Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

«Όταν ο Γκόρκι προσπαθούσε να αμαυρώσει τον Σαλιάπιν» της Ελένης Κατσιώλη

Ο διάσημος μπάσος Φιόντορ Σαλιάπιν και ο επίσης διάσημος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι ήταν δυο φτωχά παιδιά από το Νίζνι Νόβγοροντ του Καζάν που δέθηκαν στη νεανική τους ηλικία με στενή φιλία. Μικρός ο Σαλιάπιν μετέφερε καρπούζια σε μια προβλήτα του Βόλγα και κάπου εκεί κοντά ο Γκόρκι ξεφόρτωνε σακιά από τα ποταμόπλοια. «Εγώ ήμουνα μαθητευόμενος τσαγκάρης» λέει ο Σαλιάπιν «και ο Γκόρκι μαθητευόμενος φούρναρης…» [1]
Στην ακμή της δόξας του, με τεράστια φήμη και αποδοχές, ο Σαλιάπιν ζητά την άδεια από το ΚΚΣΕ να εγκατασταθεί στο Παρίσι, αίτημα που ικανοποιείται. Και ήταν στο Παρίσι όταν του προσάψανε τις κατηγορίες του αντεπαναστάτη και του λευκοφρουρού.
Αντεπαναστάτης επειδή γονάτισε μπροστά στον τσάρο και λευκοφρουρός (δεξιός) επειδή ενίσχυσε οικονομικά Ρώσους πρόσφυγες στο Παρίσι.
Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στις 11 Ιανουαρίου 1911, όταν ανέβηκε στο θέατρο Μαρίνσκι του Πίτερμπουργκ η όπερα Μπορίς Γκοντουνόφ. Το πρωί της ίδιας ημέρας ο Νικόλαος Β΄ τον είχε τιμήσει με τον τίτλο του «Σολίστ της αυτού Μεγαλειότητος». Το βράδυ ο τσάρος παρακολούθησε με την οικογένειά του την όπερα. Κατά το ΚΚΣΕ, μετά την παράσταση ακούστηκαν φωνές από την αίθουσα: «Τον ύμνο, ο Θεός σώζει τον Βασιλέα». Οι χορωδοί έπεσαν στα γόνατα και τους ακολούθησε ο Σαλιάπιν γονατίζοντας στο ένα πόδι.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το 1911 δεν είχε γίνει επανάσταση, ότι ο Σαλιάπιν ήταν υπάλληλος του Αυτοκρατορικού Θεάτρου και ότι δεν ήταν δυνατόν όταν οι άλλοι τραγουδιστές γονάτιζαν αυτός να μένει όρθιος. Εκτός αυτού όμως η δική του εκδοχή είναι διαφορετική. Μας αφηγείται στο βιβλίο του ότι οι χορωδοί ήθελαν να κάνουν κάποιο αίτημα για αύξηση και κατά την τότε εθιμοτυπία την ώρα του αιτήματος γονάτιζαν.
«Βγήκα στη σκηνή» μας λέει «να υποκλιθώ και την ίδια στιγμή συνέβη κάτι απίστευτο. Από τα παρασκήνια, ακολουθώντας μια τραγουδίστρια, μπήκε η χορωδία τραγουδώντας “O Θεός σώζει τον Βασιλέα!”». Προχώρησαν μπροστά και γονάτισαν. Όλη η αίθουσα είχε σηκωθεί, «οι χορωδοί ήταν στα γόνατα και δεν μπορούσα να φανταστώ τι ακριβώς συμβαίνει, ιδιαίτερα μετά την κούραση της ερμηνείας, που μου είχε ανεβάσει τους σφυγμούς σε διακόσιους». [2] Γι’ αυτό, λέει, καθώς κρατιόμουν από την καρέκλα γονάτισα στο ένα πόδι.
Πολλά χρόνια μετά, έχοντας αποπερατώσει το σπίτι του στο Παρίσι, περνάει από το σπίτι του πατέρα Σπάσκι, του πνευματικού του, για να του ζητήσει να κάνει αγιασμό στο σπίτι του κι εκεί έξω, όπως μας λέει, «στην εξώπορτα του σπιτιού του με πλησίασαν κάποιες γυναίκες κακοντυμένες, κουρελιασμένες, με τα παιδιά τους το ίδιο κουρελιασμένα και στραπατσαρισμένα. (…) Αλλά ήταν τόσο άτυχη η συγκυρία· ούτε εγώ ούτε ο φίλος μου είχαμε χρήματα.
Την άλλη μέρα, (…) μετά τον αγιασμό ετοίμασα το πρόγευμα. (…) Η ψυχή μου δεν ήταν ήσυχη. Δεν θα δεχτεί ο Θεός την ευχαριστία μου· τζάμπα τον έκανα τον αγιασμό, [3] σκέφτηκα.
Θυμόμουνα το χθεσινό γεγονός στην αυλή της εκκλησίας και απαντούσα άλλα αντ’ άλλων στις ερωτήσεις των προσκεκλημένων μου. Μπορούσα να βοηθήσω αυτές τις δύο γυναίκες. Πόσες να υπάρχουν άραγε; Δύο μόνο ή τέσσερις ή μήπως είναι πολλές; Και έτσι σηκώθηκα και είπα:
-Πάτερ, είδα χθες στην αυλή της εκκλησίας μερικές δυστυχισμένες γυναίκες με τα παιδιά τους. Μάλλον πρέπει να μένουν κοντά στην εκκλησία και να τις ξέρετε. Επιτρέψτε μου να σας δώσω πέντε χιλιάδες φράγκα. Μοιράστε τα κατά την κρίση σας.
O πατέρας Σπάσκι θεώρησε αναγκαίο να δημοσιεύσει στη ρωσική εφημερίδα του Παρισιού την ευγνωμοσύνη του για τη δωρεά υπέρ των παιδιών των Ρώσων προσφύγων. Σύντομα, μετά από αυτό, με μυστικό έγγραφο της πρεσβείας από την οδό Γκρενέλ στάλθηκε στο Κρεμλίνο υπηρεσιακό τηλεγράφημα…»
Έτσι, το 1927 αρχίζει μια εκστρατεία εναντίον του, με αποκορύφωμα την αφαίρεση από το συμβούλιο των λαϊκών επιτρόπων του τίτλου «Καλλιτέχνης της Πρώτης Δημοκρατίας». Παρ’ όλ’ αυτά, οι αρχές δεν σταματούν τις προσπάθειες για να τον δελεάσουν να επιστρέψει στη χώρα. Έναν χρόνο αργότερα ο Μαξίμ Γκόρκι του γράφει: «Θέλουν πολύ να σε ακούσουν (…) ο Στάλιν, ο Βοροσίλοφ και άλλοι. Ακόμα και τον βράχο σου στην Κριμαία και κάποιους θησαυρούς, θα σου τους επιστρέψουν». Και ένας ιμπρεσάριος του Σαλιάπιν υπενθύμισε πως ο Στάλιν είχε πει στον Νεμίροβιτς-Ντάντσενκο: «Ας έρθει. Και σπίτι θα του δώσουμε, και εξοχικό θα του δώσουμε, και θα είναι δέκα φορές καλύτερα από ό,τι ήταν!»
Ο Σαλιάπιν, όμως, γνωρίζοντας για τον ζόφο που επικρατούσε, μουρμούρισε: «Δεν θα φέρουν πίσω τους νεκρούς από το νεκροταφείο» και πρόσθεσε: «Θα μου επιστρέψετε το σπίτι; Θα μου επιστρέψετε το εξοχικό; Και την ψυχή μου; Μπορείτε να μου τη δώσετε πίσω;» Αναμφίβολα ήξερε για την κόκκινη τρομοκρατία και γνώριζε καλά ότι μόλις γυρνούσε στην πατρίδα θα τον έστελναν στα Σολοβιέτσκια νησιά ως «εχθρό του λαού».
Αλλά το πιο φοβερό ήταν που ο καρδιακός του φίλος Μαξίμ Γκόρκι έγραψε γι’ αυτόν το 1929 το παρακάτω εξαιρετικά μειωτικό άρθρο:
«Τώρα πια μπορείς να γράψεις γι’ αυτόν «απομνημονεύματα», σύντομα θα πεθάνει. Μέσα σε τρία χρόνια έγινε ερείπιο, αγωνίστηκε με τον θάνατο, δεν τον νίκησε και αυτός τον συνέτριψε βάναυσα. Είναι 56 χρονών και μοιάζει για 65. Έχει διαβήτη, όμως πίνει δύο μπουκάλες κρασί την ημέρα. Το δέρμα του προσώπου του έχει χάσει τη φρεσκάδα του και το πρόσωπο του μεγάλου καλλιτέχνη, υπάκουο στην παραμικρή απόχρωση συναισθήματος, έχασε την καταπληκτική του ικανότητα να λέει περισσότερα και καλύτερα απ’ όσο μπορούν να πουν τα ωραιότερα λόγια. Κάποιες φορές, όταν έλεγε: “σαν πεθάνω”, σε αυτά τα λόγια δεν ηχούσε ούτε φόβος ούτε ενόχληση, τώρα πια δεν μιλάει για τον θάνατο, όμως τον σκέφτεται και αυτό το βλέπεις. Τα έξυπνα μάτια του έχασαν την αυταρχική τους λάμψη, το θολό βλέμμα δεν εκφράζει πλέον συγκαταβατική αδιαφορία για τους ανθρώπους που τόσο εύκολα τους έκανε να γελούν και να κλαίνε. “Είμαι ευτυχισμένος. Είμαι ευτυχισμένος άνθρωπος”, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του, ενώ παλιότερα ποτέ δεν μιλούσε έτσι, παλιότερα φώναζε επαναστατικά: “Είμαι δυστυχισμένος άνθρωπος. Σκεφτείτε, τι πρέπει να κάνω; Έπαιξα τα πάντα και τώρα δεν βλέπω τίποτε, τι θα μπορούσε να αλλάξει για να δείξω στον κόσμο όλη τη δύναμή μου. Για μένα πια δεν υπάρχει μουσική”. Αυτά ήταν ειλικρινή παράπονα του καλλιτέχνη. Με πόση χαρά έλεγε: “Ξέρεις, ο Τανιέγιεφ γράφει Οιδίποδα. Αυτόν θα παίξω εγώ. Υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος για μουσική με ιστορικό υπόβαθρο. Αδιαφορία για την τέχνη. Φτάνει πια”. Τώρα εξασκείται για να προφέρει τη λέξη τσάρος. Τη δοκιμάζει μερικές φορές. Δεν ξέρω. Τι να πω, είναι ηλίθιος. Όταν τραγουδάει τα εφετζίδικα κομμάτια του μοιάζει με σερβιτόρο που φέρνει μοσχαρίσιες μπριζόλες.
Μετά την 21 Απριλίου 1929». [4]
Αξίζει να πούμε ότι ο Σαλιάπιν έζησε μέχρι το 1938 και η καριέρα του έκλεισε με τελευταία περιοδεία στην Άπω Ανατολή (1935-1936).
Σημειώσεις
[1] Φιόντορ Σαλιάπιν, Η μάσκα και η Ψυχή, εκδόσεις Λέμβος, 2014.
[2] Το ίδιο.
[3] Το ίδιο.
[4] Από το αρχείο Α. Μ. Γκόρκι, τόμος 12 (Λογοτεχνικά έργα, άρθρα κλπ.), εκδόσεις Ναούκα, Μόσχα, 1969.
Κατηγορία: ΑΡΘΡΑ
κείμενο: Ελένη Κατσιώλη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου