ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ KAI ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ
ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
ΚυριακΗ 23 ΟκτωβρΙου 2016
Divani Caravel Hotel
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Θέλω να ξεκινήσω καλωσορίζοντας όλους και όλες στη νέα
Κεντρική Επιτροπή. Είναι η πρώτη σύνοδος της Κ.Ε. μετά την εκλογή της από το 2ο
συνέδριο του κόμματός μας.
Της Κεντρικής Επιτροπής που θα επιφορτιστεί με το
πολιτικό καθήκον να πάρει στην πλάτη της τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια περίοδο δύσκολη αλλά
και γεμάτη προκλήσεις.
Έχουμε μπροστά μας μια σειρά από ανοιχτά μέτωπα. Για την
ελληνική κοινωνία, για τους εργαζόμενους και τη Νεολαία αλλά και για την ίδια
την Αριστερά.
Έχουμε μπροστά μας μια σειρά από μάχες τόσο στο εσωτερικό
όσο και στο εξωτερικό που η έκβασή τους θα κρίνει την πορεία της χώρας για
πολλά χρόνια, η έκβασή τους θα κρίνει την πορεία της χώρας στον 21ο
αιώνα θα έλεγα.
Θα κρίνει όμως και τη θέση της Αριστεράς στο νέο πολιτικό
τοπίο που έχει διαμορφωθεί σε Ελλάδα και Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Η ευθύνη είναι μεγάλη.
Μεγάλη είναι όμως και η αποφασιστικότητά μας να βγούμε
όρθιοι από αυτές τις μεγάλες μάχες. Να βγούμε νικητές.
Η νέα κεντρική επιτροπή προέκυψε από ένα Συνέδριο που
έδωσε σαφείς και καθαρές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα και στα μεγάλα, τα
κρίσιμα πολιτικά διλήμματα της περιόδου.
Επιβεβαίωσε το πολιτικό μας σχέδιο. Να συνεχίσουμε να
δίνουμε τον αγώνα από θέσεις διακυβέρνησης, ώστε να πετύχουμε τον στόχο για την
οριστική έξοδο από την κρίση με την κοινωνία όρθια.
Για να βγούμε επιτέλους από την μέγγενη της επιτροπείας,
να αποκαταστήσουμε την οικονομική αυτονομία, την οικονομική ανεξαρτησία της
χώρας μας και να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα της ισότητας, της αλληλεγγύης και της
κοινωνικής δικαιοσύνης.
Επιβεβαίωσε το συνέδριο την πολιτική μας επιλογή να μην
υποχωρήσουμε μπροστά στις δυνάμεις του παλιού και χρεοκοπημένου πολιτικού
συστήματος και της οικονομικής ολιγαρχίας που επιδιώκουν, εδώ και ενάμιση
χρόνο, αλλά ιδίως το τελευταίο διάστημα, με μεγάλη ένταση, την παλινόρθωσή τους.
Επιβεβαίωσε επίσης τη δέσμευσή μας προς τον ελληνικό λαό
να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να αντιπαρατεθούμε με το σύστημα της
διαπλοκής και της διαφθοράς, που έχει τεράστιες ευθύνες και για τη λεηλασία της
ελληνικής κοινωνίας και για τη χρεοκοπία της χώρας.
Να προστατέψουμε δηλαδή το δημόσιο συμφέρον.
Αλλά και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την
επιστροφή στην ανάπτυξη, αλλά αυτή η ανάπτυξη να μην είναι απλά αριθμοί, για
την επιστροφή σε μια δίκαιη ανάπτυξη.
Με την προστασία των συμφερόντων της κοινωνικής
πλειοψηφίας και με διαρκή μέριμνα
ανακατανομής βαρών και αναδιανομής εισοδήματος.
Ώστε να μπορέσουμε μέσα στην επόμενη πενταετία, που
έχουμε βάλει στόχο και ορόσημο το 2021, μέσα σ’ αυτή την πενταετία να
μπορέσουμε να καταφέρουμε να καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά, όχι μόνο τα
συμπτώματα της καταστροφικής πολιτικής της λιτότητας, αλλά κυρίως τις αιτίες
που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος της καταστροφής.
Και αναφέρομαι
στην ανισοκατανομή του εισοδήματος, στη γενικευμένη φοροδιαφυγή, στο πελατειακό
και διεφθαρμένο κράτος, στην απορύθμιση της αγοράς εργασίας.
Και βεβαίως στόχος μας διαρκής, στόχος ουσιαστικός είναι
να αφήσουμε ένα βαθύ αριστερό ίχνος, προοδευτικό ίχνος, προοδευτικό αποτύπωμα
στις ίδιες τις δομές της ελληνικής κοινωνίας.
Με την εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών και την ενίσχυση
της κοινωνικής πλειοψηφίας στην καθημερινή της σύγκρουση με το καθεστώς της
ολιγαρχίας.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Το 2ο Συνέδριο του κόμματός μας, μας έδωσε
σαφή εντολή μάχης.
Ώστε να υπερβούμε παραλείψεις, κενά και δυσλειτουργίες
που έκαναν την εμφάνισή τους το προηγούμενο διάστημα.
Και η εντολή νομίζω ήταν σαφής: Να δημιουργήσουμε ένα
ενιαίο πολιτικό κέντρο που θα δίνει τον τόνο στις μάχες που έχουμε να δώσουμε.
Διότι έχουμε ανάγκη για μια ενιαία και συλλογική
καθοδήγηση στους πολιτικούς αγώνες που έχουμε μπροστά μας.
Μας έδωσε εντολή νομίζω το συνέδριο, και πρέπει αυτό να
το συνομολογήσουμε όλοι, να τελειώνουμε με τις αυτονομήσεις, την έλλειψη
συντονισμού και λογοδοσίας.
Να μην επιτρέψουμε την αναπαραγωγή ενός πλαστού διχασμού
μεταξύ κόμματος και κυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα να μην επιτρέψουμε και την
μετατροπή του κόμματος σε ένα κόμμα που θα βρίσκεται σε διαρκή εξάρτηση από το
κράτος.
Η εντολή του Συνεδρίου ήταν το κόμμα μας να αποτελέσει το
κέντρο του πολιτικού αγώνα.
Να αναβαθμιστούν τα πολιτικά του όργανα. Η Κεντρική
Επιτροπή και η Πολιτική Γραμματεία.
Ώστε να χαράξουν την πολιτική μας στρατηγική στα όρια της
εντολής του Συνεδρίου.
Αλλά και να έχουν τον καθοριστικό ρόλο σε όλες τις
κρίσιμες αποφάσεις.
Για την πολιτική μας τακτική αλλά και για την
ανοικοδόμηση του κόμματος.
Ώστε η ευθύνη των χειρισμών αλλά και όλων των πολιτικών
αποφάσεων να είναι συλλογική, όπως οφείλει.
Διότι σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν δικαιούμαστε να οδηγηθούμε
σε έκρηξη υποκειμενισμών.
Δεν δικαιούμαστε να επιτρέψουμε την χάραξη ξεχωριστών ή
ακόμα και προσωπικών στρατηγικών. Διότι η υπόθεση της διακυβέρνησης με ό,τι
αυτή συνεπάγεται θα κρίνει πολλά το επόμενο διάστημα.
Τόσο για τη χώρα όσο και για την Αριστερά.
Διότι, σύντροφοι και συντρόφισσες, ας μιλήσουμε ανοιχτά,
ας μην γελιόμαστε. Έχουμε μπει, ιδίως το τελευταίο διάστημα, σε μια φάση
πολεμική.
Το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα και οι συνέταιροι του
δίνουν, όπως όλοι πια τώρα αντιλαμβάνονται, έναν αγώνα δίχως αύριο, έναν
λυσσαλέο αγώνα εναντίον μας. Παίζουν την τρίτη πράξη της λεγόμενης αριστερής
παρένθεσης.
Και ξέρουν πάρα πολύ καλά οι αντίπαλοί μας ότι αυτή θα
είναι και η τελευταία πράξη του έργου.
Αν αποτύχουν και τώρα, η επιχείρηση παλινόρθωσης του
παλιού πολιτικού καθεστώτος, του καθεστώτος που οικοδομήθηκε τα τελευταία
χρόνια και το χαρακτηρίζουμε ως καθεστώς της μεταπολίτευσης, η επιχείρηση
παλινόρθωσής του θα καταρρεύσει οριστικά και αμετάκλητα.
Η αναδιάταξη των πολιτικών συσχετισμών που πέτυχε ο
ΣΥΡΙΖΑ θα λάβει χαρακτηριστικά μακράς διάρκειας.
Και η Αριστερά θα σταθεροποιηθεί στον τόπο μας ως ο
μεγάλος προοδευτικός πόλος του πολιτικού μας συστήματος.
Και ακόμα περισσότερο –κι αυτό είναι το πιο
σημαντικό- θα έχει τη δυνατότητα να
προχωρήσει μαζί με το λαό στις μεγάλες δομικές μεταρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο
τόπος.
Για την παραγωγική ανασυγκρότηση, τη δίκαιη ανάπτυξη και
την αναδιανομή, για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης.
Και είναι ακριβώς
αυτή η εξέλιξη που θα ανατρέψει τις σταθερές που δημιουργήθηκαν στη χώρα για
περισσότερο από σαράντα χρόνια.
Αυτή την εξέλιξη είναι που τρέμουν. Αυτή την εξέλιξη
θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν.
Αυτός ο τρόμος εξηγεί και τη γενικευμένη επίθεση ψεύδους,
συκοφαντίας και κατατρομοκράτησης που έχει λάβει και μάλιστα, όπως είπα
πρόσφατα και στη Βουλή, έχει πάρει τον χαρακτήρα ενός ιδιότυπου πραξικοπήματος
ενάντια σε μια κυβέρνηση που έχει λάβει την εντολή από τον ελληνικό λαό δύο
φορές στην κάλπη των πανελλαδικών εκλογών και άλλες δυο, μια στις ευρωεκλογές
την πρώτη θέση και μια σε ένα κρίσιμο δημοψήφισμα, άρα έχει επανειλημμένως μέσα
σε σύντομο χρονικό διάστημα λάβει λαϊκή εντολή και επιβεβαίωση από την μεγάλη
πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Κι όταν μιλώ για ιδιότυπο πραξικόπημα, μιλώ για μιντιακό
πραξικόπημα, οργανωμένο και ενορχηστρώμένο από αυτούς που για χρόνια είχαν
κάνει το κράτος πελάτη τους και είχαν
συνηθίσει να δανείζονται δημόσια χρήμα από τις δημόσιες τράπεζες με αέρα.
Και ταυτόχρονα ήλεγχαν σχεδόν απόλυτα και την ενημέρωση
του ελληνικού λαού.
Και τώρα που βλέπουν να χάνουν τα προνόμοιά τους.
Τώρα που βλέπουν μια κυβέρνηση αποφασισμένη να υλοποιήσει
όλα όσα είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό για χτύπημα της διαπλοκής κι αυτού του
φαύλου κύκλου της διαφθοράς, τώρα που βλέπουν ότι αυτά τα εννοούμε, να κόψουμε
αυτόν τον ομφάλιο λώρο και τον φαύλο κύκλο, αντεπιτίθενται με κάθε μέσο που
διαθέτουν.
Όμως δεν θα τους περάσει.
Γιατί δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε σε κανέναν από τους
μεγάλους αγώνες που έχουμε μπροστά μας.
Εμείς άλλωστε έχουμε μάθει να ζούμε, να επιβιώνουμε και
να κερδίζουμε έχοντας απέναντι εχθρικά, υπονομευτικά, πολεμικά μέσα ενημέρωσης.
Ο βρεγμένος την βροχή δεν τη φοβάται.
Αυτοί είναι που δεν έχουν μάθει να ζουν δίχως πρόσβαση σε
κρατικές διευκολύνσεις και θαλασσοδάνεια.
Αυτοί είναι που δεν έχουν μάθει να περνάνε από το δημόσιο
ταμείο και να πληρώνουν τα νόμιμα.
Δεν έχουν μάθει να είναι ίσοι απέναντι στους νόμους όπως
όλοι οι άλλοι Έλληνες πολίτες.
Για εμάς –το έχω ξαναπεί άλλωστε- η διαρκής σύγκρουση με
αυτό που ονομάζουμε διαπλοκή δεν είναι πληγή. Είναι παράσημο.
Είναι το διαρκές σήμα στους απλούς πολίτες ότι δεν
συμβιβαζόμαστε, δεν γινόμαστε όμοιοι με το σύστημα εξουσίας που λεηλάτησε την
κοινωνία και αργότερα βύθισε τη χώρα
μας στη χρεοκοπία.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η προσπάθεια αυτή, η
προσπάθεια σύγκρουσης, εννοώ, με τα φαινόμενα της διαπλοκής και με όλες τις
παθογένειες του πολιτικού συστήματος τα τελευταία χρόνια. Βρίσκεται, διεξάγεται
παράλληλα, με την προσπάθειά μας για την
έξοδο από την κρίση σε μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή, σε ένα εξαιρετικά
δύσκολο σημείο.
Και πρέπει τώρα να
είμαστε, πιστεύω, αυστηρά προσηλωμένοι σ’
αυτόν τον στόχο.
Να προχωρήσουμε με
σταθερά και προσεκτικά βήματα στο σχέδιο μας, στον οδικό χάρτη που έχουμε
συμφωνήσει, χωρίς να επηρεαζόμαστε από φωνές, χωρίς να επηρεαζόμαστε από την
προσπάθεια αποπροσανατολισμού μας από τον στόχο.
Το σχέδιό μας είναι
σαφές, είναι η χώρα, το συντομότερο δυνατό να απαλλαγεί από αυτό το καθεστώς
της σκληρής, αυταρχικής επιτροπείας.
Θέλω εδώ να θυμίσω κάτι
σχετικά με τη συμφωνία του καλοκαιριού του 2015.
Το πρόγραμμα στο οποίο
συμφωνήσαμε με τους δανειστές, ήταν επιλογή μας να είναι εμπροσθοβαρές.
Να έχει δηλαδή την
πλειοψηφία των δύσκολων μέτρων ενταγμένα στην πρώτη του περίοδο, ώστε στη συνέχεια
να προσανατολιστούμε στην αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.
Με αυτή την έννοια, το
κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης είχε και τον υψηλότερο βαθμό δυσκολίας.
Το καταφέραμε, όμως,
χωρίς πρόσθετα μέτρα, παρά το ότι το ζητούσαν μέρος των πιστωτών μας αν
θυμάστε, χωρίς πρόσθετα μέτρα στα ήδη βεβαρημένα από την πενταετία της κρίσης,
μεσαία και χαμηλά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Και έτσι, τώρα
βρισκόμαστε στη φάση που πρέπει να προχωρήσουμε στα όσα προβλέπει η δεύτερη
αξιολόγηση. Όμως ταυτόχρονα –κι αυτό είναι ίσως το πιο ουσιώδες που προβλέπει η
συμφωνία του καλοκαιριού του 2015- τώρα
είναι και η ώρα να παρθούν οριστικές και προωθητικές αποφάσεις σε ότι αφορά το
ζήτημα του χρέους.
Διότι από την πλευρά μας
έχουμε πράξει τα δέοντα. Το πολιτικό βάρος που πήραμε εμείς στις πλάτες μας
είναι επουσιώδες μπροστά στις θυσίες που έχει κάνει τόσα χρόνια ο ελληνικός
λαός κι αυτός ο λαός είναι πάνω απ’ όλα που δικαιούται άμεσα μια λύση για το
χρέος, ώστε να χαράξει επιτέλους μια νέα σταθερή πορεία προς την ευημερία.
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας
μια σειρά κρίσιμων αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και ιδιαίτερα σε ότι αφορά
την συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για την απομείωση του χρέους, που δεν είναι
μόνο ανάγκη αλλά και συμβατική υποχρέωση από την πλευρά των εταίρων μας που
προβλέπεται από την ίδια τη συμφωνία.
Και νομίζω ότι έχουμε
καταστήσει σε όλους σαφές ότι δεν χωράνε περαιτέρω καθυστερήσεις.
Οι σχετικές αποφάσεις του
Eurogroup του περασμένου Μαΐου βρίσκονται σε θετική κατεύθυνση, όμως η δέσμευση
πρέπει να δώσει σύντομα τη θέση της στην υλοποίηση.
Διότι η Ελλάδα υλοποιεί
και πετυχαίνει τους στόχους της.
Και η ελληνική οικονομία
έχει ήδη μπει σε μια τροχιά ανάκαμψης που δεν πρέπει να ανακοπεί με τεχνητό
τρόπο. Αντιθέτως πρέπει να επιταχυνθεί
αυτή η τροχιά.
Δεν μπορεί να ανακοπεί με
πολιτικές αποφάσεις που θα φρενάρουν την πορεία που ακολουθείται. Αντιθέτως οι
πολιτικές αποφάσεις πρέπει να είναι τέτοιες που να δίνουν ακόμη περισσότερο
αναπτυξιακή ώθηση.
Και, επαναλαμβάνω, σήμερα
κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο αναγκαίο αλλά είναι και εφικτό.
Και αυτή μας η θέση έχει
σημαντικούς πια συμμάχους στην ευρωπαϊκή ηγεσία, που δείχνουν έμπρακτα την
υποστήριξή τους στην προσπάθεια μας.
Και είμαι πεπεισμένος ότι
βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.
Η Ελλάδα δικαιούται το
συντομότερο δυνατόν να ενταχθεί στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Το έχει ανάγκη
περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης που είναι ενταγμένη σ’ αυτό.
Και πιστεύω ότι έναντιον
αυτού ουδείς μπορεί σήμερα εκ των εταίρων μας να έχει σοβαρά επιχειρήματα. Και
δεν έχει σοβαρά επιχειρήματα.
Για να ενταχθεί η χώρα
στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ οι όροι είναι σαφείς.
Είναι απαραίτητο να
συγκεκριμενοποιθούν τα μέτρα για το χρέος στο πλαίσιο των αποφάσεων του
Γιούρογκρουπ του περασμένου Μάη.
Και αυτό, σύμφωνα με τον
οδικό χάρτη της ίδιας της απόφασης, θα γίνει. Πρέπει να γίνει και θα γίνει.
Και θα γίνει ταυτόχρονα
με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, που κι αυτή πρέπει να κλείσει και θα
κλείσει στην ώρα της.
Αναρωτιέμαι όμως,
συντρόφισσες και σύντροφοι, στο θέμα αυτό ποια είναι η στάση της ΝΔ και του κ.
Μητσοτάκη.
Μιας παράταξης που ενόσω
ήταν στη κυβέρνηση είχε την άποψη, σε ότι αφορά το χρέος της χώρας, την άποψη
του γερμανού υπουργού Οικονομικών. Δηλαδή ότι το χρέος είναι βιώσιμο, δεν
χρειάζεται να συζητάμε γι αυτό, δεν χρειάζονται μέτρα για το χρέος, παρά μόνο πιστοποιητικό βιωσιμότητας που θα μας το
εκδώσουν κάπου στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο.
Και όσο είναι στην
αντιπολίτευση, η ίδια παράταξη υιοθετεί την άποψη του Δ.Ν.Τ σε ότι αφορά τα
μέτρα, δηλαδή ότι πρέπει να ανταλλάξουμε πιθανώς μικρότερα πλεονάσματα στο
μέλλον με ακόμη πιο σκληρές και βάναυσες περικοπές σε μισθούς συντάξεις και
κοινωνικό κράτος.
Υιοθετώντας δηλαδή
απόλυτα το κυνικό επιχείρημα ορισμένων εκ των εταίρων μας, ότι μια πιθανή λύση για το χρέος θα μειώσει τη
διάθεση για μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.
Που είναι άποψη ταυτόσημη
της παραδοχής ότι το χρέος αποτελεί ευθέως έναν μοχλό εκβιασμού για την επιβολή
και μάλιστα εσαεί προγραμμάτων λιτότητας στην Ελλάδα.
Αυτή είναι λοιπόν η θέση
της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη.
Και ο ελληνικός λαός δεν
μπορεί να ξεχνά και δεν ξεχνά, πώς χειρίστηκαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις την
κρίση και με ποιον τρόπο λεηλάτησαν την ελληνική κοινωνία επί πέντε χρόνια,
καταστρέφοντας το ¼ του εθνικού μας πλούτου μέσα σε πέντε χρόνια και
εκτοξεύοντας την ανεργία από το 7 στο 27%.
Και κυρίως ο ελληνικός
λαός δεν μπορεί να έχει και δεν έχει αυταπάτες για το τι θα συνέβαινε στη χώρα
δίχως την πολιτική αλλαγή του του 2015.
Για το τι θα συνέβαινε
τώρα αν την κρίσιμη διαπραγμάτευση για το χρέος δεν την έκαναν οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ και την έκαναν οι
συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη, δηλαδή οι ομοϊδεάτες του κ. Σόιμπλε.
Ή πολύ περισσότερο τι θα
γινόταν αν οι διαπραγματεύσεις για αυτή τη δεύτερη αξιολόγηση που αφορά τις
εργασιακές σχέσεις διεξάγονταν με εκπροσώπους της ελληνικής πλευράς τους
ακραίους νεοφιλελεύθερους συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη, που είναι πάντα ένα βήμα
πιο μπροστά από στις πιο ακραίες θέσεις που έχουν ακουστεί από την πλευρά των
πιστωτών μας.
Αναφέρομαι σε θέσεις και
απόψεις που θεωρούν ότι η περαιτέρω απορρύθμιση της εργασίας στη χώρα μας και
το σάρωμα των εργασιακών δικαιωμάτων, συνιστούν αναπτυξιακό εργαλείο.
Μια θέση που μας βρίσκει
σθεναρά απέναντι και θα συνεχίσει να μας βρίσκει απέναντι.
Γιατί η αναπτυξιακή
πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να βασιστεί στα
συντρίμμια της εργασίας.
Το μοντέλο της εσωτερικής
υποτίμησης, που αποτέλεσε τον βασικό διακηρυγμένο στόχο των προγραμμάτων της
επιθετικής λιτότητας που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα, άφησε πίσω του συντρίμμια.
Κι όταν αυτό το παραδέχονται ακόμα και οι εμπνευστές αυτού του μοντέλου,
αναγνωρίζοντας τα λάθη τους στους πολλαπλασιαστές της λιτότητας, δεν μπορεί
εμείς σήμερα να συνεχίζουμε να συζητάμε γι αυτό.
Άφησε πίσω του συντρίμμια
τόσο στο επίπεδο ζωής των εργαζομένων όσο όμως και στην ίδια την περιβόητη
υπόθεση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Δεν έγινε πιο ανταγωνιστική
η ελληνική οικονομία.
Ο δικός μας σχεδιασμός
βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα, στην υιοθέτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου
στο οποίο η προστασία της εργασίας είναι προϋπόθεση για την παραγωγή νέου
πλούτου.
Η δίκαιη ανάπτυξη είναι
μια διαδικασία μέσα από την οποία επιδιώκουμε να προσανατολίσουμε πόρους και να
ενισχύσουμε επενδύσεις που κατευθύνονται προς την καινοτομία και τα πεδία
εντάσεως γνώσης.
Στον αντίποδα δηλαδή μιας
οικονομίας εντάσεως εργασίας που συνδέει τα πάντα με το χαμηλό εργατικό κόστος
και αδιαφορεί για την παραγωγικότητα του βασικού φορέα της παραγωγής που είναι
ο ίδιος ο εργαζόμενος.
Με βάση αυτή τη λογική,
συντρόφισσες και σύντροφοι, στην Ελλάδα θα πρέπει να μπει ένα τέλος και στην
υπαμειβόμενη εργασία και στην αδήλωτη εργασία και στο διαρκή φόβο της απόλυσης.
Και το σημαντικότερο βήμα
προς αυτή την κατεύθυνση –το έχουμε τονίσει και το επαναλαμβάνουμε και τώρα-
είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων που αποτελούν την βάση της
προστασίας του κάθε εργαζόμενου ανά κλάδο και φυσικά είναι και αναπόσπαστο
κομμάτι αυτού που ονομάζουμε ευρωπαϊκό κεκτημένο και δεν μπορούμε να το
επικαλούμαστε αλά καρτ.
Με βάση αυτές τις αρχές
προσερχόμαστε στις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση, εντείνοντας
όμως, επαναλαμβάνω, παράλληλα και τη δουλειά μας στο κομμάτι της καταπολέμησης
της μαύρης εργασίας, η οποία οφείλει να είναι ύψιστη προτεραιότητα για να έχει
ουσιαστικό περιεχόμενο και η έκβαση της τρέχουσας διαπραγμάτευσης σε ότι αφορά
δηλαδή στο να πάρουμε αποφάσεις για μεταρρυθμίσεις που θα έχουν αποτέλεσμα. Θα
τονώσουν και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά και την ισορροπία της
κοινωνίας.
Σύντροφοι και
Συντρόφισσες,
Θέλω να επιστρέψω όμως στο πρώτο κομμάτι της εισήγησής μου, στη μάχη κατά
της διαπλοκής, για να πω δυο λόγια σε σχέση με τις εξελίξεις, σε σχέση με το
μέτωπο, που είναι μέρος του μεγάλου πολέμου της διαπλοκής, για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού για τις
τηλεοπτικές άδειες.
Ξέρετε, αυτό δεν είναι απλά ένα επιμέρους μέτωπο του πολέμου ενάντια στη
διαπλοκή. Θα έλεγα ότι είναι ένα μέτωπο που αφορά την ίδια την υπεράσπιση της
Δημοκρατίας και του κράτους Δικαίου στον τόπο. Γιατί, για πρώτη φορά υπήρξε
στον τόπο μια κυβέρνηση που αποφάσισε να αψηφήσει πιέσεις, εκβιασμούς και
απειλές και να υλοποιήσει τη δέσμευση να βάλει τάξη στην ασυδοσία του
τηλεοπτικού τοπίου.
Επιτρέψτε μου να γίνω αναλυτικός, να πάρω τα πράγματα από την αρχή, διότι
θέλω να αξιοποιήσω την ευκαιρία. Δεν απευθύνομαι τούτη την ώρα μόνο στην
Κεντρική Επιτροπή αλλά και στους πολίτες που μας ακούνε και δεν έχουν συχνά τη
δυνατότητα να ακούνε την άλλη άποψη ή όταν την ακούν, την ακούν διαστρεβλωμένη.
Συντρόφισσες και
σύντροφοι,
Στην προσπάθειά μας να
προχωρήσουμε στο διαγωνισμό, δεν είχαμε δυστυχώς απέναντί μας μόνο τους
ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης, στους οποίους αναφέρθηκα στην αρχή της ομιλίας
μου. Δυστυχώς, είχαμε απέναντί μας και τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, που από την
πρώτη στιγμή της εκλογής του φρόντισε να αλλάξει τη στάση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, αρχίζοντας στην πραγματικότητα από τις πρώτες μέρες να ξεπληρώνει τα γραμμάτια της εκλογής του.
Από την πρώτη στιγμή
επιχείρησε να μποϊκοτάρει την συγκρότηση ΕΣΡ, ώστε να καταφέρει να
μπλοκάρει το διαγωνισμό.
Πατώντας πάνω στην ειδική
πλειοψηφία των 4/5 που απαιτείται για τη συγκρότηση ΕΣΡ. Και πατώντας πάνω
σ’ αυτή την ειδική πλειοψηφία, αρνήθηκε
να προτείνει καν υποψηφιότητες για την συγκρότηση του ΕΣΡ.
Στόχος του ήταν εξ αρχής
να μην γίνει κανέναν διαγωνισμός. Και γι' αυτό υπονόμευσαν την προσπάθεια
συγκρότησής του.
Και τώρα οι ίδιοι άνθρωποι που μπλόκαραν και
συνεχίζουν να μπλοκάρουν τη συγκρότηση ΕΣΡ, χρησιμοποιούν το επίχειρημα ότι η
διενέργεια διαγωνισμού δίχως ΕΣΡ είναι αντισυνταγματική.
Δηλαδή μας κατηγορούν ότι
επιλέξαμε τη μόνη εναλλακτική λύση που είχαμε εξαιτίας της δικής τους απόφασης
να μπλοκάρουν τη διαδικασία εκλογής ΕΣΡ.
Και λένε συνειδητά ψέματα
ότι για τους όρους του διαγωνισμού
αποφάσισε μόνος του ο αρμόδιος υπουργός, ενώ η αλήθεια είναι ότι αποφάσισε κατά
πλειοψηφία η Βουλή των Ελλήνων, αποφάσισαν οι εκπρόσωποι που πρόσφατα έλαβαν
την εντολή του ελληνικού λαού να τον εκπροσωπούν στην εθνική αντιπροσωπεία.
Ποιό είναι όμως το
πραγματικό διακύβευμα ;
Το πραγματικό διοακύβευμα
είναι αν επιτέλους σε αυτόν τον τόπο θα αποφασίζει η Βουλή με την πλειοψηφία
της.
Αν θα αποφασίζει η
εκλεγμένη κυβέρνηση ή θα αποφασίζουν τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα.
Το πραγματικό διακύβευμα
είναι αν η λαϊκή ετυμηγορία και η λαϊκή βούληση θα είναι επιτέλους σ’ αυτόν τον τόπο πάνω από τα συμφέροντα που
εδώ και 27 χρόνια έκαναν αεροπειρατεία και κατέλαβαν δίχως να δώσουν μισό ευρώ
τις δημόσιες συχνότητες.
Διότι αν αποδεχθούμε το
επιχείρημα ότι χωρίς τα 4/5 της Βουλής που απαιτούνται για την συγκρότηση του
ΕΣΡ, δεν θα μπορέσει ποτέ να ρυθμιστεί το τηλεοπτικό τοπίο, είναι σα να
παραδεχόμαστε ότι η δύναμη των ιδιοκτητών ΜΜΕ είναι κατά πολύ ισχυρότερη από τη
δεδηλωμένη πλειοψηφία των εκλεγμένων αντιπροσώπων του ελληνικού λαού.
Και δεν υπάρχει καμιά
αμφιβολία και ας αφήσουν τώρα αυτά τα κόλπα ότι δήθεν παρεμβαίνουμε. Δεν
υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όποια και αν είναι η απόφαση του ΣτΕ θα είναι
δεσμευτική για την ελληνική κυβέρνηση.
Η εκτελεστική εξουσία
δεσμεύεται από δικαστικές αποφάσεις και έχει σαφή συνταγματική και πολιτική
υποχρέωση να μην παρεμβαίνει στη δικαστική εξουσία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει και
ότι οφείλει να σωπαίνει.
Όχι μόνο δεν θα
σωπάσουμε. Αντιθέτως υποχρεούμαστε να έχουμε άποψη και να την πούμε δημόσια.
Και είναι πράγματι ακραία
ειρωνικό, αυτοί που κατά καιρούς στο παρελθόν –όλοι τα θυμόμαστε- έχουν κάνει επάγγελμα τις παρεμβάσεις στη
δικαιοσύνη.
Και αυτοί που έχουν
καταστρώσει μαζί με οργανωμένα συμφέροντα ένα όργιο παρεμβάσεων και
τρομοκράτησης των δικαστών, να κάνουν κριτική σε εμάς που στο κάτω-κάτω το μόνο
που επιδιώκουμε είναι την προστασία του δημόσιου συμφέροντος.
Ε, λοιπόν δεν πρόκειται
να σταματήσουμε, λοιπόν, να λέμε την αλήθεια στον ελληνικό λαό.
Και
αυτό δεν συνιστά παρέμβαση.
Αυτό
είναι υποχρέωσή μας και θα το κάνουμε και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε.
Για να μην αναφερθώ στις
δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες δηλώσεις, του κ. Μητσοτάκη και στελεχών της ΝΔ,
στις οποίες εκφράζουν την βεβαιότητα ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός και θα
καταπέσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Αν αυτό δεν είναι
προεξόφληση του αποτελέσματος, τότε τι είναι;
Ή μήπως το όργιο των
τηλεοπτικών σταθμών, και ιδίως όσων δεν έχουν λάβει άδεια, που ασκούν
καθημερινά απίστευτη πίεση στα όρια του μπούλινγκ σε δικαστές, αυτό τι είναι;
Δεν είναι απόπειρα πίεσης, εκφοβισμού, επηρεασμού;
Ενώ, βεβαίως τις
τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες μιας ακόμη αθλιότητας.
Μια ανώνυμη καταγγελία
που δόθηκε από αγνώστους μαζικά σε όλους τους δικαστές του ΣτΕ πριν από δύο
χρόνια
και αφορά την πιθανότητα παρέμβασης δικαστή
του ΣτΕ στη διαδικασία ανάδειξης δικαστών, να εμφανίζεται ως δήθεν παρούσα –και
όχι προ δύο ετών- παρούσα παρακρατική ενέργεια για τον εκφοβισμό εν όψει της
απόφασης για τις τηλεοπτικές άδειες.
Και προσέξτε: Δεν
πρόκειται εδώ για ζητήματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή.
Αυτή είναι ιερή και
απαραβίαστη.
Το ζήτημα αφορά τον
έλεγχο πράξης που σχετίζεται με μια ενδεχόμενη παρέμβαση στη θεσμική
λειτουργία, την ανάδειξη δικαστών που αφορά ευθέως το δημόσιο συμφέρον.
Και μάλιστα να
εμφανίζεται πρώην υπουργός και βουλευτής της ΝΔ, ο κ. Τζαβάρας, να καταγγέλλει δημοσίως ότι ο εν λόγω
δικαστής εκβιάζεται διότι, όπως πολύ καλά γνωρίζει, μέσα στο ΣτΕ
επιχειρηματολόγησε υπέρ της
αντισυνταγματικότητας του Νόμου.
Και διερωτώμαι: πόθεν
ο κ. Τζαβάρας δύναται να γνωρίζει την άποψη και την συνακόλουθη στάση
του συγκεκριμένου δικαστή στις συνεδριάσεις του ΣτΕ;
Είναι ερωτήματα που
χρήζουν απαντήσεων.
Γιατί ο ελληνικός λαός,
που σε τελική ανάλυση είναι και ο τελικός μας κριτής, δεν τρώει κουτόχορτο.
Καταλαβαίνει τι ακριβώς
συμβαίνει. Τι διακυβεύεται και τι παίζεται τούτες τις μέρες, τούτους τους
μήνες.
Και καταλαβαίνει ποιοι
είναι αυτοί που εκπροσωπούν τα συμφέροντά του και ποιοί συγκρούονται για να
υπερασπιστούν ιδιοτελή και ιδιωτικά συμφέροντα.
Καταλαβαίνει ποιοί δίνουν μάχη για την υπεράσπιση του δημοσίου
συμφέροντος και ποιοί δίνουν μάχη για να επιστρέψουν από τα δημόσια ταμεία στις τσέπες κάποιων λίγων τα 258 εκατομμύρια
που έχουν ήδη αξιοποιηθεί σε κοινωνικές δράσεις, νοσοκομεία, σχολεία, παιδικούς
σταθμούς.
Να δοθούν πίσω στις τσέπες αυτών που έχουν μάθει να μη
δίνουν λογαριασμό σε κανέναν όλα αυτά τα χρόνια.
Εμείς λοιπόν συντρόφισσες
και σύντροφοι έχουμε άποψη και δεν πρόκειται να σωπάσουμε.
Θα τη λέμε με σαφήνεια
και καθαρά:
Το καθεστώς της μη
αδειοδότησης, όπως κατ’ επανάληψη έχει κρίνει το ίδιο το ΣτΕ, είναι
αντισυνταγματικό.
Και ο νόμος που έχουμε
φέρει, έχουμε ψηφίσει, έχουμε εφαρμόσει και ο οποίος έχει δικαιωθεί από την
ίδια την εκτίμηση της μεγάλης πλειοψηφίας
της κοινής γνώμης, έρχεται να απαντήσει σε αυτή την αντισυνταγματική
πραγματικότητα που εδώ και 27 χρόνια βιώναμε.
Δίνει λύση σε ένα ανεπίτρεπτο
θεσμικό βραχυκύκλωμα για το οποίο ευθύνεται η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης,
προσωπικά.
Δίνει μια ορθή, τη μόνη
ορθή νομική και πολιτική λύση, στην μείζονα θεσμική ανισορροπία: τη λειτουργία
εθνικών τηλεοπτικών σταθμών χωρίς νόμιμη άδεια, που είχε λάβει χαρακτηριστικά
de facto καθεστώτος. Και αυτό ακριβώς
εμείς θέλουμε να σταματήσει. Τα de facto καθεστώτα .
Η οικονομική ισχύς δεν
μπορεί σε μια δημοκρατική πολιτεία να δημιουργεί δίκαιο.
Και αν θέλετε, αν κάποιοι
θέλουν να ψάξουν για εκείνους που παρεμβαίνουν στη δικαστική λειτουργία με
θεσμικά ανεπίτρεπτο τρόπο, δεν έχουν παρά να δουν τι ακριβώς μας είπε ο ίδιος ο
κ. Μητσοτάκης, αν θυμάστε, κλείνοντας την
ομιλία του στη Βουλή, στην πρόσφατη προ ημερησίας διάταξη συζήτηση στη
Βουλή, που εμείς προκαλέσαμε, για τη διαπλοκή:.
Σας διαβάζω ακριβώς τα
λόγια του:
«Υπάρχουν δικαστές στην
Αθήνα και δεν θα αργήσει η μέρα που η
θεσμική εκτροπή που επιχειρείτε θα πέσει στο κενό μαζί με την ίδια την
Κυβέρνηση σας».
Τι θα πει αυτό; Ομολογία
πραξικοπήματος; Τι θα πει υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα; Ποιοι είναι αυτοί που
τους ξέρει αυτός κι εμείς δεν τους ξέρουμε; Μήπως ξέρει κάτι που εμείς δεν
ξέρουμε; Και προς τι ο απειλητικός τόνος;
Ε, λοιπόν εδώ θα το
δηλώσουμε ξεκάθαρα. Αυτή δεν είναι μια μάχη ενός υπουργού. Είναι μια μάχη μιας
παράταξης και ολόκληρου του ελληνικού λαού για να μπει επιτέλους φως στο
σκοτάδι της διαπλοκής εδώ και τόσα χρόνια. Και αν θέλει ο κ. Μητσοτάκης, τις απειλές
να τις απευθύνει στο κόμμα του.
Όχι στην Αριστερά.
Την αριστερά την
απείλησαν πολύ ισχυρότεροι από εκείνον και δεν την λύγισαν.
Ούτε την τρόμαξαν.
Δεν θα την τρομάξει
λοιπόν το παιδί της Siemens και το παιδί της διαπλοκής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου