Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος |
Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979 και μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στη μουσική. Επίδοξος ροκάς στα σχολικά του χρόνια και στη συνέχεια κριτικός δίσκων, ραδιοφωνικός παραγωγός και ιδρυτής της διαδικτυακής πύλης Popaganda.gr, έζησε από πολύ κοντά, ενίοτε μάλιστα εκ των έσω, τη μετάβαση από την ηρωική «προδιαδικτυακή» στη σύγχρονη τεχνοκρατούμενη εποχή των ήχων. Φέτος τον Ιούλιο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Key Books το πρώτο του βιβλίο, με τον τίτλο Κράτα το σόου! (φόρο τιμής σε μια απ’ τις ελληνικές ροκ μπάντες που σημάδεψαν απαράκαμπτα και ανεξάλειπτα τα αυτιά της γενιάς του/μας – και όχι μόνο). Μια σπονδυλωτή νουβέλα σε «18+1 πράξεις», όπου ο συγγραφέας ιστορεί την ενηλικίωσή του μέσα από σημαδιακά για τον ίδιο, αλλά και για τη χώρα μας, μουσικά –συνυφασμένα αναπόφευκτα με τα κοινωνικά– γεγονότα, ξεναγώντας μας με αφοπλιστικά ανελέητη ειλικρίνεια και χιούμορ στα άδυτα της ψυχής ενός ισόβια παθιασμένου μουσικόφιλου.
Το Κράτα το σόου αποτελείται από «18+1 αληθινές ιστορίες». Πόσο αντικειμενικά αληθινή μπορεί να είναι μια ιστορία που αφηγούμαστε, ακόμα και αν την έχουμε όντως ζήσει;
Αν εγώ κι εσείς κοιτάξουμε το ίδιο αντικείμενο, έναν κύβο για παράδειγμα, θα δούμε δύο διαφορετικές εκδοχές του, γιατί από τη γωνία που το βλέπετε εσείς ίσως να το φωτίζει περισσότερο ο ήλιος ή γιατί μπορεί να έχει νυχτώσει κι εγώ να έξω ξεχάσει να βγάλω τα γυαλιά ηλίου. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτό που και οι δύο κοιτάζουμε παύει να είναι ένας κύβος. Θέλω να πω ότι η συντριπτική πλειονότητα των γεγονότων που περιγράφονται στις 18+1 ιστορίες του Κράτα το σόου πράγματι συνέβησαν (ανάμεσά τους υπάρχουν φυσικά και οι απαραίτητες δόσεις μυθοπλασίας, που λειτουργούν ως απαραίτητος συνεκτικός ιστός για την εξέλιξη και ολοκλήρωση της μεγάλης ιστορίας, γι’ αυτό άλλωστε και πρόκειται για «18+1 σχεδόν αληθινές ιστορίες», όπως αναγράφεται και στο εξώφυλλο). Το κάθε γεγονός όμως, όσους και να αφορά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή όσοι και να ήταν παρόντες κατά την εξέλιξή του, εκ των πραγμάτων βιώνεται έστω και ελαφρώς διαφοροποιημένο από τον καθένα. Για παράδειγμα, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου για μένα θα είναι στο διηνεκές συνδεδεμένη με τη μικρή μου αδερφή. Για εσάς πιθανότατα να ξυπνάει κάποια άλλη μνήμη. Η αντικειμενικότητα, εν προκειμένω, έχει να κάνει με το ότι συνέβη η δολοφονία, συνέβη αυτό το συλλογικό τραύμα. Το «αίμα» όμως έτρεξε διαφορετικά από τον καθένα μας. Ή φαντάζομαι ότι αλλιώς έχει αποτυπωθεί στη δική μου μνήμη η... στενή επαφή που είχα με δύο διεφθαρμένους αστυνομικούς στο Μαρόκο, και αλλιώς στη δική τους.
Κατόπιν εορτής, αυτό που νομίζω ότι έκανα, χωρίς όμως να το έχω προσχεδιάσει, ήταν να παρουσιάσω το πώς αυτά για τα οποία επέλεξα να γράψω αποδείχτηκαν εμπειρίες οριακής ψυχοσωματικής φύσεως.
Παρακολουθήσατε την πορεία της διεθνούς μουσικής σκηνής από τα παιδικά σας χρόνια ως τώρα, τόσο στενά ώστε να είναι συνυφασμένη με την ενηλικίωσή σας. Σήμερα, κοιτώντας πίσω, κατά πόσο έχουν αλλάξει (αν έχουν αλλάξει) οι εντυπώσεις και οι εκτιμήσεις σας γι’ αυτήν;
Ας πούμε ότι σήμερα μου αρέσουν κάποια παλιότερα πράγματα που στην ώρα τους μπορεί και να τα σνόμπαρα, όπως μου αρέσουν και νέα πράγματα που ίσως να αποκηρύξω αύριο. Γενικά εκ πεποιθήσεως επιλέγω να κρατάω «στεγνή» τη μουσικοφιλία μου από το διαβρωτικό, κατά τη γνώμη μου, υγρό της σοβαροφάνειας, που πλήττει πολλούς οι οποίοι, όπως κι εγώ, επιμένουν να αγοράζουν δίσκους, να πηγαίνουν σε συναυλίες και άλλα τινά. Είναι λοιπόν αυτό το ένστικτο που λειτουργεί αποτρεπτικά, που δεν με αφήνει να μπω στη λογική μιας σφαιρικής επανεξέτασης μιας κάποιας απροσδιόριστης «διεθνούς μουσικής σκηνής». Σε κάθε περίπτωση, όπως μου είχε πει προ ετών και ο ηγέτης μιας από τις πιο σημαντικές εγχώριες μπάντες, «rock ’n’ roll είναι, μην το κουράζεις στη φιλοσοφία».
Το βιβλίο διαπνέεται από έναν αυτοσαρκασμό που δεν χαρίζει κάστανα. Γράφοντάς το, μπήκατε καθόλου στον πειρασμό να ωραιοποιήσετε κάποιες από τις καταστάσεις, ή κρατήσατε σταθερά και εσκεμμένα μια αποστασιοποιημένη και «αξιολογική» στάση απέναντι στον εαυτό σας και τα γεγονότα;
Κατόπιν εορτής, αυτό που νομίζω ότι έκανα, χωρίς όμως να το έχω προσχεδιάσει, ήταν να παρουσιάσω το πώς αυτά για τα οποία –ανάμεσα σε όλα όσα έχω προλάβει να ζήσω– επέλεξα να γράψω αποδείχτηκαν εμπειρίες οριακής ψυχοσωματικής φύσεως, είτε αυτό το αντιλαμβανόμουν σε πραγματικό χρόνο είτε πολύ αργότερα, όταν άρχισα να γράφω το βιβλίο, ας πούμε. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να ωραιοποιήσω το παραμικρό, και από την άλλη ούτε με απασχόλησε να αποστασιοποιηθώ από αυτό που έγραφα. Ανέκαθεν, ως δημοσιογράφος, μου άρεσε να βάζω τον εαυτό μου «μέσα» στο θέμα με το οποίο καταπιανόμουν. Αυτό έλειπε να μην το έκανα όταν το θέμα ήμουν εγώ ο ίδιος.
Θα λέγατε πως το «επικό soundtrack» της εφηβείας του καθενός μας αποτελείται από συνειδητές επιλογές, ή ακολουθούμε περισσότερο το γενικό ρεύμα και προσαρμόζουμε άθελά μας τις προτιμήσεις μας (και τη συναισθηματική μας ανταπόκριση) σ’ αυτό;
Και τα δύο σενάρια μπορούν να συμβούν, με τις πιθανότητες υπέρ του δεύτερου να είναι σαφέστατα περισσότερες. Προσωπικά ακολούθησα την πρώτη διαδρομή, η οποία, κατά καιρούς, σε μερικά σημεία ταυτιζόταν και με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ποπ κουλτούρας. Δεν έχω καμία πρεμούρα να αποκηρύξω έναν πάλαι ποτέ underground καλλιτέχνη αν κάποτε ανέβει στο άρμα της crossover ή mainstream ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε την επιτυχίας. Δεν έχω, όμως, και καμία αμφιβολία ότι οι πιο βαθιές μουσικές συγκινήσεις έρχονται από μέρη που ευτυχώς τα μαζικά ακροατήρια αγνοούν. Κατά τα άλλα, ακόμη δεν έχει δοθεί ασφαλής απάντηση στο ερώτημα που έθεσε με τόσο μπρίο ο Paul Weller όταν ήταν πολύ νέος: Το κοινό παίρνει αυτό που θέλει; Ή θέλει αυτό που παίρνει;
Σας έχει τύχει να αισθανθείτε απόλυτη απογοήτευση για την τροπή που πήρε μέσα στο χρόνο η πορεία κάποιου από τους μουσικούς/συγκροτήματα που θαυμάζατε; Ή και το αντίθετο – να ανασκευάσετε αργότερα την άποψή σας για κάποιους που πριν δεν σας άρεσαν ή δεν θεωρούσατε αξιόλογους;
Έχω απογοητευτεί πολλάκις, τι και ποιον να πρωτοδιαλέξω. Καλλιτέχνες, παιδί μου, πεταμένα λεφτά (αστειεύομαι). Από την άλλη, όχι, δεν μου έχει συμβεί ποτέ να ξετρελαθώ με τον τρίτο, για παράδειγμα, δίσκο ενός συγκροτήματος που στον πρώτο του μου είχε φανεί αφόρητα βαρετό. Όχι ακόμη τουλάχιστον.
Υπήρξαν μουσικοί ή συγκροτήματα που γνωρίζατε μόνο από ηχογραφήσεις και όταν τους είδατε/ακούσατε «ζωντανά», άλλαξε ριζικά η εντύπωσή σας γι’ αυτούς, είτε θετικά είτε αρνητικά;
Κράτα το σόου! Θεοδόσης Μίχος Key Books 288 σελ. ISBN 978-618-82307-4-3 Τιμή: €13,90 |
Αν είναι να μην επαληθευτούν οι όποιες προσδοκίες, μεγάλες ή μη, έχω πηγαίνοντας σε ένα live, αυτό θα έχει να κάνει τελικά με αρνητικό πρόσημο. Δηλαδή θεωρώ πιο πιθανό μία μπάντα με πολύ καλά ποιοτικά δισκογραφικά εχέγγυα να είναι σκέτη απογοήτευση επί σκηνής, παρά μια μπάντα με μέτριους δίσκους να σαρώνει live.
Η ιδιότητα του δημοσιογράφου έχει επηρεάσει, και σε ποιο βαθμό, την ιδιότητα του ακροατή; Πιάνετε τον εαυτό σας να ακούει κριτικά/αναλυτικά και όχι μόνο συναισθηματικά ένα κομμάτι;
Ακόμη και όταν έγραφα δισκοκριτικές (ένα «σπορ» που πολύ συνειδητά έχω αφήσει πίσω μου εδώ και χρόνια) μου φαινόταν εξαιρετικά «στεγνό» ως προσέγγιση το να γράφεις για έναν δίσκο «κλινικά» και «αποστειρωμένα», προσπαθώντας να κρατήσεις μακριά συναισθηματισμούς και άλλα τέτοια «δαιμόνια». Τέτοιου τύπου δισκοκριτικές, σήμερα περισσότερο από ποτέ, μου φαίνονται πιο βαρετές και από οδηγίες χρήσης μαλακτικού ρούχων. Σε κάθε περίπτωση αυτό που επιμένω να αναζητώ εγώ πρώτα απ’ όλα σε έναν δίσκο είναι η συναισθηματική διέγερση. Είναι όλες αυτές οι διεγέρσεις που τελικά καθορίζουν την αισθηματική μας αγωγή, όπως έλεγε και ο Νίκος Τριανταφυλλίδης.
Θα ξαναφτιάχνατε ποτέ τους Subnormal, ή ίσως μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή τους;
Σωπάτε καλέ, σιγά μην έφτιαχνα ξανά την μπάντα που είχαμε στο λύκειο με τους φίλους μου. Έχει και ο παλιμπαιδισμός τα όριά του.
Παρά την επικράτηση (και την ευκολία χρήσης) της ψηφιακής τεχνολογίας, παρατηρείται εδώ και λίγα χρόνια μια (επι)στροφή στο βινύλιο – ως και πικάπ έχουν ξαναβγεί, προσαρμοσμένα βέβαια στις ανάγκες της εποχής...
Πρόσφατα στη Μεγάλη Βρετανία τα έσοδα από τις πωλήσεις βινυλίων σε μία εβδομάδα (για την ακρίβεια την 48η εβδομάδα του 2016) ξεπέρασαν για πρώτη φορά τα έσοδα από τα digital download, και αυτό σίγουρα δεν είναι μικρό πράγμα. Δεν ανήκω σε αυτούς που ξαφνικά εκνευρίζονται βλέποντας έναν εικοσάρη να αγοράζει βινύλια από ένα hip ρουχάδικο χωρίς καν να έχει πικάπ (ακόμη). Μου φαίνεται πολύ συμπλεγματική και γεροντίστικη μια τέτοια θεώρηση και γι’ αυτό επιλέγω να μην αντιμετωπίζω έτσι αυτή την τάση – λέω «επιλέγω» γιατί μερικές φορές πιάνω πράγματι τον εαυτό μου να σκέφτεται έτσι, γιατί, εντάξει, δεν είμαι γέρος, αλλά με συμπληρωμένα τα 37 δεν με λέτε και πιτσιρικά. Παρακολουθώ, λοιπόν, με ενδιαφέρον αυτή την επιστροφή στο βινύλιο που έχει ήδη ξεπεράσει ως τάση την υποτιθέμενη ημερομηνία λήξης της, με βάση τα ήθη και τα έθιμα της ταχύτατης κουλτούρας των hipster. Ή τους λένε αλλιώς τώρα και δεν έχω προλάβει τις εξελίξεις;
Το Κράτα το σόου μπορεί να διαβαστεί τόσο ως συλλογή διηγημάτων όσο και ως μυθιστόρημα, με την έννοια ότι οι επιμέρους ιστορίες αφορούν τα ίδια κεντρικά πρόσωπα και ακολουθούν μια γραμμική χρονική πορεία. Έχετε σκεφτεί την πιθανή μεταφορά του στην οθόνη, είτε ως ταινία είτε ως σειρά;
Να κάτι που μου έχουν πει αρκετοί αναγνώστες του βιβλίου, οπότε ναι, την έχω σκεφτεί την πιθανή μεταφορά του στην οθόνη, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Προσπαθώ να σκεφτώ ποιος θα ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για αυτή τη βρόμικη δουλειά: ο Richard Linklater ή ο Αλέξανδρος Βούλγαρης;
Γενικά εκ πεποιθήσεως επιλέγω να κρατάω «στεγνή» τη μουσικοφιλία μου από το διαβρωτικό, κατά τη γνώμη μου, υγρό της σοβαροφάνειας, που πλήττει πολλούς οι οποίοι, όπως κι εγώ, επιμένουν να αγοράζουν δίσκους, να πηγαίνουν σε συναυλίες και άλλα τινά.
Υπάρχουν σχέδια για επόμενο βιβλίο;
Υπάρχουν δύο ιδέες, πολύ διαφορετικές η μία από την άλλη, στα πρώτα στάδια της επεξεργασίας τους, και είμαι πραγματικά περίεργος να δω ποια από τις δύο θα πάρει κεφάλι. Ομολογώ ότι τελώ υπό σύγχυση, και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που θα αρχίσω να δίνω την ελάχιστη δυνατή σημασία στους ανθρώπους της ζωής μου και να κλείνομαι στο καβούκι μου. Φοβάμαι, που λέτε, και ανυπομονώ.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ασχολείστε αδιάλειπτα με τη μουσική. Αυτό συμβαίνει μάλλον λόγω συγκυριών, ή από δική σας κυρίως επιδίωξη;
Ο Αγγελάκας πρόσφατα δήλωσε ότι για εκείνον η μουσική είναι η απόλυτη θρησκεία. Δεν συμφωνώ ακριβώς, γιατί νομίζω ότι η πίστη σε οποιαδήποτε θρησκεία συνεπάγεται μία ευλαβική αντιμετώπισή της, κι εμένα δεν μου αρέσει να εντάσσω τα πάθη μου σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αλλά καταλαβαίνω τι θέλει να πει. Ως μουσικόφιλος, συνεχίζω να αγοράζω δίσκους, λιγότερους από όσους θα ήθελα και περισσότερους από όσους προλαβαίνω να ακούσω προσεκτικά. Ως δημοσιογράφος, έχω επιλέξει να μη γράφω σχεδόν ποτέ πια για μουσικά θέματα. Ή έτσι νομίζω τουλάχιστον. Δεν ξέρω ακριβώς το λόγο και η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καμία αγωνία να τον ανακαλύψω.
Αξίζει στο τέλος να «κρατήσουμε το σόου»; Ή να κρατήσουμε κάτι από αυτό;
Σας παραπέμπω στον Αλέξη Καλοφωλιά των Last Drive –μία κομβική φυσιογνωμία για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου– που είπε κάποτε επί σκηνής: «Ακόμη κι αν στο τέλος δεν έχουμε τίποτα άλλο, θα μας έχει μείνει ένα ποτήρι χαμένα όνειρα». Ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Οπότε, ναι, ας το κρατήσουμε. Κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου