Ιαγουάρος: σαρκοφάγο θηλαστικό, το οποίο, από πολιτισμούς της Νοτίου Αμερικής θεωρούταν μια άγρια θεότητα, εκπρόσωπος δυνάμεων του πολέμου, της πανουργίας, της καταστροφής και της ανθρώπινης θυσίας. Ο τίτλος του έργου –που μαζί με τη Μηχανή, τον Πυγμάχο και το Σοκάκι αποτελούν τις τέσσερις από τις επτά σχεδιαζόμενες νουβέλες με τις οποίες ο Αλέξανδρος Κοτζιάς θα σφράγιζε το συγγραφικό του έργο– αντανακλά σε μεγάλο βαθμό και το περιεχόμενό του. Η φιλονικία για την αφήγηση ενός επώδυνου παρελθόντος, η λειτουργία της τραυματικής μνήμης και η λεκτική/ψυχολογική βία είναι λίγοι από τους θεματικούς άξονες που κωδικοποιούνται στην ολιγοσέλιδη μα πολυπρισματική νουβέλα του Κοτζιά.
Γεννημένος στην Αθήνα, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992) βίωσε σε νεαρή ηλικία την οικονομική και υλική καταστροφή της οικογένειάς του. Παραμελώντας την ολοκλήρωση των νομικών του σπουδών, εκδήλωσε από νωρίς το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία, και εργάστηκε στον κλάδο του πολιτισμού ως μεταφραστής, κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος κ.ά. Έλαβε μέρος εθελοντικά στην κατοχική αντίσταση, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών συμμετείχε σε αντιστασιακές οργανώσεις και συνεργάστηκε με τις εκδόσεις Κέδρος στα 18 Κείμενα. Εντούτοις, σε αντίθεση με τους περισσότερους ομότεχνούς του, δεν ήταν στρατευμένος στην Αριστερά στο έργο του, προσπάθησε να αποτυπώσει μια κριτική θεώρηση της (τραυματικής) νεώτερης ελληνικής ιστορίας –από τη γερμανική κατοχή ως το σήμερα–, εγχείρημα ιδιαιτέρως απαιτητικό λόγω της χρονικής εγγύτητας της συγγραφής. Μολαταύτα, σε κάποια στιγμιότυπα του έργου του η αντιπαράθεση ή/και εξίσωση των δυο ανταγωνιστικών εμφυλιακών δυνάμεων προμηνύει τη νηφαλιότερη (ανα)θεώρησή τους από τον μεταγενέστερο λογοτεχνικό και ιστοριογραφικό λόγο (1). Γενικότερα, η συγγραφική του δεν βρήκε απήχηση στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, ενδεχομένως λόγω της ενίοτε στρυφνότητάς της, των αρνητικών ηρώων και του «αντιαριστερού» της χαρακτήρα. Αν και τα πλέον αναγνωρισμένα έργα του Κοτζιά είναι Ο Γενναίος Τηλέμαχος και το Αντιποίησις Αρχής, θέλω να σταθώ στον Ιαγουάρο (1987), ένα έργο ωριμότητας, το οποίο προβληματικοποιεί παραδειγματικά τη θεματική του τραύματος, τις χρήσεις (και καταχρήσεις) της ατομικής και συλλογικής μνήμης, καθώς και τις ηθικές/ψυχικές συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού (2).
Το έργο του Κοτζιά, ως μια έκφανση της πολιτισμικής μνήμης για τον εμφύλιο και τον απόηχό του, διαβάζεται και ως υπαινιγμός ή αλληγορία για το παροπλισμένο παρόν και ένα (ενδεχομένως) δυσοίωνο μέλλον.
Εμφύλια Πάθη: η μνήμη του τραύματος (3)
Θεέ μου, τι θα γίνουμε; Πώς θα πορευτούμε;
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
—Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Μοναξιά
Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;
Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων
των ψυχών από δίπλα μας;
—Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Μοναξιά
Ο Ιαγουάρος αποτελεί προέκταση ενός επεισοδίου της Πολιορκίας (1953) –του πρώτου μυθιστορήματός του Κοτζιά– στο οποίο η Φιλιώ σε συνεργασία με τον αρραβωνιαστικό της, Φάνη, δολοφονούν τον ταγματασφαλίτη Σαράντη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, χρησιμοποιώντας τη Φιλιώ ως ερωτικό δέλεαρ. Όπως αποκαλύπτεται στον Ιαγουάρο, ο Φάνης συλλαμβάνεται και εκτελείται κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και η προδομένη Φιλιώ καταφεύγει στις ΗΠΑ με το μωρό της. Ωστόσο, επιστρέφει στην Ελλάδα δέκα χρόνια αργότερα για να διεκδικήσει το μερίδιο της κληρονομιάς του άντρα της από την κουνιάδα της, Δήμητρα. Ας σημειωθεί πως ενώ ο χρόνος της αφήγησης αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από δέκα ώρες –από την άφιξη της Φιλιώς το απόγευμα μέχρι τα ξημερώματα της επομένης– ο χρόνος της ιστορίας εξακτινώνεται, μέσω συγκεχυμένων αναλήψεων, ως τα κατοχικά χρόνια.
Οι δύο ηρωίδες είναι φορείς ενός τραυματικού παρελθόντος, το οποίο καλούνται να αναβιώσουν κατά τη σύντομη συναναστροφή τους. Η μεν Δήμητρα, πιστό μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, μετά τη λήξη του εμφυλίου φυλακίστηκε, βασανίστηκε και αντιμετώπισε επαγγελματικές δυσκολίες ως «επικίνδυνος» πολίτης του κράτους. Στο αφηγηματικό παρόν προσπαθεί με δόλια και κουτοπόνηρα μέσα να εξαναγκάσει τη Φιλιώ να της παραχωρήσει το πατρικό σπίτι, ήτοι την κληρονομία του Φάνη. Η Δήμητρα ενσαρκώνει ένα ιδιάζον συνονθύλευμα αριστερού δογματισμού –όπως καταδεικνύει η επανειλημμένη χρήση της ξύλινης κομματικής ορολογίας– και μικροαστισμού, ενώ δεν διστάζει να διαστρεβλώσει την αφήγηση του παρελθόντος για να εξυπηρετήσει τα ιδιοτελή συμφέροντα του παρόντος. Μολαταύτα, η δράση της δεν αφορμάται μόνο από υποκρισία και αμοραλισμό, όπως συχνά έχει θεωρηθεί, μα και από ένα επώδυνο παρελθόν, στο οποίο και παραμένει προσκολλημένη, σε μία φάση «αιωνίου πένθους» ή «μελαγχολίας», με όρους ψυχαναλυτικούς. Με άλλα λόγια, αναβιώνει εμμονικά την τραυματική εμπειρία «μαυριδερός μουστάκιας ήταν κι ο μπόγιας που μου ‘βγαλε τα νύ-», δηλώνει κατ’ επανάληψη η Δήμητρα, αδυνατώντας να λεκτικοποιήσει το τραυματικό συμβάν που υπερβαίνει τη γλώσσα.
Η δε Φιλιώ είναι εξίσου βαθιά τραυματισμένη από το θάνατο του αδερφού της, και του άντρα της, αλλά κυρίως από την προσωπική της εμπλοκή στο φόνο του Σαράντη. Πασχίζει να διαφύγει τον ασφυκτικό κλοιό της Δήμητρας, την ανάδυση του τραύματος και το ξύπνημα των θαμμένων μυστικών: «Να φύγω... δεν το αντέχω, δεν... τα νεύρα μου. [...] Δεν κοιμάμαι καλά.... Δεν κοιμάμαι καθόλου! Χρόνια δεν κοιμάμαι!». Ωστόσο, η επιστροφή στους «τόπους μνήμης» (4) (το σπίτι, τον κήπο, την παλιά γειτονιά) και ο νυχτερινός περίπατος στον τόπο του εγκλήματος, ταυτόχρονα με τη διαδικασία ενδοσκόπησης που ενεργοποιείται άμα τη αφίξει της, τελικώς έχουν θεραπευτική επενέργεια στην ηρωίδα. Οδηγούν στην ολοκλήρωση του πένθους, ή αλλιώς, στην υπέρβαση του «τραύματος του αυτουργού» που στοιχειώνει το παρόν, καθώς η Φιλιώ παραδέχεται πως «ήθελα να εκδικηθώ [...], τους φασίστες να εκδικηθώ, αυτό το παραδέχομαι!». Έτσι, στο τέλος βυθίζεται σε έναν γαλήνιο ύπνο, έχοντας «στα χείλια της ένα αδιόρατο χαμόγελο», ενώ η Δήμητρα χάνει τον ύπνο της και αυτοπαγιδεύεται με τραγικό τρόπο στην πλεκτάνη που έστησε για τη Φιλιώ.
Μια από τις μεγαλύτερες αρετές (αν και για κάποιους αδυναμία) του Ιαγουάρου εντοπίζεται στο ύφος και τη γλώσσα του (5). Η ιστορία δίνεται μέσα από τον χειμαρρώδη εσωτερικό μονόλογο της Δήμητρας, ο οποίος είναι αποσπασματικός και αποτυπώνει τη συναισθηματική ταραχή της ροής της συνείδησης της ηρωίδας. Έτσι, η παρακολούθηση και ανασυγκρότηση της πλοκής απαιτεί τη διαρκή ενεργοποίηση της προσοχής και της μνήμης του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να αποκωδικοποιήσει και να ανασυνθέσει ένα πυκνό δίκτυο αναλήψεων, ημιτελών φράσεων και άλογων συνειρμών, δίχως σημεία στίξεως και με προτάσεις που εκτείνονται ως και σε τρεις σελίδες. Είναι σαφές πως αυτό το είδος λόγου προσιδιάζει στην αφήγηση του τραύματος, η μη αναπαράστασιμότητα του οποίου «παροπλίζει» τη γλώσσα. Η εκμηδένιση της γλώσσας εύλογα παραπέμπει στη γραφή του Κιβωτίου, στο οποίο η ανάγνωση νοείται ως παραγωγή νοήματος. Συνεπώς, και στα δύο έργα ο κατακερματισμός της γραφής καλεί τον δέκτη να καλύψει τα νοηματικά χάσματα και να ερμηνεύσει αυτόνομα το μυθιστορηματικό σύμπαν. Όπως έγραφε ο Κοτζιάς, «μην επεξηγείς όσα ο επαρκής αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί, του αφαιρείς την απόλαυση να λειτουργεί σαν συγγραφέας». Κατά τη γνώμη μου, αυτή η σημαίνουσα συγγραφική τακτική αποδεσμεύει το κείμενο από το χρόνο παραγωγής του και το καθιστά ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα, σε μια ανάγνωση με γνώμονα τον εν εξελίξει δημόσιο διάλογο για τη μνήμη του εμφυλίου.
Ιστορία και Πολιτική: μια αναδρομική ανάγνωση
Στοχάσου. Πόσο κράτησε η κακιά στιγμή;
Πόσον το θαύμα;
—Μάρκος Μέσκος
Πόσον το θαύμα;
—Μάρκος Μέσκος
Με βάση τα παραπάνω, ο Ιαγουάρος διαφαίνεται ως μια εξπρεσιονιστική δημιουργία σε έναν καμβά ρεαλισμού οι στρεβλοί χαρακτήρες, ο εξαρθρωμένος λόγος και η συναισθηματική τους αγωνία πλάθονται πάνω σε ένα σαφώς προσδιορισμένο ιστορικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό φόντο. Η νουβέλα διαδραματίζεται στις 21 Μαΐου του 1958, μια μεταβατική περίοδο για την ελληνική κοινωνία, η οποία, καθημαγμένη μετά τη λήξη του εμφυλίου, προσπαθεί να υπερβεί τα αδιέξοδα και να επουλώσει τα τραύματά της, ελπίζοντας σε μια καινούργια προοπτική. Ο Κοτζιάς, παράλληλα με τις προσωπικές απώλειες των χαρακτήρων, χαρτογραφεί, σύμφωνα με τον Βασίλη Χατζηβασιλείου, τις «ηθικ[ές] και υπαρξιακ[ές] συνέπει[ες] των αδελφοκτόνων συγκρούσεων και της βαθιάς διάβρωσης η οποία διαπερνά τον ελληνικό μεταπολεμικό κόσμο σε μία από τις πιο κρίσιμες φάσεις της τροχιάς του» (6). Εντούτοις, το ζητούμενο δεν είναι να ανιχνευθούν ή να αξιολογηθούν οι πολιτικές θέσεις του συγγραφέα σε μια άμεση αντιστοιχία με τη στάση και τα λόγια των χαρακτήρων (7). Το ενδιαφέρον του έργου έγκειται στην αποτύπωση της βαριάς και διχαστικής κληρονομιάς του εμφυλίου, όπως αποτυπώνεται εύγλωττα στην κληρονομική αντιδικία της Δήμητρας και της Φιλιώς.
O Κοτζιάς χαρτογραφεί την παραμορφωτική μνήμη και το νωπό τραύμα του εμφυλίου, ο οποίος κληροδότησε δυσεπίλυτες στρεβλώσεις (ατομικές και συλλογικές) στην ελληνική κοινωνία.
Οι δύο ηρωίδες ερίζουν για το σπίτι του Φάνη, συζύγου της Φιλιώς και αδερφού της Δήμητρας, αλλά και για την αφήγηση του παρελθόντος. Έτσι αισθητοποιείται η ύπαρξη δύο διαφορετικών ειδών μνήμης. «Θυμάσαι ό,τι και όπως σε βολεύει» κατηγορεί (δικαίως) η Φιλιώ τη Δήμητρα, η οποία έχει κατασκευάσει μια συνεκτική αφήγηση για το παρελθόν. Αναπαράγοντας την ξύλινη γλώσσα, υιοθετεί το λόγο της θυματοποίησης, ο οποίος, όπως εύστοχα παρατηρεί η Νικολοπούλου, χρησιμοποιήθηκε εν γένει από την αριστερά κατά τη δεκαετία του 1980, οπότε και γράφτηκε ο Ιαγουάρος (8). Η δε αφήγηση της Φιλιώς είναι κατακερματισμένη, με λογικά χάσματα και θραυσματικά στιγμιότυπα, τα οποία ανασύρει με κόπο από τη κοιτίδα της μνήμης: «“Όλοι σε αυτόν τον τόπο [...] είναι αθώοι, έπαθαν. Κανένας, τίποτα δεν έκανε... Μαζί και ‘γω είμαι αθώα. Και ο αδερφός σου αθώος” μουρμούρισε και σφάλισε τα μάτια απελπισμένη». Προβάλλοντας αυτές τις αντικρουόμενες αφηγήσεις, ο Κοτζιάς θέτει στο προσκήνιο τα ζητήματα της επιλεκτικής μνήμης και ιστορικής αξιοπιστίας, υποδηλώνοντας την απουσία μιας ενιαίας αλήθειας για το παρελθόν καθώς και την αδυναμία της γλώσσας να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Μολονότι ο λόγος της Φιλιώς παρουσιάζεται ως πιο αντικειμενικός, η παράθεση αυτοαναιρούμενων, αποσπασματικών στοιχείων υπονομεύει την αφήγησή της.
Έτσι, ο Κοτζιάς χαρτογραφεί την παραμορφωτική μνήμη και το νωπό τραύμα του εμφυλίου, ο οποίος κληροδότησε δυσεπίλυτες στρεβλώσεις (ατομικές και συλλογικές) στην ελληνική κοινωνία. Ενδεχομένως εξισωτικές φράσεις όπως «κανείς δεν έκανε τίποτα» να ηχούν για μερικούς απλουστευτικές ή και ανακριβείς, εντούτοις κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει αυτό που ο Κοτζιάς γλαφυρά αισθητοποιεί τη συγχώνευση, δηλαδή, των δυο αντιμαχόμενων εμφυλιακών στρατοπέδων σε ένα κοινό μέτωπο, αυτό των ηττημένων και ανθρώπων οι οποίοι εγκλωβίστηκαν από ιστορικές συγκυρίες που αδυνατούν να ελέγξουν. Συνακόλουθα, (ξανα)διαβάζοντας τον Ιαγουάρο, δεν εντοπίζουμε μόνο ένα σχόλιο για την πολιτική της μνήμης κατά τη δεκαετία του 1950 (στην οποία αναφέρεται) και του 1980 (κατά την οποία συνεγράφη), για το τραύμα των επιζώντων και την παραγωγή του νοήματος και της αλήθειας. Το έργο του Κοτζιά, ως μια έκφανση της πολιτισμικής μνήμης για τον εμφύλιο και τον απόηχό του, διαβάζεται και ως υπαινιγμός ή αλληγορία για το παροπλισμένο παρόν και ένα (ενδεχομένως) δυσοίωνο μέλλον (9).
(1) Βλ. την αμφισβήτηση της (ενιαίας και απελευθερωτικής) εθνικής Αντίστασης από τους λεγόμενους μετα-αναθεωρητές ιστορικούς (ή «Νέο Κύμα») από το 1990 και έπειτα. Για περισσότερα βλ. Αντωνίου Γ. & Μαραντζίδης Ν. (2008), Η εποχή της σύγχυσης: Η δεκαετία του '40 και η ιστοριογραφία. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας, 28-45.
(2) Ο Ιαγουάρος αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές στη συγγραφική πορεία του Κοτζιά και το μοναδικό του έργο που έχει μμεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα. Βλ. Kotzias, A. (1991). The Jaguar, (Trans. H.E. Criton). Athens: Kedros.
(3) Η κεφαλίδα «εμφύλια πάθη» είναι εμπνευσμένη από το πρόσφατο βιβλίο του Στάθη Ν. Καλύβα & Μαραντζίδη Ν. Α. (2015). Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο. Αθήνα: Μεταίχμιο.
(4) Για τους τόπους μνήμης (lieux de memoire), όρο που εισηγήθηκε ο Pierre Nora για να δηλώσει την αποκρυστάλλωση της μνήμης σε συγκεκριμένο υλικό ή άυλο τόπο, βλ. Nora, P., Agulhon, M., Ageron, C.-R., & Beaune, C. (Eds.). (1984). Les Lieux de mémoire. Paris: Gallimard.
(5) Βλ. τα σχόλια του του Σπύρου Τσακνιά στο Τόποι και Τρόποι στην πεζογραφία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, «Γράμματα και Τέχνες», Σεπτ.-Οκτ. 1991, τ. 63. Αντίθετα, ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στην Ημεδαπή Εξορία, φαίνεται να εκτιμά ιδιαιτέρως τη γραφή του.
(6) Βλ. Βασίλη Χατζηβασιλείου (1994). 21 Μαϊου 2958. Στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά (Σ. Τσακνιάς & Α. Μακρυνικόλα Επιμ.). Αθήνα: Κέδρος
(7) Υπό αυτή την έννοια έχει υποστηριχθεί πως ο Κοτζιάς υπερπροβάλλει μια «δεξιά» στάση, ηρωοποιώντας τον δωσίλογο και αφαιρώντας κάθε αξία από την αγωνιστική δράση των πολεμιστών του ΔΣΕ. Βλ. «Το πεζογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Του Μπάμπη Δερμιτζάκη» (http://tvxs.gr/news/politismos/pezografiko-ergo-toy-aleksandroy-kotzia-toy-mpampi-dermitzaki). Κατά τη γνώμη μου, η χαρακτηρολογία λειτουργεί περισσότερο σε επίπεδο συμβολικό. Άλλωστε, η αλλοίωση του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα της Αντίστασης, η οποία μόνο αρχικά είχε ενωτική βάση, και ο δογματισμός της Αριστεράς είναι περιστατικά ιστορικά εξακριβωμένα.
(8) Βλ. Μαρία Νικολοπούλου (2008). «Ιαγουάρος του Αλέξανδρου Κοτζιά: ένα σχόλιο για τη λειτουργία της μνήμης του εμφυλίου κατά τη δεκαετία του 1980». Στο Μνήμες και Λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (Ρ. Β. Μπουσχότεν, Τ. Βερβενιώτη, Ε. Βουτυρά, Β. Κ. Δαλκαβούκης, & Κ. Μπαδά, Επιμ.). Θεσαλλονίκη: Επίκεντρο, 373-385. Ας σημειωθεί επίσης, πως όταν γράφεται ο Ιαγουάρος έχει ήδη ξεκινήσει η «δικαίωση» των ηττημένων μέσω μιας «αριστερής» αφήγησης για τον εμφύλιο η οποία ενθαρρύνθηκε σημαντικά από και εξυπηρέτησε την πολιτική ατζέντα του ΠΑΣΟΚ από το 1981 και εξής.
(9) Ευχαριστώ τον φίλο και συνάδελφο Θεμιστοκλή Παγούδη για κάποιες χρήσιμες προσθήκες και προτάσεις.
(2) Ο Ιαγουάρος αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές στη συγγραφική πορεία του Κοτζιά και το μοναδικό του έργο που έχει μμεταφραστεί στην αγγλική γλώσσα. Βλ. Kotzias, A. (1991). The Jaguar, (Trans. H.E. Criton). Athens: Kedros.
(3) Η κεφαλίδα «εμφύλια πάθη» είναι εμπνευσμένη από το πρόσφατο βιβλίο του Στάθη Ν. Καλύβα & Μαραντζίδη Ν. Α. (2015). Εμφύλια πάθη: 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο. Αθήνα: Μεταίχμιο.
(4) Για τους τόπους μνήμης (lieux de memoire), όρο που εισηγήθηκε ο Pierre Nora για να δηλώσει την αποκρυστάλλωση της μνήμης σε συγκεκριμένο υλικό ή άυλο τόπο, βλ. Nora, P., Agulhon, M., Ageron, C.-R., & Beaune, C. (Eds.). (1984). Les Lieux de mémoire. Paris: Gallimard.
(5) Βλ. τα σχόλια του του Σπύρου Τσακνιά στο Τόποι και Τρόποι στην πεζογραφία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, «Γράμματα και Τέχνες», Σεπτ.-Οκτ. 1991, τ. 63. Αντίθετα, ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στην Ημεδαπή Εξορία, φαίνεται να εκτιμά ιδιαιτέρως τη γραφή του.
(6) Βλ. Βασίλη Χατζηβασιλείου (1994). 21 Μαϊου 2958. Στο Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά (Σ. Τσακνιάς & Α. Μακρυνικόλα Επιμ.). Αθήνα: Κέδρος
(7) Υπό αυτή την έννοια έχει υποστηριχθεί πως ο Κοτζιάς υπερπροβάλλει μια «δεξιά» στάση, ηρωοποιώντας τον δωσίλογο και αφαιρώντας κάθε αξία από την αγωνιστική δράση των πολεμιστών του ΔΣΕ. Βλ. «Το πεζογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Του Μπάμπη Δερμιτζάκη» (http://tvxs.gr/news/politismos/pezografiko-ergo-toy-aleksandroy-kotzia-toy-mpampi-dermitzaki). Κατά τη γνώμη μου, η χαρακτηρολογία λειτουργεί περισσότερο σε επίπεδο συμβολικό. Άλλωστε, η αλλοίωση του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα της Αντίστασης, η οποία μόνο αρχικά είχε ενωτική βάση, και ο δογματισμός της Αριστεράς είναι περιστατικά ιστορικά εξακριβωμένα.
(8) Βλ. Μαρία Νικολοπούλου (2008). «Ιαγουάρος του Αλέξανδρου Κοτζιά: ένα σχόλιο για τη λειτουργία της μνήμης του εμφυλίου κατά τη δεκαετία του 1980». Στο Μνήμες και Λήθη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (Ρ. Β. Μπουσχότεν, Τ. Βερβενιώτη, Ε. Βουτυρά, Β. Κ. Δαλκαβούκης, & Κ. Μπαδά, Επιμ.). Θεσαλλονίκη: Επίκεντρο, 373-385. Ας σημειωθεί επίσης, πως όταν γράφεται ο Ιαγουάρος έχει ήδη ξεκινήσει η «δικαίωση» των ηττημένων μέσω μιας «αριστερής» αφήγησης για τον εμφύλιο η οποία ενθαρρύνθηκε σημαντικά από και εξυπηρέτησε την πολιτική ατζέντα του ΠΑΣΟΚ από το 1981 και εξής.
(9) Ευχαριστώ τον φίλο και συνάδελφο Θεμιστοκλή Παγούδη για κάποιες χρήσιμες προσθήκες και προτάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου