χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της
χώρας» (Βουλή των Ελλήνων, Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, 5η ενδιάμεση
Έκθεση, Η παγίδα του χρέους, Μάρτιος
2017, σελ. 18).
Από
την κρίση στη Βιώσιμη και Δίκαιη Ανάπτυξη
Η διέξοδος λοιπόν από αυτή την πολλαπλή κρίση δεν θα γίνει με
παρωχημένα νεοφιλελεύθερα κλισέ ούτε με αέναη λιτότητα. Αλλά με ένα συνολικό
σχέδιο που θα σπάσει αυτό το φαύλο κύκλο αντιμετωπίζοντας τις αιτίες που τον
δημιούργησαν. Η αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους , η διαμόρφωση ενός
νέου παραγωγικού υποδείγματος, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν τη
βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη αποτελούν κεντρικούς πυλώνες αυτού του σχεδίου.
Κρίσιμος κρίκος για τη μετάβαση από την κρίση στη Βιώσιμη και
Δίκαιη ανάπτυξη είναι η έγκαιρη και συνεπής με τις ανάγκες της χώρας ολοκλήρωση
της δεύτερης αξιολόγησης.
Η κυβέρνηση, έχοντας ανταποκριθεί έγκαιρα στις υποχρεώσεις που
απορρέουν από την αρχική συμφωνία, επιδιώκει με σταθερότητα και συνέπεια το
κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης με μια συνολική συμφωνία, η οποία θα
επιτρέψει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας, θα προετοιμάσει τη χώρα για την έγκαιρη πρόσβαση στις
αγορές δανεισμού και θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για την έγκαιρη
ολοκλήρωση του Προγράμματος το καλοκαίρι του 2018.
Πολύ λόγος γίνεται για την καθυστέρηση στη διαδικασία της
αξιολόγησης και στις αρνητικές συνέπειες αν αυτή παραταθεί.
Να μου επιτραπεί να πω ότι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να
ενδιαφέρεται όσο κανείς άλλος για την έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Παράλληλα, έχει διακηρύξει ότι δεν προτίθεται να δεχθεί
παράλογες απαιτήσεις, που αν υιοθετούντο θα διαιώνιζαν το φαύλο κύκλο της
ύφεσης και της λιτότητας με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ήδη καταπονημένη
κοινωνία.
Και θα αποτελούσε πλούτο στο δημόσιο διάλογο εάν όλες οι
πολιτικές δυνάμεις, αλλά και επιστημονικοί και επαγγελματικοί φορείς, λάμβαναν
θέση υπεύθυνα απέναντι στα επίδικα θέματα της διαπραγμάτευσης. Σε τόσο κρίσιμες
συγκυρίες η χώρα δεν έχει ανάγκη ούτε από «Πόντιους Πιλάτους» ούτε από «ουδέτερους
θεατές-σχολιαστές».
Σε κάθε περίπτωση, κοινός στόχος της κυβέρνησης και των
ευρωπαϊκών θεσμών είναι η τεχνική συμφωνία να έχει ολοκληρωθεί ως τις 7/4 οπότε
θα απομένουν προς διευθέτηση τα αμιγώς
πολιτικά θέματα του ύψους και της διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το
2018, η συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, καθώς και η
αποσαφήνιση της θέσης και του ρόλου του ΔΝΤ στο ελληνικό Πρόγραμμα .
Η
αναγκαιότητα της μείωσης του χρέους
Ορισμένοι από τους δανειστές υποστηρίζουν ότι το χρέος δεν
συνιστά σημαντικό πρόβλημα. Ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας λ.χ.
επαναλαμβάνει συχνά ότι το πρόβλημα δεν είναι το χρέος αλλά οι μεταρρυθμίσεις,
η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη.
Ωστόσο, ρητός στόχος του Προγράμματος που συμφωνήθηκε το
καλοκαίρι του 2015 με τους δανειστές είναι η έξοδος στις αγορές έως το πρώτο
εξάμηνο του 2018. Μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός χωρίς ελάφρυνση του
χρέους; Η πορεία των επιτοκίων, οι απόψεις των επενδυτών αλλά και το ΔΝΤ δεν
συνηγορούν υπέρ μιας καταφατικής απάντησης σε αυτό το ερώτημα. Η ελάφρυνση του
χρέους συνεπώς είναι βασικός όρος για την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος.
Για αυτό υπήρξε και εξειδίκευση των αναγκαίων μέτρων στην απόφαση του Eurogroup το
Μάιο του 2016.
Ακόμα, συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι οι ευρωπαϊκές Συνθήκες δεν
επιτρέπουν το «κούρεμα» του χρέους. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν ταυτίζει
την αναγκαία βιωσιμότητα του χρέους αποκλειστικά και μόνο με το «κούρεμά» του.
Η βιωσιμότητα και η εξυπηρετησιμότητα του χρέους μπορούν να εξασφαλισθούν με
επιμήκυνση των περιόδων ωρίμανσης των δανείων, με μείωση των επιτοκίων, με τη
μετατροπή τους από κυμαινόμενο σε σταθερό επιτόκιο και άλλα μέσα, κάποια εκ των
οποίων ήδη υλοποιούνται ή άλλα δρομολογούνται.
Αυτή βεβαίως δεν θα είναι η ριζική λύση που θα επιθυμούσαμε,
μπορεί όμως να εξασφαλίσει την πρόσβαση στις αγορές δανεισμού και να μας φέρει
σε μια θέση συγκρίσιμη με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δυνατότητα για κοινή δράση για πανευρωπαϊκή
λύση του προβλήματος.
Οι απόψεις, επομένως, που αρνούνται την ανάγκη μείωσης του
χρέους δεν τεκμηριώνονται, είναι αυθαίρετες και ενδεχομένως υπηρετούν άλλες
σκοπιμότητες. Το ίδιο αυθαίρετη είναι και
η αντιπαράθεση της αναγκαίας ελάφρυνσης του χρέους προς την ανάγκη
βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης ή την πραγματοποίηση
μεταρρυθμίσεων.
Η μακροχρόνια απάντηση
στην κρίση χρέους είναι βεβαίως η
ανάπτυξη σε νέες βάσεις και η αντιμετώπιση των αιτίων που οδήγησαν
στην κρίση . Όμως η ίδια η ανάπτυξη
έχει ως προϋπόθεσή της τη ρύθμιση του χρέους. Ανάλογα ισχύουν και για το
δίλημμα «μείωση χρέους ή μεταρρυθμίσεις». Για εμάς είναι δεδομένο ότι χωρίς
βαθιές αλλαγές στην οικονομία, το κράτος και τους θεσμούς, χωρίς μεγάλες τομές
και χωρίς ρήξεις με το σύστημα αντιλήψεων και συμφερόντων που μας οδήγησε στη
χρεοκοπία, δεν είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση. Η ελάφρυνση του χρέους,
ώστε να γίνει βιώσιμο, δεν αντίκειται στην ανάγκη αυτή, αλλά διευκολύνει την
πραγματοποίηση των αναγκαίων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.
Η ακραία άποψη τέλος ότι το χρέος πρέπει να παραμείνει άλυτο για
να λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για την πραγματοποίηση των αναγκαίων
μεταρρυθμίσεων αποτελεί μια επικίνδυνη, ανιστόρητη, νεοαποικιακή αντίληψη, που
αν υιοθετηθεί θα μετέτρεπε τη χώρα σε αποικία χρέους και σε προτεκτοράτο και
την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα κλαμπ κρατών-δανειστών και κρατών-υπόδουλων σ’ αυτά.
Ενώ
όμως η βιωσιμότητα του χρέους είναι βασική προϋπόθεση για την έξοδο από την
κρίση, από μόνη της δεν είναι πανάκεια ούτε μπορεί να φέρει αποτελέσματα με διάρκεια αν δεν εντάσσεται σε μια στρατηγική αλλαγής του
κυρίαρχου υποδείγματος που οδηγήθηκε σε κρίση και τελικά σε χρεοκοπία. Η εμμονή
σε μοντέλα κρατικοδίαιτου και παρασιτικού
καπιταλισμού θα οδηγήσει ξανά σε νέες κρίσεις.
Το
πραγματικό δίλημμα λοιπόν δεν είναι «ναι ή όχι στις μεταρρυθμίσεις», αλλά «ναι
ή όχι σε ποιές μεταρρυθμίσεις»; Με ποιό
κοινωνικό πρόσημο; Με ποιά κατανομή βαρών και κερδών; Για την υλοποίηση ποιού
σχεδίου και την επίτευξη ποιού σκοπού;
Ο
όρος βέβαια είναι κακοποιημένος και στη συνείδηση του κόσμου έχει ταυτιστεί με
περικοπές και λιτότητα. Χρειάζεται επομένως μια επανοηματοδότησή του.
Θα
ήθελα να ξεχωρίσω λοιπόν τρεις αιτίες
που καθιστούν αναγκαίες τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία ανεξάρτητα από την
ονομασία που χρησιμοποιεί ο καθένας γι’ αυτές που ταυτόχρονα προσδιορίζουν και
το περιεχόμενο τους:
·
Η πρώτη αιτία έχει να κάνει
με το γεγονός ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι κυκλικού χαρακτήρα, δεν θα
ξεπεραστεί δηλαδή με μια απλή ανάκαμψη της οικονομίας. Η κρίση είναι δομική και
στον πυρήνα της έχει το υπόδειγμα ανάπτυξης του παρελθόντος που δεν ήταν ούτε
βιώσιμο ούτε δίκαιο. Η όποια ανάκαμψη της παραγωγής, της απασχόλησης ή των
εξαγωγών δεν θα είναι βιώσιμη και διατηρήσιμη αν στηριχθεί στο προϋπάρχον
παραγωγικό σύστημα. Η βιώσιμη, πόσο μάλλον η δίκαιη ανάπτυξη, απαιτεί μια νέα
εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, η οποία θα προωθήσει τις αναγκαίες δομικές
αλλαγές στο παραγωγικό σύστημα, το κράτος, τον τρόπο διακυβέρνησης. Και σ’ αυτό
ακριβώς αποσκοπεί η αναπτυξιακή στρατηγική που επεξεργάζεται η κυβέρνηση με
στόχο να γίνει αντικείμενο ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου.
·
Η δεύτερη αιτία έχει να
κάνει με ιστορικά διαμορφωμένα θεσμικά ελλείμματα και υστερήσεις. Οι υστερήσεις
και τα ελλείμματα αυτά δεν υποδηλώνουν κάποια εγγενή αδυναμία της χώρας να
μεταρρυθμιστεί, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, αλλά αντανακλά δομές συμφερόντων και κοινωνικές συμμαχίες
που κυριάρχησαν στο παρελθόν και που και σήμερα αντιδρούν σε προσπάθειες
σχετικών αλλαγών. Ενώ σε άλλες
χώρες θεσμικές και άλλες αλλαγές έγιναν προ πολλού από αστικές δυνάμεις, στην
περίπτωση της Ελλάδας το αντίστοιχο σύστημα εξουσίας ταυτίστηκε με συμφέροντα
που δεν επέτρεψαν τις σχετικές αλλαγές. Έτσι παραμένουν ακόμη προς επίτευξη
στόχοι όπως η δημιουργία περιουσιολογίου, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, ο
εκσυγχρονισμός της Δικαιοσύνης και γενικά της δημόσιας διοίκησης, η
αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, ο επανακαθορισμός των σχέσεων κράτους και
εκκλησίας, η διαμόρφωση αποτελεσματικών μηχανισμών καταπολέμησης της
φοροδιαφυγής, της αδήλωτης εργασίας και της διαφθοράς κλπ.
·
Η τρίτη αιτία είναι τα
βαθιά ρήγματα που προκάλεσε στην κοινωνία η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και
η παρατεταμένη λιτότητα που είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των κοινωνικών
ανισοτήτων, την επέκταση της φτώχειας, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και
των δημοσίων υπηρεσιών προς τους πολίτες, η μετανάστευση νέων, η επιδείνωση των
δημογραφικών προοπτικών. Είναι συνεπώς επείγουσα ανάγκη:
Πρώτον, να μπει φραγμός σε μεταρρυθμίσεις ή μέτρα πολιτικής που
επεκτείνουν τη λιτότητα και επιδεινώνουν τις ανισότητες.
Δεύτερον, όπου αυτό δεν μπορεί να αποτραπεί, να υπάρχει πρόνοια
για αντίμετρα που θα αντισταθμίζουν ή θα μετριάζουν τις όποιες αρνητικές
κοινωνικές συνέπειες.
Τρίτον, παρά τους όποιους δημοσιονομικούς και άλλους
περιορισμούς πρέπει να υπάρξουν οι
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις, με σαφές κοινωνικό πρόσημο και στόχο
την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και συνοχής, τον περιορισμό της
εκμετάλλευσης, την καταπολέμηση των ανισοτήτων και των διακρίσεων, τη
δημιουργία συνθηκών ανακοπής της μετανάστευσης και ενθάρρυνσης της
παλιννόστησης των νέων επιστημόνων που μετανάστευσαν. Η θεσμοθέτηση του
Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, η πρόσβαση στο σύστημα Υγείας των ανασφάλιστων
πολιτών, οι στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η επιμονή στην
επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων
και άλλες συναφείς πρωτοβουλίες της κυβέρνησης κινούνται προς αυτήν την
κατεύθυνση.
Ξανακερδίζοντας
την αυτονομία της χώρας
Παρά τις καθυστερήσεις που οφείλονται σε αποκλίνουσες απόψεις
και επιδιώξεις των δανειστών, παραμένουμε εντός του αρχικού σχεδιασμού. Εφόσον
η δεύτερη αξιολόγηση κλείσει με μια συνολική συμφωνία, όπως επιδιώκει η
κυβέρνηση, τον Απρίλιο ή λίγο μετά τη σύνοδο του Διοικητικού Συμβουλίου του
ΔΝΤ, τότε τα επόμενα βήματα μπορούν να επιταχυνθούν με τη συμμετοχή στο
πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τη δοκιμαστική
έξοδο στις αγορές και την επιτάχυνση της ανάκαμψης το β’ εξάμηνο το 2017 .
Ωστόσο όπως δείχνει και η διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης, η
πορεία αυτή πρέπει να θωρακιστεί και ο χρόνος που έχει απομείνει να αξιοποιηθεί
με τρόπο παραγωγικό.
Η πορεία πρέπει να θωρακισθεί διότι όπως δείχνουν οι διαμάχες
σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση, ενώ εμείς ορθά επικαλούμαστε το ευρωπαϊκό
κοινωνικό κεκτημένο, υπάρχουν δυνάμεις εκτός αλλά και εντός της Ευρώπης που
θέλουν να απαλλαγούν από αυτό.
Ενώ εμείς επιδιώκουμε να επιστρέψουμε στην ευρωπαϊκή
κανονικότητα, υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή αυτής της
κανονικότητας και τη μετατόπιση των εξελίξεων προς τα δεξιά.
Ενώ εμείς επιδιώκουμε την επαναφορά των συλλογικών
διαπραγματεύσεων στη χώρα μας, υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν την αποδυνάμωση
ή και την κατάργησή τους σε όλη την Ευρώπη.
Και για αυτό το λόγο είναι μυωπικό να αποδίδουν κάποιοι την ευθύνη για κάθε καθυστέρηση στην
κυβέρνηση, και να μη βλέπουν ότι για μια ακόμα φορά η χώρα μας γίνεται πεδίο
ευρύτερων αντιπαραθέσεων που αφορούν το μέλλον όχι μόνο της χώρας μας αλλά και όλης
της Ευρώπης. Γεγονός που από τη μια μας δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες, από την
άλλη δημιουργεί και δυνατότητες ευρύτερων συμμαχιών και συμπράξεων, δυνατότητες
τις οποίες η χώρα πρέπει για πολλούς λόγους να αξιοποιεί και η σημερινή
κυβέρνηση να διευρύνει όπως και να επιχειρεί.
Οι προτεραιότητες και οι στόχοι της κυβέρνησης είναι σαφείς.
Η ακραία αβεβαιότητα που τείνει να επικρατήσει στις ευρωπαϊκές
και τις παγκόσμιες εξελίξεις καθώς και οι συνθήκες αστάθειας που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή καθιστούν
κορυφαία εθνική προτεραιότητα τον τερματισμό το συντομότερο δυνατό της ειδικής
επιτροπείας που έχει επιβληθεί στη χώρα. Κάθε συζήτηση για 4ο μνημόνιο είναι
άστοχη και μπορεί να καταστεί επικίνδυνη. Διότι το 4ο μνημόνιο ούτε προσφέρεται
ούτε αντέχεται και ευτυχώς δε θα χρειαστεί.
Εξίσου άστοχη, αν όχι κακόβουλη, είναι η καταστροφολογία που
εγχώρια κέντρα αναζωπυρώνουν τελευταία. Καταστροφολογία που διαψεύστηκε
εμφατικά αρκετές φορές στο παρελθόν και θα διαψευστεί και φέτος.
Κεντρικός στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι η έγκαιρη
ολοκλήρωση του Προγράμματος το καλοκαίρι του 2018 και ο τερματισμός του
καθεστώτος της επιτροπείας. Βεβαίως, η χώρα θα παραμένει και τότε αντιμέτωπη με
τους περιορισμούς του ευρωπαϊκού πλαισίου όμως θα διαθέτει τους αναγκαίους
βαθμούς αυτονομίας ώστε υπό συνθήκες δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας να είναι
σε θέση να σχεδιάζει το μέλλον της και να ανταποκριθεί στις όποιες προκλήσεις.
Και αυτή η αυτονομία εντός
του ευρωπαϊκού πλαισίου δεν μπορεί να κερδηθεί εσωτερικεύοντας την
εξάρτηση αλλά υλοποιώντας μια αναπτυξιακή στρατηγική που θα μας επιτρέψει να
καλύψουμε τις απώλειες και τα χάσματα που έχουν δημιουργηθεί τόσο στο εσωτερικό
της κοινωνίας όσο και σε σχέση με την ευρωζώνη.
[ΣΥΡΙΖΑ Βικτώρια]
[ΣΥΡΙΖΑ Ν.Ε. Α' ΑΘΗΝΑΣ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου