Το βιβλίο του Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως (2010-2013) είναι η αφορμή της συζήτησής μας με τον Αχιλλέα Κυριακίδη.
Η μουσική, το φεστιβάλ Δράμας, οι αγαπημένες του ταινίες, το μυθιστόρημα σε σχέση με τη μικρή φόρμα που ο ίδιος ακολουθεί και οι τεχνητές αναπνοές που χρειάζεται η χώρα μας είναι μερικά από τα θέματα της συζήτησής μας πάντα μέσα από το ευφυές χιούμορ του γνωστού συγγραφέα, μεταφραστή και κινηματογραφιστή.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946, στο Κάιρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει δεκαέξι βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους και έχει σκηνοθετήσει έντεκα ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια. Κυκλοφορούν πάνω από εκατόν δέκα μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Ζορζ Περέκ, ο Ρεμόν Κενό, ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο Ζαν Εσνόζ, ο Γκιστάβ Φλομπέρ, ο Ζαν Ζενέ, ο Αλφρέντ Ζαρί, ο Ρολάν Τοπόρ, ο Άντριου Κρούμι, ο Κάρλο Φραμπέτι κ.ά. Το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Τεχνητές αναπνοές, το 2006 με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για τη μετάφραση των πεζογραφικών Απάντων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, το 2007 με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη για τη μετάφραση του Μεγάρου Γιακουμπιάν του Αλάα αλ-Ασουάνι, το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του μυθιστορήματος Στο cafe της χαμένης νιότης του Πατρίκ Μοντιανό, και το 2015 για το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του μυθιστορήματος Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες.
Τεχνητές αναπνοές και άλλα πεζά της πόλεως – 2003-2010 είναι ο τίτλος των ανθολογημένων διηγημάτων σας που περιλαμβάνονται στο βιβλίο σας (Πατάκης, 2016). Η συλλογή αυτή έρχεται δύο χρόνια μετά από το βιβλίο Μουσική και άλλα πεζά – 1973-1995 (Πατάκης, 2014). Πείτε μας λίγα λόγια.
Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές συγκεντρωτικές εκδόσεις έγκειται στο ότι ενώ η Μουσική περιλαμβάνει τρία ολόκληρα βιβλία που είχαν εκδοθεί παλιά από τις Εκδόσεις Ύψιλον και ανθολόγηση διηγημάτων από τα δύο πρώτα μου βιβλία (Εκδόσεις Δωδώνη), η δεύτερη δεν έχει τίποτα το… ανθολογικό, αφού δεν είναι παρά η συγκεντρωτική επανέκδοση τριών αφηγηματικών εγχειρημάτων μου που φιλοξενήθηκαν από τις Εκδόσεις Πόλις (εξ ου και το «κλείσιμο του ματιού» στον υπότιτλο της έκδοσης): των συλλογών Τεχνητές αναπνοές(2003) και Ο καθρέφτης του τυφλού (2006) και της νουβέλας Κωμωδία (2010).
Το Επίμετρο του Αριστοτέλη Σαΐνη κατατοπίζει όσους ήδη γνωρίζουν τη γραφή σας και εισάγει στο έργο σας τον νέο σας αναγνώστη. Πόσο σημαντικό είναι για τον συγγραφέα να κατατοπίζεται ο αναγνώστης ορθά από την οπτική των κριτικών;
Στο βιβλίο μου Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας (Κίχλη, 2015) υπάρχει και ο εξής αφορισμός: «Όποιος γράφει έχει “προ οφθαλμών” έναν ιδεώδη αναγνώστη που τα δέχεται όλα, τα καταλαβαίνει και τα συγχωρεί όλα. Αυτός ο “ιδεώδης” αναγνώστης είναι και ο πληρέστερος χαρακτήρας που μπορεί να πλάσει ένας συγγραφέας». Είχα στη ζωή μου την ευλογία να γνωρίσω, στο πρόσωπο του Αριστοτέλη Σαΐνη, αυτόν τον «ιδεώδη» αναγνώστη που μάλλον τα «δέχτηκε όλα», προφανώς τα «κατάλαβε όλα» (ίσως και περισσότερα απ’ όσα εγώ) και, αν κρίνω από τα δύο εξόχως (από)τιμητικά Επίμετρα, ασφαλώς τα «συγχώρεσε όλα». Με τρώει να παραφράσω τον Μπόρχες: «Κάθε (οξυδερκής) κριτικός δημιουργεί τους συγγραφείς του».
Η μικρή φόρμα, ο κινηματογράφος και η μουσική είναι αλληλένδετα στα κείμενά σας. Ποιο προϋπήρξε και ποιο επικρατεί μέσα σας;
Σας παραπέμπω στον Βερλέν: «Προ παντός η μουσική». Αλλά και στον εξαίρετο και λεπταίσθητο άγγλος δοκιμιογράφο και τεχνοκριτικό Ουόλτερ Πέιτερ: «Όλες οι τέχνες τείνουν προς την κατάσταση της μουσικής» – ένας αφορισμός, που αναγορεύει τη μουσική ως υπάτη των τεχνών, εκ μόνου του λόγου ότι αυτή η μοναδική της αφαιρετικότητα (είναι η μόνη τέχνη που δεν μπορείς να την περιγράψεις) τη φέρνει να προσομοιάζει με ό,τι πιο πολύτιμο έχει προικιστεί ο άνθρωπος: τη σκέψη.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά, στην Ελλάδα, μεμονωμένες περιπτώσεις εξαιρετικών μυθιστορημάτων δεν μπόρεσαν ποτέ να με πείσουν ως προς το ότι υπήρξε ποτέ, εδώ, σχολή ή παράδοση μυθιστοριογραφίας, αντίστοιχη με αυτήν της ποίησης, της δοκιμιογραφίας, αλλά και της μικρομεσαίας πεζογραφικής φόρμας.
Το τελευταίο διάστημα γίνεται πολύς λόγος για το μυθιστόρημα και την τύχη του στην Ελλάδα. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Λυπάμαι που το λέω, αλλά, στην Ελλάδα, μεμονωμένες περιπτώσεις εξαιρετικών μυθιστορημάτων δεν μπόρεσαν ποτέ να με πείσουν ως προς το ότι υπήρξε ποτέ, εδώ, σχολή ή παράδοση μυθιστοριογραφίας, αντίστοιχη με αυτήν της ποίησης, της δοκιμιογραφίας, αλλά και της μικρομεσαίας πεζογραφικής φόρμας. Mε πετύχατε σε… παραφραστικό οίστρο: ένα πεζογραφικό κείμενο πρέπει να έχει τις mots justes (τις σωστές λέξεις) κατά το αίτημα του Φλομπέρ, και όχι juste des mots (απλώς λέξεις)…
Αποφεύγετε το μυθιστόρημα (και) ως αναγνώστης;
Κάθε άλλο! Τι θα ήμουν αν είχα «αποφύγει» τον Φλομπέρ, τον Κάφκα, τον Φόκνερ, τον Μάρκες;
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε ότι όλα τα διηγήματά σας «μειδιούν με μελαγχολία». Η αισιοδοξία είναι στοιχείο που «πρέπει να λείπει» από τη σοβαρή λογοτεχνία;
Πρώτον, μην πιστεύετε τα οπισθόφυλλα. Δεύτερον, στην ερώτησή σας έχετε βάλει κάμποσες φράσεις σε εισαγωγικά, εκτός από τη λέξη που τα είχε περισσότερο ανάγκη: τη λέξη «σοβαρή». (Θα θυμάστε ότι τρομάξαμε ν’ αφαιρέσουμε αυτό το ρατσιστικό επίθετο από τη μουσική.) Όσο για το ερώτημά σας, παραπέμπω ξανά στο βιβλιαράκι μου με τους αφορισμούς: «Αν η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι, την έχουμε όλοι πολύ άσχημα». Πιστεύω στην καταλυτική και ακατάλυτη δύναμη του χιούμορ, στα κείμενα που υπομειδιούν κάτω απ’ τη σοβαροφάνεια της αφήγησης, τα κείμενα του Κάφκα και του Μπόρχες.
Τι απαντάτε σε όσους θεωρούν ότι όσοι ασχολούνται με τις τέχνες είναι μονόπλευροι και βαρετοί;
Ότι αυτή τους η άποψη είναι βαρετά μονόπλευρη.
Το Φεστιβάλ Δράμας κι εσείς. Πόσο σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού μας το θεωρείτε;
Κάθε πολιτιστική εκδήλωση, ακόμα και η προβολή μιας ταινίας στο καφενείο ενός ορεινού χωριού από μια περιοδεύουσα κινηματογραφική λέσχη, είναι σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού μας, πόσο μάλλον ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ σαν αυτό της Δράμας που εξέθρεψε δύο γενιές κινηματογραφιστών και γαλούχησε δύο γενιές θεατών. Φέτος κλείνει τα σαράντα χρόνια του και, έχοντας συμμετάσχει σ’ αυτό, είτε ως διαγωνιζόμενος (έντεκα φορές) είτε ως μέλος και, προσφάτως, πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής (τέσσερις), δεν μπορώ παρά να του ευχηθώ ολόψυχα μακροημέρευση (αν δεν καραδοκούσε ο κίνδυνος να εκληφθεί ως μακάβριο αστείο, θα έγραφα «μικροημέρευση»).
Ποια ταινία είδατε πρόσφατα (παλιά ή καινούργια) και σας άγγιξε ιδιαίτερα;
Από παλιές ταινίες που έτυχε να ξαναδώ μετά από πολλά χρόνια, αφάνταστα με συγκίνησε (με κάθε έννοια της λέξης) το Θαύμα στο Μιλάνο (1951) του Βιτόριο ντε Σίκα, η ταινία που κατά την ταπεινή μου γνώμη κορυφώνει τον ιταλικό νεορεαλισμό (για να τον κλείσει, τρία χρόνια αργότερα, το αριστούργημα του Ρομπέρτο Ροσελίνι, Ταξίδι στην Ιταλία). Όσο για καινούριες ταινίες που ρωτάτε αν με άγγιξαν ιδιαίτερα, ακόμα δεν έχει περάσει ο πόνος απ’ το δυνατό χαστούκι του Γιου τού Σαούλ.
Ποια η άποψή σας για τα βραβεία Όσκαρ και τις αντίστοιχες ταινίες;
Αν ρωτάτε για τα φετινά Όσκαρ, χάρηκα πάρα πολύ που εκτιμήθηκε (και βραβεύτηκε) μια τόσο χαμηλόφωνη, «εσωτερική» και ευγενική ταινία όπως το Μoonlight. Γενικά, πάντως, είμαι άκρως επιφυλακτικός απέναντι σ’ αυτά τα βραβεία, όπως και σε κάθε βραβείο του οποίου προηγούνται «υποψηφιότητες» και, άρα, έχει υπεισέλθει το στοιχείο της σύγκρισης. Έχω τιμηθεί τρεις φορές με βραβείο μετάφρασης, ευχαριστώ τις εκάστοτε κριτικές επιτροπές, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα πώς συγκρίθηκε η δουλειά μου με αυτήν των άλλων υποψηφίων και πώς μετρήθηκε (αν μετρήθηκε) ο βαθμός δυσκολίας απόδοσης στα ελληνικά του πρωτοτύπου (σαν αυτόν που ισχύει στις καταδύσεις ή στην ενόργανη γυμναστική).
Ποια βιβλία διαβάζετε αυτόν τον καιρό και θα θέλατε να προτείνετε;
Αυτόν τον καιρό (καιρός μεταφραστικού οργασμού) δεν διαβάζω, όπως καταλαβαίνετε, παρά μόνο τα βιβλία που μεταφράζω και, ενδιαμέσως, μόνο βιβλία ελλήνων συγγραφέων, κάτι που μου ανανεώνει συνεχώς τον ενθουσιασμό μου για την πληθώρα άξιων νέων ποιητών και διηγηματογράφων.
Η ανατροπή είναι διάχυτη στα διηγήματά σας. Πόσο το στοιχείο της έκπληξης σας αρέσει και στην προσωπική σας ζωή;
Στην προσωπική μου ζωή δεν μου αρέσουν και πολύ οι εκπλήξεις, κάποιες δε απ’ αυτές τις έχω πληρώσει πολύ ακριβά. Όσο για τις ανατροπές στα κείμενά μου, τις χρησιμοποιώ μόνο όταν τις υπαγορεύει το θέμα ή, πιο σωστά, όταν αυτές υπαγορεύουν το θέμα (όπως, π.χ., στο διήγημα «Μετά τον χαρακτηριστικό ήχο» που ανοίγει τη συλλογή Τεχνητές αναπνοές) ή και ολόκληρο το βιβλίο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση τωνΔιεστραμμένων ιστοριών, όπου παραλλάσσονται γνωστοί μύθοι ή ιστορικά συμβάντα, με την ταυτότητα καθενός να αποκαλύπτεται στην ακροτελεύτια φράση.
Πόσες «τεχνητές αναπνοές» χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα; Έχουμε ελπίδες ανάνηψης;
Εδώ που φτάσαμε, οι τεχνητές αναπνοές δεν κάνουν τίποτα. Χρειαζόμαστε ένα γερό ηλεκτροσόκ αυτογνωσίας.
Τεχνητές αναπνοές
Και άλλα πεζά της πόλεως [2003-2010]
Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πατάκη
254 σελ.
ISBN 978-960-16-6948-9
Τιμή € 11,90
Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Πατάκη
254 σελ.
ISBN 978-960-16-6948-9
Τιμή € 11,90