- Κατερίνα Ζαμαρία
Η Μπέτι Σμιθ γεννήθηκε στο Γουίλιαμσμπεργκ, στις 15/12/1896. Κόρη Γερμανών μεταναστών, θα περάσει τα παιδικά της χρόνια στις φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν, περιοχή που θα γίνει το πεδίο δράσης των περισσότερων έργων της. Το Μπρούκλιν ήταν καταφύγιο για πολλούς μετανάστες εκείνη την περίοδο, με αποτέλεσμα το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας να είναι έντονο στην περιοχή. Η Σμιθ παντρεύεται το 1919 και αποκτά δύο κόρες. Αν και είχε φοιτήσει μόνο δύο χρόνια στο Γυμνάσιο, εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν ως ακροάτρια. Το 1938 το ζευγάρι (που τυπικά είχε χωρίσει από το 1933) θα πάρει διαζύγιο. Θα κάνει άλλους δύο γάμους (το 1943 και το 1957) και θα πεθάνει από πνευμονία στις 17/1/1972.
Το 1943, με το Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν, σύμφωνα με την εφημερίδα New Yorker, γράφει «ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα». Το 1947, γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά της: Το αύριο θα είναι καλύτερο. Οι περισσότεροι μελετητές του έργου της αναγνωρίζουν το έντονο στοιχείο της βιωματικότητας στα βιβλία της. Τα πρόσωπα των βιβλίων της είναι πρόσωπα με τα οποία καθημερινά συγχρωτιζόταν, ήταν οι άνθρωποι της γειτονιάς όπου μεγάλωσε, οι άνθρωποι της διπλανής –κυριολεκτικά– πόρτας. Και οι ηρωίδες της έχουν πολλά στοιχεία από τη δική της ζωή, τα όνειρά της και την προσωπική της διαδρομή.
Η Μάρτζι Σάνον είναι 17 χρονών. Ζει σε μια ιρλανδοαμερικάνικη γειτονιά στο Μπρούκλιν, τη δεκαετία του 1920. «Είχε παρατήσει το σχολείο στα δεκάξι, αφού φοίτησε δυο χρόνια στο Γυμνάσιο» προκειμένου να δουλέψει, ζει με τους γονείς της που είναι εξουθενωμένοι από την ασταμάτητη σκληρή δουλειά. Εκείνη, όμως, ονειρεύεται μια ζωή που θα της επιτρέψει να ξεφύγει από τη φτώχεια και τη μιζέρια. Στο πρόσωπο του Φράνκι Μαλόουν πιστεύει ότι βρήκε τον άνθρωπο με τον οποίο θα μοιραστεί και θα πραγματοποιήσει τα όνειρά της. «Είχε την αισιοδοξία των νέων που βλέπουν τη ζωή να απλώνεται λαμπρή μπροστά τους, που είναι σίγουροι ότι μπορούν να χαράξουν το δικό τους ένδοξο πεπρωμένο».
Γύρω από αυτά τα πρόσωπα, που πλαισιώνονται από ένα πλήθος άλλων, η Μπέτι Σμιθ θα αναπαραστήσει μια ολόκληρη εποχή. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου, μέσα από τον μικρόκοσμο των πρωταγωνιστών, ο αναγνώστης γνωρίζει και τον μακρόκοσμο της Αμερικής. Το πολυπολιτισμικό Μπρούκλιν του 1920 αποδίδεται με αληθοφάνεια και σκληρό ρεαλισμό. Οικογενειακές σχέσεις, επαγγελματίες, μειονοτικές ομάδες που αγωνίζονται για την επιβίωση, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο χτίζεται το κείμενο. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι μετανάστες πρώτης γενιάς, που αναζητούν το Αμερικάνικο Όνειρο, το οποίο μέρα τη μέρα διαψεύδεται.
Με αποκαλυπτικούς διαλόγους, με λεπτές παρατηρήσεις που φωτίζουν την εσωτερική δομή των ηρώων, θα αναδείξει το πώς η σκληρή καθημερινότητα συνθλίβει την ανθρώπινη ζωή.
Η Μάρτζι ζει με τη διαρκώς ανικανοποίητη μητέρα της και τον μονίμως δυσαρεστημένο πατέρα της. Δύο άνθρωποι που κάποτε αγαπήθηκαν και ονειρεύτηκαν. Που ήθελαν να κάνουν ευτυχισμένη την κόρη τους. Μόνο που «συνεχώς ανέβαλλαν αυτή τη στιγμή για αργότερα. Κάποια μέρα την επόμενη βδομάδα… τον επόμενο μήνα… του χρόνου… Όλα πάντοτε θα ήταν καλύτερα στο μέλλον. Και ξαφνικά το μέλλον είχε έρθει. Και ήταν ένα σύντομο παρόν… και πολύ σύντομα θα γινόταν ένα με το παρελθόν».
Η συγγραφέας έχει το χάρισμα να αποτυπώνει με συμπόνια τούς μικρούς ανθρώπους μιας μεγάλης πόλης. Η ψυχογραφική της ικανότητα είναι δεινή. Με αποκαλυπτικούς διαλόγους, με λεπτές παρατηρήσεις που φωτίζουν την εσωτερική δομή των ηρώων, θα αναδείξει το πώς η σκληρή καθημερινότητα συνθλίβει την ανθρώπινη ζωή. Καλειδοσκοπικά στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη σε μια πλειάδα επιμέρους θεμάτων. Η ιστορία που δημιουργεί είναι παράλληλα μια ιστορία για το πώς χτίζεται ο χαρακτήρας, μια ιστορία για τη φιλία, την αγάπη, αλλά και για τα όσα χάνονται.
Η διεισδυτική της ματιά θα πάει πιο βαθιά από τον κύκλο της φτώχειας. Θα αναδείξει το διαγενεακό τραύμα που αυτή προκαλεί. Οι οικογένειες Σάνον και Μάλοουν, της Μάρτζι και του Φράνκι, είναι δύο οικογένειες δυσλειτουργικές, όπως φαίνεται από τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ των μελών τους. Αλλά και ο γάμος των παιδιών τους δε θα αποτελέσει χαρμόσυνο γεγονός. «Οι γονείς και των δύο ήταν στενοχωρημένοι. Και οι δύο οικογένειες θα έχαναν την οικονομική βοήθεια των παιδιών τους. Όμως, αυτό που τις στενοχωρούσε περισσότερο ήταν ότι έχαναν την ευκαιρία να ξεφύγουν από το περιβάλλον στο οποίο είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει. Ο γάμος ήταν μια από τις ελάχιστες ευκαιρίες που είχαν οι φτωχοί να βελτιώσουν τη ζωή τους». Επηρεασμένοι από τα στερεότυπα της εποχής, στερεότυπα που γεννιούνται από τις ανάγκες της επιβίωσης, ο μοναδικός σκοπός του γάμου είναι –πέρα από την τεκνοποίηση– η οικονομική και κοινωνική ανέλιξη.
Η πινακοθήκη χαρακτήρων που δημιουργεί η Σμιθ καθιστούν τρομερά ενδιαφέρον το μυθιστόρημα. Γιατί, αν και γράφτηκε σχεδόν 80 χρόνια πριν, παραμένει επίκαιρο. Σε μια εποχή που η πολυπολιτισμικότητα, σε μεγάλο βαθμό, είναι αποτέλεσμα της μετακίνησης πληθυσμών εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας, των πολέμων ή της αναζήτησης περισσότερων ευκαιριών, η κυνική προσέγγιση του Αμερικάνικου Ονείρου, η ματαίωση των προσδοκιών και των ελπίδων όσων αναζητούν μια καλύτερη ζωή στον Δυτικό κόσμο, φαντάζει περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. «Σύμφωνα με το Όνειρο, τα σημαντικά συστατικά του πλούτου, της δόξας και της επιτυχίας είχαν ως υπόβαθρο τη φτώχεια, τη σκληρή δουλειά τη φιλοδοξία, την άτεγκτη τιμιότητα και τη συστηματική αποταμίευση. Ο Χένι είχε δουλέψει από δώδεκα χρονών παιδάκι… είχε ζήσει όσο πιο τίμια μπορούσε… δουλεύοντας εξήντα ολόκληρα λεπτά για κάθε ώρα μισθωτής εργασίας, χωρίς να εξαπατήσει κανέναν. Και δεν είχε γίνει ούτε επιτυχημένος, ούτε διάσημος, ούτε πλούσιος. Μάλιστα, κάθε χρόνο που περνούσε γινόταν πιο φτωχός…».
Την ίδια στιγμή το πορτρέτο της εργατικής τάξης που δημιουργεί, μιας τάξης που σταδιακά χάνει τη συλλογική της συνείδηση, που αναζητά ατομικές λύσεις επιβίωσης και που πνίγει την απογοήτευσή της στο ποτό, ταιριάζει απόλυτα με τη σύγχρονη εποχή. «“Πού πας;” τον ρώτησε, όπως είχε ακούσει τη μητέρα της να ρωτά τον πατέρα της τόσα πολλά βράδια. “Έξω” της είπε και ο τόνος της φωνής του ήταν ίδιος με του πατέρα της. “Δε θα βρεις τις απαντήσεις στο μπαρ” του είπε…»
«Όχι, σκέφτηκε, δεν πρέπει να επιβάλλεις σε κανένα παιδί να νιώθει τυχερό μόνο και μόνο επειδή έχει το φαγητό, τη στέγη και τη φροντίδα που δικαιούνται να έχουν όλα τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο».
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, η Σμιθ θα πρωτοπορήσει σε κάτι ακόμα. Δίπλα στους άνδρες πρωταγωνιστές, που άλλοτε είναι βίαιοι, άλλοτε μεμψίμοιροι, άλλοτε σπάταλοι ή μέθυσοι, που βλέπουν μέσα από συγκεκριμένη οπτική τις γυναίκες, η συγγραφέας θα βάλει τον Φράνκι, τον πρώτο (;) ασεξουαλικό ήρωα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Με την ίδια ακριβώς πρωτοποριακή ματιά θα χτίσει τον χαρακτήρα του κυρίου Πρέντις, του αφεντικού της Μάρτζι. Ενός ανθρώπου μορφωμένου, εξαιρετικά εύπορου αλλά και ευνουχισμένου από τη μητέρα του. «Ο Γουέιν υποχώρησε. Ήταν πιο εύκολο να υποχωρήσει παρά να διαπληκτιστεί μαζί της. Ναι! Ναι, ναι, ναι. Πάντα ναι. Ό,τι κι αν με ρωτάει, σκέφτηκε, πάντα εγώ της απαντώ ναι. Έπεσε στο κρεβάτι του και έσβησε το φως. “Σε μισώ, μητέρα!” Και το πρωί δεν μπορούσε να θυμηθεί αν όντως είχε πει αυτό το φρικτό πράγμα ή αν το ονειρεύτηκε».
Ιδιαίτερη αξία στο βιβλίο έχει ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το γυναικείο φύλο. Δίπλα στις μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες (που ο μητρικός τους ρόλος στραγγαλίζει την προσωπικότητα των παιδιών, πάντα στο όνομα της αγάπης τους γι’ αυτά) ή σε κοπέλες που έχουν οικειοποιηθεί τους ρόλους που επιβάλλει το φύλο τους και η πατριαρχία, η Σμιθ θα αντιπαραθέσει τη Μάρτζι Σάνον. Σε αυτό το μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη της Μάρτζι από αφελή κοπέλα σε διορατική γυναίκα. Οι φεμινιστικές ιδέες για τους ρόλους των φύλων είναι ευδιάκριτες στο βιβλίο, η αποτύπωση της σεξουαλικής απογοήτευσης από τον έγγαμο βίο –ειδικά όταν αυτό εκφράζεται από μια νεαρή γυναίκα– αλλά και η οπτική του φεμινισμού που επικροτεί τη γυναικεία εργασία όσο και τη μητρότητα ως έγκυρες επιλογές, δημιουργούν μια απολαυστική και ταυτόχρονα μοντέρνα ιστορία. Η ματιά της –ρεαλιστική, ειλικρινής και σκληρή ταυτόχρονα– δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο.
Η συγγραφέας θα καταρρίψει ένα ακόμα στερεότυπο. Ακόμα και σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως η γυναικεία γραφή –τόσο σε επίπεδο θεματολογίας όσο και σε επίπεδο τεχνικών– είναι συνώνυμο του ρομαντισμού, των εύπεπτων αναγνωσμάτων με συναισθηματικά ευάλωτες ηρωίδες. Η Μπέτι Σμιθ, εν έτει 1947, δημιουργεί μια ηρωίδα που ενηλικιώνεται χωρίς ψευδαισθήσεις. Μπορεί ο τίτλος που βάζει στο έργο της να είναι Το αύριο θα είναι καλύτερο, με τον μέλλοντα να εκφράζει πλήρως το προσδοκώμενο, ωστόσο αριστοτεχνικά τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια της Μάρτζι. Η απώλεια της ελπίδας, η –σχεδόν– βεβαιότητα ότι το αύριο δε θα είναι καλύτερο, είναι μέρος της «τελετής ενηλικίωσης» της πρωταγωνίστριας. Το χαστούκι που της δίνει η μητέρα της στην αρχή της ιστορίας ως τιμωρία θα διαγράψει έναν κύκλο, καθώς η σκληρή καθημερινότητα θα τη «χαστουκίζει» μέχρις ότου παραδεχτεί την ήττα της.
Ωστόσο, η Σμιθ θα αντιμετωπίσει με τρόπο ανατρεπτικό την πρωταγωνίστριά της. Αφήνοντας το τέλος ανοιχτό, θα επιτρέψει στους αναγνώστες να αφηγηθούν το δικό τους τέλος στην ιστορία της Μάρτζι Σάνον. Όποιο, όμως, κι αν είναι αυτό το τέλος, όποια επιλογή κι αν κάνει η Μάρτζι, αυτή θα είναι το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης και της ψυχικής ανθεκτικότητας που απέκτησε συγκροτώντας τη δική της ταυτότητα. «Όχι, σκέφτηκε, δεν πρέπει να επιβάλλεις σε κανένα παιδί να νιώθει τυχερό μόνο και μόνο επειδή έχει το φαγητό, τη στέγη και τη φροντίδα που δικαιούνται να έχουν όλα τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο».
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα κλασικής λογοτεχνίας για το εφηβικό και το ενήλικο αναγνωστικό κοινό, ένα έργο το οποίο μιλά με ρεαλισμό για όσους ανθρώπους καλούνται να ξεφύγουν από τη μοίρα που τους κληροδότησε η θέση στην οποία βρέθηκαν στη ζωή.
Το αύριο θα είναι καλύτερο
Betty Smith
μετάφραση: Μαρία Φακίνου
Μεταίχμιο
432 σελ.
ISBN 978-618-03-3640-5
Τιμή €17,70
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/24788-to-aurio-tha-einai-kalytero


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου