Ο Γιάννης Ράγκος γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα, όπου και ζει. Επί σειρά ετών, έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε περιοδικά, εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς, τηλεοπτικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ και blog/sites. Έχει γράψει το βιβλίο δημοσιογραφικής έρευνας Η νάρκη: Υπόθεση Γοργοπόταμος, Νοέμβριος 1964 (Εντός, 2000), τα κείμενα των ταξιδιωτικών-ιστορικών οδηγών Αθήνα-Αττική (έκδοση εκτός εμπορίου, ΕΟΤ, α' έκδοση 2004) και Θεσσαλονίκη (έκδοση εκτός εμπορίου, ΕΟΤ, α' έκδοση 2015) και τα αστυνομικά μυθιστορήματα Η στάση του εμβρύου (Ίνδικτος, 2005) και Μυρίζει αίμα (Ίνδικτος, 2008).
Αστυνομικά διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό (δέ)κατα (τχ. 12, χειμώνας 2008) και στους συλλογικούς τόμους Είσοδος Κινδύνου (Μεταίχμιο, 2011), Ελληνικά Εγκλήματα 4 (εκδόσεις Καστανιώτη, 2011), Κλέφτες και αστυνόμοι (Ψυχογιός, 2013), Ο τόπος πρόδωσε τον ένοχο (Τόπος, 2014) και έχουν μεταδοθεί από τη ραδιοφωνική εκπομπή «Κλέφτες και αστυνόμοι στον 902» (2008-2010). Συμμετείχε στη σεναριακή ομάδα της τηλεοπτικής αστυνομικής σειράς Ίχνη (MEGA, 2007-2008), ενώ έχει συνεργαστεί στη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων, καθώς και των κειμένων (με τον συγγραφέα Γιάννη Ζευγώλη) για τις θεατρικές παραστάσεις-performances Road Trip 2 (Κινητήρας Studio, 2012) και Road Trip 3 (Κινητήρας Studio, 2015). Ακόμα, μαζί με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο, έκανε τη σεναριακή διασκευή για το graphic novel Ερωτόκριτος (εκδόσεις Polaris, 2016).
Είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών Περιοδικού-Ηλεκτρονικού Τύπου (ΕΣΠΗΤ) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (IFJ), ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) και μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αστυνομικών Συγγραφέων (IACW).
Πώς προέκυψε η ιδέα της έκδοσης του βιβλίου Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα;
Η ιδέα ήταν να συγκεντρωθούν ορισμένα χαρακτηριστικά ιστορικά ρεπορτάζ από τα δεκάδες που έχω κάνει τα τελευταία δέκα χρόνια και έχω δημοσιεύσει κυρίως στο κορυφαίο ελληνικό περιοδικό του είδους του Ιστορία Εικονογραφημένη (Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος), αλλά και σε εφημερίδες, sites και blogs. Βεβαίως, για τις ανάγκες της έκδοσης αυτής, ξαναδούλεψα τα θέματα ώστε να τα εμπλουτίσω με νέα στοιχεία, που είχα συγκεντρώσει μετά την πρώτη δημοσίευσή τους.
Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των τριάντα άρθρων που περιέχει το βιβλίο;
Τα άρθρα που περιλαμβάνονται στον τόμο εξετάζουν ποικιλόμορφα και εν πολλοίς «ανέγγιχτα» από την ιστορική ή δημοσιογραφική έρευνα περιστατικά της νεότερης ελληνικής ιστορίας, τα οποία απασχόλησαν ζωηρά την κοινή γνώμη και τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, όμως στη ροή του ιστορικού χρόνου τα περισσότερα παραμερίστηκαν από τα μείζονα πολιτικά, διπλωματικά, στρατιωτικά και κοινωνικά γεγονότα της περιόδου και εν τέλει «υποβαθμίστηκαν» στο επίπεδο των βιβλιογραφικών υποσημειώσεων ή καταχωρήθηκαν στο πεδίο της μικροϊστορίας. Η παρουσίασή τους γίνεται σκόπιμα με χρονολογική σειρά, ώστε, αφενός, από την ανάδυση του «γενικού» μέσω της διεξοδικής παρουσίασης του «ειδικού», ο αναγνώστης να διατηρήσει μια, έστω αδρή, αίσθηση των συνάψεων στην ιστορική διαδρομή και αφετέρου να σχηματισθεί ευδιάκριτα το corpus των ιστορικών υποπεριόδων, στις οποίες εντάσσονται τα αναφερόμενα γεγονότα.
Πιστεύω πως ο συγγραφέας (οφείλει να) αντλεί από τον πραγματικό κόσμο ή έστω από θραύσματά του, από το βίωμα, από την κοινωνική δράση – θυμάμαι πάντα τη φράση του λόρδου Βύρωνα: «Δράση θέλω, όχι γράψιμο».
Τα Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα αναφέρονται στην περίοδο από το 1802 έως το 1976. Υπάρχουν πρωτοσέλιδα που ξεχωρίζουν;
Προφανώς, όλα τα θέματα που περιλαμβάνονται στον τόμο προσέλκυσαν το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον μου, κυρίως επειδή αναδύουν το άρωμα της εποχής τους: με άλλα λόγια, αποτυπώνουν ακραιφνώς τις κυρίαρχες πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές, πολιτιστικές αντιλήψεις και συνδηλώσεις των καιρών τους. Ταυτόχρονα, πολλά από τα γεγονότα αυτά έχουν ανατριχιαστικές αναλογίες με όψεις της σημερινής Ελλάδας. Ενδεικτικά, θα ανέφερα την πολιτική δολοφονία του υπουργού Κορφιωτάκη το 1850 στο κέντρο της μικρής τότε Αθήνας, το έγκλημα στο γερμανικό πολεμικό πλοίο Λορελάι, το 1902, που δημιούργησε ισχυρούς τριγμούς στις ήδη κλονισμένες ελληνογερμανικές σχέσεις, τη δράση κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου της «Εθνικής Ενώσεως Ελλάς» (ΕΕΕ), της πρώτης μαζικής εθνικιστικής οργάνωσης στην Ελλάδα, την υπόθεση της φυγάδευσης από την Ελλάδα το 1959 του Γερμανού Γκούντερ Κόλβες που κατηγορείτο για εγκλήματα πολέμου, την ιστορία με το περίφημο «νερό του Καματερού» και τη φρενίτιδα που προκάλεσε στην κοινή γνώμη αλλά και μερίδα του Τύπου το «κοντινό» 1976.
Αλήθεια, γιατί στους δημοσιογράφους αρέσει να διερευνούν τα ιστορικά γεγονότα; Μήπως, από την αγάπη τους για την ιστορία, ξεχνούν ότι εισχωρούν στα χωράφια των ιστορικών;
Ας είμαστε ειλικρινείς: στην Ελλάδα το, κάπως αδόκιμα, αναφερόμενο ως ιστορικό ρεπορτάζ δεν είχε βρει –τουλάχιστον, έως πρόσφατα– ιδιαίτερη απήχηση. Ίσως επειδή προϋποθέτει ειδικό ενδιαφέρον και γνώσεις από τους συντάκτες, αλλά και διάθεση από την πλευρά των ΜΜΕ να χορηγήσουν τον χρόνο και τους πόρους, που συχνά απαιτούνται, για την αποτελεσματική ολοκλήρωση μιας τέτοιας έρευνας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο δημοσιογράφος είναι ο ad hoc μάρτυρας και καταγραφέας των γεγονότων εν τη γενέσει τους. Με τον τρόπο αυτόν, γίνεται αυτοστιγμεί ο πρώτος «ιστοριογράφος». Άλλωστε, συχνά η ιστορική επιστήμη χρησιμοποιεί ως πηγή πληροφοριών δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και έρευνες ή τη μαρτυρία δημοσιογράφων που, εξαιτίας του επαγγέλματός τους, έζησαν ένα γεγονός εκ των έσω. Πάντως, οφείλω να διευκρινίσω πως, στην περίπτωσή μου, τα τριάντα άρθρα που δημοσιεύονται στον τόμο αυτόν αποτελούν προϊόν δημοσιογραφικής και όχι «ιστορικής» έρευνας και, επομένως, δεν επιδιώκουν να υποδυθούν την ιστορική (ή ιστοριογραφική) μελέτη.
Πότε ένα γεγονός γίνεται Ιστορία, ώστε να περνά από τη δικαιοδοσία του δημοσιογράφου σε αυτή του ιστορικού;
Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα Γιάννης Ράγκος Polaris 312 σελ. ISBN 978-960-6829-84-0 Τιμή: €10,00 |
Είναι ένα ερώτημα που θέτω κι εγώ στην εισαγωγή του βιβλίου, αλλά δεν είμαι βέβαιος για την απάντηση. Κάπως πρόχειρα θα μπορούσα να πω πως απαιτείται να «κρυώσει» ένα γεγονός, ώστε η προσέγγισή του να γίνει με νηφαλιότητα και ψύχραιμη ματιά. Κι έπειτα, να υπάρχει η αναγκαία χρονική απόσταση που θα επιτρέπει την πρόσβαση σε σημαντικά ντοκουμέντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές χώρες τα έγγραφα των κρατικών υπηρεσιών αποχαρακτηρίζονται και καθίστανται προσβάσιμα στην έρευνα μετά από 30 ή 40 ή ακόμα και 50 χρόνια.
Ο δημοσιογράφος έχει την απόλυτη ελευθερία να ασχοληθεί με οποιοδήποτε θέμα. Μπορεί να τον παγιδεύσει αυτό, αφού η έρευνα απαιτεί μέθοδο, υπομονή και επιμονή;
Συμφωνώ πως η δημοσιογραφική έρευνα απαιτεί μέθοδο, υπομονή, επιμονή και θα πρόσθετα και εφευρετικότητα. Αλλά σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρω και στον πρόλογο του βιβλίου, ο δημοσιογράφος –ασφαλώς, στο πλαίσιο της δεοντολογίας– ακολουθεί την εμπεδωμένη μεθοδολογία του επαγγέλματός του, που προφανώς διαφέρει από την επιστημονική. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου, η επιλογή των θεμάτων γίνεται, κάθε φορά, με δημοσιογραφικά κριτήρια και η προσέγγισή τους με τις μεθόδους του ρεπορτάζ: ύπαρξη πρωτοτυπίας, σπανιότητας ή μοναδικότητας, αναζήτηση αξιόπιστων και έγκυρων πηγών, διασταύρωση κάθε πληροφορίας, παροχή κατά το δυνατόν σφαιρικών απαντήσεων στα «κλασικά» δημοσιογραφικά ερωτήματα: ποιος, τι, πού, πότε, πώς και γιατί.
Επιπλέον, η σύνταξη ενός ιστορικού «κομματιού» απαιτεί ειδική γλωσσική μεταχείριση, πάντα στο πλαίσιο του δημοσιογραφικού λόγου. Νομίζω, δηλαδή, πως είναι άστοχο να επιχειρείται μία, τρόπον τινά, ειδησεογραφική αφηγηματοποίηση των ιστορικών γεγονότων.
Θα έλεγα ότι η συλλογή αυτή μας δείχνει ότι η ζωή είναι πιο ευφάνταστη από τη μυθοπλασία. Συμφωνείτε;
Αυτό είναι αλήθεια: αρκετές φορές η πραγματική ζωή «επινοεί» πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, που όπως είναι φυσικό ελκύουν το ζωηρό ενδιαφέρον των δημοσιογράφων αλλά και των συγγραφέων. Από την άλλη, ένα παλιό αμερικανικό δημοσιογραφικό μότο «προτρέπει», κατά κάποιο τρόπο, τον δημοσιογράφο να μην αφήνει την αλήθεια να του χαλάει μια καλή δημοσιογραφική ιστορία, ενώ και ο σπουδαίος αμερικανός συγγραφέας Γουίλιαμ Φόκνερ σημείωνε πως «η μυθοπλασία είναι συχνά το καλύτερο γεγονός». Και, βέβαια, σε αυτή τη θεματική, ευρύτατα γνωστή είναι η φράση του Όσκαρ Ουάιλντ: «Η ζωή μιμείται την τέχνη περισσότερο απ’ ότι η τέχνη μιμείται τη ζωή».
Το ρεπορτάζ των εφημερίδων ήταν ένα από τα αγαπημένα είδη του αναγνωστικού κοινού. Είναι αλήθεια ότι αρκετά μυθιστορήματα βασίστηκαν σε ρεπορτάζ εφημερίδων;
Αν εννοείτε μυθιστορήματα που βασίζονται σε αληθινά γεγονότα, τα οποία καταγράφηκαν στον Τύπο, υπάρχουν χιλιάδες παραδείγματα παγκοσμίως. Στην ελληνική λογοτεχνία, ίσως η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι το εμβληματικό Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Τελευταία παρατηρείται, επίσης, το φαινόμενο –κυρίως στις ΗΠΑ– να γυρίζονται και ταινίες που εμπνέονται απευθείας από δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Πρόσφατα σχετικά παραδείγματα Ο μπάτλερ του Λι Ντάνιελς ή το Dallas Buyers Club του Ζαν Μαρκ Βαλέ.
Επιτρέψτε μου, όμως, και μια προσωπική αναφορά: το αστυνομικό μυθιστόρημά μου Μυρίζει αίμα (Ίνδικτος 2008) βασίστηκε στο υλικό δημοσιογραφικής έρευνας, που είχα πραγματοποιήσει για τις ανάγκες τηλεοπτικής εκπομπής τη δεκαετία του 1990, σχετικά με τη δράση των Γερμανών Ντουφτ και Μπασενάουερ, των πρώτων serial killers επί ελληνικού εδάφους. Επίσης, παλιότερα, ο πολυδιαβασμένος συγγραφέας Γιώργος Πολυράκης είδε ένα άρθρο μου, που μάλιστα περιλαμβάνεται στα Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, μου ζήτησε ευγενέστατα την άδεια να το χρησιμοποιήσει ως πρωτογενές υλικό και ακολούθως δημοσίευσε το μυθιστόρημά του Δωροθέα ντε Ροπ – Πάθος και υπερηφάνεια (Ψυχογιός, 2010).
Είστε συγγραφέας και δημοσιογράφος. Πώς συνδυάζονται αυτές οι δύο ιδιότητες;
Συνηθίζω να λέω πως είμαι… διχασμένος: τη μισή μέρα δημοσιογράφος και την άλλη μισή συγγραφέας. Η διαρκής μετακίνηση ανάμεσα στους δύο αυτούς «κόσμους» είναι συχνά επίπονη και επώδυνη επειδή, αν και οι δύο χρησιμοποιούν ως εργαλείο τη γλώσσα, έχουν διαφορετικές «ιδιοσυγκρασίες». Η δημοσιογραφία είναι εξωστρεφής, εμπλέκεται με την κοινωνία και εκεί αναζητά τα θέματά της. Ακόμα και ο χώρος δουλειάς του δημοσιογράφου –η αίθουσα σύνταξης– είναι γεμάτος ένταση, πίεση από τα γεγονότα και τα deadline και βουή. Αντίθετα, η συγγραφή είναι δραστηριότητα μοναχική, με εσωτερικούς ρυθμούς, που ορισμένες φορές μπορεί να πάρει ακόμα και… υπαρξιακές διαστάσεις. Βεβαίως, δεν είμαι θιασώτης του «συγγραφέα-μοναχού»: πιστεύω πως ο συγγραφέας (οφείλει να) αντλεί από τον πραγματικό κόσμο ή έστω από θραύσματά του, από το βίωμα, από την κοινωνική δράση – θυμάμαι πάντα τη φράση του λόρδου Βύρωνα: «Δράση θέλω, όχι γράψιμο».
Πάντως, τα τελευταία χρόνια, που η συγγραφική δραστηριότητα έχει πάρει το πάνω χέρι στη ζωή μου, έχω στραφεί στην ανεξάρτητη (freelance) δημοσιογραφία, έναν τρόπο δημοσιογραφικής δουλειάς που προσομοιάζει με τη συγγραφική δραστηριότητα και κατά τεκμήριο εξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας. Κυρίως ασχολούμαι με το ιστορικό και το ταξιδιωτικό ρεπορτάζ, δύο τομείς που αγαπώ ιδιαίτερα και, εκτός των άλλων, επιτρέπουν τη χρήση μιας λιγότερο «στερεοτυπικής» δημοσιογραφικής γλώσσας, η οποία δανείζεται «τερτίπια» του λογοτεχνικού λόγου. Αλλά, στην 31χρονη δημοσιογραφική εμπειρία μου χρωστάω την «εξάσκηση» στον διαχωρισμό του ουσιώδους από το δευτερεύον, στην πύκνωση του λόγου, στη δόμηση του κειμένου. Στοιχεία εντελώς απαραίτητα και στη λογοτεχνία.
Ο δημοσιογράφος είναι ο ad hoc μάρτυρας και καταγραφέας των γεγονότων εν τη γενέσει τους. Με τον τρόπο αυτόν, γίνεται αυτοστιγμεί ο πρώτος «ιστοριογράφος». Άλλωστε, συχνά η ιστορική επιστήμη χρησιμοποιεί ως πηγή πληροφοριών δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και έρευνες ή τη μαρτυρία δημοσιογράφων που, εξαιτίας του επαγγέλματός τους, έζησαν ένα γεγονός εκ των έσω.
Γράφετε αστυνομικά μυθιστορήματα και σενάρια. Ποιο είναι το κοινό του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα;
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η αστυνομική λογοτεχνία είναι, αδιαμφισβήτητα, η «ατμομηχανή» της παγκόσμιας εκδοτικής βιομηχανίας. Το φαινόμενο παρατηρείται και στην Ελλάδα, όπου όλο και περισσότεροι συγγραφείς στρέφονται στο είδος. Παράλληλα, αυξάνονται οι θεωρητικές εργασίες, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε και το περιοδικό TheCrimesandLettersMagazine (CLM), τo πρώτο για την αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα. Όλα αυτά αντικατοπτρίζουν το συνεχώς διευρυνόμενο ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος (genre), που κατά τη γνώμη μου έχει εν πολλοίς υποκαταστήσει το κοινωνικό μυθιστόρημα, όπως το γνωρίζουμε ήδη από τον 19ο αιώνα.
Παρ’ όλα αυτά, λόγω ακριβώς αυτής της θεαματικής αλλαγής –στην οποία έχουν συντελέσει και οι εξαιρετικές τηλεοπτικές αστυνομικές σειρές μετά το 2000, ιδιαίτερα στα καλωδιακά και συνδρομητικά κανάλια–, η αστυνομική αφήγηση, τουλάχιστον στο πεδίο της λογοτεχνίας, έχει, σε μεγάλο βαθμό, υπαχθεί στους κανόνες του μάρκετινγκ, ακολουθώντας «συνταγές επιτυχίας». Φοβάμαι ότι το λιγότερο «εκπαιδευμένο» αναγνωστικό κοινό παγιδεύεται σε ένα μοντέλο μυθιστορήματος –συνήθως πολυσέλιδο, γεμάτο «εύκολα» τεχνάσματα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, με μηδαμινή ή ελάχιστη λογοτεχνική επιδίωξη κ.λπ.– που στοχεύει στην άμεση κατανάλωση.
Επομένως, ας μη βιαζόμαστε να πανηγυρίσουμε για τους δεκάδες χιλιάδες λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας της «συγκυρίας», από την οποία βεβαίως δεν λείπουν τα αξιόλογα βιβλία. Σημασία, κατά τη γνώμη μου, έχει ο αναγνώστης ενός τέτοιου μυθιστορήματος να προσφύγει κατόπιν στους κορυφαίους του είδους: τον Χάμετ, τον Τσάντλερ, τον Χάιμς, τον Σιμενόν, τον Γκριν, τη Χάισμιθ, τον Λε Καρέ, τον Μανσέτ, τον Ιζό, τον Τάιμπο, τον Πις, τον Ελρόι, τον Μανκέλ κ.ά. Και, βεβαίως, να διαβάσει μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων, μερικοί από τους οποίους πιστεύω ακράδαντα πως συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους της Ευρώπης.
Εμπειρικά, λοιπόν, θα έλεγα πως οι συστηματικοί, εμβριθείς και επαρκείς αναγνώστες του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα δεν ξεπερνούν έναν στενό πυρήνα 3-4.000 ανθρώπων.
Ποιες είναι οι δραστηριότητες της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ);
Η ΕΛΣΑΛ δημιουργήθηκε τον Απρίλιο 2010 από 25 συγγραφείς και σήμερα αριθμεί 46 μέλη. Σχεδόν όλους τους δόκιμους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Καθώς είμαι ένα από τα ιδρυτικά μέλη και έχω παρακολουθήσει την πορεία της από την αρχή, θα έλεγα πως η ΕΛΣΑΛ έχει συμβάλει σημαντικά στην επαναξιολόγηση της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα με σειρά πρωτοβουλιών: διοργάνωση ποικίλων εκδηλώσεων με τη συμμετοχή συγγραφέων, κριτικών λογοτεχνίας, πανεπιστημιακών κ.ά., ανάδειξη τάσεων και κριτηρίων, προβολή νέων σημαντικών «φωνών», δημιουργία site (www.elsal.gr) με «χρηστικά» και θεωρητικά κείμενα κ.ά. Όμως, κατά την άποψή μου, το σημαντικότερο είναι πως η ΕΛΣΑΛ αποτελεί τον χώρο «όσμωσης» των συγγραφέων, που ανήκουν σε τουλάχιστον τρεις συγγραφικές γενιές, όπου έχει αναπτυχθεί κλίμα διακριτικής «καθοδήγησης» των παλαιότερων προς τους νεότερους, ανταλλάσσονται ισότιμα ιδέες και απόψεις και διαμορφώνονται δεσμοί φιλίας και αλληλεγγύης. Τι άλλο να ζητήσει κάποιος από μια λέσχη συγγραφέων, όταν όλοι γνωρίζουμε πόσο ανταγωνιστικός είναι ο εκδοτικός χώρος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου