Από τη δεκαετία του 1950 είχα σχηματίσει τη γνώμη ότι άξιζε να ασχοληθώ με την παρακολούθηση της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας, αλλά μ’ έναν τρόπο που, όταν άρχισα να τον εφαρμόζω, κρίθηκε ως άσχετος προς τις απαιτήσεις της αισθητικής. Το κύριο ενδιαφέρον μου είταν –θα πω απλουστευτικά– για την ποσότητα, υποστηρίζοντας και στο θέμα αυτό ότι μπορεί η αυξημένη ποσότητα να μετατραπεί καθ’ εαυτήν σε ποιότητα.
Είταν τόσο πυκνή και σχεδόν ομαδική η δημοσίευση ποιητικών προ πάντων συλλογών, που έκλινα να νομίζω ότι ο ελληνικός λαός είναι λαός ποιητικός (όσο κι αν οι καιροί αλλάζουν ανθρώπους και πολιτισμούς). Το φαινόμενο είταν πολιτισμικό, αλλά και βαθύτερα κοινωνικό, ιδιαίτερα στα χρόνια εκείνα όπου ο τόπος συγκλονιζόταν από εμφύλια πάθη, που θα είταν λάθος να πούμε πως σταμάτησαν το 1949. Κράτησαν χρόνια πολλά, δεκαετίες ολόκληρες. Γι’ αυτό τα λογοτεχνικά κείμενα δεν είταν αισθητικές μαρτυρίες μόνο (κάτι που δεν το αμέλησα ποτέ), αλλά και μαρτυρίες κοινωνικές-ιστορικές.
Το 1972 τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη δύο μικροί τόμοι μου με τον τίτλο Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία 1945-1970, ο ένας για την ποίηση, ο άλλος για την πεζογραφία. Υπό τα βλέμματα των λογοκριτών του απριλιανού καθεστώτος τόλμησα να μη χάσω την αξιοπρέπειά μου. Το 1987 επεξέτεινα το εγχείρημά μου κατά μία δεκαετία. Εξέδωσα πρώτο τον τόμο της ποίησης, πολλαπλασιασμένο (αριθμούσε 413 σελίδες). Ελάχιστοι ασχολήθηκαν με αυτόν. Και δεν είχαν την υπομονή (ή δεν ήθελαν) να εννοήσουν τον στόχο που είχα θέσει. Ένας ιδιαίτερα γνωστός δημοσιογράφος, με ενδιαφέροντα για τα ζητήματα του πολιτισμού μας, και ιδιαίτερα για τη λογοτεχνία, παρομοίασε τον τόμο με «τηλεφωνικό κατάλογο». Και ζητούσε την πολτοποίησή του (εννοούσε το πλήθος των ποιητών που περιλαμβάνονταν. Δεν ντρέπομαι να πω, ότι στονΠίνακα Ονομάτων μετρούσε κανείς 558 πρόσωπα). Μα, τελικά ένα πραγματικό έπος ήθελα να δώσω! Και είχα λυπηθεί, γιατί εκ των υστέρων, καθώς μόνος μου εργαζόμουν, είχαν παραλειφθεί ορισμένοι, ακουσίως ασφαλώς). Τελικά τον δεύτερο τόμο, της πεζογραφίας, δεν τον εξέδωσα. Άλλωστε και οι πανεπιστημιακές μου υποχρεώσεις γίνονταν ολοένα περισσότερες και πιεστικότερες. Έμεινα ένας ελεύθερος αναγνώστης της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Συνάντησα ωστόσο (και συναντώ) πολύ συχνά μπροστά μου μιαν εκζήτηση στο ύφος, μιαν εμμονή, ιδίως στην ποίηση, στην κατασκευή εικόνων με τη σύναψη εντελώς άσχετων εννοιών, με την προφανή επιδίωξη του ποιητή να φανούν πρωτότυπες, αλλά πιο πολύ φαίνονται σαν σπαζοκεφαλιές.
Γι’ αυτό χαίρομαι, όταν συναντώ και περιπτώσεις, που δεν ακολουθούν αυτή τη μόδα. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η ποιητική συλλογή μιας νέας γυναίκας (πρώτο της αν δεν κάνω λάθος βιβλίο, καθώς δεν γράφει τίποτα από σεμνότητα, προφανώς, για τον εαυτό της). Τίτλος της συλλογής: Από μέσα. Είδα να επιτυγχάνεται εδώ κάτι δυσαπόκτητο, η σύνδεση του απλού λόγου με μιαν υποβολή όπου ανιχνεύονται αισθήματα και σκέψεις. Η κυρία Νάντια Δουλαβέρα έλαβε το πρώτο βραβείο κατά τον πρόσφατο 7ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό «Δημήτριος Βικέλας», με κριτική επιτροπή από αναγνωρισμένους ποιητές και έγκυρους φιλολόγους. Και είναι γεγονός, ότι στους διαγωνισμούς αυτούς, οι οποίοι ευτυχώς δεν σπανίζουν, αναδεικνύονται συχνά αξιόλογα ταλέντα. Στον εν λόγω διαγωνισμό έλαβαν μέρος 362 πρόσωπα, 236 με ποίημα, 126 με διήγημα.
Όσον αφορά τη συλλογή Από μέσα, θα έλεγα ότι τα ποιήματά της έχουν ως αφετηρία την κοινωνική οντότητα της οικογένειας. Τη συγκρότησή της, τις δοκιμασίες και την παθολογία της και τους ποικίλους όρους που επηρεάζουν τη λειτουργία της. Η ποιήτρια δεν την κρίνει, κατεξοχήν την βλέπει ή πιο καλά την περιβάλλει με μια μύχια μητρική, πικρή αγάπη.
Κάπως γενικεύοντας ή εμβαθύνοντας (το επιτρέπουν τα ίδια τα ποιήματα), νομίζω πως αυτά κινούνται σε τρεις άξονες, συνθεμένους με βάση τρία διαλεκτικά ζεύγη, που διέπουν εμάς όλους επάνω στη γη: το τώρα και το άλλοτε, τη ζωή και τον θάνατο, το πραγματικό και το υπερβατικό. Στο υπερβατικό πίστευαν (και πιστεύουν ωστόσο, ακόμα, παρά την υπερβατική αποψίλωση που προξενούν οι μοντέρνοι καιροί) πλήθη πολλά. Και είναι αυτή η ίδια η πίστη τους, που υποστασιώνει το υπερβατικό. Ήδη είπα αρκετά και πρέπει να δώσω τον λόγο στα ίδια τα ποιήματα:
Κάπως γενικεύοντας ή εμβαθύνοντας (το επιτρέπουν τα ίδια τα ποιήματα), νομίζω πως αυτά κινούνται σε τρεις άξονες, συνθεμένους με βάση τρία διαλεκτικά ζεύγη, που διέπουν εμάς όλους επάνω στη γη: το τώρα και το άλλοτε, τη ζωή και τον θάνατο, το πραγματικό και το υπερβατικό. Στο υπερβατικό πίστευαν (και πιστεύουν ωστόσο, ακόμα, παρά την υπερβατική αποψίλωση που προξενούν οι μοντέρνοι καιροί) πλήθη πολλά. Και είναι αυτή η ίδια η πίστη τους, που υποστασιώνει το υπερβατικό. Ήδη είπα αρκετά και πρέπει να δώσω τον λόγο στα ίδια τα ποιήματα:
«Ήταν άλλα χρόνια τότε. / Ποιος ξενοπλένει σήμερα; / Ποιος κρατάει προχθεσινό φαγητό / κουμπιά από περασμένα ρούχα / τα πρώτα δόντια των παιδιών του; / Ποιος πίνει νερό από χάμω; // Ποιος βγάζει ούζο του εργάτη / ποιος πάει τσιγάρα στον φονιά / ποιος ξενυχτά πεθαμένο του;»(«Τότε»)
«Εγώ που έλεγα / να γεννήσω όπως οι παλιές στα χωράφια / τότε που τους έπιαναν οι πόνοι στο τσάπισμα / κι έβαζαν όλες μαζί ένα χέρι οι γυναίκες / να στάξουνε αίματα τα αλώνια / να πίνουν ως πέρα τα καλαμπόκια το πρώτο κλάμα / να γλείφονται γύρω μου τα άλλα θηλαστικά / να μυρίζει ο αέρας γεννητούρια / και με το παιδί στην ποδιά / να γύριζα με τα πόδια στο σπίτι // κρατώ ένα βρέφος τυλιγμένο σε ροζ κουβέρτα πικέ / κοιτάω το όνομα στο βραχιόλι του για να βεβαιωθώ ότι είναι δικό μου / για να το πιάσω άδειασα μισό μπουκάλι αντισηπτικό / η ανάσα του μυρίζει γάλα εμπορίου / η τηλεόραση παίζει πρωινά χωρίς ήχο / γυναίκες στα άσπρα πηγαινοφέρνουν δίσκους και κλύσματα / στο ταβάνι εγκλωβισμένα μπαλόνια / παραγεμισμένα με ήλιον».(«Θηλαστικά»)
«Εγώ που έλεγα / να γεννήσω όπως οι παλιές στα χωράφια / τότε που τους έπιαναν οι πόνοι στο τσάπισμα / κι έβαζαν όλες μαζί ένα χέρι οι γυναίκες / να στάξουνε αίματα τα αλώνια / να πίνουν ως πέρα τα καλαμπόκια το πρώτο κλάμα / να γλείφονται γύρω μου τα άλλα θηλαστικά / να μυρίζει ο αέρας γεννητούρια / και με το παιδί στην ποδιά / να γύριζα με τα πόδια στο σπίτι // κρατώ ένα βρέφος τυλιγμένο σε ροζ κουβέρτα πικέ / κοιτάω το όνομα στο βραχιόλι του για να βεβαιωθώ ότι είναι δικό μου / για να το πιάσω άδειασα μισό μπουκάλι αντισηπτικό / η ανάσα του μυρίζει γάλα εμπορίου / η τηλεόραση παίζει πρωινά χωρίς ήχο / γυναίκες στα άσπρα πηγαινοφέρνουν δίσκους και κλύσματα / στο ταβάνι εγκλωβισμένα μπαλόνια / παραγεμισμένα με ήλιον».(«Θηλαστικά»)
«Τον πλένει τον συγυρίζει / μέρα παρά μέρα του αλλάζει λουλούδια / ξεριζώνει τα αγριόχορτα / τρίβει με μανία το μάρμαρο / να φύγει κι η τελευταία κουτσουλιά / περνάει με άζαξ το τζάμι της φωτογραφίας του. // Κι όσο ανοικοκύρευτος ήταν εκείνος στην ζωή / όσο τσακωμένος με το νερό / τόσο του ρίχνει αυτή με τη λεκάνη / τόσο ξεσπάει με μανία στο μάρμαρο / να το κάνει καθρέφτη / πτώμα να γυρίσει στο σπίτι / με χέρια σκασμένα που μυρίζουν χλωρίνη / –ποτέ της δεν καταδέχτηκε τα γάντια– / να πέσει στο κρεβάτι τους // να τα ξαπλώσει στη μεριά του». («Η λάτρα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου