Όταν οι άνθρωποι που συχνάζουν στα καφενεία (όχι στα καφέ, με το νεανικό κοινό που με άλλα ασχολούνται) και συζητούν κυρίως για τα προβλήματα της σημερινής κοινωνίας, κατά κανόνα καταλήγουν να αποδίδουν όλα τα αρνητικά στην έλλειψη παιδείας. στερεότυπες είναι οι φράσεις: «είναι ζήτημα παιδείας», «δεν υπάρχει παιδεία». Και εκεί σταματούν, σαν να έχουν βρει τη λύση όλων των προβλημάτων. Και τους φαντάζομαι να φεύγουν ικανοποιημένοι.
Εντούτοις, αν κάποιος θελήσει εκτός καφενείου να πλησιάσει και να κάνει ακριβέστερα προσιτή τη σημασία της έννοιας αυτής, είναι πολύ πιθανό πως θα πελαγοδρομήσει.
Βέβαια πλησιέστερες προς την παιδεία είναι οι έννοιες «δημόσια εκπαίδευση» και «ιδιωτική αγωγή».
Η εκπαίδευση ορίζεται ανάλογα με το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, από τις κατευθυντήριες γραμμές που αυτό υποβάλλει ή, ευθύτερα, επιβάλλει.
Η αγωγή νοείται κυρίως ως υπόθεση ιδιωτική, γιατί η διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών προπάντων εξαρτάται από την οικογένεια.
Είναι πάντως υπερβολή να νομίζει κανείς ότι οι δύο αυτοί παιδευτικοί παράγοντες επαρκούν για τη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας.
Ήδη στον τομέα της εκπαίδευσης υπάρχει, όπως είπα, ο αμφίβολος όρος της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, ενώ και η οικογένεια όχι σπάνια παρουσιάζει διάφορες εγγενείς αδυναμίες.
Και πάντως τόσο η εκπαίδευση (ακόμη και του ανώτατου πανεπιστημιακού επιπέδου), όσο και η οικογένεια δέχονται την ακτινοβολία της περιρρέουσας, ευρύτερα πολιτισμικής, ατμόσφαιρας, που είναι συνισταμένη διάφορων παραγόντων (οικονομικών πάντα, και αυθόρμητων αλλά, κατά βάθος, παντοιοτρόπως υποκινούμενων, ομαδικών κυρίως συμπεριφορών), που συγκλίνουν σε μιαν ιστορία ηθών, όπως την ονομάζω, και η ατμόσφαιρα αυτή υπερβαίνει σε δυναμισμό Πολιτεία και Οικογένεια, οι οποίες τελικά δεν επηρεάζουν μόνο τους πολίτες στη διαμόρφωσή τους, αλλά επηρεάζονται και αυτές από εκείνη.
Εν πάση περιπτώσει, σ’ ένα Ποιητικό Συνέδριο δεν είναι δυνατό να μην τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει ή όχι περιθώριο για άσκηση παιδευτικής δράσης της ποίησης. ή αν είναι σκόπιμο να εμμείνει κανείς στην από παλιά υφιστάμενη εκδοχή, ότι η Ποίηση –δυσπρόσιτη βέβαια και αυτή ως προς τον ορισμό και τον προσδιορισμό και προορισμό της– είναι η έκφραση της πλήρους ελευθερίας, ενδιαφερόμενη αποκλειστικά για τον εαυτό της –l’art pour l’art– ώστε ν’ αποκλείεται κάθε σκέψη για παιδαγωγία εκ μέρους της.
Στο ζήτημα αυτό, της παιδαγωγίας (ή όχι) της ποίησης, συνηθίζω να μνημονεύω μια ρήση του Ευριπίδη, με τη γραφίδα του Αριστοφάνη, κατά τον σπαρταριστό ποιητικό διαγωνισμό, που γίνεται στον κάτω κόσμο μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη, καθώς ο Σοφοκλής, ήδη νεκρός και αυτός, παραιτήθηκε υπέρ του Αισχύλου. Ρωτάει τον Ευριπίδη ο Αισχύλος, για ποιο λόγο νομίζει πως πρέπει να θαυμάζει κάποιος τον ποιητή. Και ο Ευριπίδης απαντά: «Δεξιότητος και νουθεσίας (ένεκα), ότι βελτίστους ποιούμεν τους ανθρώπους εν ταις πόλεσι» (1008-10), για το ταλέντο μας και γιατί κάνουμε πολύ καλούς τους ανθρώπους στις πόλεις (στις πόλεις είναι, συλλογίζομαι, που οι άνθρωποι κινδυνεύουν να χάσουν την ανθρωπιά τους). Ενδιαφέρων είναι και ο λόγος του Αισχύλου, στον ίδιο διάλογο, πιο κάτω: «τοις μεν γαρ παιδαρίοισιν (έστι διδάσκαλος όστις φράζει, τοις ηβώσιν δε ποιηταί» (1054-1055), στα μικρά παιδιά μιλάει και τα συμβουλεύει ο δάσκαλος, στους μεγάλους όμως ο ποιητής.
Και δεν είναι απλώς ένας ή δύο ποιητές, που πιστεύουν στη διδαχή της ποίησης. Οι ποιητές αυτοί –κατ’ εξοχήν ο Ευριπίδης– αγαπήθηκαν από πλήθος αναγνωστών ανά τους αιώνες. Έτσι λοιπόν η εκδοχή τους αυτή εξασφαλίζει μιαν ασυνήθιστα μεγάλη πλειοψηφία.
Στην προσπάθεια λοιπόν μιας, όσο είναι δυνατό, ικανοποιητικής προσέγγισης της έννοιας της παιδείας προστίθεται, δίπλα στην κρατικήν εκπαίδευση και την οικογενειακήν αγωγή, η ποίηση. Αλλά στην ευρύτερη δυνατή σύλληψή της. Ποίηση είναι λόγου χάρη το Ευαγγέλιο (ο Τολστόι έγραφε στο ημερολόγιό του: «Ο Ρουσσώ και το Ευαγγέλιο (είσαν) δύο ισχυρότατες κι ευεργετικότατες επιδράσεις στη ζωή μου», και για το ότι όχι μόνο ο μυστικισμός αλλά και καθαυτή η μεταφυσική έχουν το δικαίωμα της παρουσίας τους στην ποίηση (άλλωστε το Ευαγγέλιο δεν είναι μόνο μεταφυσικό). Ποιητικό έργο είναι η πλατωνική Πολιτεία. Αναφέρω και τους αρχαίους (και αρχαϊκούς) μύθους (όχι βέβαια μόνο τους Ελληνικούς), κοσμολογικούς ή και άλλων κατηγοριών. Αναφέρω και το συναφές προς τον μύθο λαϊκό παραμύθι. Ένας από τους σημαντικότερους παραμυθιολόγους (Max Lüthi) εξέδωσε, ως κύκνειον άσμα, το βιβλίο, που ήδη ο τίτλος του είναι σαφής: Το λαϊκό παραμύθι ως Ποίηση. Αισθητική και Ανθρωπολογία. Εξάλλου ποίηση προσφέρει και η πραγματικότητα, θελκτική με τον φυσικό κόσμο, αλλά και τραγική με την ανθρωπολογία της. Ποίηση προσφέρει και η Ιστορία. Αναφέρω ως παράδειγμα τους Βίους του Πλουτάρχου, με την εξιστόρηση των παράλληλων έργων και δράσεων Ελλήνων και Ρωμαίων πολιτικών και πολεμικών ανδρών. Οι Βίοι ενέπνευσαν κατ’ επανάληψη τον Σαίξπηρ, αλλά και τον Καβάφη, την ποίηση του οποίου, αν θυμάστε, ο Ευ. Παπανούτσος την είχε χαρακτηρίσει διδακτική. Ο Καβάφης παρενέβαλλε ακόμα και στίχους ατόφιους από τον Πλούταρχο, πέρα από τα θέματα που αντλούσε από τους Βίους. Π.χ.:
«Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων»
Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και να ’ναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδῃ δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδῴ, πάρεισι.»
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και να ’ναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδῃ δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδῴ, πάρεισι.»
Και μες στο πλοίο μπήκε, πηγαίνοντας προς το «διδῴ».
Από την Πολιτεία παίρνω δύο λέξεις: «διπλούς άνθρωπος» (554d). Διπλοί άνθρωποι όλοι γεννιόμαστε. Καλοί και κακοί. Και ό,τι αυτό σημαίνει: Έναν διχασμό, ανάμεσα σε δύο τάσεις που επιχειρούμε, άλλος πιο πολύ άλλος πιο λίγο, να τις τοποθετήσουμε αξιολογικά (τη μία υπέρ, την άλλη κατά) ή, έστω, να τις φέρουμε σε κάποιαν ισορροπία. Είναι εξόχως ποιητικό ένα χωρίο του Παύλου απ’ την επιστολή του Προς Ρωμαίους (7, 15): «ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, αλλ’ ο μισώ τούτο ποιώ».
Αυτή η αντινομική σχέση οδηγεί στην αυτογνωσία, που χαρακτηρίζει την ειλικρινή παιδεία, καθώς προϋποθέτει πλήθος εμπειριών δύσκολων, καλών και κακών, λαθών και μεταμελειών, βαθύτερη γνώση του κόσμους και πρωτίστως του εαυτού μας. Τη γνώση της ματαιότητας αλλά και του χρέους της αισιοδοξίας, που δεν είναι πάντα εύκολη. Ο Παλαμάς, σε άλλη κλίμακα, ζούσε συχνά τη μετάπτωση απ’ την αισιοδοξία στον πεσιμισμό και αντίστροφα, από την έξαρση να βοηθήσει τον λαό του, έναν λαό συχνά επιπόλαιο, να σταματήσει τα παραστρατήματά του με τους κακούς κυβερνήτες, στην αθυμία, που ο λαός αυτός δεν αλλάζει:
Ονειρεύομαι, πλάθω, ζω το στίχο
στα λιγνά μου τα χέρια από παιδάκι.
τον έχτισα τριγύρω μου σαν τοίχο,
στα λιγνά μου τα χέρια από παιδάκι.
τον έχτισα τριγύρω μου σαν τοίχο,
σα σηκωμού τον έστησα μπαϊράκι.
σαν ποτήρι, και πρόσφερα με κείνο
το νερό, το κρασί και το φαρμάκι.
σαν ποτήρι, και πρόσφερα με κείνο
το νερό, το κρασί και το φαρμάκι.
Μα ο κεραστής εγώ, κι εγώ τα πίνω.
το στόμα ξένο, ανόρεχτο, του κόσμου…
το στόμα ξένο, ανόρεχτο, του κόσμου…
Το παλαιό λαϊκό, ενεργό ακόμα τότε, γλωσσικό αίσθημα πήρε τη λόγια λέξη πεπαιδευμένος, απέβαλε τον περιττό γι’ αυτό διπλασιασμό, κι έκανε τη λέξη δική του, φθογγολογικά κιόλας απλουστευμένη: παιδεμένος. και επιπλέον παρήγαγε από αυτή μιαν άλλη, καταδική του πια, λέξη: παιδεμός. Και είπε μ’ αυτή, ποια είναι η βαθύτερη ουσία της παιδείας, ουσία που δεν την κατέχουν πολλοί από τους πεπαιδευμένους διανοούμενους, που διδάσκουν μάλιστα παιδεία. Και είναι αυτοί πτυχιούχοι, με ξένες γλώσσες, σπουδές σε πολλά και περίλαμπρα πανεπιστήμιο του εξωτερικού, προπάντων του εξωτερικού. Αναφέρομαι κατεξοχήν σε επιστήμονες των λεγόμενων επιστημών του ανθρώπου, γιατί υπάρχει, νομίζω, ένα ζήτημα, αν και πόσο είναι εξάπαντος κάτοχοι παιδείας οι αμιγώς, χωρίς προσωπικές δικές τους προσπάθειες, φυσικοί, θετικοί εν γένει επιστήμονες.
Για τον παλαιό λαϊκόν άνθρωπο λοιπόν είταν η παιδεία, έστω και εξ ενστίκτου, χωρίς να το συνειδητοποιεί, ένας υπαρξιακός βασανισμός (παιδεμός), για να γίνει πραγματικός, δηλαδή σωστός άνθρωπος.
Η Άννα Αχμάτοβα λέει κάπου στο περίπου επικό έργο «Το ποίημα χωρίς ήρωα»:
Ξέχασα τα μαθήματά σας
ωραιολόγοι και ψευδοπροφήτες…
ωραιολόγοι και ψευδοπροφήτες…
Οι δύο μικροί αυτοί στίχοι με προβλημάτισαν. Και κατέληξα να μη συμφωνήσω με τη ρήση αυτή: Ασφαλώς αναφερόταν η ποιήτρια στους ψεύτες παιδαγωγούς, πολιτικούς , ποιητές, που άλλα λένε και άλλα κάνουν. Νομίζω ωστόσο πως προτιμότερο είναι να πάρει κανείς αυτά που είπαν και να αγνοήσουμε αυτά που έκαναν.
Είναι που ο «διπλούς άνθρωπος» τους πρόδωσε, δίνοντας την υπεροχή έως την πλήρη επικράτηση στην κακή ροπή έναντι της άλλης.
Έτσι κι αλλιώς ο πεπαιδευμένος-παιδεμένος άνθρωπος είναι τελικά κατά βάθος, ένας αυτοδίδακτος.
* Διαβάστηκε στο φετινό 36ο Συμπόσιο Ποίησης στην Πάτρα, που είχε θέμα: «Ποίηση και Εκπαίδευση».
Μιχάλης Μερακλής, ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου