Ο Γιώργος Γαλάντης γεννήθηκε στην Ισμαηλία της Αιγύπτου. Σπούδασε σχέδιο, διακόσμηση, ενδυματολογία και θέατρο στην Αθήνα. Έχει συνεργαστεί με τον Πειραϊκό Σύνδεσμο και είναι ιδρυτής της θεατρικής ομάδας «Χορίκιος». Υπήρξε επίσης ιδρυτικό στέλεχος και διευθυντής του περιοδικού Διαβάζω. Έχει διδάξει στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει δουλέψει με ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες στη Χίο και τις Οινούσσες, στον Φάρο Τυφλών και στον Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί». Είναι καλλιτεχνικός διευθυντής στο Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Καλλιθέας, όπου διδάσκει εκφραστική κίνηση και αυτοσχεδιασμό και ανεβάζει κάθε χρόνο παραστάσεις με την ομάδα του Εργαστηρίου.
Οι ρίζες σας είναι από την Ισμαηλία της Αιγύπτου, μιας χώρας με πολυπολιτισμική ιστορία και περιβάλλον. Πώς επηρέασε το γεγονός αυτό τον άνθρωπο και καλλιτέχνη Γιώργο Γαλάντη στην εξέλιξη και τον τρόπο σκέψης και δημιουργικής έκφρασής του;
Νομίζω σημαντικότατα. Θα ήμουν διαφορετικός άνθρωπος αν είχα γεννηθεί κάπου αλλού και δεν είχα ζήσει όσα έζησα μέχρι την εφηβεία μου, στη συγκεκριμένη πόλη και εποχή. Τότε ανθούσαν οι τέχνες μέσα από φορείς όπως η γαλλική λέσχη, η ιταλική και η ελληνική, οι οποίες λειτουργούσαν καθημερινά ως πολιτιστικά κέντρα με διάφορες εκδηλώσεις. Οι Έλληνες εκεί είχαν έντονη συμμετοχή. Εξάλλου, την ημέρα που γεννήθηκα ξεκίνησε μαθήματα πιάνου η αδελφή μου, οπότε στα δώδεκα χρόνια που έκανε για να ολοκληρώσει τις πρώτες σπουδές, εγώ άκουγα καθημερινά πιάνο και μου ήταν πολύ οικεία τα κλασικά ακούσματα. Στην ελληνική λέσχη διοργανώνονταν βραδιές με θέατρο και άλλες εκδηλώσεις και πάντα ακούγαμε ελληνική μουσική όλων των ειδών. Ιδιαίτερα το ελαφρό τραγούδι της εποχής ήταν εξαιρετικά οικείο και ο στίχος του μας έφερνε πιο κοντά στην ελληνική γλώσσα. Τα γαλλικά πολιτιστικά κέντρα είχαν περισσότερο κλασικό ρεπερτόριο σε μουσική και χορό. Οι Ιταλοί, πάλι, προτιμούσαν την τζαζ και καλούσαν συγκροτήματα που έπαιζαν τζαζ. Τώρα, γιατί υπήρχαν όλες αυτές οι εθνικότητες: Οι Γάλλοι διοικούσαν τη Διώρυγα και είχαν φτιάξει μια ολόκληρη περιοχή με πολύ ωραία σπίτια ομοιόμορφα, από ξύλο και τούβλο. Οι Ιταλοί ήταν ξυλουργοί, ασχολούνταν με τις οικοδομές και τα έπιπλα...
Οπότε βρήκα την ευκαιρία να μιμούμαι τους ανθρώπους κινητικά. Καθόμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και παρακολουθούσα πώς κινούνταν οι άλλοι. Μου άρεσε να μιμούμαι την κίνησή τους – όχι για να τους σχολιάσω, αλλά για να τους βιώσω. Έτσι ανακάλυψα πως μέσα από την κίνηση μπορείς να εκφραστείς όσο και να διδαχτείς. Την ερμηνεία τη δίνω τώρα, γιατί τότε δεν το καταλάβαινα.
Και οι Έλληνες;
Οι Έλληνες κατάγονταν οι περισσότεροι από ελληνικά νησιά. Ήταν έμποροι και δούλευαν και στην εταιρεία της Διώρυγας, όπου είχαν να προσφέρουν πάρα πολλά στην οργάνωση. Έτσι ζούσαμε σε μια πόλη με ποικιλία εθνικοτήτων, πολυπολιτισμική και ευημερούσα. Πώς να μην τη θυμάμαι; Και όπως είπα, το στενό οικογενειακό περιβάλλον με έσπρωχνε με μεγάλη ευκολία στο να έχω δημιουργική σκέψη και έφεση στο να εκφράζομαι καλλιτεχνικά. Ο πατέρας μου εμπορευόταν φωτογραφικά είδη, είχε εργαστήρια φωτογραφίας και έκανε εισαγωγές φιλμ και η μητέρα μου καταπιανόταν με τον αθλητισμό. Ο πατέρας μου ήταν επίσης πολύ καλός τενίστας και αρκετές φορές εκπροσώπησε την περιοχή μας σε τουρνουά. Καθώς οι Έλληνες είχαν κάπως προνομιακή θέση (ανήκαν στη μεσαία τάξη), τα ελληνικά σχολεία ήταν αρκετά καλά, παρόλο που μετά τη διεθνοποίηση της διώρυγας έπαψαν να έχουν έντονη δραστηριότητα, γιατί δεν μπορούσαν να προσλάβουν εύκολα δασκάλους. Ωστόσο, μια εποχή είχαμε διευθυντή σχολείου τον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, σε μεγάλη ηλικία – νομίζω ότι προτίμησε να έρθει για λίγο ώσπου να συνταξιοδοτηθεί. Όμως η επιβάρυνση του εκπαιδευτικού προγράμματος με πολλές ώρες διδασκαλίας αιγυπτιακής ιστορίας και γεωγραφίας μάς έτρωγε ώρες από την ελληνική παιδεία. Μικρός, πήγαινα στη βιβλιοθήκη της λέσχης και έβρισκα πάρα πολλά βιβλία για να διαβάσω. Υπήρχε, δηλαδή, ένα κλίμα που σε καλούσε να «μπεις» στον πολιτισμό – είχαμε πέντε κινηματογράφους, για παράδειγμα. Εδώ στην Αθήνα, ενώ βλέπω ότι γίνονται τελευταία προσπάθειες για προσέγγιση του πολιτισμού, κάποιες τείνουν να «διώχνουν» μέρος του κόσμου. Εμείς, παιδιά, μπαίναμε στις λέσχες, στις βιβλιοθήκες, είχαμε πρόσβαση σε όλα τα πολιτιστικά γεγονότα. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, οπωσδήποτε βρισκόσουν πολύ κοντά στη δημιουργικότητα. Υπό άλλες συνθήκες, δεν ξέρω αν θα είχα ασχοληθεί με την τέχνη.
Ποια ήταν τα πρώτα σας βήματα στο θέατρο;
Συχνά ακούω την έκφραση «δεν κατάλαβα πότε αγάπησα το θέατρο» – αυτό μπορώ να το λέω για ένα μόνο μέρος της ζωής μου. Από μικρός είχα τάση προς την κίνηση. Είχα ασχοληθεί με το τένις και άλλα αθλήματα, αλλά η κίνηση δεν σταματούσε στον αθλητισμό: πήγαινε και στη χορευτική έκφραση, όπως και στο τραγούδι. Αυτό όμως κράτησε ως το σημείο που συνέβη ένα θλιβερό γεγονός στην οικογένεια και μια μεταβολή της οικονομικής μας κατάστασης, μια ανατροπή της ζωής μας, η οποία με έκανε να δω την τέχνη με άλλα μάτια. Πράγμα που με προστάτεψε από πιθανή στροφή προς καταστάσεις δυσάρεστες και φθοροποιούς, γιατί έδωσα μεγαλύτερη σημασία στο να προσδιορίσω τη σχέση μου με την τέχνη και ιδιαίτερα με την κίνηση. Το θλιβερό γεγονός που ανέφερα με απομάκρυνε απ’ ό,τι θεωρούσα «θεατρικό», δηλαδή χορούς και τραγούδια. Οπότε βρήκα την ευκαιρία να μιμούμαι τους ανθρώπους κινητικά. Καθόμουν στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και παρακολουθούσα πώς κινούνταν οι άλλοι. Μου άρεσε να μιμούμαι την κίνησή τους – όχι για να τους σχολιάσω, αλλά για να τους βιώσω. Έτσι ανακάλυψα πως μέσα από την κίνηση μπορείς να εκφραστείς όσο και να διδαχτείς. Την ερμηνεία τη δίνω τώρα, γιατί τότε δεν το καταλάβαινα. Η κίνηση και η εικόνα ήταν δυο στοιχεία που «παντρεύονταν» πάντα το ένα με το άλλο. Έτσι διαχώρισα το πού ήθελα να παίζω θέατρο και πού μπορούσα να «φορτίζομαι» με τις τεχνικές του θεάτρου. Όταν βρέθηκα εδώ και πήγαινα σε σχολές σχεδίου, διακόσμησης και ενδυματολογίας (με εξαιρετικούς δασκάλους), παράλληλα πήγα και στη δραματική σχολή. Είχα δηλαδή το πρωί μάθημα με τον θαυμάσιο Γιώργο Βακιρτζή και με άλλους καθηγητές –σχέδιο, γυμνό και κίνηση στο γυμνό– και το απόγευμα πήγαινα στη σχολή και έκανα κίνηση. Συναντούσα λοιπόν το ίδιο πράγμα από δυο διαφορετικές γωνίες. Από τη μια παρατηρούσα και έβλεπα την κίνηση απ’ έξω, ενώ από την άλλη τη βίωνα. «Φόρτιζα» έτσι την εικόνα της κίνησης που είχα από μικρό παιδί, αλλά πιο συστηματικά.
Είστε από τους πρωτοπόρους στη διδασκαλία του θεατρικού αυτοσχεδιασμού και της εκφραστικής κίνησης στην Ελλάδα, συνδυάζοντας μάλιστα τη θεατρική έκφραση με την έντονη (αλλά όχι επίπονη) αεροβική άσκηση. Ποιος είναι ο παιδαγωγικός ρόλος των μαθημάτων αυτών και ποια η εφαρμογή τους στην καθημερινότητα;
Όντας ακόμα στη δραματική σχολή, συνειδητοποίησα ότι όποτε έπρεπε να αυτοσχεδιάσω, έβγαζα πολύ περισσότερα πράγματα από μέσα μου, ενώ λειτουργούσα και σε πολλά επίπεδα – εικόνα, συναίσθημα, κίνηση. Στο τέλος ένιωθα πλουσιότερος, με το σώμα μου πιο απελευθερωμένο. Έτσι βελτιωνόμουν και στην απόδοση των θεατρικών μου ρόλων. Όταν βγήκα στο θέατρο, συμμετείχα σε παραστάσεις εμπορικές, αλλά με πολύ καλούς ηθοποιούς (όπως ο Παπαγιαννόπουλος και η Βασιλειάδου), που με δίδαξαν πολλά πράγματα. Ενώ έπαιζα στο θέατρο, μου έγινε πρόταση από τη χορογράφο και χορεύτρια Πηνελόπη Πίκουλα να αναλάβω μια σχολή αυτοσχεδιασμού για παιδιά και εφήβους. Άλλοι δυο ή τρεις συνάδελφοι είχαν τότε ξεκινήσει μια τέτοια δραστηριότητα, την οποία ονόμαζαν «θεατρικό παιχνίδι» (από το αγγλικό «theatre games»). Αυτά τα παιχνίδια χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός «ανιματέρ» (εμψυχωτή και οργανωτή συγχρόνως), ο οποίος τα κατευθύνει ώστε να βγάλει όσο γίνεται περισσότερα πράγματα από τους ανθρώπους απέναντί του – και έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και δυνατότητες. Όλα τα επίπεδα από τα οποία περνά κανείς στα παιχνίδια αυτά εγώ τα είχα βιώσει μέσα από τον αυτοσχεδιασμό, την κίνηση, τα παιχνίδια ρόλων, τη μουσική και τον χορό. Έτσι βρέθηκα απέναντι σε παιδιά από οχτώ ως δεκαοχτώ χρονών –την έχετε κι εσείς την εμπειρία αυτή– και τα μαθήματα θα ήθελα να τα ορίσω ως «θεατρική δημιουργική έκφραση». Διότι δεν σταματούσα στο παιχνίδι, αλλά ήθελα πάντα το ερέθισμα που έδινα να γίνεται το «όχημα» για να ψαχτεί το κάθε παιδί μέσα του και να βγάλει τη δημιουργικότητά του μέσα από την έκφραση της ισχυρότερης, ίσως, δυνατότητάς του. Στη συνέχεια, το «όχημα» αυτό παράσερνε και τις άλλες εκφράσεις. Εμένα με ενδιέφερε πρωτίστως να πλουτίσουν τα παιδιά τις μαθησιακές τους λειτουργίες μέσα από το παιχνίδι. Και δεν είναι τυχαίο το ότι πολλά βελτιώθηκαν στην έκθεση. Προσπαθούσα πάντα να μην είναι αυτοσκοπός η παράσταση, αλλά να αποτελεί την αφετηρία. Γι’ αυτό και διαφέρει πολύ από το θέατρο, διότι εδώ έχουμε το θέατρο ως μέσον, ενώ σκοπός είναι η παιδαγωγική και η ψυχοθεραπεία – όχι φυσικά με την έννοια ότι γιατρεύεις αρρώστους, αλλά ότι βελτιώνεις την ψυχή. Αυτό φαίνεται τώρα που διευθύνω το Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Καλλιθέας: υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν και σκηνοθετούν έργα, μία μέρα όμως είναι αφιερωμένη και σε ανθρώπους που μπορεί να μην τους ενδιαφέρει να ασχοληθούν πιο συστηματικά με το θέατρο, αλλά να περάσουν τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Οι παραστάσεις σας πολύ συχνά περιλαμβάνουν στοιχεία μιούζικαλ και παντομίμας, όπου ο λόγος, η μουσική και η κίνηση αλληλοσυμπληρώνονται με ευρηματικούς τρόπους, ή η κίνηση σε συνδυασμό με τη μουσική μπορεί να αντικαθιστά ολοκληρωτικά τον λόγο. Ποιο είναι το ως τώρα ρεπερτόριό σας; Δουλεύετε με πρωτότυπο ή ήδη υπάρχον (θεατρικά έργα) υλικό ως βάση; Έχει συμβεί να τα συνδυάσετε;
Όταν συνειδητοποίησα την ανάγκη μου να εκφράζομαι και να δημιουργώ δρώμενα με την κίνηση, συγκέντρωσα ταλαντούχους ηθοποιούς και φτιάξαμε μια ομάδα στην οποία επεξεργαστήκαμε κατεξοχήν τη θεατρική κίνηση – εκείνη που μπορεί να εκφράζει θεατρικά πράγματα, δίχως να είναι ακριβώς παντομίμα. Μια εποχή την έλεγα «θέατρο χωρίς λόγια» και νομίζω ότι είναι ο πιο καίριος όρος. Με την ομάδα αυτή δουλέψαμε αρκετό καιρό και ανεβάσαμε δυο θεάματα, το Ένα, δύο, τρία, μπουμ! και το Μια παρέλαση... μεταπαρέλαση. Το δεύτερο –που αποτελείται από είκοσι σκηνές και θα το χαρακτήριζα «βουβή επιθεώρηση»– είχε και χαρακτήρα έρευνας, διότι περιέγραφε αναλυτικότατα τα στοιχεία της κίνησης που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του Έλληνα, με προεκτάσεις και αντίκτυπο στην όλη του «διαγωγή». Προκειμένου να διαφυλαχθεί το έργο αυτό, ιδρύθηκε η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Χορίκιος», την οποία στήριξαν στην έναρξή της πάρα πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Συνεχίσαμε με τις μεσαιωνικές γαλλικές φάρσες (σε δική σας, μάλιστα, μετάφραση) – θέατρο με λόγια αλλά ιδιότυπο, όπου η κινητική εμπειρία μου λειτούργησε ακριβώς ως συμπλήρωμα για να καλύψουμε την έλλειψη χωροχρόνου στη φάρσα. Το είδος αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ μεγάλο σταθμό – ήταν ένα μεγάλο πέρασμα, γιατί μέσα από κει δημιουργήθηκαν οι τύποι και οι καταστάσεις που θα συναντήσουμε αργότερα στον Σαίξπηρ, στον Μολιέρο και στον Γκολντόνι. Οι τύποι της ήταν οι «πρόγονοι» της κομέντια ντελ άρτε. Όμως ανατρέπει διαρκώς τη συγγένεια του διπόλου «χώρος-χρόνος», πράγμα το οποίο τόνισε και ο Αντρέ Τισιέ, μελετητής της γαλλικής φάρσας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, που έδωσε δυο φορές διάλεξη για τη δουλειά μας. Ένα άλλο έργο, λόγιο, όπου η κίνηση κάλυψε ανάλογα στοιχεία, ήταν το Νέα εφεύρεσις γάμου της Μαρίας Μηχανίδου, το οποίο διαδραματίζεται στην Αίγυπτο. Είναι από τα λίγα έργα που έχουν γραφτεί στην Αίγυπτο και δεν έχει ξαναπαιχτεί. Δεν χρησιμοποιώ την κίνηση για να δώσω ένταση, όπως βλέπω να συνηθίζεται πολύ τελευταία –λες και όλοι οι ήρωες είναι υπερκινητικά παιδιά– αλλά ο τρόπος με τον οποίο δούλεψα, η αντίληψη και η άποψη που απέκτησα δουλεύοντας με τον τρόπο αυτόν, είναι εφαρμόσιμες στον Σαίξπηρ, για παράδειγμα (του οποίου τη Δωδέκατη νύχτα ανέβασα πρόσφατα με το Θεατρικό Εργαστήρι) ή στο παραμύθι Κωνσταντής και Μαριγάκι που παίξαμε στη Χίο.
Με ποιους τρόπους η μιμική αναπληρώνει και (ανα)κατασκευάζει τα σκηνικά στοιχεία, τόσο στο μάθημα όσο και επί σκηνής;
Θεωρώ ότι η τάση μου είναι εντελώς «ηθοποιοκεντρική». Δεν μου αρέσουν τα πολλά σκηνικά και κοστούμια, εκτός και αν ορίζονται μέσα απ’ το έργο. Πρώτα απ’ όλα, τα σκηνικά μού περιορίζουν τον χώρο. Πρέπει να είναι υπαινικτικά, συγκεκριμένα, λειτουργικά και να μην «εκτρέπουν» τον θεατή – θέλω σε κάθε παράσταση να προκαλώ τη φαντασία του, πράγμα που αρχικά μπορεί να τον δυσκολέψει. Όσο όμως περνά η ώρα, ο θεατής εντάσσεται. Σε μια από τις παραστάσεις που ανέβασα στη Χίο, με το Ομήρειο (με το οποίο συνεργάστηκα επί είκοσι χρόνια), ενώ κάναμε πρόβες δουλεύαμε τη μουσική –η οποία ήταν «χειροποίητη» και έβγαινε μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς– μαζί με τον Γιώργο Μισετζή, το «alter ego» μου στη μουσική. Στη Χίο συνεργάστηκα επίσης με το θέατρο των Οινουσσών. Παρατηρώ πως, σε κάθε περιοχή, το θέατρο παίζει και διαφορετικό ρόλο: ανάλογα με τον πληθυσμό και τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, προσλαμβάνει άλλο χαρακτήρα και γίνεται αρωγός σε άλλου είδους καταστάσεις.
Διαβάζοντας τον Λάμπαν, που ήταν θεωρητικός και της κίνησης, διαπίστωσα ότι ένα μέρος των κινήσεών μας δεν δηλώνει κάτι συγκεκριμένο. Μπορεί να εκφράζει συναισθήματα ή μια δυναμική, δεν δηλώνει όμως πράγματα όπως τα δηλώνει ο παγιωμένος προφορικός λόγος. Είναι μια ωραία σπουδή για τον άνθρωπο που ασχολείται με την κίνηση και τον λόγο. Το να θέλω να είμαι συγκεκριμένος στην κίνηση, με βοήθησε στο να είμαι συγκεκριμένος και στον λόγο.
Μιλήστε μας για τη θητεία σας στο πανεπιστήμιο, την εργασία σας με θεατρικές επαγγελματικές αλλά και ερασιτεχνικές ομάδες σε Αθήνα και επαρχία.
Η δημιουργική θεατρική έκφραση ήταν το διαβατήριό μου για το πανεπιστήμιο. Με πρότεινε ο Μ. Γ. Μερακλής και, για αρκετά χρόνια, έκανα λαϊκή παράδοση και θεατρικό αυτοσχεδιασμό στους υποψήφιους δασκάλους. Μετά δίδαξα στην προσχολική αγωγή και στη μετεκπαίδευση των νηπιαγωγών, χώρους όπου η δημιουργική θεατρική έκφραση είναι όχι μόνο αντικείμενο, αλλά και –κυρίως– μέσον διδασκαλίας. Θεωρώ επίσης ότι το μάθημα αυτό ταιριάζει πολύ στην ειδική αγωγή. Τον ίδιο καιρό, μου έγινε πρόταση για το Θεατρικό Εργαστήρι της Καλλιθέας, το οποίο έβαλα ως «κορμό» της προσωπικής μου δουλειάς, για το ανέβασμα παραστάσεων με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Παράλληλα, όμως, για να μην αγνοούμε και τις υπόλοιπες εκδοχές του θεάτρου, άλλοι τρεις συνεργάτες ανεβάζουν παραστάσεις και κάνουν μαθήματα ορθοφωνίας και μουσικής. Είναι δηλαδή μια σχολή που υπηρετεί όλες τις μορφές θεάτρου και η οποία φέτος κλείνει 23 χρόνια. Πάρα πολλοί έχουν περάσει από κει και αφοσιώνονται ξεκάθαρα για χρόνια, γιατί βλέπουν ότι βελτιώνονται και αποκτούν γνώση του θεάτρου, ενώ συγχρόνως βρίσκουν απάντηση σε προσωπικά τους ερωτήματα μέσα απ’ το θέατρο. Με την ομάδα αυτή δημιούργησα το θέαμα Από την Αλεξάνδρεια του Καβάφη. Πέρα απ’ το ότι κι εγώ, όπως όλοι, αγαπώ τον Καβάφη, είχα και μια εικόνα της Αλεξάνδρειας όταν διάβαζα –ή ακόμα και όταν δεν διάβαζα– τα ποιήματά του, από τότε που πήγαινα, μικρός, με την οικογένειά μου στην πόλη αυτή. Απ’ τα διαβάσματά μου, ένιωθα πάντα τον Καβάφη καταθλιπτικό, μέσα σε ένα εξίσου καταθλιπτικό περιβάλλον. Δούλεψα λοιπόν τριάντα πέντε ποιήματά του, μέσα από τα οποία έδινα το περιβάλλον της Αλεξάνδρειας. Μπορεί η κοσμοθεωρία του, είτε στα φιλοσοφικά είτε στα ερωτικά είτε στα ιστορικά ποιήματά του, να ήταν η ίδια – αλλά το περιβάλλον δεν ήταν. Πέρα από τον Καβάφη, υπήρχε και η πόλη του. Εκείνος βίωνε αυτά που βίωνε και βασανιζόταν απ’ τις σκέψεις του, μέσα όμως σε ένα περιβάλλον πολύ κοσμικό, ευχάριστο, κοσμοπολίτικο – έναν περίγυρο που είτε διασκέδαζε είτε βρισκόταν σε έξαρση ερωτική ή και πανηγυρική.
Φέτος το καλοκαίρι ανεβάσατε πέντε θεατρικά έργα, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους.
Ναι. Ο μπαμπάς ο Πόλεμος του Καμπανέλλη, Πολυγαμία του Ξενόπουλου και Ανθισμένες μανόλιες, με την προσθήκη ενός ρόλου και μιας εισαγωγής από έναν εκφωνητή ραδιοφώνου. Επίσης τη Δωδέκατη νύχτα, χωρίς καθόλου σκηνικά αλλά με κοστούμια μιας ενιαίας ενδυματολογικής γραμμής, χωρίς ωστόσο να είναι της εποχής του Σαίξπηρ. Είναι από τα έργα όπου διαφαίνεται η επιρροή της κομέντια ντελ άρτε και μπορείς να διακρίνεις την καταγωγή κάποιων χαρακτήρων. Από τη μια υπήρχε το ερωτικό μπέρδεμα και από την άλλη το φαρσικό – όπως και στο Αγάπης αγώνας άγονος, όπου τα χαρακτηριστικά της κομέντια ντελ άρτε είναι ακόμα πιο εμφανή. Η Δωδέκατη νύχτα και οιΑνθισμένες μανόλιες πρόκειται να επαναληφθούν πολύ σύντομα, το φθινόπωρο. Ανεβάσαμε και ένα καθαρά αυτοσχεδιαστικό έργο, Τρα λα λα 2017, με άξονα τη σάτιρα των συμπεριφορών του Νεοέλληνα, ο οποίος κάνει τον οικολόγο ή ακολουθεί την ομοιοπαθητική και όλες αυτές τις ανατολίτικες τάσεις άσκησης πνεύματος και σώματος, χωρίς να συνειδητοποιεί το βάθος τους – ενώ ο τρόπος με τον οποίο φέρεται αντικρούει τις απόψεις του. Άλλα κομμάτια περιέχουν λόγο, άλλα κίνηση, χορό ή τραγούδι.
Πώς προσεγγίζετε το κλασικό ρεπερτόριο και πώς το σύγχρονο; Πώς προσαρμόζετε το ύφος και τις τεχνικές σας στην κάθε περίπτωση;
Επιχειρώ μια προσέγγιση που να τα γεφυρώνει. Αλλιώς θα πλησιάσεις ένα ποιητικό έργο, που δεν μπορείς να το αποδώσεις όλο με κίνηση – εκεί, όπως και στην τραγωδία, ο λόγος προέχει. Αν μπορέσεις να τον προεκτείνεις και με κίνηση, έχει καλώς. Η βάση, όμως, είναι ο λόγος και πρέπει να τον σεβαστείς απόλυτα. Έχω κάποιες ασκήσεις όπου μια ιστορία εκφράζεται στην αρχή με λόγο και συνεχίζεται με κίνηση, ύστερα πάλι με λόγο και μετά με κίνηση. Κάποιες φορές δεν γίνεται να εκφραστούμε είτε με το ένα είτε με το άλλο μέσον. Ο Ταλεϊράνδος έλεγε: «Με τα λόγια μπορούμε να πούμε ψέματα. Με το σώμα, όχι». Διαβάζοντας τον Λάμπαν, που ήταν θεωρητικός και της κίνησης, διαπίστωσα ότι ένα μέρος των κινήσεών μας δεν δηλώνει κάτι συγκεκριμένο. Μπορεί να εκφράζει συναισθήματα ή μια δυναμική, δεν δηλώνει όμως πράγματα όπως τα δηλώνει ο παγιωμένος προφορικός λόγος. Είναι μια ωραία σπουδή για τον άνθρωπο που ασχολείται με την κίνηση και τον λόγο. Το να θέλω να είμαι συγκεκριμένος στην κίνηση, με βοήθησε στο να είμαι συγκεκριμένος και στον λόγο. Γιατί η παιδεία που εισέπραξα στα εφηβικά μου χρόνια δεν ήταν και η καλύτερη στο θέμα του λόγου και της τέχνης του. Στις πολύγλωσσες κοινωνίες, ανακαλύπτεις ότι ο λόγος και η κίνηση εκφράζουν μια κατάσταση μέσα από οποιαδήποτε γλώσσα. Στο οικογενειακό μου περιβάλλον, ενώ μιλούσαμε καλά Ελληνικά, για να εκφράσουμε ένα έντονο συναίσθημα χρησιμοποιούσαμε ξένες γλώσσες, όπως τα Γαλλικά, τα Αγγλικά και τα Αιγυπτιακά. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τέτοιες συνθήκες, ωθούνται στο να βρουν μια κίνηση και έναν τρόπο έκφρασης που να αποτελεί άξονα για την εκδήλωση του εσωτερικού τους κόσμου. Έχουν λοιπόν μια προσήλωση στην κίνηση και μια αγάπη, ακριβώς επειδή αναπληρώνει το κενό. Έχω δημοσιεύσει αρκετές μελέτες πάνω σε αυτόν τον προβληματισμό, σε θεατρικά και παιδαγωγικά περιοδικά.
Είχαμε κοινή αγάπη για το διάβασμα και μια ανάγκη για πληροφόρηση σχετικά με το βιβλίο. Ήταν ένα όραμα[…]Αλλά όπως όλες οι ομάδες που ξεκίνησαν εκείνη την εποχή, είτε θεατρικές είτε με άλλο πολιτιστικό ενδιαφέρον, αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να κρατηθεί για πολύ σ’ αυτό το επίπεδο. Είτε επηρεαζόμενες από κομματικές τακτικές και μεθοδεύσεις είτε από τις συνθήκες είτε από τον γενικότερο περίγυρο, οι μεταπολιτευτικές ομάδες δεν κατάφεραν να κρατήσουν το όνειρό τους.
Παρά την υπερβατική και συχνά σουρεαλιστική τους διάσταση, τα θεατρικά δρώμενα που οργανώνετε αντλούν αφορμές και προσλαμβάνουσες από την καθημερινή πραγματικότητα δημιουργού και κοινού. Πώς συμβιβάζονται οι δυο αυτές πτυχές;
Μέσα στις δυνατότητες που προσφέρει η κίνηση, είναι και η υπέρβαση. Ο λόγος, παγιωμένος, είναι πολύ πιο σκληρός. Πρέπει κάποιος να μην είναι καλά για να λέει άλλα και να κάνει άλλα. Όμως η κίνηση προσφέρει αυτήν τη δυνατότητα – εξάλλου, δεν είναι πάντα συμβατή με το μυαλό. Ένα ποσοστό των κινήσεών μας δεν είναι ελεγχόμενες, δεν έχουν λογική συνέπεια ούτε εξυπηρετούν τον λόγο. Έχουν μια αυτονομία. Η μέθοδός μου –ή, μάλλον, ο τρόπος εργασίας μου– όπως την εφάρμοσα στον Φάρο Τυφλών (όπου δίδαξα για δυο χρόνια), ανέτρεπε το ερέθισμα που έδινα και το οποίο, σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να ήταν ένα σχήμα ή μια εικόνα. Εδώ, το ερέθισμα ήταν ηχητικό – η διάρκεια του ήχου, η απόσταση. Και επειδή η παιδαγωγική που ασκείται στους τυφλούς είναι πολύ συγκεκριμένη, έτσι ώστε να ξεπερνούν τη δυσκολία της κίνησής τους μέσα στην κοινωνία, έχουν και περιορισμένη κινητικότητα. Την οποία, όμως, φρόντισα να εμπλουτίσω με τρόπο που να τους βοηθά και στην καθημερινότητά τους. Η εμπειρία ήταν και για μένα πολύ θετική. Έχω επίσης δουλέψει με άτομα με νοητική στέρηση. Έχω επινοήσει ασκήσεις ειδικά γι’ αυτές τις περιπτώσεις και βλέπω με μεγάλη συγκίνηση κάποια θετικά αποτελέσματα. Τέλος, ένας άλλος φορέας που δεν θα έπρεπε να παραλείψω είναι το ποντιακό θέατρο – και μάλιστα με μια συγκεκριμένη παράσταση, με τον τίτλο Έξοδος, που αναφέρεται στον ξεριζωμό και βασίζεται σε μαρτυρίες γραπτές και προφορικές. Είναι μια σειρά αυτόνομων μονολόγων που συνδέθηκαν με κίνηση, χωρίς να χάσουν τίποτα απ’ την ταυτότητα και την πραγματικότητά τους. Πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι άλλο έχω κάνει – έναν πολύ λεπτό συνδυασμό λόγου και κίνησης.
Παράλληλα με το θέατρο, η δράση σας στοn χώρο των γραμμάτων μέσω του περιοδικού Διαβάζω και της τηλεόρασης υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε και με αυτό το πεδίο;
Καθαρά μέσω του θεάτρου. Έπαιζα σε ένα έργο του Καμπανέλλη, το οποίο μια ομάδα νέων ανθρώπων ήθελε να εκδώσει σε βιβλίο. Αυτοσχεδίαζα πολύ στο έργο αυτό και, κάθε φορά, ο συgχωρεμένος ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ερχόταν και έφερνε τα δοκίμια και όλο πρόσθετε. Έτσι γνώρισα κάποια άτομα που ρωτούσαν ποιες ήταν οι προσθήκες και οι αλλαγές, για να τις εντάξουν στην έκδοση. Ανάμεσά τους ήταν και οι δυο φίλοι με τους οποίους ξεκίνησα το Διαβάζω. Είχαμε κοινή αγάπη για το διάβασμα και μια ανάγκη για πληροφόρηση σχετικά με το βιβλίο. Ήταν ένα όραμα – με τις ιδέες εκείνης της εποχής για άκρα δημοκρατικότητα μέσα στην ομάδα – και στην αρχή του, το στηρίξαμε και οι τρεις ιδρυτές πάρα πολύ. Αλλά όπως όλες οι ομάδες που ξεκίνησαν εκείνη την εποχή, είτε θεατρικές είτε με άλλο πολιτιστικό ενδιαφέρον, αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να κρατηθεί για πολύ σ’ αυτό το επίπεδο. Είτε επηρεαζόμενες από κομματικές τακτικές και μεθοδεύσεις είτε από τις συνθήκες είτε από τον γενικότερο περίγυρο, οι μεταπολιτευτικές ομάδες δεν κατάφεραν να κρατήσουν το όνειρό τους. Το Διαβάζω, πιστό στην αρχική του ιδέα, προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε και ξαναπροσπάθησε. Πιστεύω ότι παλέψαμε πιο πολύ απ’ όλους για να το κρατήσουμε – και προσωπικά, ό,τι μπορούσα να κάνω το έκανα. Διευρύναμε τον κύκλο των ατόμων που βοηθούσαν, πέρα από τη συντακτική ομάδα. Το Διαβάζω συνέχισε για τόσα χρόνια με ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια δίπλα μας, γιατί κάποιοι κάναμε υπομονή ή δεν κοιτάξαμε άμεσα τα συμφέροντά μας, ώστε να μπορέσει να κρατηθεί. Και κράτησε 35 χρόνια. Υπήρξαν βέβαια καταστάσεις που το ανάγκασαν να ολοκληρώσει την πορεία του, με τη μορφή τουλάχιστον που το ξεκινήσαμε. Όσο περνούσε ο καιρός, το προκείμενο δεν ήταν μόνο η λειτουργική δομή και διάρθρωση, ο χαρακτήρας του περιοδικού. Πέρασαν από κει φιλοδοξίες και υστεροβουλίες. Άλλωστε, και το περιβάλλον του βιβλίου είχε μεταβληθεί. Όταν ξεκινήσαμε εμείς, δεν ήταν τόσο οργανωμένα τα εκδοτικά συμφέροντα. Κάποτε, βέβαια, το εκδοτικό προφίλ της Ελλάδας έπρεπε να αλλάξει – και καλώς έγινε, αν και μέσα από κει προέκυψαν διάφορες συνεργασίες, που δεν ήταν πάντα προς όφελος του Διαβάζω. Διαμορφώθηκαν λοιπόν και διαφορετικές αντιδράσεις μέσα στο περιοδικό. Εν πάση περιπτώσει, το Διαβάζω έκανε έναν κύκλο με τον οποίο εγώ είμαι ευχαριστημένος, για την ουσιαστική προσφορά του στα γράμματα. Και το τονίζω αυτό. Συγκέντρωσε εξαιρετικά ικανούς ανθρώπους, τους ανέδειξε – μέσα στα χρόνια του Διαβάζω πέρασαν αξιόλογοι συνεργάτες, ειδικοί ο καθένας στο αντικείμενό του, που ενστερνίστηκαν το δικό μας όνειρο, όσο και αν η παρουσία ορισμένων υπήρξε ιδιαίτερα διακριτική. Και είμαι ευγνώμων για την προσφορά τους, την οποία σέβομαι, όπως καλό θα ήταν να την αναγνωρίζουν και να τη σέβονται και όλοι οι υπόλοιποι.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καλλιτέχνης δημιουργός, καθώς δραστηριοποιείται μέσα στο κοινωνικό σύνολο, δεν μπορεί να αγνοήσει τα γεγονότα που επηρεάζουν ή/και καθορίζουν τη ζωή όλων μας; Μπορεί με το έργο του να συμβάλει ουσιαστικά στην ερμηνεία και την αντιμετώπισή τους;
Πράγματι, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να μένει ανεπηρέαστος. Όμως αυτές οι επιδράσεις εντάσσονται στο δημιουργικό σκέλος της δουλειάς του. Δεν μπορούν να γίνονται όλα ντοκουμέντο στο θέατρο. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, άλλωστε – και τότε, δεν είναι πια θέατρο. Η έννοια του θεάτρου είναι να μεταφέρει μηνύματα και συναισθήματα πάνω και πέρα απ’ το ίδιο το θέατρο, μέσα απ’ την κίνηση και τον λόγο, πάντα σε ένα δημιουργικό πλαίσιο. Η σάτιρα, ας πούμε, με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται ορισμένοι, ως έκθεση και στοχοποίηση προσώπων και πράξεων, δεν νομίζω ότι είναι κάτι το δημιουργικό. Το να πάρεις ένα γεγονός και να μπορέσεις να το κάνεις θέατρο δεν είναι εύκολη δουλειά. Νομίζω ότι πρέπει να βρίσκουμε τον κατάλληλο τρόπο για να βγάζουμε τα κοινωνικά προβλήματα στη σκηνή, αν θέλουμε να τα μετουσιώνουμε σε τέχνη.
Μάριον Χωρεάνθη, συγγραφέας, κριτικός, εικαστικός, μουσικός και προγραμματίστρια Η/Υ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου