Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από Έλληνες γονείς, ο σκηνοθέτης του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, χορευτής και ηθοποιός Κοραής Δαμάτης ζει στην Ελλάδα, όπου επίσης σπούδασε και εργάζεται, από το 1962 – όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο λόγω των εκεί ταραχών. Οι εμπειρίες των παιδικών χρόνων και της περιπετειώδους ενηλικίωσής του αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο του βιβλίο, το ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Το σπίτι μόνο, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη τον Μάρτιο του 2016. Γραμμένο μέσα σε μια οκταετία, πλημμυρισμένο από ποιητικό πάθος και μαστορική γλαφυρότητα, Το σπίτι μόνο είναι μια τρυφερή ελεγεία για ό,τι χάνεται κυριολεκτικά και μεταφορικά αλλά και ένας ύμνος προς ό,τι κερδίζεται –συχνά με αιματηρό αντίτιμο– στον κύκλο της ανθρώπινης ζωής και δημιουργίας.
Δεν στοιχειώνουν τελικά μόνο οι ψυχές τα σπίτια, αλλά και τα σπίτια τις ψυχές...
Κάποτε αναγκάστηκα, για μια ευτελή γραφειοκρατική αιτία, να πάω σε ένα προάστιο όπου έμενα πριν τριάντα χρόνια. Φτάνοντας εντυπωσιάστηκα απ’ τις αλλαγές στους δρόμους και στις πλατείες... και έτσι όπως χάζευα τα «καινούργια», βρέθηκα στο δρομάκι που ήταν το σπίτι όπου έμενα τότε με τους γονείς μου. Το γκρέμιζαν. Το γκρέμιζαν με προσοχή και επιμέλεια για να μην τραυματίσουν τα γύρω σπίτια. Ο επάνω όροφος πια δεν υπήρχε και το ισόγειο, εκεί που μέναμε, είχε απομείνει μισό. Λείπανε τα κουφώματα, οι τοίχοι στις κρεβατοκάμαρες είχαν πέσει, το μισό ταβάνι έγερνε, τα απογυμνωμένα σίδερα στον αέρα. Ο ήλιος φώτιζε το σπίτι με έναν ιδιαίτερο τρόπο, σαν να το ταξίδευε. Και κει, μεταξύ κουζίνας και τραπεζαρίας, είδα να κινούνται σώματα γνωστά, σώματα που άλλα ζούσαν κι άλλα είχαν πεθάνει εδώ και καιρό. Κάποια στιγμή, σαν να έτρεξε να κρυφτεί από όλο αυτό το χαλασμό η Ρεβέκκα, η άσπρη γάτα που είχαμε τότε. Ναι, το σπίτι είχε κρατήσει τις ψυχές αυτών που κάποτε ζούσαν εδώ, τουλάχιστον το κομμάτι της ψυχής τους όσο ζούσαν εδώ. Δεν μ’ άφησαν οι εργάτες να πάω στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Πίσω είχε έναν κήπο με τριανταφυλλιές και έναν παμπάλαιο κισσό που, τότε, είχε σκεπάσει τους τοίχους του σπιτιού, καμάρωνε κιόλας που ’χε φτάσει στην ταράτσα.
Αφετηρία ήταν οι μνήμες, σκόρπιες και ημιτελείς, και ύστερα ξεθάρρεψε η μυθοπλασία κι άρχισε να συμπληρώνει τα κενά, και μετά μπήκαν στα γραμμένα και επινοημένοι ήρωες που απαιτούσαν να πάρουν μέρος στα αληθινά λες κι ήταν μέρος κι αυτοί του πραγματικού.
Έχοντας διαβάσει το βιογραφικό σας, είναι αναπόφευκτο να διακρίνει κανείς το έντονο αυτοβιογραφικό στοιχείο στο μυθιστόρημα, παρά το διαφορετικό όνομα του πρωταγωνιστή/αφηγητή. Πώς κρατήσατε την ισορροπία ανάμεσα στον βιωματικό ρεαλισμό και τη μυθοπλασία;
Αφετηρία ήταν οι μνήμες, σκόρπιες και ημιτελείς, και ύστερα ξεθάρρεψε η μυθοπλασία κι άρχισε να συμπληρώνει τα κενά, και μετά μπήκαν στα γραμμένα και επινοημένοι ήρωες που απαιτούσαν να πάρουν μέρος στα αληθινά λες κι ήταν μέρος κι αυτοί του πραγματικού. Άλλοτε, λοιπόν, ένα αυτοβιογραφικό γεγονός γεννούσε φανταστικές πράξεις και δράσεις, κι άλλοτε η μυθοπλασία ξεκλείδωνε προσωπικές στιγμές. Σαν μικροί παραπόταμοι μπαίνανε ο ένας στον άλλον η αυτοβιογραφία και η μυθοπλασία, κι ύστερα χωριζόντουσαν και ξανά πάλι μαζί. Μετά από τόσα πηγαινέλα και τόσους «απαιτητικούς επισκέπτες», τα πράγματα πήραν άλλη τροπή κι ο μηχανισμός ισορροπιών, περιέργως, μπήκε μπροστά από μόνος του.
Το σπίτι παρουσιάζεται μέσα απ’ το βλέμμα του αφηγητή ως έμψυχη οντότητα, η οποία δημιουργεί καταστάσεις και καθορίζει την εξέλιξή τους.
Ναι, μ’ αρέσει να πιστεύω ότι το κάθε σπίτι ακούει, βλέπει, κρύβει... ότι το σπίτι ξέρει περισσότερα απ’ τον ένοικο ή τον ιδιοκτήτη... Και τη νύχτα, όταν κοιμούνται οι άνθρωποι, ακούς αυτές τις μικρές φωνούλες στους σωλήνες του νερού, στα κουφώματα και στα πατώματα που ξεκουράζονται, στα γέρικα έπιπλα. Τα άψυχα, λέει, όταν δεν τα προσέχουν οι άνθρωποι, ξεθαρρεύουν κι αρχίζουν να μιλούν, οι συζητήσεις τους πάντα χαμηλόφωνες, ίσα που τις πιάνει το κουρασμένο αυτί.
Ένα απ’ τα θέματα που δεσπόζουν στο βιβλίο είναι ο ξεριζωμός: του εμβρύου από τη μήτρα, της οικογένειας από τη χώρα όπου είχε τακτοποιήσει σε γενικές γραμμές τη ζωή της, της αθωότητας του παιδιού εξαιτίας της κακοποίησής του...
Πράγματα συνηθισμένα πια στις μέρες μας, δυστυχώς. Πέρα απ’ την ιδιότυπη γέννηση του ήρωα, οι ξεριζωμοί, οι κακοποιήσεις, ο πόνος, και η ανάγκη τού πρέπει να συνεχίσω, μπορεί να δημιουργούν αμηχανία και κάποια θλίψη στους «αθώους», όμως έχουν μπει στην ημερήσια διάταξη. Τότε οι Αιγυπτιώτες, πριν οι Μικρασιάτες, τώρα ξεριζώνονται λαοί, ισοπεδώνονται πόλεις, στέλνουν ολόκληρους πληθυσμούς από χώρα σε χώρα, καταυλισμοί προσφύγων καίγονται στο όνομα όποιου «κέρδους». Πίστευε κανείς ότι το φαινόμενο είχε φτάσει σε έξαρση τον περασμένο αιώνα κι ότι θα καταλάγιαζε. Ακόμα στην αρχή του ο 21ος και τα πράγματα χειροτέρεψαν. Και βέβαια οι αιτίες, τελικά, δεν είναι θρησκευτικές, φυλετικές, πληθυσμιακές, κι ό,τι άλλο σκαρφίζεται κανείς για να το δικαιολογήσει... μόνο το κέρδος είναι, το περισσότερο κέρδος.
Βρήκα συναρπαστικό το διαρκές παιχνίδι/σύγκρουση κυριολεξίας και μεταφοράς, της πραγματικότητας όπως την αντιλαμβάνονται όλοι οι άλλοι και όπως τη βιώνει, ιδιότυπα και υπερβατικά, ο αφηγητής.
Ναι, ο αφηγητής κοιτάζει τη ζωή από δύο όχθες... απ’ αυτήν που όλοι συμφωνούμε ότι είναι η πραγματικότητα, κι απ’ την άλλη, όπως τη βλέπει και τη βιώνει μέσα από μιαν άλλη διάσταση του χρόνου. Γεγονότα, δράσεις και αντιδράσεις, τοπία και εκφρασμένα συναισθήματα αποδεσμεύονται απ’ τα συγκεκριμένα σύνορα που έχει απ’ τη φύση της η πραγματικότητα και μετριούνται με μιαν άλλη βίωση που έχει για αφετηρία τη μνήμη, την παρατήρηση μικρών πραγμάτων, τη σύγκριση και μια παλιά προγονική γνώση.
Ο ήρωας «υποδύεται» ρόλους που, είτε εκούσια είτε ακούσια, του αναθέτουν οι άλλοι μέσα σε διάφορες καταστάσεις. Γίνεται «ο μόρτης», «ο άρρωστος»... Αποτελεί ίσως αυτό μέρος της (αναγκαστικής) διαδικασίας ένταξής του σε ένα σύμπαν που του είναι ξένο/ανεπιθύμητο από τη στιγμή της γέννησής του – ή και ακόμα πιο πριν;
Ο ήρωας «υποδύεται» ρόλους αντιγράφοντας τους ρόλους των ανθρώπων γύρω του. Του έχουν μάθει με παραδείγματα ότι για να ενταχθεί σε ένα σύνολο –αν όχι να γίνει αρεστός, τουλάχιστον για να μην ενοχλεί– πρέπει να εφεύρει και να κατασκευάσει μια σειρά από σωτήριες λέμβους για να μπορεί ανάλογα να συνταξιδεύει ή να το σκάει απ’ τους ανθρώπους γύρω του. Κι αυτό μόνο στην αρχή... κάποια στιγμή το παίρνει απόφαση ότι μόνο τη δική του βάρκα μπορεί να κωπηλατεί σωστά κι αφήνει τις κατασκευές.
Κάθε ακριβοθώρητη στιγμή ευτυχίας του Παύλου ακολουθείται και από μια συμφορά. Μήπως πληρώνει ισόβια με τον τρόπο αυτόν την αρχική του άρνηση να γεννηθεί ή και να ζήσει;
Θα μπορούσαμε να το δούμε και αντίθετα. Μετά από κάθε συμφορά ακολουθεί και μια στιγμή ευτυχίας. Θα έλεγα ότι οι ευτυχίες, οι συμφορές και οι δύσκολες αποφάσεις στη ζωή του Παύλου είναι μοιρασμένες, όπως σε κάθε άνθρωπο. Νομίζω ότι, τελικά, γλίτωσε την τιμωρία για την αρχική του άρνηση.
Βλέπουμε τον Παύλο να περνά «δίπλα» απ’ τη ζωή μάλλον, παρά να τη βιώνει άμεσα – το «Ένα» που ήταν πριν έρθει στον κόσμο είναι περισσότερο συμφιλιωμένο με το «μηδέν» (άρνηση να γεννηθεί, μιλήσει, να περπατήσει, να εξελιχθεί με τον ρυθμό των περισσότερων ανθρώπων) στο οποίο και επιστρέφει στο τέλος (ανωνυμία/αναίρεση της ύπαρξής του), κλείνοντας έναν κύκλο.
Ο Παύλος βιώνει άμεσα τη ζωή, δεν περνά δίπλα απ’ τη ζωή... Μάλλον μας ξεγελά αυτή η σχεδόν δεύτερη φύση του που τον απομονώνει κάθε τόσο σε μια βαθιά και επιτακτική ενδοσκόπηση, αλλά και στη συνεχή παρατήρηση της ζωής γύρω του. Πάνω σ’ αυτές τις δυο γραμμές πορεύτηκε, έμαθε να παροικεί παντού, σαν εκείνους τους νομάδες που αρνούνται να ριζώσουν σ’ ένα κομμάτι γης, ανήμποροι να κατανοήσουν τους πολλούς και να προσαρμοστούν. Έτσι έζησε, έτσι δέχτηκε τα αναπάντεχα δώρα, και έτσι έφτασε στο απόγευμα της ζωής του, παρατηρώντας τον κόσμο, και τον εαυτό του, εκτεθειμένος πάντα στη μέση του δρόμου.
Τα βήματα από τη λογική στην τρέλα είναι ένα στενό παρακάτω, και μες στο μυθιστόρημα συναντιούνται συχνά, πάνε χέρι χέρι.
Ενδιαφέρουσα θέση κατέχει η τρέλα (σε διάφορες μορφές) σε συνεχή αντιπαράθεση με τη λογική. Οι περισσότεροι συγγενείς και φίλοι του Παύλου πάσχουν και χάνονται από νευρολογικά προβλήματα και αρρώστιες που επηρεάζουν το μυαλό (ας μην ξεχνάμε και την «πομπή των τρελών» στην οραματική σκηνή προς το τέλος). Επίσης η αντισυμβατική σκέψη και συμπεριφορά που παρακινείται από την καλλιτεχνική φύση εντάσσεται, από τους ανίκανους ή απρόθυμους να την κατανοήσουν, στο πλαίσιο της τρέλας...
Τα βήματα από τη λογική στην τρέλα είναι ένα στενό παρακάτω, και μες στο μυθιστόρημα συναντιούνται συχνά, πάνε χέρι χέρι. Θυμίζω πως κάποτε οι διαφωνούντες με την απαιτητική και «δεδομένη» λογική, θεωρούνταν φορείς ιερής γνώσης –ακόμα και η επιληψία απ’ την οποία έπασχε ο πατέρας του Παύλου λογαριάζονταν ως «ιερή νόσος»–, ήταν τα ενδιάμεσα πρόσωπα μεταξύ Θεού κι ανθρώπου, τα παραδείγματα πάμπολλα. Πολύ αργότερα ενοχοποιήθηκε η μη λογική και δημιουργήθηκαν τα πρώτα ανάλογα ιδρύματα. Και έφτασε ο προηγούμενος αιώνας, όταν επίσημα πια η επιστήμη δέχτηκε πως ο διαφορετικός κόσμος της «τρέλας» εμπεριέχεται στον «λογικό» κόσμο κάθε ανθρώπου. Είναι σωστό αυτό που λέτε, ότι η αντισυμβατική σκέψη και συμπεριφορά που παρακινείται από την καλλιτεχνική φύση, και όχι μόνο, εντάσσεται εύκολα, ατυράννιστα και χωρίς δεύτερη συζήτηση, στο χώρο της τρέλας.
Ο Παύλος δυσκολεύεται να συνυπάρξει και να συνεννοηθεί με τους άλλους ανθρώπους, με τα ζώα ωστόσο έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας. Τα σκυλιά και οι γάτες παρουσιάζονται σχεδόν σαν μαγικά πλάσματα που γεφυρώνουν τον ψυχικό του κόσμο με τον εξωτερικό/«πραγματικό».
Ναι, σκύλοι, γάτες και πουλιά για τον Παύλο... είναι φίλοι, σύντροφοι πιστοί. Πλάσματα-θεραπευτές της ψυχής και του μυαλού του. Τον εκπαίδευσαν. Του μάθανε πολύτιμα πράγματα για τη ζωή... να είναι τρυφερός, να συγχωρεί, να γελάει, του μάθανε να αγαπάει. Τους μιλά, συνεννοείται μαζί τους, τον συμφιλιώνουν με τα δύσκολα... Πολύ σωστά το επισημάνατε, μέσα στο μυθιστόρημα τα ζώα και τα πουλιά έχουν θέση ουσιαστική και για άλλα πρόσωπα εκτός του Παύλου.
Το κείμενο βρίθει από φαντασμαγορικές εικόνες που εκτυλίσσονται σαν σκηνές κινηματογραφικής ταινίας – έτοιμο σενάριο ουσιαστικά, γεμάτο ποιητικότητα που εύκολα τη μετασχηματίζει σε νοερή εικόνα ο αναγνώστης. Υπάρχει περίπτωση να γυριστεί σε ταινία;
Αυτή η εκτίμησή σας για κινηματογραφικές σκηνές, σενάριο κ.λπ. έχει ειπωθεί από πολλούς που έχουν διαβάσει το βιβλίο... Ναι, θα μπορούσε να γυριστεί ταινία... μόνο να μη χαθούν οι εποχές που διανύει το μυθιστόρημα, οι τόποι, τα βλέμματα κι οι σιωπές... να μη χαθούν οι μυρωδιές.
Το σπίτι μόνο
Κοραής Δαμάτης
Γαβριηλίδης
463 σελ.
ISBN 978-960-576-474-6
Τιμή: €21,20
Κοραής Δαμάτης
Γαβριηλίδης
463 σελ.
ISBN 978-960-576-474-6
Τιμή: €21,20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου