Η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το 1965 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Το 1966 πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό «Εποχές» του Άγγελου Τερζάκη με το διήγημαΈντεκα γράμματα κι ένα υστερόγραφο. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις πεζών και ποιημάτων σε περιοδικά και συλλογικές εκδόσεις. Το 1972 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ο δραπέτης στο δέντρο. Από τότε μέχρι σήμερα έχει εκδώσει άλλα δεκαέξι βιβλία, τα περισσότερα μυθιστορήματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ξένες γλώσσες. Επίσης έχει ασχοληθεί και η ίδια με μεταφράσεις βιβλίων, κυρίως κοινωνικοπολιτικών. Το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί για το μυθιστόρημά της Σαν το μετάξι εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.
Μίλησε στο diastixo.gr με αφορμή το βιβλίο της Η Ελλάδα που αγαπήσαμε, η Ελλάδα που αγαπούμε, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι είναι συμβολικός ή υποδηλώνει κάτι άλλο;
Η πατρίδα μας –συγχωρήστε μου την παλιομοδίτικη λέξη, αλλά παλιομοδίτισσα είμαι κι εγώ– εδώ και δεκαετίες ξεφτίζει αδιάλειπτα από λάθη δικά μας και δολιότητες τρίτων. Παραδοθήκαμε αμαχητί σ’ έναν άκρατο υλισμό, απεμπολώντας τις αξίες μας. Ωστόσο η κρίση αξιών αποτελεί παγκόσμιο ή παγκοσμιοποιημένο, αν θέλετε, φαινόμενο. Θωρώντας λοιπόν τα πράγματα σχετικά, με νηφαλιότητα και ψυχραιμία, διαπιστώνουμε τελικά ότι η Ελλάδα, μολονότι δεν είναι εκείνη που θα θέλαμε, παραμένει μια αξιαγάπητη χώρα τόσο για την απέραντη ομορφιά της όσο και γιατί ο λαός της ρέπει περισσότερο προς την ανθρωπιά παρά προς τη βαρβαρότητα.
Πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι σας στη χώρα μας μέσα από τη συγγραφή;
Ξεκίνησε από την εφηβεία μου, όταν πριν αποκοιμηθώ άκουγα από το τρανζιστοράκι τα δρομολόγια πλοίων και αεροπλάνων ωσάν την πιο εξαίσια μουσική. Γρήγορα άρχισα να ταξιδεύω σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχοντας πάντα μαζί μου τετράδιο και μολύβι. Πολλές από τις καταγεγραμμένες εντυπώσεις μου έχουν περάσει στα μυθιστορήματά μου. Στα χρόνια της κρίσης μού γεννήθηκε η επιθυμία να ξαναζήσω διά της γραφής τα ελληνικά ταξίδια μου, ώστε μαζί με τους αναγνώστες μου να ξεφύγουμε για λίγο από την καταχνιά των καιρών, να τονωθεί το ηθικό μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία δικαιούμαστε να είμαστε υπερήφανοι.
Είναι εύκολο να περιγράφει ο συγγραφέας το εφήμερο και τον χώρο που επισκέπτεται. Μήπως έχει μια άλλη ματιά;
Ο συγγραφέας, όπως άλλωστε κάθε στοχαστικός άνθρωπος, δεν περιορίζεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Η ματιά του διεισδύει σε φυσιογνωμίες τόπων και ανθρώπων αναζητώντας την ουσία τους. Και αυτήν καταθέτει. Στο παρόν βιβλίο καταδεικνύεται το αόρατο νήμα που ενώνει χρόνο και χώρο: το παρελθόν με το παρόν και παράλληλα όλους τους ελληνικούς τόπους μεταξύ τους. Πρόκειται δηλαδή για τον συνεκτικό ιστό του ελληνικού λαού, που κάποιοι θα τον προτιμούσαν καταλυμένο.
Η Ελλάδα, μολονότι δεν είναι εκείνη που θα θέλαμε, παραμένει μια αξιαγάπητη χώρα τόσο για την απέραντη ομορφιά της όσο και γιατί ο λαός της ρέπει περισσότερο προς την ανθρωπιά παρά προς τη βαρβαρότητα.
Περιγράφετε την Ελλάδα με κείμενά σας από το 1965 μέχρι το 2015. Τι έχει αλλάξει από τότε που ξεκινήσατε αυτό το όμορφο ταξίδι;
Η νοσταλγία χωρίς αμφιβολία επηρεάζει την κρίση μας. Θυμάμαι ωστόσο πολύ καλά πόσο υπερήφανοι ήμασταν ως έφηβοι για την Ελλάδα. Κι όχι τόσο για τα αρχαία της κλέη, όσο για το παρόν της που βιώναμε. Στη δεκαετία του ’60 μας ήρθε το πρώτο Νόμπελ με τον Σεφέρη, οι διεθνείς διακρίσεις για το Ποτέ την Κυριακή του Ντασέν και τον Ζορμπά του Κακογιάννη. Η μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη κατακτούσε τον κόσμο ολόκληρο. Για να ακολουθήσει μια μεγάλη σειρά από πολύ αξιόλογους συνθέτες. Το έγχρωμο γερμανικό ντοκιμαντέρ Ελλάδα, η χώρα των ονείρων με μουσική Χατζιδάκι και τη φωνή της Μούσχουρη ενθουσίαζε την Ευρώπη. Στο σχολείο ανταλλάσσαμε στίχους τραγουδιών υψηλής ποιότητας, γιατί τότε συνδέθηκε η μουσική με την ποίηση. Μια μέρα άκουγα τα Επιφάνια, όταν χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο οδοκαθαριστής, του οποίου το πρόσωπο έλαμψε μόλις άκουσε «στο περιγιάλι το κρυφό». Το ήξερε απ’ την αρχή ως το τέλος. Την ίδια περίοδο απενοχοποιήθηκαν και διαδόθηκαν ευρέως τα υπέροχα ρεμπέτικα τραγούδια. Στις μπουάτ της Πλάκας γινόταν μυσταγωγία με το ρεύμα του «Νέου Κύματος». Παράλληλα με την πολιτιστική άνθηση, είχε φουντώσει κι ο αγώνας για περισσότερη δημοκρατία. Αυτή η αναγέννηση διακόπηκε με την επιβολή της δικτατορίας και δυστυχώς παρέμεινε ανεπανάληπτη. Έπεσε μεν το δικτατορικό καθεστώς, αλλά μετά την πρώτη αναλαμπή που το ακολούθησε, άρχισε η κάθοδος μέσω μιας άσωτης ευημερίας, η οποία –παρά τα όποια επιτεύγματα–οδήγησε στη σημερινή κατάντια. Ωστόσο, ταξιδεύοντας σε κάθε άκρη και γωνιά της ελληνικής γης, συναντάω παντού τις ίδιες αρετές: φιλότιμο, γενναιοδωρία, φιλοξενία – λέξη που έφτασε ως εμάς από τα βάθη των αιώνων, μαρτυρώντας έναν αληθινό πολιτισμό. Όλα αυτά με κάνουν να ελπίζω πως η μαγιά επιμένει να υπάρχει και το καλύτερο κάποτε θα ‘ρθει.
Ζούμε σε μια από τις ωραιότερες χώρες στον κόσμο. Οι περισσότεροι όμως Έλληνες ζουν στα αστικά κέντρα. Αυτό δεν είναι αλήθεια παράξενο;
Η αστυφιλία είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι στα αστικά κέντρα έχουν περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες και περισσότερη προσωπική ελευθερία. Και αυτά πράγματι, ως έναν βαθμό, ισχύουν. Σήμερα πάντως, χάρη στην τεχνολογία και με αφορμή την κρίση, κάποιοι νέοι της πόλης ανακαλύπτουν τα πλεονεκτήματα του χωριού. Το να μπορεί κανείς να κερδίζει το ψωμί του ζώντας μέσα στη φύση και έχοντας μια καλή συντροφιά είναι για μένα προνόμιο. Αξίζει να πω ότι κάθε φορά που ταξιδεύω στην ελληνική ύπαιθρο έρχομαι σε επαφή με έναν κόσμο ήρεμο, ευγενικό, χαμογελαστό, εντελώς διαφορετικό από τον αγχωμένο και μεμψίμοιρο πρωτευουσιάνο. Έναν κόσμο που μου κάνει καλό. Ειλικρινά, στην επαρχία αποκομίζει κανείς την αίσθηση ότι η κρίση αφορά μόνο την Αθήνα. Την πόλη των συσσιτίων, των εγκαταλελειμμένων μαγαζιών, των εξουθενωμένων ανθρώπων, των κουκουλοφόρων...
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν ταξιδιωτικά βιβλία. Σήμερα η τεχνολογία μάς δίνει εύκολα την εικόνα και των πιο μακρινών τόπων. Χάθηκε λοιπόν η γοητεία της ανάγνωσης των ταξιδιωτικών βιβλίων;
Η τεχνολογία μας προσφέρει πληροφορίες που δεν μπορούσαμε στο παρελθόν ούτε να διανοηθούμε καν και αναμφίβολα είναι πολύ χρήσιμη. Αυτή όμως η εύκολη υπερπροσφορά εικόνων μάς στερεί τη λαχτάρα, την έκπληξη, τη συγκίνηση, τη χαρά, το θαύμα της ζωντανής ανακάλυψης και επαφής, που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες είχαμε ακόμη την τύχη να βιώνουμε. Η ταξιδιωτική λογοτεχνία αναπληρώνει με το λόγο τις απώλειες αυτές, καθώς προχωράει σε βάθος, αναδεικνύοντας κρυφές πτυχές και λεπτές αποχρώσεις και παρακινώντας τον αναγνώστη να φανταστεί και να στοχαστεί. Γι’ αυτό, παρότι βρίσκεται σε υποχώρηση, θα έχει πάντα ένα πιστό κοινό.
Γράφετε «η θάλασσα με απέραντη αμμουδιά , όπου έφιπποι φύλακες ειδοποιούν κάθε τόσο τον κόσμο να απομακρυνθεί γιατί η παλίρροια ανεβαίνει». Ονειρική περιγραφή. Γιατί η θάλασσα είναι η πιο αγαπημένη για όλους τους Έλληνες;
Η Ελλάδα που αγαπήσαμε. Η Ελλάδα που αγαπούμε (1965-2015) Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη Κέδρος 432 σελ. ISBN 978-960-04-4683-8 Τιμή: €17,50 |
Η περιγραφή δεν είναι ονειρική. Είναι κάτι που το έζησα στη Βόρεια Θάλασσα. Όσο για τη δικιά μας, την αγαπημένη, πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού στην αγκαλιά της μας κρατάει, αυτή είναι το λίκνο μας. Στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, κάθε πρωί που άνοιγα το παράθυρό μου τη θάλασσα αντίκριζα. Είναι μια εικόνα που με συντροφεύει διά βίου και νιώθω πολύ τυχερή που τη φέρω εντός μου. Αυτήν τη στιγμή, μάλιστα, που απαντώ στο ερώτημά σας σκέφτομαι πως το δικό της μετείκασμα θα ήθελα να έχω, όταν η ζωή μου θα σβήνει.
Οι Έλληνες έγιναν οι καλύτεροι θαλασσοπόροι και δεινοί έμποροι. Ποια ήταν τα στοιχεία που τους βοήθησαν σε αυτή την εξέλιξη;
Η Ελλάδα είναι περισσότερο θάλασσα παρά στεριά! Η ρευστότητά της μας σημαδεύει ανά τους αιώνες. Γι’ αυτό κι εμείς δεν είμαστε στέρεοι, δεν είμαστε στεριανοί. Αυτή λοιπόν η θάλασσα (λέξη αρχαία), που περιβάλλει τα νησιά και τη χερσόνησο χώρα, προσέφερε κατά την αρχαιότητα τους πιο πλεονεκτικούς και προσοδοφόρους δρόμους στους Έλληνες, οι οποίοι ασφυκτιούσαν στον περιορισμένο και συχνά άκαρπο τόπο τους. Δράττομαι δε της ευκαιρίας να πω ότι η λέξη «νησί» προέρχεται από το ρήμα «νέω» που σημαίνει «πλέω». Ενώ στις ευρωπαϊκές γλώσσες το νησί ετυμολογικά σημαίνει κάτι απομονωμένο, οι Έλληνες με την ποιητική ματιά τους το ήθελαν να πλέει σαν τα καράβια τους. Όσο, μάλιστα, πιο μικρό και άγονο ήταν ένα νησί τόσο πιο μεγάλος ήταν ο στόλος του. Μ’ αυτά τα καράβια οι Έλληνες ταξίδευαν από την Ανατολική Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τις Στήλες του Ηρακλέους, κάνοντας εμπόριο και ιδρύοντας εμπορεία και αποικίες. Έτσι, εκτός από τον υλικό πλούτο, αποκόμιζαν και πλούτο άυλο – πλούτο σε εικόνες, σε πληροφορίες, σε ιδέες, σε γνώσεις άλλων λαών κι άλλων πολιτισμών. Τελικά, οι θαλασσοπόροι επέστρεφαν στις πατρίδες τους με το ανεκτίμητο δώρο των ανοιχτών οριζόντων, όπου δεν έχει θέση ο μίζερος τοπικισμός. Καταλήγοντας, τολμώ να πω ότι το θαύμα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού οφείλεται εν πολλοίς στη θάλασσα, σε συνδυασμό με την αδιάλειπτη κατοίκηση του ελλαδικού χώρου από την εποχή του ανθρώπου των Πετραλώνων. Αυτή η ναυτική παράδοση χιλιετιών εξηγεί με τη σειρά της και την πρωτιά της ελληνικής ναυτιλίας στον σημερινό κόσμο. Πρωτιά που δεν μας συγχωρούν με τίποτε και που εναντίον της βυσσοδομούν –ποιοι άλλοι;– οι εντιμότατοι Γερμανοί.
Η περιήγηση στις παραθαλάσσιες περιοχές αλλά και στα νησιά μάς απογειώνει. Άσπρα σπίτια, κατάλευκα, μικρά κομψοτεχνήματα. Τι αντιπροσωπεύει το λευκό για την Ελλάδα;
Θα πρέπει να πούμε ότι τα σπίτια στα νησιά μας υπήρξαν κάποτε χαμαιλέοντες! Βάφονταν δηλαδή στο χρώμα του περιβάλλοντος, ώστε να μην τα βλέπουν εύκολα οι πειρατές. Μόνον όταν ο Καποδίστριας, οργανώνοντας το κράτος, κατάφερε να πατάξει την πειρατεία, οι άνθρωποι ξεθάρρεψαν και άρχισαν να τα ασβεστώνουν. Το λευκό λοιπόν αντιπροσωπεύει το τέλος της τρομοκρατίας και τη χαρά της ελευθερίας.
Ο Λε Κορμπιζιέ δήλωνε ότι η Ελλάδα είναι η εφεδρεία της ανθρώπινης συνείδησης. Γιατί οι ξένοι αγάπησαν τρελά τη χώρα μας;
Ο Λε Κορμπιζιέ έκανε αυτή τη δήλωση –και δεν είναι η μόνη που έγινε τότε από Γάλλους διανοουμένους– όταν έμεινε έκθαμβος βλέποντας τη μικρή Ελλάδα να ορθώνει το ανάστημά της στον Άξονα, τη στιγμή που ολόκληρη η Ευρώπη, μαζί της και η μεγάλη Γαλλία, τον προσκυνούσαν. Ο Ελύτης, που ήταν τότε στρατευμένος στο αλβανικό μέτωπο, μιλάει κάπου για «όμορφη αφροσύνη», που αγγίζει τη σφαίρα της ποίησης. Αυτή η «όμορφη αφροσύνη» εμφανίστηκε επανειλημμένα στην ιστορική μας διαδρομή και νομίζω ότι αποτελεί βασικό συστατικό γοητείας. Με αφορμή τους ηρωισμούς των Ελλήνων στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, οι ξένοι μίλησαν πάλι για Μαραθώνα και Θερμοπύλες, ανανεώνοντας τη σύνδεσή μας με τους αρχαίους. Όπως κι αν αντιλαμβάνεται κανείς αυτή τη σύνδεση, γεγονός είναι ότι όλοι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι απανταχού της γης γνωρίζουν και αναγνωρίζουν ότι χωρίς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, τη ρωμαϊκή διαμεσολάβηση και την ιταλική Αναγέννηση, που και αυτή στην αρχαία Ελλάδα εδράζεται, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός θα ήταν απελπιστικά ρηχός. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε την αντιφατική ποικιλομορφία και την ανεξάντλητη ομορφιά μιας χώρας τόσο μικρής το δέμας, καθώς και τους φιλόξενους και φιλότιμους ανθρώπους της, οι οποίοι –σημειωτέον– μιλούν την ίδια γλώσσα εδώ και 4.000 χρόνια, θα ήταν παράξενο αν η πατρίδα μας δεν είχε αγαπηθεί και αν δεν αγαπιόταν ακόμη και σήμερα τόσο πολύ.
Μέσα στο βιβλίο υπάρχουν και εξαιρετικές φωτογραφίες. Πώς προέκυψε αυτός ο όμορφος συνδυασμός λόγου και εικόνας;
Σχεδόν τα μισά από τα ταξίδια που περιγράφω τα έκανα με την Ολλανδέζα φίλη μου, την αρχαιολόγο Stella Lubsen-Admiraal, η οποία αποφάσισε να ασχοληθεί με την αρχαιολογία, όταν γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ελλάδα το 1963! Χόμπι της ήταν από τότε η φωτογραφία. Όταν συνέλαβα την ιδέα του οδοιπορικού, σκέφτηκα ότι θα του ταίριαζαν πολύ οι φωτογραφίες της. Έτσι, τουλάχιστον οι μισές φωτογραφίες του βιβλίου είναι δικές της. Οι υπόλοιπες τραβήχτηκαν από εμένα και κάποιους άλλους φίλους.
Κάθε φορά που ταξιδεύω στην ελληνική ύπαιθρο έρχομαι σε επαφή με έναν κόσμο ήρεμο, ευγενικό, χαμογελαστό, εντελώς διαφορετικό από τον αγχωμένο και μεμψίμοιρο πρωτευουσιάνο. Έναν κόσμο που μου κάνει καλό.
Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Έλληνα είναι η νοσταλγία να γυρίσει στην πατρίδα. Ακόμη και αν η πατρίδα τον έχει μερικές φορές πληγώσει;
Η Ελλάδα είναι η λαχτάρα της φυγής και ο πόθος της επιστροφής. Είναι η χαρμολύπη που σ’ άλλη γλώσσα δεν υπάρχει. Στο βιβλίο μου αναφέρω έναν γέρο μετανάστη που μετά από μια ολόκληρη ζωή στην Αμερική επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο του με την προσδοκία να θαφτεί εκεί, γιατί –όπως γράφω– «πατρίδα είναι η νοσταλγία της ευτυχίας. Είναι τα πρώτα χρόνια της ζωής μας που σώνεται και πάει».
Το βιβλίο σας είναι ένα ταξίδι όπου αναδεικνύεται η ψυχή του τόπου και η ομορφιά του. Ποια είναι η ανταπόκριση των αναγνωστών σας;
Οι αναγνώστες που περίμεναν οπωσδήποτε ένα ακόμη μυθιστόρημα, μάλλον απογοητεύτηκαν. Εκείνοι όμως που ξέρουν να ταξιδεύουν με τη φαντασία τους, να απολαμβάνουν ένα γλαφυρό κείμενο και να χαίρονται με τις γνώσεις και τη γνώση που τους προσφέρει, ανταποκρίθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό. Αρκετοί μάλιστα μου είπαν ότι το βιβλίο αυτό θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολειά μας!
Ποια φράση σας έμεινε από τους γονείς σας, για την Ελλάδα, που τη σεβαστήκατε και την τηρήσατε στη ζωή σας;
Οι γονείς μου (πρόσφυγας του ‘22 ο πατέρας μου, βλάχικης καταγωγής η μητέρα μου) μου εμφύσησαν για την Ελλάδα περηφάνεια και αγάπη, η οποία όμως δεν παραβλέπει τα λάθη και τα ελαττώματά μας. Πρόκειται για αγάπη ουσιαστική, που απέχει παρασάγγας από τον στενόμυαλο και στενόκαρδο εθνικισμό. Επίσης μια φράση που άκουγα καθημερινά, όταν ήμουνα παιδί, ήταν: «Έκανες τα καθήκοντά σου;», εννοώντας «τα μαθήματά σου». Δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες η λέξη «καθήκον» είχε εξαφανιστεί από το λεξιλόγιό μας, άρα και από τη συνείδησή μας. Ο τόπος βούιζε από τα «δικαιώματά μας» και τα «δικαιώματά μας» και τα «δικαιώματά μας»! Όταν όμως μια κοινωνία βαυκαλίζεται ότι έχει μόνον δικαιώματα, με μαθηματική ακρίβεια οδηγείται στην καταστροφή. Όπερ και εγένετο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου