Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

«Ο Νόννος ο Παναπολίτης: η διατάραξη της αρμονίας» της Ελένης Λαδιά

Ο Νόννος ο Παναπολίτης, επικός ποιητής του 5ου μ.Χ. αι., γεννήθηκε στην Πανόπολη (το σημερινό Αχμίμ της Άνω Αιγύπτου) και αναφέρεται πως έζησε στην Αλεξάνδρεια. Μολονότι ειδωλολάτρης, στο τέλος της ζωής του εκχριστιανίσθηκε και έκανε μάλιστα την παράφραση του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Από τα Διονυσιακά του, που θεωρείται το μεγαλύτερο έπος της αρχαιότητας (48 ραψωδίες σε 21.000 δακτυλικούς στίχους,) και έχει θέμα την εκστρατεία του θεού Διονύσου στις Ινδίες, ξεχωρίζω μερικά σημαντικά μυθολογικά επεισόδια, εμβόλιμα στο έπος, που το διανθίζουν και το λαμπρύνουν. Σε αυτά τα επεισόδια θα χρησιμοποιήσω για το καθένα δικό μου υπότιτλο. Δημοσιεύονται σε συνέχειες.
3. Η διατάραξη της αρμονίας
Στην 38η ραψωδία του Νόννου ο Διόνυσος ζητά από τον Ερμή να του πει για την ιστορία του Φαέθοντος, όπως την αφηγούνται οι Κέλτες της Δύσης. Έτσι ο μειλίχιος Ερμής αρχίζει να την εξιστορεί από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ο θορυβώδης Ωκεανός που περιβάλλει την περιφέρεια του κόσμου έσμιξε με την Τηθύ σε έναν αρχέγονο υμέναιο.
Η επίκληση του ορφικού μύστη προς τον Ωκεανό φανερώνει όλο το μεγαλείο του κοσμικού στοιχείου. Είναι ο άφθαρτος και παντοτινά παροντικός πατέρας όλων των αθανάτων θεών και των θνητών ανθρώπων, «που περιρρέει τον περίζωστον κύκλο της γης· / εξ αυτού όλοι οι ποταμοί και η θάλασσα όλη / και οι στεριανές πηγοανάβρυστες αγνές δροσιές της γης. / εισάκουσε, μακάριε, πανόλβιε, μέγιστο εξάγνισμα των θεών, / προσφιλές τέρμα της γης, αρχή του πόλου, υδροπόρευτε, / έλα ευμενής στους μύστες πάντοτε ευάρεστος».
Τέκνο του Ωκεανού και της Τηθύος ήταν η Κλυμένη, η σπουδαιότερη Ναϊάς, η πανέμορφη. Κάποτε την είδε ο Ήλιος που περιστρέφει τους δώδεκα μήνες του έτους διανύοντας σαν στεφάνι τον ουράνιο θόλο με τις επτά ζώνες, και αυτός ο επόπτης του πυρός χτυπήθηκε από τη φωτιά του έρωτος. Πυρ και ύδωρ, μια ένωση αντιθέτων. Στους ορφικούς ύμνους, όπου προσωποποιούνται τα συμπαντικά στοιχεία και δίνονται κοσμογονικές μορφές στα πρόσωπα, η επίκληση στον Ήλιο ξεχωρίζει με τα εύστοχα επίθετα και τους ωραίους στίχους. Είναι ο χρυσόλαμπος, ο ακάματος, ο δεξιός γεννήτορας της αυγής και ο αριστερός της νύχτας, ο παντεπόπτης. Ήλιε, ψάλλει ο ορφικός μύστης προσφέροντας θυμίαμα με λιβανομάννα «που ρυθμίζεις των εποχών την μείξη, κυκλοκινούμενος με τέσσερις πόδες, / που παίρνεις με περιστροφές τον δρόμο του απέραντου κύκλου» και αλλού «χρυσολύρη που παίρνεις τον εναρμόνιο δρόμο του κόσμου» ή «συ ο κοσμοκράτωρ, ω αυλητή, πυρόδρομε, κυκλόστροφε..
Η Κλυμένη, συνεχίζει ο μειλίχιος Ερμής, κολυμπούσε γυμνή στα νερά του πατέρα της, απαστράπτουσα σαν την Σελήνη. Ο πύρινος Ήλιος ερωτεύθηκε βαθιά την κόρη των υδάτων. Ο Ωκεανός πάντρεψε την θυγατέρα του με τον ουράνιο αρματηλάτη και στον γάμο χόρεψαν οι νύμφες Ναϊάδες και τραγούδησαν οι εύποδες Ώρες, ενώ στρατιές άστρων φώτιζαν τον νυφικό θάλαμο, η Σελήνη έστειλε την νυφική αχτίδα και οι Εσπερίδες αλάλαζαν. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένα αγόρι, που ο γονιός του ονόμασε Φαέθων, γιατί στο αστραφτερό του πρόσωπο υπήρχε η έμφυτη λάμψη του πατέρα Ήλιου.
Ο μικρός Φαέθων έπαιζε με τον πάππο του που τον σήκωνε στον αέρα και, αφού ελισσόταν μόνος του και πετούσε με τις αύρες, ξανάπεφτε στην αγκαλιά του Ωκεανού, μέχρι που κάποτε ξέφυγε από το χέρι του και έπεσε στο μαύρο ύδωρ, το προμάντευμα του θανάτου του. Ο Ωκεανός είδε το ολέθριο σημάδι, αλλά το απέκρυψε για να μην λυπήσει την Κλυμένη. Το παιδί πότε διέμενε στα υδάτινα δώματα της μητέρας του και πότε πήγαινε στους λειμώνες της Θρινακίας, κι έμενε κοντά στην Λαμπετία, θυγατέρα του Ήλιου, όπου έβοσκε τα βόδια και τα πρόβατα. Θαυμάζοντας το άρμα του πατέρα του, μελλέφηβος ακόμη έφτιαξε ένα παιχνίδι από δοκάρια που συναρμολόγησε με περίτεχνο δεσμό, έναν τροχό για το ψεύτικο άρμα του, μαστίγιο από κλαδιά λυγαριάς και τέσσερα αρνιά με ψεύτικα χαλινάρια. Όταν όμως έφθασε στο άνθος της νεότητας (ευάνθεμον ήβην) πήγαινε κοντά στο άρμα του πατέρα του και το θαύμαζε χαϊδεύοντας τα σώματα των αλόγων κι αγγίζοντας με το χέρι του το φλογοβόλο χαλινάρι. Βαθύς ήταν ο πόθος να οδηγήσει το πύρινο άρμα, κι έκλαιγε χύνοντας ικετευτικά δάκρυα (ικετήσια δάκρυα λείβων).Ο Ήλιος προσπαθούσε να τον συνετίσει φέρνοντας για παράδειγμα θεούς που δεν χρησιμοποίησαν τα εργαλεία του πατέρα, όπως τον Άρη που δεν ήταν οπλισμένος με τον φλογερό κεραυνό, τον Ήφαιστο που δεν ονομαζόταν νεφεληγερέτης, αφού δεν σήκωνε τα σύννεφα, τον Απόλλωνα που είχε φτερωτό κύκνο κι όχι ταχύν ίππο και τον Ερμή που κρατούσε ράβδο και όχι την ασπίδα του Διός. Μόνον στον Ζαγρέα έδωσε ο πατέρας Ζευς να παίξει με τον κεραυνό και το παιδί βρήκε τον όλεθρο. Ο Φαέθων όμως αμετάπειστος συνέχιζε να κλαίει, ενώ η μητέρα του Κλυμένη παρακαλούσε τον Ήλιο. Κι εκείνος, μολονότι γνώριζε στην ψυχή του τα σταθερά και αμετάτρεπτα νήματα της Μοίρας (έμπεδα γινώσκων αμετάτροπα νήματα Μοίρης), σκούπισε το δακρυσμένο πρόσωπο του γιου κι αφού του φίλησε τα χείλη, τον συμβούλευε για τον τρόπο και τον δρόμο που θα οδηγούσε το άρμα. Του εξήγησε για τον ζωδιακό κύκλο και το περίπλοκο μονοπάτι των ασταθών πλανητών (λοξή πουλυέλικτος αταρπιτός εστι πλανήτων / ασταθέων), για τις τέσσερις εποχές και την κυκλική τροχιά, τονίζοντάς του μεταξύ των παραινέσεων να μην βγάλει το άρμα από την περιφέρεια του συνηθισμένου κύκλου, και αφού παρατηρήσει τα δώδεκα ζώδια να μην βιασθεί και προσπεράσει από τον έναν οίκο στον άλλο. Συμπλήρωσε ακόμη ότι θα κατευθύνουν την πορεία του οι δώδεκα ανακυκλούμενες ώρες. Μετά τον στόλισε με χρυσή περικεφαλαία, τύλιξε στην κόμη του τις επτά ακτίνες, περιέβαλε την μέση του με την λευκή ζώνη, τον σκέπασε με τον πορφυρό χιτώνα, φόρεσε στο πόδι το πορφυρένιο πέδιλο και του έδωσε το άρμα. Ο Φαέθων ανέβηκε επάνω ενώ ο Ήλιος του πρόσφερε τα λαμπερά ηνία και το ακτινοβόλο μαστίγιο. Όμως έτρεμε σιωπηλός, γνωρίζοντας το τέλος του γιου του, ενώ η μητέρα Κλυμένη, καθισμένη στην όχθη, φανερή από την μέση και πάνω με βυθισμένο το υπόλοιπο σώμα στο νερό, χαιρόταν για το παιδί της.
Όμως ο Φαέθων αφαιρέθηκε κοιτάζοντας τον αιθέρα και τα αστέρια, τα έθνη των ανθρώπων και την άστατη θάλασσα καθώς και τα έδρανα του ατέρμονου κόσμου, κι έτσι οι ίπποι στροβιλισμένοι κάτω από τον ζυγό βγήκαν από την περιφέρεια του κανονικού ζωδιακού. Ο Φαέθων μαστίγωνε τον λαιμό των ίππων κι εκείνοι αφηνίασαν κι έτρεχαν περιπλανώμενοι στον πολικό κύκλο ξεφεύγοντας από το όριο της τροχιάς. Έγινε ταραχή φοβερή στο άκρον του Νότου και στην αρκτική επιφάνεια του Βορρά, ενώ οι ανακυκλούμενες Ώρες, όρθιες στη πύλη του ουρανού, θαύμαζαν το διαφορετικό θέαμα της πλαστής ημέρας. Έτρεμε η Αυγή και κραύγαζε ο Αυγερινός προτρέποντας τον νεανία αρματηλάτη να σταματήσει την ξέφρενη πορεία του, γιατί κινδύνευε από το κομμάτιασμα του ουράνιου Λέοντος, από το φλογισμένο κέρατο του Ταύρου κι από το πύρινο βέλος του Τοξότη. Ο Φαέθων όμως οδηγούσε πιο δυνατά το άρμα παρελκύοντάς το προς Νότο, προς Βορρά, κοντά στην Δύση και την Ανατολή.
Και ανατάραξε την αρμονία του αμετακίνητου κόσμου (ακινήτου δε κόσμου / αρμονίην ετίναξεν).
Από την διατάραξη της αρμονίας μετακινήθηκαν τα πάντα, μέχρι που καμπυλώθηκε και ο ίδιος ο άξονας που διαπερνά τον ουρανό.
Ο Νόννος με απαράμιλλη γλώσσα περιγράφει τα συμβαίνοντα με τα κοσμογονικά στοιχεία και τους οίκους του ζωδιακού.
Τότε επενέβη ο πατέρας Ζευς και γκρέμισε με τον κεραυνό του τον Φαέθοντα, που κυλίστηκε στο ρεύμα του Ηριδανού ποταμού. Ύστερα έδεσε την ανακαλούμενη αρμονία με τον αρχικό δεσμό, ξανάδωσε τους ίππους στον Ήλιο, πήγε το ουράνιο άρμα στην ανατολή και οι ώρες ξανάτρεξαν στην προτέρα τροχιά. Ο Ζευς τοποθέτησε στον ουρανό τον Φαέθοντα, που έμοιαζε στην μορφή και στο όνομα με ηνίοχο. Κι οι αδελφές του από τον πόνο μεταμορφώθηκαν σε φυτά, ενώ από τα φύλλα, καθώς θρηνούσαν, έσταζαν τα δάκρυα τους σαν πλούσια δροσιά.
Έτσι τελείωσε την διδακτική του αφήγηση στον Διόνυσο ο μειλίχιος Ερμής, που μας υπενθυμίζει την ρήση του Ηρακλείτου για την υπέρβαση και την ύβρη: «Διότι ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τα όριά του· διαφορετικά θα τον ανακαλύψουν οι Ερινύες, που είναι επίκουροι της δικαιοσύνης», (73, 94), καθώς και την παπαδιαμάντεια πρόταση: «ψήλωσε ο νους της» είπε για την Φόνισσα.
(13-14 Δεκεμβρίου 2017)
Σημειώσεις
[1] Νόννου Διονυσιακά, ραψωδία 38, μτφρ. φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδόσεις Κάκτος 2010
[2] Τα αποσπάσματα των ορφικών ύμνων είναι από το βιβλίο Ορφικοί ύμνοι, μτφρ. Δ. Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου