Η Λαογραφία είναι μια δυναμική ανθρωπολογική επιστήμη, που μελετά και ερευνά το λαϊκό πολιτισμό κάθε χώρας. Εξελισσόμενη διαρκώς, ανοίγεται και σε νέους προσανατολισμούς, στην Οικονομία, την Οργάνωση της κοινωνικής ζωής και άλλους. Ο ιδρυτής της επιστημονικής Λαογραφίας (στα έτη 1908-1909) Νικόλαος Πολίτης, στο «συνοπτικό διάγραμμα» που δημοσίευσε στον πρώτο τόμο της επετηρίδας της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας Λαογραφία, χώρισε τη λαογραφική ύλη σε δύο μεγάλες ενότητες: Μνημεία του Λόγου, αφενός και Κατά παράδοση πράξεις και ενέργειες αφετέρου, όριζε δηλαδή τους δύο μεγάλους πυλώνες της νεοσύστατης τότε επιστήμης, τη Φιλολογική Λαογραφία και την Κοινωνική Λαογραφία.
Στη δεύτερη ενότητα προϊδέαζε ήδη τον αναγνώστη των αρχών του 20ού αιώνα για εμφανέστερες παρουσίες στο μέλλον τομέων όπως ο τομέας της Οικονομίας ή της Συγκρότησης της Κοινωνικής ζωής («Κοινωνικήν οργάνωσιν» την όριζεν εκείνος). Στην ίδια ενότητα, αρχίζοντας με την κοινωνική ζωή, ζητούσε την καταγραφή και μελέτη εθίμων σχετικών με τη διοίκηση της κοινότητας και τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, κοινωνικές σχέσεις, τη ζωή στην ξενιτιά, τη θέση της γυναίκας στο σπίτι, τας «ιδίας κοινωνίας», δηλαδή τις περιθωριακές ομάδες, αδελφοποιτούς, κλέφτες, ληστρικές συνήθειες, σχέσεις εργοδοτών με τους εργάτες, «των υπηρετών προς τους κυρίους». Ούτε τις ταξικές διακρίσεις δεν αγνόησε.
Πέρασαν χρόνια και καιροί, ώσπου όλοι οι άνθρωποι καταλάβαμε πως ο μόνος παντοδύναμος εγκόσμιος θεός είναι το χρήμα. Αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας.
Ένας από τους νέους Έλληνες λαογράφους, ο Γιώργος Βοζίκας, ερευνητής στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, έστρεψε κατ’ εξοχήν το ενδιαφέρον του προς την οικονομική διάσταση των ιστορικών συμβάντων. Σε πρόσφατη εργασία του μελέτησε πέντε χωριά έξω από την πόλη των Σερρών με προέκταση προς τον σερραϊκό κάμπο. Όπως γράφει, «τα χωριά αυτά αποτελούν ενιαία ομάδα, καθώς μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία αναφορικά με την οικονομία, την κοινωνική οργάνωση, το γλωσσικό ιδίωμα, την ιστορία και γενικότερα τον πολιτισμό». Είναι προφανής η εξάρτηση των τεσσάρων από τα πέντε μνημονευόμενα στοιχεία, από το πρώτο, την οικονομία. Παρατηρεί και ο ίδιος ότι πρόκειται εδώ «για ένα οικονομικής φύσεως ζήτημα». Τονίζει εντούτοις, ότι αυτός το εξέτασε, μελετώντας τη μετάβαση της αγροτικής κοινότητας σε μια πρωτοβάθμια, έστω αρχικά, αστική διαμόρφωση. Δεν θητεύει στην οικονομική Ιστορία, που αποτελεί τώρα έναν αυτοτελή κλάδο της όλης οικονομικής επιστήμης. Μια οικονομική Λαογραφία λογικά είναι αδιανόητη.
Ο Βοζίκας, παρακολουθώντας στη ροή τους τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, μελετά τις αντίστοιχες μεταβολές, οι οποίες σταδιακά συνέβησαν στα πέντε χωριά (με έμφαση στη Δοβίστα, μετονομασμένη σε Εμμανουήλ Παπάς), στην οικογένεια, στον ρόλο των ανδρών και των γυναικών κατά την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων (στην περίπτωση αυτή του καπνού), στην αύξηση και μείωση του πληθυσμού με τη μετακίνηση αγροτών από άλλα χωριά στην εποχή της ακμής, που μεταβάλλονταν σε καπνεργάτες, και με την μετανάστευση στον μετέπειτα καιρό της παρακμής κ.λπ. Αλλά βέβαια προηγήθηκε, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, η «πλήρης αστική ανάπτυξη» με την εμπορευματοποίηση αγροτικών προϊόντων, τον εχρηματισμό της αγροτικής οικονομίας, τον εκμηχανισμό της αγροτικής παραγωγής. «Περιδιαβάζοντας» γράφει «κάποιος σήμερα μέσα στο χωριό [τη Δοβίστα], θαυμάζει τα ψηλά σπίτια με τα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα οποία αποπνέουν ένα κλίμα ένδοξου αστικού παρελθόντος».
Μιλώντας ή γράφοντας κάποιες φορές γι’ αυτά τα «αρχοντικά» (σπίτια των αρχόντων), όπως επικράτησε να λέγονται, σκέπτομαι πως σε μια φάση στην αρχή της διαμόρφωσης της τάξης των αστών υπήρξε μια δημιουργική συνεργασία λαϊκού εργατικού δυναμικού και οικονομικά ευμαρών αστών, που έδιναν τα χρήματα για να οικοδομούν οι «μάστοροι» τα αξιοθαύμαστα έργα τους. Η λαϊκή τέχνη (αρχιτεκτονική, ζωγραφική) γνώρισε την ακμή της χάρη στο χρήμα των πλούσιων εμπόρων και άλλων επιχειρηματιών στην κεντρική Ευρώπη, στη Ρωσία. Βέβαια οι πλούσιοι αστοί είσαν ακόμη στο βάθος ψυχικά αγρότες, γεννημένοι και αναθρεμμένοι στα χωριά τους, που τα αγαπούσαν.
Ένας μεταγενέστερος οπωσδήποτε γεωπόνος (Γ. Παλαμιώτης, 1914) έγραφε για τα Δαρνακοχώρια (κοινή ονομασία για τα πέντε χωριά): «Οι γεωργοί των μερών τούτων φίλεργοι, ηθικοί και εύπλαστοι, διαιτώνται καλώς και έχουσιν ωραίας οικοδομάς με αρκετά διαμερίσματα προς αποθήκευσιν και κατεργασίαν των καπνών. Ούτοι, εύπλαστον υλικόν, καταλλήλως διαπαιδαγωγούμενοι και ενισχυόμενοι προτού διαφθαρώσι, δύνανται ν’ αποβώσιν οι άριστοι των γεωργών».
Ο γεωπόνος αυτός, πιθανώς σπουδασμένος, αλλά πιθανότατα γιος γονέων γεωργών ή και καπνεργατών, αισιοδοξώντας για το τότε παρόν των αγροτών, εναπέθετε εντούτοις τη «διαπαιδαγώγηση» των συμπατριωτών του σε όσους τελούσαν υπό το κράτος (ή την επήρεια έστω) «αστικών και ευρωπαϊκών προτύπων», στα οποία, θα σημείωνα, υπέφωσκε (άλλος θα έλεγε υπέβοσκε) ένα ολοένα πιο αισθητό κεφαλαιοκρατικό φρόνημα. Ήδη στην περίοδο του Μεσοπολέμου, η οποία αρχίζει από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1918-1919), όπως διαπιστώνει ο Βοζίκας, ο πληθυσμός της κοινότητας τριχοτομείται. Υπάρχουν, στο παράδειγμά του, εύποροι χωρικοί με πολλές εκτάσεις χωραφιών και κοπάδια ζώων (συνήθως πρόκριτοι στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αργότερα πρόεδροι της κοινότητας και κατόπιν καπνομεσίτες, επιχειρηματίες, υπάρχουν (οι περισσότεροι) κάτοχοι λιγότερων χωραφιών, αλλά αυτάρκεις, υπάρχουν οι αγρότες με πολύ λίγα χωράφια, που συχνά νοίκιαζαν ξένα χωράφια ή ξενοδούλευαν, και είναι αυτοί που πρώτοι άρχισαν να μεταναστεύουν.
Βέβαια «η δομή της οικογένειας δεν είχε αλλάξει ακόμη, ενώ νοοτροπίες του παρελθόντος να παραμένουν σε ισχύ, όπως είναι π.χ. η κοινωνική χρήση του χρήματος». Θα υπολόγιζα εδώ και τις ειλικρινά πατριωτικές ευεργεσίες όχι ολίγων μεγαλοαστών, όπως θα τους λέγαμε σήμερα.
Μένοντας στα πιο πάνω καπνοχώρια των Σερρών ο Βοζίκας παρατηρεί πως συνέτειναν αυτά για να γίνει η Ελλάδα «ο σημαντικότερος εξαγωγέας ανατολικών καπνών παγκοσμίως» και οι Σέρρες ένα από τα κέντρα της καπνοβιομηχανίας με πολλά εργοστάσια. Ο καπνέμπορος ωστόσο δεν ήταν εξάπαντος Έλληνας, μπορούσε να είναι ξένος, η εταιρεία ελληνικών ή ξένων συμφερόντων. Η συσσώρευση κεφαλαίου είχε λοιπόν για καλά αρχίσει. Και βέβαια η «υπεραξία» του Μαρξ, λέω εγώ. Και συνοδά προς αυτά οι καπνεργάτες αποτέλεσαν «το πιο μαχητικό κομμάτι της εργατικής τάξης», ενώ «η ταξική συνειδητοποίηση» αυτών των πρώην αγροτών «ενισχύθηκε από τις συνθήκες εργασίας στα καπνομάγαζα. Και από κοντά ήρθε ο αντικομουνισμός, που γινόταν ολοένα πιο βαρύς.
Αυτά όλα είσαν πρωτόφαντα. Εντούτοις, γράφει προς το τέλος ο Βοζίκας, «μαζί με τα νεωτερικά στοιχεία, διατηρούνται νοοτροπίες που δεν ανταποκρίνονται στην εξέλιξη της οικονομίας». Είναι αυτό που το έχω χαρακτηρίσει ως αντίσταση του εποικοδομήματος, κάτι που κάνει σχετική, όχι απόλυτη, τη ρήση πως, όταν αλλάζει η κοινωνικοοικονομική βάση, αλλάζει νομοτελειακά και το πολιτισμικό εποικοδόμημα. Ιστορικά έχει φανεί πως αυτό σπάνια συμβαίνει.
Μπορεί στην τελευταία φράση του στην πρωτοποριακή αυτή εργασία του να λέει ο Βοζίκας: «Η κοινότητα αφήνει τα βραδυκίνητα νερά της Παράδοσης και μπαίνει στο ορμητικό ποτάμι της Ιστορίας», αλλά εγώ πιστεύω ότι οι λαογράφοι αξίζει να εκλάβουμε τη φράση αυτή ως ένα δίλημμα, και στοχαστικά να το εξετάζουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου