Το αυτεξούσιον είναι βεβαίως χριστιανικός όρος, αλλά τα ίχνη του φθάνουν πολύ παλαιά, μέχρι τους ομηρικούς χρόνους.
«Ημείς γαρ αυτεξούσιοι υπό του δημιουργού γενόμενοι κύριοι των ημετέρων υπάρχομεν πράξεως» (1) γράφει ο μέγας Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Είμαστε οι κύριοι των πράξεών μας, τονίζει αναλύοντας στο βιβλίο του την έννοια και τη σημασία του αυτεξουσίου. Προσθέτει πως η εκλογή για τις πράξεις μας βρίσκεται πάντοτε στην εξουσία μας, και πως σε κάθε λογική φύση έχει εμφυτευθεί οπωσδήποτε το αυτεξούσιον θέλημα. Η λέξη «εκλογή» μάς θυμίζει την περίφημη πλατωνική ρήση: «Αιτία ελομένου· θεός αναίτιος». Η αιτία είναι του εκλέγοντος· ο θεός είναι αναίτιος (Πολιτεία 1, το τμήμα για τον μύθο του Ηρός).
Οι στίχοι από την ομηρική Οδύσσεια είναι χαρακτηριστικοί για το αυτεξούσιον. Ω πόποι, οίον δη νυ θεούς βροτοί αιτιόωνται/εξ ημέων γαρ φασι κάκ’ έμμεναι• οι δε και αυτοί/ σφήσιν ατασθαλίησιν υπέρ μόρον άλγε’ έχουσιν... (Αλίμονο πόσο άδικα μας κατηγορούν οι θνητοί, διότι λέγουν πως τα κακά είναι από μας• οι ίδιοι όμως έχουν άλγη από τις δικές τους ατασθαλίες, παρά τη μοίρα τους.)
Ήταν τα λόγια του Διός στη συγκέντρωση όλων των θεών, εκτός του Ποσειδώνος που βρισκόταν στους Αιθίοπες, γιατί θυμήθηκε την περίπτωση του Αιγίσθου. Αυτός ο Αίγισθος, χωρίς να είναι της μοίρας του γραπτό (υπέρ μόρον), νυμφεύτηκε τη σύζυγο του Αγαμέμνονος, δολοφόνησε τον ίδιο όταν επέστρεψε από τον πόλεμο της Τροίας, και μολονότι γνωριζε τη φοβερή καταστροφή που θα πάθαινε, γιατί τον προειδοποιήσαμε οι θεοί μέσω του Ερμού, εκείνος το έπραξε. Σκοτώθηκε στο τέλος από τον Ορέστη, που εκδικήθηκε το θάνατο του πατέρα του. Στην περίπτωση του Αιγίσθου, έλειπε το λογικό στο αυτεξούσιό του. Η ευθύνη ήταν τελείως δική του.
Υπέρ μόρον, παρά τη θέληση της μοίρας, τονίζεται δύο φορές στα λόγια του Διός. Και εδώ ας γίνει μια σύντομη αναδρομή στο θέμα της μοίρας.
Στον Όμηρο η Μοίρα (2) είναι παντοδύναμη, απρόσωπη και ανώνυμη. Μπροστά της λυγίζουν θεοί και άνθρωποι. Η φοβερή και αναπότρεπτη έννοιά της φανερώνεται στο «π» της Ιλιάδος,όπου πεθαίνει ο αγαπημένος γιος του Διός, ο Σαρπηδών της Λυκίας. Ο Ζευς λαχταρούσε να σώσει το παιδί του, αλλά δεν το μπόρεσε, διότι είχε φθάσει «το αίσιμον ήμαρ» του Σαρπηδόνος, «η μοιραία ημέρα». Η Ήρα, μάλιστα, του είπε πως η επιθυμία του θα διασάλευε την κοσμική νομοτέλεια, διότι και άλλοι γιοι θεών εμάχοντο στην πόλη του Πριάμου, κι έτσι ο κάθε θεός θα ήθελε να σώσει το δικό του παιδί.
«Μοίρα μ’εδάμασσε» γράφεται και στο ορφικό έλασμα από τους Θουρίους της Ιταλίας, που αναφέρεται στον νεκρό μύστη. Ο ορφικός ύμνος των Μοιρών (59) διασώζει και τα γνωστά τους ονόματα: Άτροπος, Κλωθώ, Λάχεσις. Αναφέρει επίσης και συγκεραίνει όλες τις αντιλήψεις σχετικά με τις Μοίρες. Μία Μοίρα, η νοητή αρχή, οι απειράριθμες Μοίρες και οι τρεις επώνυμες.
Στην προσωκρατική φιλοσοφία, η Μοίρα είναι επίσης μια παντοδύναμη αρχή αλλά με διάφορες ονομασίες. Στον Αναξίμανδρο η έκφραση «κατά το χρεών» είναι τόσο απρόσωπη και σκληρή, ώστε κατα την ελληνιστική εποχή έγινε μια περιφραστική ονομασία του θανάτου. Στον Παρμενίδη αναφέρεται η λέξη «Μοίρα», η οποία αναγκάζει το ον να είναι ακίνητο και ολόκληρο. Ισοδύναμο της Μοίρας είναι και η Ανάγκη στο παρμενίδειο σύστημα. Στον μυστηριακό στίχο από τους Καθαρμούς του Εμπεδοκλέους (απ. 115) αναφέρεται: Υπάρχει της Ανάγκης ένας χρησμός, των θεών αρχαίο ψήφισμα/ αιώνιο με όρκους πλατιούς σφραγισμένο. Στον Ηράκλειτο η Μοίρα χάνει την κοσμογονική της υφή και ταυτίζεται με το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του.
Ο Ησίοδος έδωσε πρώτος ονόματα στις Μοίρες, τις ενσαρκωμένες σε γυναικείες μορφές. Εδώ κατακερματίζεται η έννοια της Μοίρας και τριχοτομείται. Είναι θυγατέρες της Νύχτας, η οποία γέννησε και άλλα τέκνα, δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς. Οι Μοίρες είναι η Κλωθώ (η κλώθουσα, που συνδέεται με το παρόν,) η Λάχεσις (λαγχάνω, λαχνός, που συνδέεται με το μέλλον) και η Άτροπος (αναπότρεπτη, αμετάβλητη, που συνδέεται με το παρελθόν).
Στους αρχαίους ελληνικούς χρόνους, η Μοίρα με τις ονομασίες Αίσα, Ανάγκη, Ειμαρμένη, βρίσκεται πάνω από τους θεούς σε έναν κόσμο ιεραρχημένο, διαρθρωμένο και κρηπιδωμένο πάνω στην κοσμική νομοτέλεια.
Στο ομηρικόν αυτεξούσιον η μοίρα στέκει παράμερα. Η περίπτωση του Αιγίσθου, μολονότι είναι ένα παράδειγμα, κυοφορεί δυναμικά το θέμα του αυτεξουσίου. Αργότερα, από τον πέμπτο προχριστιανικό αιώνα, ακούγεται ο φοβερός λόγος του Ηροδότου για το φθόνο των θεών. Η σκέψη του «φθονερόν το θείον» αναφέρεται σε τρία βιβλία του. Στο Α, 32-3 ο Σόλων λέγει στον Κροίσο, που επιμένει πως είναι ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, «ω Κροίσε, επιστάμενόν με το θείον παν εόν φθονερόν τε και ταραχώδες επειρωτάς ανθρωπηίων πρηγμάτων πέρι» (ρωτάς, Κροίσε, για τα ανθρώπινα πράγματα εμένα που γνωρίζω πως το θείον είναι φθονερόν και ταραχώδες). Στο Γ, 40 γράφει ο Άμασις της Αιγύπτου στον Πολυκράτη της Σάμου: «Εμοί δε αι σαι μεγάλαι ευτυχίαι ουκ αρέσκουσι, επισταμένω το θείον ως έστι φθονερόν» (σε μένα δεν αρέσουν οι μεγάλες σου ευτυχίες, διότι γνωρίζω πως το θείον είναι φθονερόν). Άξιον παρατήρησης είναι οι τύποι της μετοχής «επιστάμενος» και η προσωπική αντωνυμία εμοί και με, που δηλούν την υποκειμενική γνώμη του λέγοντος. Στο Ζ, 46 ο Αρτάβανος λέγει στον ανηψιό του Ξέρξη πως ο θεός είναι φθονερός: «...ο δε θεός γλυκύς γεύσας τον αιώνα φθονερός εν αυτώ ευρίσκεται εών» (ο θεός είναι γλυκύς στην αρχή της ζωής μας, αλλά γίνεται φθονερός στο τέλος).
Είναι όμως πράγματι το θείον φθονερόν ή οι άνθρωποι είναι αλαζόνες, προκαλούν την ύβριν, υπερβαίνουν τα όρια και γίνονται υβριστές; Στο χριστιανικό λεξιλόγιο υπάρχει η έννοια της θέωσης. Για τον Χριστιανό η θέωση είναι ομοίωσις Θεώ, όχι βεβαίως προς τη θ. ουσία η οποία είναι αμέθεκτη αλλά προς τις θ. ενέργειες, οι οποίες είναι μεθεκτές. «Η σωτηρία ονομάζεται θέωση (3) του ανθρώπου: το κτιστό γίνεται σαν το άκτιστο, μετέχει στις ενέργειες του Θεού (όχι στην θεία ουσία) ενεργεί σαν Θεός (ποτέ ως Θεός) με αγάπη και ελευθερία». Τονίζεται η διαφορά του «σαν» από το «ως».
Στην αρχαιότητα παρατηρούμε πως οι υβριστές, οι άνθρωποι που ξεπερνούν τα όρια, προσβάλλουν τους θεούς και ανταγωνίζονται μαζί τους. Αναφέρονται μερικά ονόματα υβριστών: ο Οδυσσεύς που πρόσβαλε τον Ποσειδώνα, όταν τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο (ραψωδία ε, 415-418), οι μνηστήρες στην Οδύσσεια, των οποίων η αλαζονεία ξεπερνά τα όρια, ο Ερυσίχνων που καταστρέφει το δάσος της θεάς Δήμητρος, (Καλλίμαχος) ο Σαλμωνεύς (Απολλόδωρος Α. 9) που διέταξε τον λαό του να μη θυσιάζει στον Δία αλλά σε αυτόν. Ο υβριστής που εμφανιζόταν στους δρόμους της Ήλιδος πάνω στο άρμα του, στο οποίο είχε δέσει ξερά δέρματα και χάλκινους λέβητες που βροντούσαν καθώς έτρεχε, ενώ συγχρόνως πετούσε προς τον ουρανό αναμμένους πυρσούς λέγοντας πως είναι κεραυνοί. Ο Ζευς, βλέποντας την αλαζονεία του ανδρός, σήκωσε τον αληθινό κεραυνό και χτύπησε πάνω στο άρμα του τον Σαλμωνέα, τη στιγμή που ο τελευταίος απειλούσε με το ξίφος του τους θεούς. Οι υβριστές που προκαλούν τη Νέμεσιν δεν θέλουν την ομοίωση Θεώ αλλά την εξίσωση με αυτόν. Ο ορφικός ύμνος στη θεά Νέμεσιν επισημαίνει πως δεν της ξεφεύγει «η ψυχή που περιφρονεί τις εντολές με ακατανόητη ορμή». Αλαζονική υπήρξε και η Αράχνη, που θέλησε να ανταγωνισθεί τη θεά Αθηνά στην τέχνη της υφαντικής (Μεταμορφώσεις Οβιδίου) καθώς και η Νιόβη που καυχήθηκε πως είχε περισσότερα παιδιά από τη Λητώ.
Τα όρια έπρεπε να παραμείνουν απαρασάλευτα• η κοσμική ιεραρχία αμετακίνητη. Ο σοφός της Εφέσου μιλά ακόμη και για την τιμωρία του ήλιου, αν παραβεί τα όρια. «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα• ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (Γιατί ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια• διαφορετικά θα τον βρουν οι Ερινύες, οι βοηθοί της δικαιοσύνης). Ο σοφός ορφικός μύστης αφιερώνει ύμνους και στη Δίκη (62) και στη Δικαιοσύνη (63). Στον πρώτο ύμνο ανυμνεί τον οφθαλμό της παντεπόπτριας Δίκης και στον δεύτερο αποκαλεί τη Δικαιοσύνη «άθραυστος το συνειδός», άθραυστη εσύ συνείδηση.
Μπροστά σε τέτοια και παρόμοια παραδείγματα, αποδεικνύεται πως δεν ήταν φθονερόν το θείον, αλλά οι θνητοί ήσαν οι υβριστές και οι αίτιοι των συμφορών τους. Δεν ήταν οι θεοί «ζηλήμονες» («ε», 118), ζηλότυποι όπως είπε η ερωτευμένη με τον Οδυσσέα Καλυψώ, που φθονούσαν τις θεαινές όταν έσμιγαν με βροτούς άνδρες. Οι θεοί δεν ήταν αίτιοι των ανθρωπίνων δεινών. Αιτία ήταν το αυτεξούσιον, το ασυνόδευτο από τη λογική. Όπως δεν είναι αίτιος και ο χριστιανικός Θεός, αλλά η κακή χρήση της ελευθέρας βούλησης. Μέσα στα πάμπολλα χρόνια που πέρασαν, παρατηρείται πόσο σταθερή είναι η ελληνική θρησκευτική αντίληψη σχετικά με το αυτεξούσιον.
Σημειώσεις
1. Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 7(21) Περί φωτός, πυρός, φωστήρων, ηλίου τε και σελήνης και άστρων και (25,39) Περί του εφ’ημίν, τουτέστι του αυτεξουσίου. Μτφρ. Νίκου Ματσούκα, εκ. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 1992
2. Ελένη Λαδιά, Τα άλογα των συγγραφέων, εκ. Εστία 2016
3. Μάριος Μπέγζος, Εισαγωγή στη θρησκειολογία, κεφ. Χριστιανισμός, εκ. Ελληνικά Γράμματα 2006
1. Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 7(21) Περί φωτός, πυρός, φωστήρων, ηλίου τε και σελήνης και άστρων και (25,39) Περί του εφ’ημίν, τουτέστι του αυτεξουσίου. Μτφρ. Νίκου Ματσούκα, εκ. Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 1992
2. Ελένη Λαδιά, Τα άλογα των συγγραφέων, εκ. Εστία 2016
3. Μάριος Μπέγζος, Εισαγωγή στη θρησκειολογία, κεφ. Χριστιανισμός, εκ. Ελληνικά Γράμματα 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου