Η Αθηνά Κακούρη γεννήθηκε το 1928 στην Πάτρα, σε οικογένεια κεφαλονίτικης καταγωγής. Πέρασε τον πόλεμο και την Κατοχή στην Αθήνα. Μετά την Απελευθέρωση, επέστρεψε στην Πάτρα, όπου εργάστηκε στο γραφείο πρακτόρευσης πλοίων και πετρελαιοειδών του πατέρα της Χαρίλαου. Δημοσίευσε τα πρώτα της κείμενα, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις στην εφημερίδα «Νεολόγος» της Πάτρας.
Το 1952, στον διαγωνισμό μετάφρασης αμερικανικών διηγημάτων που προκήρυξαν οι εκδόσεις Ίκαρος (στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν: Κωνσταντίνος Τσάτσος, Κ. Θ. Δημαράς, Απόστολος Σαχίνης), η νεαρή Αθηνά κέρδισε βραβείο, το οποίο συνοδευόταν από χρηματικό έπαθλο 200.000 δραχμών. Το 1959, έχοντας κατά νου την επιτυχία της Αγκάθα Κρίστι, έγραψε ένα αστυνομικό διήγημα, τοποθετημένο στην Πάτρα του ‘50, και το έστειλε στην Ελένη Βλάχου, η οποία δεν της απάντησε ποτέ. Το έστειλε έπειτα στον «Ταχυδρόμο», όπου δημοσιεύτηκε με εικονογράφηση του Μποστ. Άρχισε έτσι να δημοσιεύει αστυνομικά διηγήματα με ήρωες τον αστυνόμο Γεράκη, την Τούλα, μια νοικοκυρά, και τον κοσμοπολίτη Νάσο Δαπόντε, υπάλληλο της Ιντερπόλ. Στον «Ταχυδρόμο» υπέγραφε επίσης μεγάλα ρεπορτάζ. Την ίδια εποχή, έγραψε μια ραδιοφωνική σειρά, συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα και ασχολήθηκε με τη μετάφραση.
Το πρώτο της βιβλίο με αστυνομικά διηγήματα (Τα 218 ονόματα) εκδόθηκε το 1963 και το δεύτερο (Αλάτι στα φιστίκια) το 1974, τη χρονιά δηλαδή που εκδόθηκε και το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα, Κυνηγός φαντασμάτων. Εντωμεταξύ, το 1970 είχε εκδοθεί το νεανικό ιστορικό μυθιστόρημά της Ο δραπέτης της Αυλώνας. Από το 1976 και επί 15 χρόνια ταξίδευε ανάμεσα στην Ελλάδα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία. Άλλα μυθιστορήματά της είναι: Της τύχης το μαχαίρι, Με τα φτερά του «Μαρίκα», Η σπορά του ανέμου, Ο χαρταετός, Αύριο, Πριμαρόλια, το οποίο απέσπασε το Βραβείο Νικηφόρου Βρεττάκου, το μυθιστόρημα Θέκλη που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005, και το Ξιφίρ Φαλέρ. Το 2010 εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό της βιβλίο Με τα χέρια σταυρωμένα.
Μίλησε στο diastixo.gr με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της Τα δύο βήτα από τις εκδόσεις Καπόν.
Ιστορική αφήγηση χωρίς παράθεση στοιχείων και ελευθερία του αναγνώστη να πεισθεί ή όχι δεν είναι Ιστορία αλλά προπαγάνδα, είναι ένα δόλιο παραμυθάκι. Βέβαια, είναι επίσης ένα βολικό παραμυθάκι.
Φέτος κλείνουν ογδόντα χρόνια από το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Γιατί διαλέξατε αυτόν το χρόνο για να εκδώσετε το βιβλίο σας;
Αυτό ήταν τυχαίο. Το θέμα με απασχολεί τα τελευταία είκοσι χρόνια και η εικόνα που παρουσιάζω στο βιβλίο μου διαμορφώθηκε σιγά σιγά, καθώς διάβαζα, συγκέντρωνα και συνδύαζα διάφορα στοιχεία.
Τα «δύο βήτα», ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος. Γιατί ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες της τότε ελληνικής πολιτείας;
Ο ένας ήταν ο βασιλιάς και ο άλλος είχε εκλεγεί πρωθυπουργός. Το σύνταγμα –που είχε συντάξει ο ίδιος ο Βενιζέλος– έδινε δικαιώματα και καθήκοντα και στους δύο, δηλαδή, στην ουσία, τους ζητούσε να συνεργάζονται.
Οι χειρισμοί τους προκάλεσαν τον εθνικό διχασμό. Τι έκαναν για να οδηγηθούμε στο διχασμό;
Αυτό ακριβώς είναι το θέμα που εξετάζω στα Δύο βήτα. Τι έκανε ο βασιλιάς και τι έκανε ο πρωθυπουργός – ποιος έμεινε μέσα στα όρια των καθηκόντων και δικαιωμάτων του και ποιος όχι; Μέχρι τώρα έχει επικρατήσει η αποψη του Βενιζέλου, ότι δηλαδή ο παραβάτης ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Τα δικά μου ευρήματα οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα. Τα παραθέτω και ο αναγνώστης καλείται να εξασκήσει την κρίση του.
Δεν μπορούσε, με κάποιο πολιτικό ελιγμό, να αποφευχθεί ο διχασμός;
Βεβαίως μπορούσε! Και δεν θα ήταν ελιγμός, θα ήταν απλώς η εφαρμογή των νόμων και του συντάγματος, εφόσον ήταν και οι δυό πλευρές ειλικρινείς, και εφόσον πρυτάνευε το πνεύμα της συνεργασίας.
Τονίζετε ότι την κύρια ευθύνη την φέρει ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Γιατί κατά τη γνώμη σας έφερε την κύρια ευθύνη;
Διότι δεν έκανε αυτό που ζητά το σύνταγμα: Να επιδιώκεται η συνεργασία μεταξύ των κύριων παραγόντων. Κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει αν κάποιος από τους κύριους παράγοντες παροξύνει διαρκώς τα πράγματα, ακόμη περισσότερο εάν εκτοξεύει ασύστατες κατηγορίες. Ακόμη πολύ, μα πάρα πολύ περισσότερο, αν χρησιμοποιεί την υποστήριξη ξένων δυνάμεων. Και αυτά όλα βρίσκω ότι τα έκανε ο Βενιζέλος. Κανένα σύνταγμα, καμία εταιρική συμφωνία, ούτε καν μια απλή φιλική σχέση δεν μπορεί να μακροημερεύσει αν δεν υπάρχει και από τις δύο πλευρές ειλικρίνεια και διάθεση συνεργασίας. Ο αναγνώστης του Δύο βήτα μπορεί να κρίνει μόνος του αν τα στοιχεία που παραθέτω δικαιολογούν τον ισχυρισμό μου ότι από την πλευρά του Βενιζέλου δεν υπήρξε ούτε ειλικρίνεια ούτε πνεύμα συνεργασίας.
Από την άλλη, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν άμοιρος των ευθυνών του. Πολλοί ιστορικοί λένε ότι ανήκε στο γερμανικό άρμα και είχε αντίθετη με τον Βενιζέλο σκέψη. Είναι έτσι ή υπάρχει κάτι άλλο;
Αυτή είναι η κατηγορία που ο Βενιζέλος διατύπωσε για πρώτη φορά γραπτώς και ξεκάθαρα εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου στις 22 Φεβρυαρίου/7 Μαρτίου 1915. Τον κατηγόρησε α) ότι υπηρετούσε τα συμφέροντα του Κάιζερ εις βάρος των συμφερόντων της Ελλάδος, και β) ότι παρέβαινε το σύνταγμα. Αυτές τις δύο κατηγορίες δεν έπαψε να τις εκτοξεύει, και μάλιστα με μεγάλη βιαιότατα. Βασισμένος σ’ αυτές τις δυο κατηγορίες, αιτιολόγησε όλες τις μετέπειτα πράξεις του, την «επανάσταση» της Θεσσαλονίκης, τις αιματηρές ακρότητες όπως εκείνη της Απειράνθου, τη θλιβερή επάνοδό του στην Αθήνα στηριγμένος στα γαλλικά στρατεύματα, την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του, τη σαρωτική αναστάτωση του κρατικού μηχανισμού, ακόμη και τις πράξεις της βενιζελικής Άμυνας της Κωνσταντινούπολης στη μέση της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ήταν βάσιμες οι δυο αυτές κατηγορίες ή όχι;
Τα δύο βήτα Αθηνά Κακούρη Καπόν 288 σελ. ISBN 978-618-5209-08-7 Τιμή: €17,50 |
Στο βιβλίο μου τις εξετάζω όταν διατυπώνονται για πρώτη φορά και εγγράφως, δηλαδή στις 22 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1915, με την υπόθεση των Δαρδανελλίων. Εάν ευσταθούσαν, τότε ο Κωνσταντίνος ήταν ένας επίορκος βασιλιάς και ο Βενιζέλος όχι μόνον δικαιούτο αλλά επιβαλλόταν να εξακολουθεί να τον καταγγέλει και τελικά να τον εκθρονίσει. Αλλά αν δεν ήταν; Αν το 1915 δεν ήταν, τότε τίποτα απ’ όσα συνέβησαν αργότερα δεν μπορεί να προσκομιστεί ως απόδειξη των κατηγοριών του 1915 αφενός, και αφετέρου πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη καχυποψία η κάθε φορά που εν συνεχεία εκτοξεύθηκε από την ίδια πηγή η ίδια κατηγορία. Τα δικά μου ευρήματα δείχνουν τις κατηγορίες του 1915 τελείως αστήρικτες.
Αυτό που μου αρέσει στα έργα σας είναι ότι γράφετε νηφάλια τη γνώμη σας με νέα στοιχεία και αφήνετε τον αναγνώστη να κρίνει. Έτσι όμως δεν γράφεται η ιστορία;
Ιστορική αφήγηση χωρίς παράθεση στοιχείων και ελευθερία του αναγνώστη να πεισθεί ή όχι δεν είναι Ιστορία αλλά προπαγάνδα, είναι ένα δόλιο παραμυθάκι. Βέβαια, είναι επίσης ένα βολικό παραμυθάκι. Που διαβάζεται πολύ πιο εύκολα από κάτι που απαιτεί από τον αναγνώστη να σκεφτεί και να κρίνει.
Τα πάθη και η σκοπιμότητα παλαιότερα οδήγησαν τους ιστορικούς να ξεφύγουν και να γράψουν διαφορετικές απόψεις.
Οι ιστορικοί δικαιούνται να γράφουν διαφορετικές απόψεις, εάν και εφόσον φέρουν και τα ανάλογα αποδεικτικά στοιχεία. Το κακό γίνεται όταν η πολιτική καπελώνει την Ιστορία – και με τα βενιζελικά έχει γίνει ακριβώς αυτό. Η Ιστορία καπελώθηκε από την πολιτική όχι μόνον όσο υπήρχε ο Βενιζέλος αλλά και επί πολλές μετέπειτα δεκαετίες, μέχρι και σήμερα ακόμη. Διαβάζουμε θεωρίες, παραμυθάκια, αλλά τα αποδεικτικά στοιχεία απουσιάζουν.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείστε με επιμέλεια με τη συγγραφή ιστορικών βιβλίων. Ποιο είναι το κίνητρό σας;
Χωρίς μνήμες –δηλαδή Ιστορία– δεν υπάρχει μέλλον, και εγώ αγαπώ την πατρίδα μου και θέλω να έχει μέλλον. Νιώθω λοιπόν ότι η καλύτερη υπηρεσία που μπορώ να προσφέρω είναι να μελετώ και να διαδίδω το ελληνικό μας παρελθόν, με τα μεγάλα του παθήματα, και τα πάθη και τις δόξες του.
Ο πατέρας σας ήταν βενιζελικός. Σας συμβούλευε «ψάχνε, άκουε και την άλλη πλευρά».
Ο πατέρας μου, ως καλός βενιζελικός, πίστευε αυτά που διέδιδε ο Βενιζέλος – λόγου χάριν ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν ένας γερμανόφιλος βλαξ και ότι κάθε παλάτι δεν είναι τίποτα άλλο από φυτώριο κολάκων και βλακών, παρέβλεπε, δε, τελείως ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά λαοφίλητος καθώς και τους λόγους για τους οποίους είχε αποσπάσει τη μεγάλη αγάπη του κοσμάκη. Αλλά ήταν και άνθρωπος δίκαιος ο πατέρας μου, και επομένως με είχε διδάξει ότι πρέπει να ακόυγεται και η άλλη πλευρά – το των Ρωμαίων audietur et altera pars.
Επίσης, γνωρίζοντας τον πατέρα μου, μπορώ να εκτιμήσω ότι πολλοί βενιζελικοί –πάρα πολλοί!– ήταν ως άτομα ευθείς, φιλαλλήθεις, τίμιοι, πατριώτες και γνησίως φιλοπρόοδοι, ένα πολύ χρήσιμο κομμάτι του ελληνισμού, εκείνο ακριβώς που θα μπορούσε να αποτελέσει την ατμομηχανή για την προκοπή του τόπου μας. Αντ’ αυτού –τι κρίμα! Τι ανεπανόρθωτη ζημιά για τον ελληνισμό– οδηγήθηκαν σε άγονες συγκρούσεις. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ένα πράγμα: μολονότι ο Βενιζέλος έχει πλήθος θαυμαστών, κανένας δεν έχει γράψει μια καλή βιογραφία του. Η προσωπικότητά του δεν είναι απλή – κάθε άλλο. Μας χρειάζεται μια βιογραφία του γραμμένη με αγάπη προς το άτομό του αλλά και με θάρρος, απροκατάληπτα, που να τον εξετάζει από όλες τις πλευρές, ποιες ήταν οι πνευματικές του δυνάμεις, ο χαρακτήρας του, ο ψυχισμός του καθώς και οι πράξεις του όλες, δίχως εξαιρέσεις.
Διαβάζουν οι Έλληνες ιστορικά βιβλία;
Ναι, νομίζω ότι τα ιστορικά βιβλία έχουν μεγάλη απήχηση. Και ανάλογα με τις δυνάμεις μας και το μέγεθος της Ιστορίας μας, η δουλειά που γίνεται είναι πολλή και καλή – όχι βεβαίως για όλες τις περιόδους της Ιστορίας μας. Εκεί που υστερούμε ακόμη είναι στον τρόπο που γράφουμε τα βιβλία μας – και εννοώ μ’ αυτό ότι οι ξένοι, και ιδίως οι Άγγλοι, γράφουν από πολλές δεκαετίες τώρα την Ιστορία συναρπαστικά, με ζωντάνια και καλό ύφος, ενώ εμείς φαίνεται να θεωρούμε ότι κάθε τι σοβαρό δεν μπορεί παρά να είναι και δυσκολοδιάβαστο και πληκτικό. Αλλά και σ’ αυτό, νομίζω, αρχίζουμε να προχωρούμε.
Μπορούν τα ιστορικά μυθιστορήματα να βοηθήσουν την ιστορική γνώση;
Και ναι και όχι: εάν έχει καταβληθεί ο ανάλογος κόπος ώστε να αναπαρασταθεί στο μυθιστόρημα το ύφος, η ατμόσφαιρα, οι τρόποι σκέψεως, τα οράματα και οι συνθήκες της εποχής, τότε ναι, μπορούν να βοηθήσουν και πολύ μάλιστα. Αλλά αν δεν έχει γίνει αυτή η προεργασία με μεγάλη σοβαρότητα και μεγάλο αίσθημα ευθύνης, τότε φοβούμαι ότι δεν ωφελούν σε τίποτα, εάν δεν κάνουν μάλιστα και ζημιά.
Ποιο ιστορικό βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας έκανε εντύπωση;
Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν πολλές σημαντικές μελέτες για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αίτια, τους υπαιτίους, τα γεγονότα... Οι θεωρίες επανεξετάζονται και πολλά γίνονται πλέον αντιληπτά από άλλη οπτική γωνία – όχι τόσο βολική για τα μυαλά μας, που είχαν βολικά κατατάξει τους καλούς και τους κακούς... Εξαιρετικό το κάπως παλαιότερο βιβλίο της Μάργκαρετ Μακμίλλαν Παρίσι 1919, το πρόσφατο του Κρίστοφερ Κλαρκ Οι υπνοβάτες, για το πώς μπήκε η Ευρώπη στον πόλεμο του 1914, το Η κρυμμένη προοπτική του Ντέιβιντ Όουεν όπου βλέπεις τις μυστικές, και εξωθεσμικές (!) αγγλογαλλικές προετοιμασίες πολέμου, Το κρίμα του πολέμου του Νάιαλ Φέργκιουσον, όπου απαρριθμούνται οι ιλιγγιώδεις απώλειες ανθρώπινης ζωής και το εγκληματικό μάταιο του πολέμου εκείνου... Αυτά είναι μερικά από τα πιο αξιόλογα βιβλία που διάβασα προσφάτως. Από ελληνική πλευρά –πάντοτε σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις δικές μας περιπέτειες, δηλαδή τη Μικρασιατική Καταστροφή–, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας του Σωτηρη Ριζά είναι, νομίζω, μια πολύ στέρεη και ειλικρινής μελέτη, αλλά μεγάλη εντύπωση μου έκαμε το 1915 του καθηγητού Γεωργίου Θ. Μαυρογορδάτου και, για τελείως διαφορετικούς λόγους, Τα μυστήρια της Αιγηίδος του Σπυρίδωνος Γ. Πλουμίδη, όπου για πρώτη φορά είδα να εξετάζεται και να τεκμηριώνεται ακλόνητα ο ρόλος που έπαιξαν στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφθασαν εδώ από το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Ο αριθμός τους –γύρω στις 100.000! – έχει έκτοτε καρφωθεί στο νου μου, καθώς και το αίτημά τους για επαναπατρισμό. Ένα ολόκληρο νέο πεδίο μελέτης ανοίγεται εδώ – γιατί και πώς μια ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει να τους εκπροσωπεί, ενώ ιστορικά ανήκουν στο Πατριαρχείο; Ποιες είναι οι διαφορές στη συμπεριφορά αυτού του τμήματος του ελληνισμού, συγκρινόμενο με τους Ηπειρώτες π.χ. ή τους Κρητικούς ή ακόμη και τους Μακεδόνες; Ποιος μπορούσε να τους προστατέψει αποτελεσματικότερα, η Αντάντ ή οι Κεντρικοί; Υπήρχε περίπτωση να διασωθούν;
Οι ξένοι, και ιδίως οι Άγγλοι, γράφουν από πολλές δεκαετίες τώρα την Ιστορία συναρπαστικά, με ζωντάνια και καλό ύφος, ενώ εμείς φαίνεται να θεωρούμε ότι κάθε τι σοβαρό δεν μπορεί παρά να είναι και δυσκολοδιάβαστο και πληκτικό. Αλλά και σ’ αυτό, νομίζω, αρχίζουμε να προχωρούμε.
Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες μας που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Μα ακριβώς αυτά τα βιβλία που αναφέρω παραπάνω. Και βεβαίως τα παλαιότερα, το Η Σκιά της Δύσεως, του Κωνσταντίνου Μ. Σακελλαρόπουλου, το Αι αναμνήσεις εκ της ιστορικής διαφωνίας του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του Ελευθερίου Βενιζέλου του Κωνσταντίνου Ζαβιτσάνου, την Ιστορία του Εθνικού Διχασμού, δηλαδή την ανταλλαγή άρθρων Βενιζέλου - Μεταξά, και βεβαίως τα βιβλία της Δέλτα για τον Ίωνα Δραγούμη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όπου βλέπει κανείς την παρόξυνση των παθών της θλιβερής εκείνης εποχής των βενιζελικών / αντιβενιζελικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου