Τι κοινό έχουν ένας Παγωμένος Άγγελος και μια Κουκουβάγια; Και τα δυο είναι μυθιστορήματα του νεοφερμένου στο χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας –και ήδη βραβευμένου στην Ολλανδία– Νορβηγού συγγραφέα Σάμιουελ Μπιορκ (ψευδώνυμο του Φρούντε Σάνερ Έιεν), ο οποίος επισκέφθηκε πριν λίγες μέρες την Αθήνα με αφορμή την έκδοση των βιβλίων του στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε άψογη μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη και της Δέσποινας Παπαγρηγοράκη, αντίστοιχα. Και τα δυο μιλούν για αποτρόπαια, σχεδόν σουρεαλιστικά εγκλήματα με θύματα μικρά παιδιά και νέους ανθρώπους, ενώ για πρωταγωνιστές έχουν ένα αταίριαστο φαινομενικά, πλην δαιμόνιο αστυνομικό δίδυμο: τη χαρισματική και εύθραυστη, αθεράπευτα πληγωμένη από προσωπικές τραγωδίες Μία Κρούγκερ και τον Χόλγκερ Μουνκ, «παλιά καραβάνα», προ πολλού (και αναγκαστικά) προσγειωμένο σε μια πραγματικότητα που δεν του φέρεται με το γάντι.
Πολυτάλαντος αν και ολιγογράφος, με επίγνωση της επιτυχίας του αλλά δίχως έπαρση, ο Σάμιουελ Μπιορκ προσφέρει μια ενδελεχή, εξομολογητική θεώρηση της αστυνομικής λογοτεχνίας στον σύγχρονο κόσμο, του λεγόμενου «σκανδιναβικού νουάρ» και του τι σημαίνει για τον ίδιο η ανάγκη και η διαδικασία της συγγραφής.
Εκτός από μυθιστοριογράφος, είστε επίσης τραγουδοποιός, εικαστικός καλλιτέχνης...
Όχι ακριβώς. Έχω συνεργαστεί με εικαστικούς καλλιτέχνες – έχω γράψει τη μουσική επένδυση των έργων τους.
Πάντα βλέπω μια «ταινία» μέσα στο κεφάλι μου και αυτό ακριβώς «μεταφράζω» σε αφήγηση. Προσπαθώ να κάνω «απτό» τον κόσμο που περιγράφω, έτσι ώστε ο αναγνώστης να νιώθει ότι βρίσκεται κυριολεκτικά μέσα σ’ αυτόν.
Συνθέτετε, επομένως, και ορχηστρική μουσική.
Ναι, για λογαριασμό εικαστικών καλλιτεχνών. Το βλέπω όμως περισσότερο σαν χόμπι. Έχω βγάλει έξι μουσικά άλμπουμ με το πρώην συγκρότημά μου – στο Spotify υπάρχει ένα μόνο, με τον τίτλο «I Love Wynona». Ήταν το κύκνειο άσμα μας, αλλά και το πιο ενδιαφέρον.
Με τόσα άλμπουμ, μόνο χόμπι δεν είναι!
Όντως, για ένα διάστημα υπήρξα αστέρι της ροκ. Ανέβαινα στη σκηνή και από κάτω οι κοπέλες τσίριζαν και μού τραβούσαν τα ρούχα. Ήταν πολύ παράξενο! Αν και, για να λέμε την αλήθεια, ένας ανεξάρτητος καλλιτέχνης είναι αδύνατον να ζήσει από τη μουσική. Στη Νορβηγία –όπως και παντού, υποθέτω– η μουσική βιομηχανία τρώει τις σάρκες της. Έχω συναδέλφους και φίλους που βρίσκονται σε θλιβερή οικονομική κατάσταση. Μόνο οι πολύ γνωστοί καλλιτέχνες βγάζουν χρήματα.
Η εμπειρία αυτή επηρέασε καθόλου τη συγγραφή σας;
Νομίζω πως ναι – με βοήθησε να αφήσω στην άκρη το «εγώ» μου. Δεν είμαι πια τόσο εγωκεντρικός, διότι το «εγώ» μου έχει ήδη ικανοποιηθεί αρκετά. Έτσι μπόρεσα να αφοσιωθώ στο γράψιμο. Βέβαια, όταν κάποιος ξεκινά μια καλλιτεχνική πορεία, είναι φυσικό να αποζητά την αναγνώριση και την αγάπη του κοινού. Όταν ήμουν νεότερος, είχα κι εγώ αυτή την ανάγκη – ήταν σημαντικό για μένα να αρέσουν στον κόσμο τα τραγούδια μου και, αργότερα, τα βιβλία μου. Τώρα πια, όχι και τόσο. Δεν έχω απωθημένα στο θέμα αυτό.
Πρόκειται λοιπόν για δυο πολύ διαφορετικές διαδικασίες;
Άκρως διαφορετικές. Αλλά, φυσικά, το ότι έχω μέσα μου τη μουσική με βοηθά στο χειρισμό της γλώσσας, στη σύνθεση των στοιχείων.
Γράφετε μουσική με τον παραδοσιακό τρόπο ή χρησιμοποιείτε υπολογιστή;
Και τα δύο. Όταν μπαίνουμε στο στούντιο, συνήθως έχουμε μονάχα ένα προσχέδιο – ξεκινάμε παίζοντας κιθάρα για κανένα δεκάλεπτο και στη συνέχεια αρχίζουμε να προσθέτουμε και άλλα πράγματα, samples και εφέ που φτιάχνουμε στον υπολογιστή. Κυρίως, όμως, προσπαθώ να διατηρώ όσο γίνεται τη φυσικότητα του ήχου.
Μια και μιλάμε για μουσική επένδυση, πρέπει να πω ότι η γραφή σας έχει μια έντονα «κινηματογραφική» υφή.
Χαίρομαι που το παρατηρήσατε. Αν και όταν γράφω δεν έχω στο νου μου μια πιθανή μεταφορά στην οθόνη. Θέλω το ίδιο το βιβλίο μου να είναι η «τηλεοπτική σειρά» ή η «ταινία». Πολλοί συγγραφείς προτιμούν να δίνουν βαρύτητα στο «φιλολογικό» μέρος παρά στην εικονοπλασία, αλλά εγώ έχω άλλη άποψη. Θέλω να βάζω τον αναγνώστη όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στην υπόθεση. Δεν είναι όπως όταν γράφεις ένα τραγούδι και ο ακροατής πρέπει να κοπιάσει για να καταλάβει τι εννοείς. Συνήθως φαντάζομαι τις σκηνές σαν να εκτυλίσσονται μπροστά μου και αν με ικανοποιούν οπτικά, «κινηματογραφικά», τότε τις περνάω στο χαρτί. Πάντα βλέπω μια «ταινία» μέσα στο κεφάλι μου και αυτό ακριβώς «μεταφράζω» σε αφήγηση. Προσπαθώ να κάνω «απτό» τον κόσμο που περιγράφω, έτσι ώστε ο αναγνώστης να νιώθει ότι βρίσκεται κυριολεκτικά μέσα σ’ αυτόν. Μπορεί να φαίνεται εύκολο, αλλά μου πήρε μια εικοσαετία ώσπου να φτάσω σ’ αυτό το σημείο. Πέντε-έξι χρόνια πριν ίσως να μην ήμουν σε θέση να γράψω έτσι.
Είναι πιο ενδιαφέρον για σας να χτίζετε τον χαρακτήρα ενός εγκληματία ή ενός λειτουργού του νόμου; Στο σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, η ψυχοσύνθεση των «καλών» τείνει να γίνεται τόσο περίπλοκη όσο και των «κακών».
Στα δικά μου μάτια, και οι δυο πλευρές είναι εξίσου συναρπαστικές. Αν δεν ήταν, δεν θα υπήρχαν μέσα στα βιβλία μου! Ειδικά στην Κουκουβάγια, το μικρό αγόρι που μεταμφιέζεται με φτερά ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον πρόσωπο. Επίσης, ο τύπος που φοράει συνέχεια κράνος ποδηλατιστή – ούτε που ξέρω πώς μου ήρθε αυτή η ιδέα. Τον φαντάστηκα έξω από ένα μαγαζί, έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του – και μετά αυτός δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να μπει στο μαγαζί. Διασκέδασα πολύ γράφοντας αυτές τις σκηνές.
Ποιων προσώπων η ανάπτυξη αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση;
Των λειτουργών του νόμου, εννοείται! Πρέπει να υπάρχει μια δόση ρεαλισμού και «κανονικότητας» στον τρόπο με τον οποίο κάνουν τη δουλειά τους.
Οι περιγραφές της Μία, ιδίως, είναι τόσο ζωντανές που κάνουν τον αναγνώστη να συμπάσχει έντονα μαζί της.
Η Μία χρησιμοποιεί το αλκοόλ και τα χάπια σαν ασπίδα, αλλά συγχρόνως είναι τόσο ανοιχτή στις εξωτερικές επιδράσεις ώστε κι εγώ ο ίδιος φοβόμουν να την περιγράψω! Σ’ ένα γνωστό εστιατόριο του Όσλο υπάρχει μια καρέκλα με το όνομά μου, επειδή καθόμουν συνέχεια εκεί όσο έγραφα για τη Μία – η οποία, στο βιβλίο, καθόταν στην ίδια εκείνη καρέκλα και εξιχνίαζε εγκλήματα.
Και τα δυο βιβλία της σειράς είναι γεμάτα από τέτοια κλεισίματα του ματιού, αλλεπάλληλα αντικαθρεφτίσματα και επιμέρους γρίφους – η κοπέλα με την ιριδική ετεροχρωμία στονΠαγωμένο Άγγελο, για παράδειγμα. Ή το παιχνίδι των αντιθέσεων γύρω απ’ τη Μία: η ίδια είναι μελαχρινή και η χαμένη αδελφή της ξανθιά, σαν να είναι το αρνητικό η μια της άλλης...
Υπάρχουν άπειρες παρόμοιες λεπτομέρειες, άλλες πιο εμφανείς, άλλες λιγότερο. Όπως οι αναφορές στη «Σταχτοπούτα» και στα παραμύθια γενικότερα. Ή ο μυστικός κώδικας στον Παγωμένο Άγγελο – αν ο αναγνώστης έχει τη διάθεση και τις ανάλογες γνώσεις, μπορεί να βρει τη λύση του πριν τους ερευνητές. Και αυτό είναι που με γοητεύει στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων. Πριν, χρησιμοποιούσα μόνο το μισό μου μυαλό, την καλλιτεχνική πτυχή μου. Τώρα επιστρατεύω και τη μαθηματική. Κι αυτό είναι τέλειο. Στη Νορβηγία με ρωτούν συχνά: «Πότε θα ξαναγράψεις κανονικά βιβλία;». Κι εγώ τους απαντώ ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος μ’ αυτά που ήδη γράφω. Βλέπετε, ο «κανονικός» συγγραφέας υποτίθεται ότι υποφέρει διαρκώς, πουλάει μόνο δυο τρία αντίτυπα (το ένα το αγοράζει η μητέρα του), φτύνει αίμα για να γράψει μια σελίδα... Το έκανα κι εγώ αυτό για καμιά εικοσαριά χρόνια, γράφοντας «πειραματικά» μυθιστορήματα και «εναλλακτική» μουσική. Μα και η αστυνομική λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα να είναι ποιοτική. Υπάρχουν βιβλία του είδους που δεν είναι πολύ καλά, αν όμως οι ήρωες και τα προβλήματά τους τοποθετηθούν μέσα σε συμφραζόμενα που αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση, τότε θα έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν στον αναγνώστη.
Και ακόμα, δίνεται στον συγγραφέα η ευκαιρία να σκεφτεί «αντίστροφα» ώστε να δημιουργήσει τόσο το πρόβλημα, όσο και τη λύση του.
Ναι, πρόκειται για αμφίδρομη διαδικασία. Βάζω στον εαυτό μου ένα αίνιγμα, το λύνω και ύστερα ξετυλίγω την ιστορία μου γύρω από αυτό. Ώσπου ξάφνου διαπιστώνω ότι η πορεία της πλοκής εκπλήσσει κι εμένα τον ίδιο! Στον Παγωμένο Άγγελο είχα γράψει 350 σελίδες, όταν συνειδητοποίησα το αναπάντεχο της εξέλιξης. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αφού κατάφερα να αιφνιδιάσω τον εαυτό μου, το αντίστοιχο θα συμβεί και στους αναγνώστες.
Είναι υπέροχο να αποκτά το βιβλίο δική του ζωή και, στην ουσία, να γράφεται μόνο του.
Ας πούμε ότι γράφεται μόνο του – γιατί εγώ κάθομαι και πληκτρολογώ! Και δεν είναι πάντα εύκολη δουλειά. Φανταστείτε πώς είναι να τουρτουρίζεις στα σκοτεινά, να μη σου έρχεται έμπνευση και να πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσεις. Προσπαθώ να βρίσκω χρόνο για να γυμνάζομαι – κάποτε μάλιστα χρειάστηκε να κάνω έρευνα για τα γυμναστήρια, αλλά η Μία δεν είχε καμιά όρεξη να πηγαίνει, αφού ήθελε σώνει και καλά να αυτοκτονήσει. Δεν συνεργαζόταν καθόλου μαζί μου.
Πολλά από τα πρόσωπα των βιβλίων σας έχουν όνομα που αρχίζει από «Μ».
Το ξέρω! Και έγινε εντελώς τυχαία, πιστέψτε με. Όταν πλάθω έναν χαρακτήρα, τον βλέπω σαν υπαρκτό πρόσωπο που έχει ήδη όνομα. Και ξαφνικά βρέθηκαν όλοι να έχουν ονόματα που αρχίζουν από «Μ». Δεν το είχα καν αντιληφθεί προτού τελειώσω το βιβλίο! Στον Παγωμένο Άγγελο, μάλιστα, έπαιξα λίγο με την ιδέα – έβαλα τον Μουνκ να λέει αυτό ακριβώς, ότι όλων τα ονόματα αρχίζουν από «Μ».
Μου άρεσε η παρήχηση, ήταν σαν ρεφρέν τραγουδιού.
Έτσι το είδα κι εγώ στο τέλος. Έχει μια μουσικότητα η επανάληψη. Από την άλλη, ίσως ήταν λάθος, γιατί κάποιοι παραπονέθηκαν ότι τους μπερδεύουν τα παρόμοια ονόματα: Μία, Μίριαμ, Μαριόν, Μίκελσον, Μουνκ...
Τυχαίνει συχνά να ακούω τον όρο «σκανδιναβικό νουάρ». Πρόκειται όντως για είδος με ξεχωριστά χαρακτηριστικά;
Απολύτως. Είναι ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος που καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο έχουμε ανατραφεί. Μας διακρίνει μια ροπή προς την υπαρξιακή αναζήτηση και μέσω αυτής προσεγγίζουμε την αστυνομική λογοτεχνία. Έχουμε το προηγούμενο συγγραφέων σαν τον Ίψεν και την έμφυτη υπερηφάνειά μας (δεν θέλω να πω μ’ αυτό πως άλλοι λαοί δεν έχουν υπερηφάνεια). Είμαστε μια μικρή, απομονωμένη χώρα με παγωμένο κλίμα, που καμαρώνει για τους συγγραφείς της. Δεν ξέρω αν ανήκω ολοκληρωτικά στο χώρο του «σκανδιναβικού νουάρ» – ως ένα βαθμό, ίσως. Θέλησα να βάλω την προσωπική μου σφραγίδα στο είδος και να φτιάξω κάτι καινούργιο, ένα «νέο κύμα», αν μπορώ να το πω έτσι.
Απ’ όσο τουλάχιστον είμαι σε θέση να κρίνω, δεν βλέπω να ακολουθείτε κατά πόδας τα στερεότυπα του είδους – λογοτεχνικά, κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά. Το ύφος σας είναι πιο ευέλικτο και πιο άμεσο.
Σας ευχαριστώ γι’ αυτό που λέτε. Προσπαθώ η γραφή μου να είναι οργανική. Όταν τελειώνω ένα κεφάλαιο, αναλογίζομαι τι θα περίμενε ο αναγνώστης να δει στη συνέχεια και αμέσως το ανατρέπω, για να παρουσιάσω τα πράγματα από μια εντελώς απροσδόκητη σκοπιά. Αυτό είναι κάτι που με ενθουσιάζει. Σκέφτομαι τι θα μου άρεσε να διαβάσω εγώ, ως συγγραφέας. Ορισμένοι λένε ότι χρησιμοποιώ πάρα πολλά, πιθανώς περιττά πρόσωπα – αλλά αν έτσι πιστεύουν, ας πάρουν να διαβάσουν κάτι άλλο. Εμένα αυτή είναι η θέση μου και θα την υπερασπιστώ. Κι έπειτα, μου αρέσει να αλλάζω ύφος ανάλογα με το πρόσωπο – το καθένα θα πει την ιστορία με τον δικό του τρόπο, δεν γίνεται να παγιδευτώ μέσα σ’ ένα στυλ γραφής και να χρησιμοποιώ κάθε φορά το ίδιο. Γι’ αυτό και χρειάστηκα τόσα χρόνια ώστε να αποκτήσω την απαραίτητη ευχέρεια. Έπρεπε να εξασκηθώ εντατικά. Και αν ποτέ σταματήσω να γράφω έτσι, θα είναι και το τέλος της σειράς.
Μερικές φορές η ζωή, οι άνθρωποι και όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο γίνονται ασφυκτικά και με επηρεάζουν άσχημα, ψυχικά και σωματικά. Το γράψιμο είναι ένας τρόπος να αποστασιοποιηθώ από τις προσωπικές μου εμπειρίες, να τις εξορκίσω.
Όσοι έχουν αντιρρήσεις μπορεί να προτιμούν τη μονομερή παρουσίαση των γεγονότων, επειδή δεν έχουν συνηθίσει τις εναλλακτικές προοπτικές.
Μπορεί. Εξάλλου, μου έχουν προσάψει ότι δεν γράφω «καθαρόαιμο» αστυνομικό μυθιστόρημα. Γι’ αυτό και δεν υπήρξα ποτέ υποψήφιος για τα σχετικά βραβεία στη χώρα μου. Δεν με νοιάζει, όμως, γιατί προφανώς έχω εγκαινιάσει ένα δικό μου λογοτεχνικό είδος! Στην Ολλανδία, πάλι, κέρδισα ένα σημαντικό βραβείο. Στο εξωτερικό ο κόσμος εκτιμά τη δουλειά μου. Οι κριτικοί, από την πλευρά τους, δεν θεωρούν καν τα βιβλία μου αστυνομικά. Επενδύω πολλή σκέψη στο γράψιμό μου και κατανοώ ότι δεν είναι όλοι σε θέση να δουν το κάθε στοιχείο. Αλλά αυτό δεν με απασχολεί, εφόσον εγώ ο ίδιος ξέρω τι έχω βάλει μέσα και πώς λειτουργεί σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Γι’ αυτό και γράφω, άλλωστε.
Κι ύστερα, κάποιος μπορεί να διακρίνει έστω και ένα από τα στοιχεία αυτά.
Μα φυσικά! Μερικοί ίσως τα διακρίνουν όλα, αν και υποσυνείδητα. Κάποτε μου είπαν κάτι που το πήρα ως μεγάλη φιλοφρόνηση – ότι αισθάνονται ασφαλείς διαβάζοντάς με, σαν να είμαι δίπλα τους και τους προσέχω. Εξάλλου, πρόκειται για μια συμφωνία μεταξύ μας: σας δίνω ένα στοιχείο το οποίο θα αποθηκεύσετε στο μυαλό σας για να το επεξεργαστείτε, οπότε πρέπει να μου έχετε εμπιστοσύνη. Είναι πολύ σημαντικό.
Έχετε μεταφράσει Σέξπιρ. Θα λέγατε ότι η τραγικότητά του επηρέασε το δικό σας ύφος;
Έχω μεταφράσει ένα μόνο θεατρικό του Σέξπιρ –Ρωμαίο και Ιουλιέτα– για τις ανάγκες μιας παράστασης. Ήταν απίστευτα δύσκολο. Δεν είχε τύχει να διαβάσω Σέξπιρ ως τότε κι έτσι έπεσα με τη μία στα βαθιά. Ήταν ωστόσο εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία. Μελέτησα εμβριθώς τη γλώσσα και σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι έργο ενός μονάχα συγγραφέα! Πρέπει να είχε βοηθούς, διότι το ύφος είναι ανομοιογενές. Αν προσέξετε, θα το διαπιστώσετε κι εσείς. Αλλά σίγουρα η τραγικότητά του με επηρέασε.
Παρά την ιδιοτυπία της γραφής σας, δεν φοβάστε να χρησιμοποιήσετε «παραδοσιακές» τεχνικές, ακόμα και κλισέ, προς όφελος του έργου σας – δηλαδή για γερές βάσεις και στέρεα δομή, που όπως είπατε, προξενούν ένα συναίσθημα ασφάλειας στον αναγνώστη. Τον καθοδηγείτε διακριτικά και συγχρόνως τον προκαλείτε, ώστε να νιώθει ισάξιος «παίκτης» του γρίφου.
Η στέρεα δομή είναι το παν και τη δουλεύω πάρα πολύ. Ξεκινώ από «παραδοσιακές» βάσεις και στην πορεία κάνω τις επεμβάσεις μου, σκαρφίζομαι τεχνάσματα ώστε να προσελκύσω το ενδιαφέρον – κι αυτό είναι το πιο διασκεδαστικό μέρος της δουλειάς μου. Οι σημερινοί συγγραφείς επιδιώκουν την πρωτοτυπία μέσα απ’ την άρνηση των κλασικών, αλλά εγώ δεν σκέφτομαι έτσι. Πάντα είχα την επιθυμία να δημιουργήσω κάτι παγκόσμιο, προσιτό στον καθένα, όπου και αν ζει. Δεν με φοβίζουν οι μεγαλόπνοοι στοχασμοί, η υπερβολή των μύθων και των παραμυθιών. Έχω σπουδάσει θέατρο, αρχαίους τραγικούς και δραματουργία. Με αυτή τη σειρά μυθιστορημάτων, απλώς εξασκούμαι. Ελπίζω τα επόμενα βιβλία μου να είναι πραγματικά καλά. Πρέπει να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει – και νομίζω ότι ξέρω ήδη τι θα κάνω! Μου είναι ευχάριστο να εργάζομαι. Άλλοι συγγραφείς το θεωρούν αγγαρεία και καταντούν διεκπεραιωτικοί. Μα εγώ λατρεύω το γράψιμο. Δεν ξεχνώ ωστόσο ότι η αστυνομική λογοτεχνία είναι μια τεράστια επιχείρηση και είναι λογικό ορισμένοι να γράφουν μόνο και μόνο για να βγάλουν χρήματα. Η δική μου φιλοδοξία είναι να κρατώ αμείωτη την προσοχή και την αγωνία του αναγνώστη. Αγαπώ τους ήρωές μου, νοιάζομαι γι’ αυτούς και κάνω ό,τι μπορώ για να δείχνουν οι αντιδράσεις τους φυσικές και αβίαστες.
Μου άρεσε ιδιαίτερα η δυναμική της σχέσης Μία και Μουνκ. Εκείνος είναι ένα είδος πατρικής μορφής για τη Μία, την οποία με τη σειρά του θαυμάζει.
Ναι, συμπαθούν πολύ ο ένας τον άλλον, παρ’ όλο που είναι τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες. Η Μία δεν μασάει τα λόγια της κι έτσι μου είναι πανεύκολο να γράψω τους διαλόγους τους. Φέρονται σαν παλιοί φίλοι, σχεδόν σαν παντρεμένο ζευγάρι. Δεν αφήνουν ο ένας τον άλλον σε ησυχία. Στο βάθος, όμως, διαισθάνεται κανείς τον σεβασμό μεταξύ τους. Στο επόμενο μάλιστα βιβλίο η Μία δεν εμφανίζεται παρά γύρω στη σελίδα 90, ενώ όλο αυτό το διάστημα ο Μουνκ έμενε σπίτι του και φρόντιζε τη Μίριαμ, που είχε πέσει θύμα βίας. Η συνάντησή τους ύστερα από τόσον καιρό με άγχωνε, γιατί φανταζόμουν πως και ανάμεσά τους θα υπήρχε αμηχανία, δεν θα είχαν τι να πούνε.
Εμπνέεστε τα θέματά σας από αληθινά γεγονότα;
Κατά κάποιον τρόπο – θα έλεγα μάλλον ότι «μεταφράζω» τα βιώματά μου σε λογοτεχνική έκφραση. Οι ήρωές μου πάντως δεν βασίζονται σε άτομα που γνωρίζω. Προτιμώ να τους πλάθω απ’ το μηδέν και να δημιουργώ ο ίδιος το σύμπαν μέσα στο οποίο κινούνται. Μερικές φορές η ζωή, οι άνθρωποι και όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο γίνονται ασφυκτικά και με επηρεάζουν άσχημα, ψυχικά και σωματικά. Το γράψιμο είναι ένας τρόπος να αποστασιοποιηθώ από τις προσωπικές μου εμπειρίες, να τις εξορκίσω. Δεν πρόκειται φυσικά να κόψω το αυτί μου ή να κάνω τίποτα απονενοημένο! Αν και καμιά φορά ζηλεύω τους ανθρώπους που ζουν «φυσιολογικά» και θα ήθελα να μπορώ κι εγώ να σκέφτομαι και να ζω όπως εκείνοι...
Η κουκουβάγια
Samuel Bjork
Mετάφραση: Δέσποινα Παπαγρηγοράκη
Διόπτρα
488 σελ.
ISBN 978-960-605-052-7
Τιμή: €16,60
Samuel Bjork
Mετάφραση: Δέσποινα Παπαγρηγοράκη
Διόπτρα
488 σελ.
ISBN 978-960-605-052-7
Τιμή: €16,60
Παγωμένος άγγελος
Samuel Bjork
Μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Διόπτρα
544 σελ.
ISBN 978-960-364-890-1
Τιμή: €17,70
Samuel Bjork
Μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Διόπτρα
544 σελ.
ISBN 978-960-364-890-1
Τιμή: €17,70
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου