Τρία χρόνια μετά το τελευταίο του βιβλίο, ο Άρης Σφακιανάκης επιστρέφει με την Έξοδο, με τον συγγραφέα να βρίσκεται στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ο συγγραφέας του πολυδιαβασμένου Δεν ήξερες... δεν ρώταγες! μιλά για τους λόγους που τον οδήγησαν να καταπιαστεί με μια τόσο σημαντική ιστορική στιγμή καθώς και για το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ξεφύγει ένας συγγραφέας από τον τρόπο γραφής που τον έχει καθιερώσει στο αναγνωστικό κοινό.
Ο Άρης Σφακιανάκης γεννήθηκε το 1958 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα, Όταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλετζ, κυκλοφόρησε το 1981 από τις εκδόσεις Κέδρος. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 1984 το δεύτερο βιβλίο του, Οι παράξενες συνήθειες της οικογένειας Μόρφη, το 1990 το τρίτο βιβλίο του, Ο τρόμος του κενού, το 1993 το τέταρτο βιβλίο του, Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων. To 1998 κυκλοφόρησε το πέμπτο βιβλίο του, με τον τίτλο Δεν ήξερες... δεν ρώταγες!. Το μυθιστόρημα αυτό υπήρξε το πρώτο μιας τριλογίας που συνεχίστηκε με το Μπέιμπι Σίτινγκ. Ακολούθησαν τα βιβλία Το περσικό φιλί (2004), Μητροπόλεις, ιστορίες, παράδεισοι (Ελληνικά Γράμματα, 2006), Η μοναξιά δεν μου ταιριάζει (2008) και Ου μπλέξεις (2011). Συνέχισε με τα Παντρεμένες (2013) καιΈξοδος (2016), και τα δύο από τις εκδόσεις Κέδρος. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση και με το σενάριο.
Έξοδος, ο τίτλος του νέου σας βιβλίου, ένα μυθιστόρημα που σηματοδοτεί και τη δική σας «έξοδο» από το στυλ γραφής με το οποίο σας γνωρίζαμε;
Η αλήθεια είναι πως είχα πια αρχίσει να πλήττω με τα ίδια μου τα γραψίματα. Είχαν γίνει προβλέψιμα και στατικά – τουλάχιστον για μένα. Η ομφαλοσκόπηση, το κοίταγμα μες απ’ την κλειδαρότρυπα του εαυτού μου και των αέναων περιπετειών του με τις γυναίκες είχε φτάσει σε ένα τέρμα (πήγα να γράψω τέλμα). Είπα λοιπόν να δοκιμάσω κάτι άλλο, να πάρω τον ήρωά μου –απ’ αυτόν δεν κατάφερα να απαλλαγώ ακόμα– και να τον μεταφέρω πίσω στο χρόνο. Και πιο συγκεκριμένα, στην περίοδο που εδημιουργείτο το νέο ελληνικό κράτος. Και μάλιστα –επειδή είμαι σαδιστής– τον έκλεισα μέσα στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του από Τούρκους και Άραβες. Τον ανάγκασα να γευτεί την πείνα και τον θάνατο. Δεν μπόρεσα, παρ’ όλα αυτά, να του απαγορεύσω τον έρωτα. Είναι γνωστό σε κάθε συνεπή συγγραφέα ότι οι ήρωές του κάποια στιγμή σπάνε τα σκοινιά της μαριονέτας κι αποκτούν τη δική τους ζωή. Η ζωή του δικού μου ήρωα είναι προφανώς συνώνυμη του έρωτα. Κι έτσι, ο φτωχός, ερωτεύτηκε. Όσο για το «στυλ», αυτό που υπονοεί είναι ο προσωπικός τρόπος γραφής του κάθε δημιουργού, αυτό λοιπόν είναι παρόν πιστεύω και σε τούτο το μυθιστόρημα.
Ποια συγγραφική ανάγκη σάς ώθησε να ασχοληθείτε με ιστορικά γεγονότα;
Η απάντηση εδώ αγγίζει τα όρια της κοινοτοπίας. Η κρίση στην οποία στροβιλιζόμαστε έξι χρόνια τώρα μας ανάγκασε να στρέψουμε τα βλέμματα προς τα πίσω – να δούμε πού κάναμε λάθος. Ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι κάναμε λάθος από κτίσεως του νέου ελληνικού κράτους. Κάτι που συνέβη πριν διακόσια περίπου χρόνια. Τότε έγιναν τα πυρηνικά εκείνα σφάλματα που μας οδήγησαν έως εδώ. Εκείνα τα σφάλματα όσοι προσπάθησαν να τα διορθώσουν έφαγαν απλώς το κεφάλι τους – και δεν αναφέρομαι μόνο στον Καποδίστρια. Για εκείνη την περίοδο δεν έγραψε μόνο ο Μακρυγιάννης – που οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει. Έγραψε ο Κολοκοτρώνης, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο Νικόλαος Κασομούλης, ο Τρικούπης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης κι άλλοι πολλοί. Ήσαν όλοι παρόντες, έβλεπαν που αρμένιζε στραβά το πλοίο, μα δεν κατάφεραν να του αλλάξουν πορεία. Αν μελετήσουμε τα κείμενά τους, ίσως εμείς οι απόγονοί τους να διδαχτούμε και να αποφύγουμε τα ίδια λάθη. Και βέβαια το πρώτο και σημαντικότερο λάθος υπήρξε ο διχασμός της φυλής. Διαχρονική αξία των Ελλήνων.
Η κρίση στην οποία στροβιλιζόμαστε έξι χρόνια τώρα μας ανάγκασε να στρέψουμε τα βλέμματα προς τα πίσω – να δούμε πού κάναμε λάθος. Ε, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι κάναμε λάθος από κτίσεως του νέου ελληνικού κράτους.
Το χιούμορ είναι διάχυτο στο βιβλίο σας, παρόλο που ο ήρωάς σας –εσείς– έχει μπει σε μια δύσκολη στιγμή της Ιστορίας. Πιστεύετε πως τα πιο σοβαρά λέγονται με αστείο τρόπο;
Το χιούμορ έχει να κάνει με το πόσο στα σοβαρά παίρνει κανείς τη ζωή και όσα του συμβαίνουν καθώς τη βιώνει. Κάποτε επικρατεί η τραγωδία –βλέπε τα βιβλία του Γκόρκι– και κάποτε η κωμωδία – βλέπε τον Τζερόμ Τζερόμ. Προσωπικά πιστεύω στη σωστή δοσολογία, κάτι πολύ δύσκολο να πετύχει κανείς στη λογοτεχνία, είναι γεγονός. Όσο για το δικό μου χιούμορ, είναι κομμάτι του εαυτού μου – επομένως πολύ δύσκολο να το αποχωριστώ, ακόμη και στις δυσκολότερες των περιστάσεων.
Διαβάζοντας το βιβλίο είχα την αίσθηση πως οι πρώτες σελίδες του αποτελούν ένα «πέρασμα», κάτι σαν «σύνδεση» του γνωστού τρόπου γραφής του Άρη Σφακιανάκη με αυτό που θέλει τώρα να δώσει. Πόσο συμφωνείτε;
Στη συγκεκριμένη συγγραφική μου στιγμή, ήταν αδύνατο να γράψω ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα. Χρειαζόμουν ένα «πέρασμα», μια σήραγγα που θα έβγαζε τον ήρωα από τον σύγχρονο κόσμο του 2016 σε εκείνον του 1826. Έτσι, ο ήρωας, παρά τις συμβουλές και τις παροτρύνσεις φίλων και γνωστών, αποφασίζει να το ρισκάρει και να δοκιμάσει την τύχη του. Αποδείχτηκε μια άτυχη επιλογή – αλλά αυτό έχει το ρίσκο. Και ο μεν ήρωας τραβάει των παθών του τον τάραχο, τον δε συγγραφέα δεν γνωρίζουμε ακόμα τι τον περιμένει από το αναγνωστικό κοινό, του οποίου τα γούστα είναι σαν τα χαρτιά του Ταρό – ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου βγει η φιγούρα του τρελού ή του θανάτου.
Τα στοιχεία γυναίκα και έρωτας, ωστόσο, δεν λείπουν από τη μυθοπλασία σας, ακόμα και μέσα στην αθλιότητα του Μεσολογγίου. Η Ιωάννα, μια νεαρή επίδοξη ποιήτρια στο σήμερα. Και η Λένια, η ερωμένη του Τζαβέλα, είναι στο στόχαστρο του συγγραφέα.
Έξοδος Άρης Σφακιανάκης Κέδρος 344 σελ. ISBN 978-960-04-4745-3 Τιμή: €15,50 |
Δίχως τον έρωτα η ζωή θα ήταν μια τρέλα, μια έρημη χώρα, ένα άδειο ψυγείο. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ένα ανθρώπινο πλάσμα –που έχει την ατυχία να είναι ήρωάς μου– να μπορέσει να διανύσει τη Γεδρωσία του βίου του χωρίς να αφήνεται ξανά και ξανά στον έρωτα; Αν μάλιστα αυτός ο έρωτας δεν υπάρχει, θα πρέπει να τον επινοήσει. Διαφορετικά, όλα του φαίνονται χωρίς νόημα, σαν ένας πίνακας ανεικονικής ζωγραφικής, ένα abstrait τοπίο όπου τα χρώματα διαγκωνίζονται το ένα με το άλλο, δημιουργώντας μια ξέφρενη παραζάλη που δημιουργεί θολούρα στον άμαθο θεατή.
Πώς ξέρετε ότι ήταν μια γυναίκα επιθυμητή η Λένια; Γιατί να είναι αυτή το αντικείμενο του πόθου;
Η Λένια συγκεντρώνει πάνω της ένα σωρό προτερήματα. Πρώτα απ’ όλα, είναι η γυναίκα κάποιου άλλου – άρα το κυνήγι της γίνεται ιδιαζόντως ελκυστικό από αρχής για έναν άντρα που καταδιώκεται από το σύνδρομο του Καζανόβα. Ύστερα είναι μόνο είκοσι ετών! Και όμορφη. Τι άλλο να ζητήσει ένας άντρας γύρω στα πενήντα; Και το ωραιότερο απ’ όλα: του αντιστέκεται! Δεν ενδίδει διόλου στον έρωτά του. Α, μα αυτό είναι θεσπέσιο! Κοντολογίς, τον κάνει να χάσει τα λογικά του. Πράγμα που τον σώζει μέσα σ’ εκείνο το θρίαμβο της πείνας και του θανάτου στο Μεσολόγγι. Η Λένια, αν και απροσπέλαστη, γίνεται η οπτασία εκείνη που θα τον οδηγήσει με ασφάλεια μες στη δαντική κόλαση που τον περιβάλλει. Της χρωστά ευγνωμοσύνη – χωρίς εκείνη, χωρίς την εμμονή του για εκείνη, ο ήρωάς μου θα ήταν από νωρίς χαμένος. Τώρα, έχει μια πιθανότητα.
Είναι γνωστή η αγάπη σας για τη λογοτεχνία και το ιστορικό μυθιστόρημα. Πόσο σημαντική είναι η ιστορική μνήμη για έναν λαό;
Η μητέρα μου πέθανε από άνοια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν θυμόταν ούτε τον άντρα της, ούτε τα παιδιά της – κι ας μας αγαπούσε τόσο. Μονάχα μια φράση επαναλάμβανε μονότονα: «Έλα! Έλα!». Ποιον καλούσε, άγνωστο. Καλούσε μήπως τη χαμένη μνήμη; Ποιος ξέρει; Κανείς δεν ξέρει. Κάπως έτσι σκέφτομαι και μια χώρα, ένα έθνος χωρίς ιστορική μνήμη. Σκουντουφλάει στα σκοτάδια, βαδίζει ψηλαφίζοντας, ώσπου να χαθεί στο χάος και τελικά στην ανυπαρξία. Ένας λαός χωρίς μνήμη είναι ένας λαός που ψάχνει τον τάφο του.
Το μυθιστόρημα που σας καθιέρωσε ήταν το Δεν ήξερες... δεν ρώταγες!, έμμεση αναφορά στο οποίο κάνετε και στην Έξοδο. Στην εικοσαετία (και πλέον) που πέρασε κι έχοντας ζήσει την περίοδο κατά την οποία οι συγγραφείς αποτελούσαν ένα κομμάτι του (τολμώ να πω) σταρ σύστεμ της εποχής, ποιες σημαντικές αλλαγές είδατε να συμβαίνουν στον εκδοτικό χώρο;
Εκείνη την υπέροχη παλαιά εποχή της δεκαετίας του ’80 οι συγγραφείς σταρ ήσαν όλοι άνδρες, βλέπε Τατσόπουλος, Ραπτόπουλος, Ταμβακάκης – και μαζί ο υποφαινόμενος. Ήταν μια χρυσή εποχή για τα αγόρια όντως. Ακόμη και εξώφυλλα είχαμε γίνει. Σήμερα σταρ είναι οι γυναίκες. Όλοι γνωρίζουν τη Λένα Μαντά, κανείς δεν αγνοεί τη Χρυσηίδα Δημουλίδου. Η διαφορά είναι ότι οι δικές μας πωλήσεις των βιβλίων έφταναν βία να αγοράσουμε ένα Φιατάκι, ενώ σήμερα τα κορίτσια χτίζουν με κάθε βιβλίο τους και μια έπαυλη. Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες.
Με γνώμονα το αναγνωστικό κοινό που τον ακολουθεί, πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να αλλάξει θεματολογία;
Είναι θέμα απόφασης. Σίγουρα είναι δύσκολο – απαιτεί να απαρνηθείς τις συγγραφικές σου ευκολίες και να ακολουθήσεις μονοπάτια άγνωστα και δύσβατα. Όμως πόσο πια ένας συγγραφέας θα αντέξει να αντιγράφει τον εαυτό του; Ίσως να μην του κάνει ιδιαίτερο κόπο, θα αντιτείνετε. Μπορεί. Εγώ ωστόσο είμαι Υδροχόος, μου αρέσει ήγουν το ταξίδι. Και ποτέ δεν επισκέπτομαι ξανά τα ίδια μέρη – λέμε τώρα. Τους αναγνώστες μου τους σκέφτηκα, είναι η αλήθεια. Βασανίστηκα στη σκέψη ότι μπορεί να μου γυρίσουν την πλάτη. Μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Αν με αγαπούν, θα με συντροφέψουν και σ’ αυτό μου το ταξίδι. Αν όχι, θα μάθω να ταξιδεύω μόνος.
Το χιούμορ έχει να κάνει με το πόσο στα σοβαρά παίρνει κανείς τη ζωή και όσα του συμβαίνουν καθώς τη βιώνει. Κάποτε επικρατεί η τραγωδία –βλέπε τα βιβλία του Γκόρκι– και κάποτε η κωμωδία – βλέπε τον Τζερόμ Τζερόμ.
Γιατί ένα τόσο σημαντικό μάθημα όπως είναι η Ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους περισσότερους μαθητές;
Κάθε μάθημα, οποιοδήποτε μάθημα, εδράζεται πάνω στον καθηγητή που το διδάσκει. Είτε γιόγκα κάνεις είτε Ιστορία, από τον δάσκαλό σου θα εξαρτηθεί πόσο θα αγαπήσεις αυτό που θέλεις να μάθεις. Πόσο περισσότερο αν δεν σε ενδιαφέρει να το μάθεις. Από την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, το μόνο που σώζεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι το δημοτικό σχολείο. Από εκεί και πάνω οι καθηγητές γίνονται δημόσιοι υπάλληλοι και το παιχνίδι λαμβάνει τέλος. Στο πανεπιστήμιο αυτό που διδάσκεται είναι ο χαβαλές και οι καταλήψεις. Εννοείται πως δεν λείπουν ευτυχώς οι καθηγητές εκείνοι που με έμπνευση και αυταπάρνηση –κι αρκετές φορές μες στη χλεύη των άλλων– επιχειρούν να φωτίσουν το πνεύμα των μαθητών τους. Χάρη σε τέτοιους εξαίσιους φιλόλογους βρήκα κι εγώ το δρόμο μου στη λογοτεχνία. Τους χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη και τους τιμώ στον αιώνα.
Είναι στα άμεσα σχέδιά σας να γράψετε ένα καθαρά ιστορικό μυθιστόρημα; Έχετε έτοιμο το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Έχω έτοιμα τα επόμενα δύο βιβλία μου. Θέλω να πω, τα έχω έτοιμα μες στο μυαλό μου. Ξέρω την ιστορία που θα αφηγηθώ. Μένει το δυσκολότερο κομμάτι, να καθίσω και να τα γράψω. Έχουν να κάνουν και τα δυο με τα πρώτα εκείνα χρόνια του νέου ελληνικού κράτους. Περισσότερα θα μου επιτρέψετε να μην πω, γιατί θα χαθεί έτσι ακόμη και το δικό μου ενδιαφέρον να τα γράψω. Μου αρέσει να μιλάω για τα βιβλία μου μονάχα αφού τα έχω γράψει – αλλά μόλις σας είπα ένα ψέμα, ούτε τότε μου αρέσει να μιλάω γι’ αυτά. Προτιμώ να μιλούν οι αναγνώστες. Αλλά κι αυτό ψέμα είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου