Αντί άλλου μνημοσύνου για τους αγωνιστές του 1821, θα ήθελα σήμερα να αναφερθώ σε μια εξέχουσα μορφή της νεώτερης εθνικής ιστορίας μας, που συνέδεσε στενά το όνομά της με τον αγώνα της ελευθερίας και που ενσάρκωσε όλες μαζί τις αρετές των ηρώων της επαναστάσεως, δηλαδή τη γενναιοψυχία, την προσήλωση στο καθήκον, την φιλοπατρία, και τέλος την αυτοθυσία μέχρι θανάτου.
Πρόκειται για τον Αγ. Γρηγόριο τον Ε', Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος την αγάπη του για το Γένος και την πατρίδα πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του. Ο Εθνομάρτυς Γρηγόριος ο Ε' απαγχονίστηκε την 10η Απριλίου 1821, λίγες μόνο ημέρες μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνος επειδή «έδρα κρυφίως, όπισθεν των παρασκηνίων, ως αρχηγός επαναστάσεως», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η καταδικαστική απόφαση του σουλτάνου.
Συνεπής στη θυσιαστική κληρονομιά της Εκκλησίας, η οποία στην αιμοδοσία για την επιβίωση και την ελευθερία του Γένους, πλήρωσε το τίμημα περισσότερο από όλες μαζί τις ηγετικές τάξεις του Ελληνισμού, ο Αγ. Γρηγόριος ο Ε', με τον δικό του θάνατο, όπως ο ίδιος είχε προβλέψει, προσέφερε το σημαντικότερο πολιτικό επιχείρημα στην Επανάσταση, απέναντι στην επικρατούσα ευρωπαϊκή αντίδραση, το επιχείρημα δηλαδή ότι ο αγώνας των Ελλήνων ήταν αγώνας υπέρ πίστεως, στοιχείο που επέδρασε ευεργετικά στην τότε διεθνή φιλελεύθερη γνώμη. Όπως προσφυώς έχει ειπωθεί, ο Ιερομάρτυς Γρηγόριος, «υπήρξε η αρραγής πέτρα της υπομονής και της καρτερίας, το σέμνωμα και καύχημα των Πατριαρχών και Αρχιερέων, η βάσις της ευσεβείας, το κλέος και η δόξα της Εκκλησίας και της Ελλάδος, ο λαμπρός τύπος και υπογραμμός πάσης αρετής».
Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου το 1751 και από μικρό παιδί γαλουχήθηκε με τα νάματα της γνήσιας εθνικής μας παραδόσεως. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του ήταν η έκδοση εγκυκλίου, το Σεπτέμβριο του 1807, διά της οποίας ούτως ειπείν, επέβαλε παντού τη σύσταση ελληνικών σχολείων και την παροχή ελληνικής εκπαιδεύσεως. Κύριο μέλημά του υπήρξε η επιμελής εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας καθώς και η ηθική μόρφωση της σπουδάζουσας νεολαίας κατά το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Ο Πατριάρχης συνήθιζε να λέει ότι «οι νέοι πρέπει να μαθαίνουν πολύ καλά τη γλώσσα των πατέρων τους, και να μην την περιφρονούν, αφού μάλιστα η ελληνική είναι η μητέρα της φιλοσοφίας».
Αλλά ας έλθουμε στα γεγονότα της Επαναστάσεως. Κατά το Μάρτιο του 1821, ο Πατριάρχης είχε κατορθώσει, για μία ακόμη φορά να διασώσει τους Χριστιανικούς πληθυσμούς από τους μείζονες κινδύνους που είχαν προκύψει ως συνέπεια της αντιδράσεως του σουλτάνου στα επαναστατικά γεγονότα της Μολδοβλαχίας. Όταν όμως έμαθε τα νέα για την επανάσταση της Πελοποννήσου αντελήφθη ότι θα άρχιζε νέος κύκλος αγριότερων διωγμών. Πράγματι. Στο δεύτερο δεκαήμερο του Μαρτίου ο σουλτάνος και το αυτοκρατορικό συμβούλιο είχαν αποφασίσει τη σφαγή των ραγιάδων, σχεδιάζοντας την κήρυξη ιερού πολέμου. Ήδη στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, όπου κατοικούσε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός, είχαν διακομισθεί ένοπλα στίφη φανατικών πιστών και γενιτσάρων και μέσα σε κλίμα στυγνής τρομοκρατίας είχαν αρχίσει βιαιοπραγίες και εκτελέσεις, κυρίως Φαναριωτών.
Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος από το Σουλτάνο, προέβη στον αφορισμό του Υψηλάντου και των αρχηγών της Επαναστάσεως. Η ενέργεια αυτή ήταν προϊόν ωμής βίας και απροκάλυπτης απειλής από την Υψηλή Πόλη προς τον Πατριάρχη, ο οποίος με την πράξη του αφορισμού επεδίωξε να αποφευχθεί η από μέρους του Σουλτάνου βέβαιη σφαγή χιλιάδων αθώων Χριστιανών.
Την 20ην Μαρτίου, κατά τη διάρκεια συσκέψεως στο Πατριαρχείο, είχε αρνηθεί να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη και να σωθεί. Μια τέτοια απόφαση θα ισοδυναμούσε με αποδοχή, εκ των πραγμάτων, της σφαγής των χριστιανικών πληθυσμών.
Η απόφαση του Πατριάρχη που τοποθετεί καίρια το διπλό σκεπτικό της για τη δική του θυσία και τη διάσωση του ποιμνίου του από τη σφαγή, επρόκειτο να προσφέρει στην Επανάσταση ένα επιχείρημα τεραστίας, όπως αποδεδείχθηκε σημασίας. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Αγ. Γρηγόριος πριν τον μετέπειτα μααρτυρήσαντα Μητροπολίτη Δέρκων: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς η Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν δια την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατος ημών θα δώση δικαίωμα εις την Χριστιανοσύνην να υπερασπίση το Έθνος εναντίον του τυράννου. Αλλά εάν υπάγωμεν ημείς να θαρρύνωμεν την επανάστασιν, τότε θα δικαιώσωμεν τον Σουλτάνον, αποφασίσαντα να εξολοθρεύση το Έθνος».
Όλες τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος κλιμακώθηκαν οι εκτελέσεις εξεχόντων Ελλήνων. Στον Πατριάρχη έγιναν και πάλι πιεστικές προτάσεις να διαφύγει. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του, λίγες ημέρες πριν το μαρτυρικό του θάνατο: «Μη με προτρέπετε να φύγω, διότι μαχαίρι θα περάσει τους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Εσείς επιθυμείτε εγώ μεταμφιεσμένος να καταφύγω σε πλοίο ή να κλεισθώ στην κατοικία οποιουδήποτε ξένου πρεσβευτού, που θέλει να με ευεργετήσει, και να ακούω από εκεί πως οι δήμιοι κατακρεουργούν το λαό που δεν θα έχει ποιμένα. Όχι. Εγώ γι’ αυτό το λόγο είμαι Πατριάρχης, για να σώσω το έθνος μου. Όχι για να χαθεί αυτό με τα χέρια των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως προξενήσει μεγαλύτερη ωφέλεια , παρά η ζωή μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες, θα δοκιμάσουν μεγάλη έκπληξη από την αδικία του θανάτου μου, και δεν θα αδιαφορήσουν για το ότι η πίστη τους βρίσθηκε στο πρόσωπό μου. Οι Έλληνες, οι άνδρες της μάχης, θα μάχονται με μεγαλύτερο ζήλο, γεγονός, το οποίο πολύ συχνά χαρίζει τη νίκη. Έχω πεισθεί γι’ αυτό το πράγμα. Εάν δε το έθνος σωθεί και θριαμβεύσει, τότε θα είμαι βέβαιος ότι θα μου αποδώσει θυμίαμα επαίνου και τιμή διότι εκπλήρωσα το χρέος μου».
Την 10ην Απριλίου ημέρα του Πάσχα επέπρωτο να τελέσει την τελευταία αναστάσιμη λειτουργία του. Μετά το τέλος της αναστάσιμης μυσταγωγίας, αφού ευλόγησε το εκκλησίασμα και ευχήθηκε σε όλους αποσύρθηκε για λίγες ώρες στο ιδιαίτερο προσευχητάριό του.
Το πρωί, ημέρα του Πάσχα, ήλθαν στο Πατριαρχείο δύο ανώτεροι αξιωματικοί οδήγησαν τον Άγιο Γρηγόριο τον Ε' κατ’ ευθείαν στο δεσμωτήριο, όπου πολλές φορές προτράπηκε να εξωμόση, αλλά ο μάρτυρας πάντοτε απαντούσε ως εξής: «εις μάτην κοπιάζετε. Ο Πατριάρχης των Χριστιανών, Χριστιανός εγεννήθη, Χριστιανός θα αποθάνη».
Από το δεσμωτήριο εξάγουν οι δήμιοι τον Πατριάρχη Γρηγόριο, έχοντας δεμένα τα χέρια του προς τα πίσω και τον επιβιβάζουν σε μικρό πλοιάριο με το οποίο και τον μεταφέρουν στη σκάλα του Φαναρίου και από εκεί, στο χώρο προ των πυλών του Πατριαρχείου, όπου τον κρέμασαν.
Εδώ λοιπόν, στη μεσαία πύλη του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει επιμελώς κλεισμένη, μαρτύρησε ο μέγας Πατριάρχης των Ορθοδόξων εκπληρώνοντας στο ακέραιο το χρέος του υπέρ του Γένους και της πατρίδος. Όπως προσφυώς ελέχθη, ο μαρτυρικός αυτού θάνατος, επελθών κατά την ημέρα της Αναστάσεως του Σωτήρος, υπήρξε η Ανάστασις του Ελληνικού Γένους.
Το σκήνωμα του Πατριάρχου σύρθηκε από τους Εβραίους επονειδίστως μέχρι την ακτή, στη συνέχεια δε το παρέλαβαν οι δήμιοι, οι οποίοι το επιβίβασαν σε μικρό πλοιάριο και το έρριψαν στο μέσον του Κερατίου Κόλπου. Μάλιστα, έδεσαν και ογκώδεις λίθους για να αποτρέψουν την ανάδυσή του στην επιφάνεια της θάλασσας. Αλλά κατά θεία οικονομία το σκήνωμα φανερώθηκε κάτω από τις γέφυρες του Γαλατά κοντά σε ένα ελληνικό πλοίο που επρόκειτο να αποπλεύσει για την Οδησσό και που ανήκε σε κάποιον ευσεβή Κεφαλλονίτη, ονόματι Ιωάννη Σκλάβο. Στο πλοίο αυτό είχε καταφύγει για να σωθεί ο πρωτοσύγκελος του Αγ. Γρηγορίου, που αμέσως αναγνώρισε τον γέροντά του και έτσι ο καπετάνιος αλίευσε το σκήνωμα, το οποίο μετέφερε στην Οδησσό, όπου κατ’ εντολήν του Τσάρου Αλεξάνδρου, τάφηκε με τιμές στο προαύλιο του Ελληνικού ναού της Αγίας Τριάδος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ετήσιο μνημόσυνο του Αγίου, στις 10 Απριλίου 1822, έγινε στον εν λόγω Ναό μαζί με «των συν αυτώ μαρτυρησάντων αειμνήστων τριών Μητροπολιτών, του Εφέσου Διονυσίου του Καλλιάρχου, του Νικομηδείας Αθανασίου και του Αγχιάλου Ευγενίου».
Η συμπλήρωση 50 χρόνων από το μαρτύριο του Πατριάρχου, το 1871, έδωσε την ευκαιρία για την μετακομιδή του ιερού λειψάνου του Αγίου στην Αθήνα, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα στον μητροπολιτικό ναό της πόλεως.
Ο σουλτάνος θέλησε θανατώνοντας τον εθνάρχη της φυλής να χτυπήσει στην καρδιά το έθνος, να του μαράνει διά μιας τη ζωή, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο θάνατος του Πατριάρχη, ο οποίος «έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον, μαρτυρήσας την καλήν ομολογίαν υπέρ πίστεως και πατρίδος», ακολούθησε υπέρ της ενότητος της Εκκλησίας και της επιτυχίας της επαναστάσεως. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Σπυρίδων Τρικούπης, στην ιστορική συνεδρία της Βουλής των Ελλήνων, στις 3 Αυγούστου 1864: «Η ανεξαρτησία εγράφη το 1821. Και θέλετε να σας ειπώ και ποίαν ημέραν; Εγράφη κατά την ημέραν, καθ’ ην ο μέγας Πατριάρχης των Ορθοδόξων λαών, εξερχόμενος από τα άγια των αγίων, εκρεμάσθη αγιάζων και αγιαζόμενος και τρώγων ακόμη τον άγιον άρτον και πίνων ακόμη το αγιον αίμα του Κυρίου.
Εκείνη την ημέρα εγράφη το δόγμα της ανεξαρτησίας. Και θέλετε να σας ειπώ που εγράφη; Εν ταις καρδίαις σας. Και διά ποίας ύλης εγράφη; Διά του αίματος του αγίου Γρηγορίου. Τοιαύτη γραφή κύριοι, είναι αδύνατον ποτέ να εξαλειφθή».
Δίκαια συνεπώς ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε μερικές από τις πιο ωραίες στροφές του «Ύμνου εις την ελευθερίαν» στον αείμνηστο Πατριάρχη που προσέφερε τη ζωή του για το ποίμνιό του και υπήρξε το λύτρο υπέρ των πολλών:
«Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς
κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να ‘τανε φονιάς
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν αδικηθεί
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμεί.
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις την γή
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνια αστραπή».
Ζήτω η 25η Μαρτίου
Ζήτω το Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου