«…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…»
Οι συνομιλίες στο Μοντ Πελεράν της Ελβετίας για την επίλυση του «Κυπριακού», εντός μάλιστα του 2016, βρίσκονται, θέλουμε να πιστεύουμε ακόμη, στην τελική φάση, αν και προ ολίγων ημερών οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν, γιατί οι δύο ενδιαφερόμενες πλευρές διαφώνησαν στο «εδαφικό». Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα ξαναρχίσουν οι συνομιλίες για μια δίκαιη επίλυση του «Κυπριακού», για την «Επανένωση της Κύπρου», αν και πολλοί επισημαίνουν ότι η διαπραγματευτική ισχύς της ελληνικής πλευράς δεν μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια λύση.
Μετά από το «Σχέδιο Ανάν», το οποίο απορρίφθηκε από τον κυπριακό λαό με δημοψήφισμα στις 24 Απριλίου του 2004, ένα νέο «σχέδιο» προωθεί ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ E. Μ. Άιντε. Η φιλοδοξία όλων των πλευρών για επιτυχή κατάληξη των συνομιλιών στηρίζεται, όπως φαίνεται, κυρίως στην ενεργειακή προοπτική της Κύπρου, στο περιφερειακό γεωπολιτικό σκηνικό και στην καλή προσωπική σχέση των δύο ηγετών του νησιού. Όλοι πάντως εύχονται να συνεχιστεί και να είναι πράγματι επιτυχής η νέα προσπάθεια, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Αυτές οι εξελίξεις μάς φέρνουν στο νου μιαν άλλη, προγενέστερη φάση του κυπριακού ζητήματος, κατά τη δεκαετία του 1950-1960, όταν το αίτημα ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Και είναι γνωστό ότι, ενώ από το 1878 το νησί το είχαν υπό διοίκηση εξ ονόματος του Σουλτάνου οι Άγγλοι, μετά τον βρετανο-τουρκικό πόλεμο η Μεγάλη Βρετανία το προσάρτησε και έγινε επίσημα αποικία της με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923). Η θέληση των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα εκδηλώνεται αρκετά νωρίς. Στα 1931 κιόλας οι Ελληνοκύπριοι πυρπόλησαν το κυβερνείο της Λευκωσίας με αίτημα την ένωση. Ο πόθος των Κυπρίων για ένωση ενισχύεται έντονα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο πολέμησαν στο πλευρό των συμμάχων-Άγγλων, οι οποίοι τους υπόσχονταν ικανοποίηση του αιτήματός τους. Η πρόσκληση των Άγγλων προς τους Κυπρίους, για να καταταγούν στον αγγλικό στρατό, έλεγε αυτολεξεί: «Κύπριοι, εντασσόμενοι στον αγγλικό στρατό πολεμάτε διά την Ελλάδα και την Ελευθερία». Μετά τον πόλεμο, βέβαια, αυτές οι υποσχέσεις αθετήθηκαν, χωρίς όμως αυτό να απομακρύνει τους Ελληνοκυπρίους από τη σκέψη τους για ένωση. Το 1949 σε δημοψήφισμα οι Κύπριοι ψήφισαν 96,5% υπέρ της ένωσης.
Οι συνομιλίες στο Μοντ Πελεράν της Ελβετίας για την επίλυση του «Κυπριακού», εντός μάλιστα του 2016, βρίσκονται, θέλουμε να πιστεύουμε ακόμη, στην τελική φάση, αν και προ ολίγων ημερών οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν, γιατί οι δύο ενδιαφερόμενες πλευρές διαφώνησαν στο «εδαφικό». Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα ξαναρχίσουν οι συνομιλίες για μια δίκαιη επίλυση του «Κυπριακού», για την «Επανένωση της Κύπρου», αν και πολλοί επισημαίνουν ότι η διαπραγματευτική ισχύς της ελληνικής πλευράς δεν μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια λύση.
Μετά από το «Σχέδιο Ανάν», το οποίο απορρίφθηκε από τον κυπριακό λαό με δημοψήφισμα στις 24 Απριλίου του 2004, ένα νέο «σχέδιο» προωθεί ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ E. Μ. Άιντε. Η φιλοδοξία όλων των πλευρών για επιτυχή κατάληξη των συνομιλιών στηρίζεται, όπως φαίνεται, κυρίως στην ενεργειακή προοπτική της Κύπρου, στο περιφερειακό γεωπολιτικό σκηνικό και στην καλή προσωπική σχέση των δύο ηγετών του νησιού. Όλοι πάντως εύχονται να συνεχιστεί και να είναι πράγματι επιτυχής η νέα προσπάθεια, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Αυτές οι εξελίξεις μάς φέρνουν στο νου μιαν άλλη, προγενέστερη φάση του κυπριακού ζητήματος, κατά τη δεκαετία του 1950-1960, όταν το αίτημα ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Και είναι γνωστό ότι, ενώ από το 1878 το νησί το είχαν υπό διοίκηση εξ ονόματος του Σουλτάνου οι Άγγλοι, μετά τον βρετανο-τουρκικό πόλεμο η Μεγάλη Βρετανία το προσάρτησε και έγινε επίσημα αποικία της με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923). Η θέληση των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα εκδηλώνεται αρκετά νωρίς. Στα 1931 κιόλας οι Ελληνοκύπριοι πυρπόλησαν το κυβερνείο της Λευκωσίας με αίτημα την ένωση. Ο πόθος των Κυπρίων για ένωση ενισχύεται έντονα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο πολέμησαν στο πλευρό των συμμάχων-Άγγλων, οι οποίοι τους υπόσχονταν ικανοποίηση του αιτήματός τους. Η πρόσκληση των Άγγλων προς τους Κυπρίους, για να καταταγούν στον αγγλικό στρατό, έλεγε αυτολεξεί: «Κύπριοι, εντασσόμενοι στον αγγλικό στρατό πολεμάτε διά την Ελλάδα και την Ελευθερία». Μετά τον πόλεμο, βέβαια, αυτές οι υποσχέσεις αθετήθηκαν, χωρίς όμως αυτό να απομακρύνει τους Ελληνοκυπρίους από τη σκέψη τους για ένωση. Το 1949 σε δημοψήφισμα οι Κύπριοι ψήφισαν 96,5% υπέρ της ένωσης.
Αυτό ήταν το κλίμα στο νησί, όταν για πρώτη φορά το 1953 το επισκέφτηκε ο Σεφέρης, ο οποίος λίγο μετά θα αναλάβει, όσον αφορά την Ελλάδα, τη διπλωματική ευθύνη του κυπριακού ζητήματος. Και σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εκθέσει, με πολύ λίγα λόγια, την εμπειρία του Σεφέρη απ’ αυτή την επίσκεψη (συνολικά ο Σεφέρης έκανε τρεις επισκέψεις στην Κύπρο μέχρι το 1956). Όλα τα παρακάτω είναι βέβαια πλέον γνωστά, ύστερα από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, αλλά ας ξαναθυμηθούμε τα πολύ βασικά.
Το φθινόπωρο, λοιπόν, του 1953 (6 Νοεμβρίου) ο Σεφέρης φεύγει από τη Βηρυτό, όπου ήταν πρέσβης, για την Κύπρο, όχι για υπηρεσιακούς λόγους αλλά για διακοπές μαζί με τη Μαρώ. Μεταξύ των φίλων του στην Κύπρο συγκαταλέγονται: ο Ευάγγελος Λουίζος, φίλος από τα φοιτητικά χρόνια, ο Νίκος Κρανιδιώτης, ποιητής-γραμματέας του Μακαρίου, και ο ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής, με τους οποίους λιγότερο ή περισσότερο βρίσκεται σε επαφή. Επισκέπτεται και μία φορά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στο ημερολόγιό του καταγράφει συνοπτικά το καθημερινό πρόγραμμα του μήνα που έμεινε στην Κύπρο (6 Νοεμ-9 Δεκ).
Ευθύς αμέσως, με τη βοήθεια κυρίως του Λουίζου και του Διαμαντή, καταγίνεται με πάθος στην ανακάλυψη του νησιού. Απολαμβάνει τις φυσικές ομορφιές του, επισκέπτεται αρχαιολογικούς χώρους (μυκηναϊκής έως πρωτοχριστιανικής εποχής), ναούς, κάστρα, εκκλησιές. Βλέπει έργα λαϊκής τέχνης, συνομιλεί με νησιώτες, με λυράρηδες, τραβάει 145 φωτογραφίες, βρίσκει «έθιμα που μόνο από παιδί είχ(ε) γνωρίσει», αντικείμενα και λέξεις που έρχονται κατευθείαν από την ελληνική παράδοση και, μέσα από πολλές λεπτομέρειες που παρατηρεί, θεωρεί ότι η Κύπρος είναι «ελληνική, χωρίς Έλληνα χωροφύλακα ή δημόσιο υπάλληλο». Ταυτίζει, μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, τον κόσμο της Κύπρου με τον χαμένο κόσμο των παιδικών του χρόνων στη Σμύρνη. Με μεγάλη έκπληξη και ενθουσιασμό σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Από εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κόσμος που μιλά ελληνικά, είναι ελληνικός. Που δεν εξαρτάται από την Ελληνική Κυβέρνηση, και το τελευταίο τούτο συντελεί στο αίσθημα αυτής της ευρυχωρίας».
Το φθινόπωρο, λοιπόν, του 1953 (6 Νοεμβρίου) ο Σεφέρης φεύγει από τη Βηρυτό, όπου ήταν πρέσβης, για την Κύπρο, όχι για υπηρεσιακούς λόγους αλλά για διακοπές μαζί με τη Μαρώ. Μεταξύ των φίλων του στην Κύπρο συγκαταλέγονται: ο Ευάγγελος Λουίζος, φίλος από τα φοιτητικά χρόνια, ο Νίκος Κρανιδιώτης, ποιητής-γραμματέας του Μακαρίου, και ο ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής, με τους οποίους λιγότερο ή περισσότερο βρίσκεται σε επαφή. Επισκέπτεται και μία φορά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στο ημερολόγιό του καταγράφει συνοπτικά το καθημερινό πρόγραμμα του μήνα που έμεινε στην Κύπρο (6 Νοεμ-9 Δεκ).
Ευθύς αμέσως, με τη βοήθεια κυρίως του Λουίζου και του Διαμαντή, καταγίνεται με πάθος στην ανακάλυψη του νησιού. Απολαμβάνει τις φυσικές ομορφιές του, επισκέπτεται αρχαιολογικούς χώρους (μυκηναϊκής έως πρωτοχριστιανικής εποχής), ναούς, κάστρα, εκκλησιές. Βλέπει έργα λαϊκής τέχνης, συνομιλεί με νησιώτες, με λυράρηδες, τραβάει 145 φωτογραφίες, βρίσκει «έθιμα που μόνο από παιδί είχ(ε) γνωρίσει», αντικείμενα και λέξεις που έρχονται κατευθείαν από την ελληνική παράδοση και, μέσα από πολλές λεπτομέρειες που παρατηρεί, θεωρεί ότι η Κύπρος είναι «ελληνική, χωρίς Έλληνα χωροφύλακα ή δημόσιο υπάλληλο». Ταυτίζει, μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, τον κόσμο της Κύπρου με τον χαμένο κόσμο των παιδικών του χρόνων στη Σμύρνη. Με μεγάλη έκπληξη και ενθουσιασμό σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Από εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κόσμος που μιλά ελληνικά, είναι ελληνικός. Που δεν εξαρτάται από την Ελληνική Κυβέρνηση, και το τελευταίο τούτο συντελεί στο αίσθημα αυτής της ευρυχωρίας».
Ανακαλύπτει λοιπόν τη διευρυμένη έννοια του ελληνισμού που αναζητά πέρα από τα όρια του ελληνικού κράτους. Βλέπει ενσαρκωμένο το ποιητικό του όραμα που σχετίζεται με την έννοια της χαμένης πατρίδας και την έννοια της πνευματικής αποκατάστασης του σύγχρονου ελληνισμού. Κι αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, όπως πίστευε, με τον εμπλουτισμό του με όλα τα αυθεντικά παραδοσιακά πολιτιστικά ελληνικά στοιχεία, όπου κι αν αυτά δημιουργήθηκαν: Μ. Ασία, Κύπρο, στην Ανατολή εν γένει του Μεγαλέξανδρου. Η Κύπρος σ’ αυτό ακριβώς το όραμά του τον έφερε πιο κοντά και η μηνιαία εμπειρία του από το νησί αποτέλεσε και την αφορμή για να γράψει και τη γνωστή ποιητική συλλογή του Κύπρον ου μ’εθέσπισεν… ή με τον μεταγενέστερο τίτλο: Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’.
Αν και από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βλέποντας την Ελλάδα να είναι μπλεγμένη στα γρανάζια μιας απάνθρωπης διεθνούς πολιτικής, που την έριξε κιόλας σ’ έναν καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο, αρχίζει να απογοητεύεται και να παίρνει το δρόμο της προσωπικής του αποστράτευσης, όμως αυτή η επίσκεψή του στην Κύπρο τον αναγκάζει να «επιστρατευτεί» εκ νέου στην υπόθεση τώρα του νησιού. Να συμβάλλει δηλαδή από τη θέση που είχε και με το κύρος που διέθετε στην ένωσή του με την Ελλάδα. Οι Κύπριοι τότε έλεγαν: «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες». Αλλά και στην Ελλάδα υπήρχε έντονη επιθυμία για ένωση, και γι’ αυτό η ελληνική κοινή γνώμη στρεφόταν ενάντια στην αγγλική και αμερικάνικη πολιτική που δεν την ευνοούσε.
Μετά την απόρριψη της ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ για την αυτοδιάθεση της Κύπρου (φθινόπωρο 1954), ορισμένοι κύκλοι, μολονότι καταδίκαζαν την άρνηση της αγγλικής πολιτικής ν’ αναγνωρίσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων, επέκριναν ταυτόχρονα και την ελλαδική συμπεριφορά (φανατισμός της κοινής γνώμης, συλλαλητήρια, κ.ά.) απέναντι στην Αγγλία και γενικότερα απέναντι στη Δύση. Για τον Θεοτοκά, π.χ., το κύριο είναι να μη ζημιωθεί η σχέση της Ελλάδας με τη δυτική συμμαχία. Ο Σεφέρης κατανοεί ασφαλώς αυτές τις απόψεις για τις παραπάνω φανατικές εκδηλώσεις, ωστόσο διαφοροποιείται πολύ απ’ αυτές και, απαντώντας στον Θεοτοκά, φαίνεται να εξετάζει το πρόβλημα της σχέσης με τη Δύση, όχι με τη στενή διπλωματική άποψη, αν και διπλωμάτης, αλλά με κριτήρια καθαρώς συνειδησιακά. Του γράφει: «Η άλλη άποψη αφορά τον πνευματικό άνθρωπο (…) που τον βασανίζει η συνείδησή του, (…), που συλλογίζεται πως, αν αξίζει να σωθεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, είναι γιατί μονάχα αυτός του επιτρέπει να ελπίσει ότι μπορεί ίσως να διασωθεί αυτή η συνείδηση». «Αν», γράφει, «οι όποιοι σημερινοί φορείς αυτού του πολιτισμού κουρελιάζουν τόσο βάναυσα αυτή τη συνείδηση, τότε τι αξίζουν οι συμμαχίες τους και ο ίδιος ο πολιτισμός τους;».
Με άλλα λόγια, ο Σεφέρης δίνει πολύ περισσότερη σημασία στο θέμα της ανθρώπινης συνείδησης, του ευρωπαϊκού πολιτισμού και όχι της δυτικής συμμαχίας. Κι όταν διαπιστώνει ότι οι συμπεριφορές των Άγγλων στην Κύπρο είναι απάνθρωπες, αφού έχουν βαλθεί με την προπαγάνδα τους ν’ αλλοτριώσουν την ελληνική συνείδηση των Κυπρίων, εξανίσταται. Με έντονα συναισθηματικό ύφος σημειώνει: «Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα “κουλτούρας” με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη) και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων “πολιτική προπαγάνδα”». Και: «Το να αναγνωρίσει ο κόσμος ο ελεύθερος, με τον οποίο συνταχθήκαμε (μαζί μ’ αυτόν και η Βρετανία) ότι οι Κύπριοι είναι Έλληνες καθαρά και (…) τίμια είναι ένα πράγμα (…) που δεν έχει σχέση (…) με τα ζητήματα ασφάλειας (…) ούτε με αλλαγή κυριαρχικών δικαιωμάτων».
Και θεωρεί ότι είναι θαύμα το γεγονός ότι ο κυπριακός λαός, ζώντας 900 χρόνια κάτω από ξενικό ζυγό, όχι μόνο έμεινε «πιστός στον εαυτό του», αλλά βρίσκεται πάντα «πιο κοντά στις πηγές του από την άλλη Ελλάδα – πιo κοντά στη ζωντανή, αυθόρμητη, ομαδική λαϊκή δημιουργία». Αυτή την πραγματικότητα όχι μόνο απορρίπτουν οι Άγγλοι, αλλ’ αντίθετα κιόλας προσπαθούν να την καταστρέψουν, «ν’ αποκόψουν τις ψυχές» των Κυπρίων «από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου και βάζουν μπροστά μια μηχανή που κάνει( …) τους ανθρώπους μπαστάρδους». Η Αγγλία δηλαδή προσπαθεί ν’ αλλάξει τις ψυχές των Κυπρίων, να ξεκάνει την υποσυνείδητη παράδοση και τη «φυσιολογική παιδεία» τους, η οποία είναι ελληνικότερη από την ελλαδική.
Αυτό ακριβώς ενοχλεί πάνω απ’ όλα τον Σεφέρη, η αγγλική προσπάθεια να πείσει τους Ελληνοκυπρίους ότι δεν είναι διόλου Έλληνες. Διευθυντής μάλιστα των Υπηρεσιών Πληροφοριών των Άγγλων στην Κύπρο και επομένως και διευθυντής της αγγλικής προπαγάνδας είναι ο φίλος του Σεφέρη, συγγραφέας Λόρενς Ντάρελ, ένας φιλέλληνας που ήθελε να καταταγεί στον ελληνικό στρατό για να πολεμήσει τον Μουσολίνι. Ο Σεφέρης τον αποκαλεί «διαβολέα ψυχών» και προειδοποιεί τους φίλους του για τη «διπρόσωπη» στάση του, ώστε να μη τον πλησιάσει κανείς στο όνομα της παλιάς φιλίας, γιατί δεν έπρεπε να του επιτραπεί να εκμεταλλευτεί παλιές φιλίες γι’ αυτή «τη δόλια επιχείρηση». Στο μάταιο αυτής της επιχείρησης προπαγάνδας αναφέρεται το ποίημα της κυπριακής συλλογής του «Σαλαμίνα της Κύπρος»:
Η γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν, μόνο να τις ξεκάνουν,
αν ξεγίνονται οι ψυχές.
Σ’ ολόκληρη την ποιητική συλλογή για την Κύπρο φαίνεται καθαρά αυτή η άποψή του για την ελληνικότητα του νησιού και ακόμη, επειδή η συμπεριφορά των Άγγλων έχει φτάσει στην αποικιοκρατική «ύβρη», πιστεύει ότι, σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό ηθικό νόμο της «ύβρης και της τίσης», οι Άγγλοι θα τιμωρηθούν γι’ αυτή την ηθική παράβαση. Στο ίδιο ποίημα, καταλήγει σε μια αυστηρή απειλητική προειδοποίηση προς τους Άγγλους:
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νήσος τις έστι… (…)
-Ναι, όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει
σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.
Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.
Νήσος τις έστι.
Ο στίχος «Νήσος τις έστι πρόσθεν Σαλαμίνος τόπων» είναι παρμένος από την τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου. Μ’ αυτόν το στίχο «ο άγγελος αρχίζει να περιγράφει στη βασίλισσα το οικτρό τέλος του άνθους των Περσών στη Ναυμαχία της Σαλαμίνος». Αιτία είναι η «ύβρις» που διέπραξαν, η υπέρβαση δηλαδή των νόμων της φύσης που αποτελεί συνάμα και ηθική παραβίαση. Το προζύμι της πίκρας πράγματι δεν άργησε να φουσκώσει. Την άνοιξη του 1955 άρχισε ο αγώνας των Κυπρίων με την ΕΟΚΑ, που κράτησε 4 χρόνια και τον οποίο, ύστερα από κάποιο δισταγμό, τελικά επιδοκιμάζει ο Σεφέρης. Ήδη το Κυπριακό περνούσε σε άλλη φάση.
Αρχές του επόμενου χρόνου ο Σεφέρης διορίζεται από τον υπουργό Εξωτερικών Ευ. Αβέρωφ πρέσβης στο Λονδίνο με αρμοδιότητα για την Κύπρο. Στη νέα αυτή φάση, που θα κρατήσει μέχρι τη Συνθήκη της Ζυρίχης (1959), το ζητούμενο για την Κύπρο δεν είναι βέβαια η ένωση, όπως ήθελαν οι Έλληνες, ούτε ο διαμελισμός, όπως έντονα απαιτούσε η τουρκική κυβέρνηση, αλλά η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση ο διπλωμάτης Γ. Σεφεριάδης προσέφερε ακούραστα τις υπηρεσίες του για μία δίκαιη λύση του κυπριακού ζητήματος. Συνομιλεί με αξιωματούχους της αγγλικής και τουρκικής πλευράς, προσπαθεί επίμονα να προστατεύσει τον υπουργό του από ολισθήματα, αντιδρά στις μυστικές προφορικές συνομιλίες των δύο υπουργών εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας και τον αποκλεισμό από απ’ αυτές των άλλων αξιωματούχων των δύο πλευρών, διαφωνεί με το (προ)σχέδιο του Παρισιού, συντάσσει προς τον Αβέρωφ «Υπηρεσιακόν Σημείωμα» και άλλες επιστολές, στις οποίες διατυπώνει τις επιφυλάξεις του, αλλά δεν εισακούεται, κι όταν μαθαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να κάνει στη Ζυρίχη ορισμένες βασικές παραχωρήσεις, στέλνει επιστολή στον Αβέρωφ, στην οποία εκφράζει και πάλι τις αντιρρήσεις του, με αριθμό εμπιστευτικού πρωτοκόλλου (25 Δεκ. 1958). Ο αριθμός πρωτοκόλλου θεωρήθηκε από τον υπουργό «μεγάλη προδοσία» και στάθηκε η αιτία για τον αποκλεισμό του από τη συνδιάσκεψη της Ζυρίχης (11 Φεβρ. 1959).
Ο Σεφέρης θεώρησε τους όρους της συμφωνίας πολύ κακούς για το μέλλον του νησιού. Τα γεγονότα μετά τη Ζυρίχη επαλήθευσαν δυστυχώς τους φόβους και τις επιφυλάξεις του διπλωμάτη Γιώργου Σεφεριάδη. Ας ευχηθούμε στην Ελβετία, ή όπου αλλού συνεχιστεί ο διάλογος, να επιδειχθεί περισσότερη σύνεση από όλες τις πλευρές, να μην επικρατήσουν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων φυσικού αερίου και να μη δημιουργηθούν άλλα αδιέξοδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου