Η Χριστίνα Οικονομίδου εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα πρώτη φορά το 1994 με το ποιητικό βιβλίοΜύθοι και Ωδίνες/Η γυναίκα και το δέντρο της σιωπής από τις εκδόσεις Απόπειρα. Ακολούθησαν τρία ακόμα βιβλία ποίησης και δεκαπέντε ποικίλης θεματικής και –αντίστοιχα– ύφους, σε διάφορους εκδότες (η ποίησή της εκδίδεται ωστόσο σταθερά από τις εκδόσεις Απόπειρα).
Συνεργάστηκε με τον Βασίλη Βασιλικό ως αρχισυντάκτρια της εκπομπής για το βιβλίο Άξιον εστί τα τελευταία 14 χρόνια της προβολής της, ήταν συνεκδότρια και διευθύντρια του μηνιαίου free press περιοδικού για το βιβλίο index, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, ενώ βιβλιοκρισίες, άρθρα και κείμενά της δημοσιεύονται τακτικά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Τα τελευταία 16 χρόνια είναι εισηγήτρια σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
Κάπου εκεί, σε ένα σεμινάριο γραφής, τη συναντώ. Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που ένας αναγνώστης επιθυμεί να ρωτήσει έναν ποιητή αλλά όχι και τόσο πολλοί ποιητές που θα τα απαντούσαν με τη γενναιοδωρία της Χριστίνας Οικονομίδου. Η συνέντευξη που ακολουθεί ας ερμηνευθεί ως μια πόρτα προς τη συμβίωση με την ποίηση, την οποία η Χριστίνα διάπλατα μας ανοίγει.
Στην καινούρια σου ποιητική συλλογή 4 εποχές στον δρόμο συναντάμε τρεις αφηγητές-σύμβολα: τη Μάριον, τον Άγγελο και την ποιήτρια. Ποια είναι η γλώσσα που φέρουν και γιατί χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να ολοκληρωθεί το ποιητικό σου τοπίο;
Κατ’ αρχάς, στο 4 εποχές στον δρόμο υπάρχουν περισσότερα από τρία πρόσωπα. Η Μάριον και ο Άγγελος είναι οι κύριοι ήρωες αλλά εμφανίζονται και άλλοι, που είτε ονοματίζονται (π.χ. Οσμάν, Ανέστης κλπ.) είτε όχι. Καθένα από αυτά τα πρόσωπα μ’ έχει απασχολήσει ξεχωριστά και έχει τη δική του θέση στο ποιητικό αυτό αφήγημα, συνεπώς και στο συγκεκριμένο ποιητικό τοπίο. Το ποιητικό εγώ από την άλλη (και όχι η ποιήτρια, το φυσικό πρόσωπο) αναλαμβάνει είτε να τους αφηγηθεί είτε να τους οικειοποιηθεί και να μιλήσει διά στόματός τους. Ενίοτε παρεμβάλλεται και ως ανεξάρτητη φωνή. Κατά κάποιον τρόπο, φυσικά, καθένας τους έχει ένα δικό μου αποτύπωμα, κάπου μέσα μου ακουμπάει και γι’ αυτό πράγματι χρειάζονται ο ένας τον άλλον, καθώς μάλλον τους χρειάζομαι εγώ για να κατοικήσω πλήρως αυτό το τοπίο.
Ωστόσο, ακόμα και στην ποίηση, όταν επινοείς πρόσωπα, μοιραία σ’ έναν βαθμό αυτονομούνται. Γεγονός που μας οδηγεί στη γλώσσα που, όπως λες, φέρουν (πολύ εύστοχη έκφραση) και δεν είναι άλλη από αυτή που μου υπαγορεύουν, ως επινοημένοι μεν, πλην όμως συν-δημιουργοί αυτού του τοπίου.
Σε πολλά ποιήματα της συλλογής απευθύνεσαι ευθέως, σε δεύτερο πρόσωπο. Αυτό είναι κάτι που εξυπηρετεί την ανάγκη σου να μιλήσεις πιο αιχμηρά ή είναι ο μυστικός κώδικας επικοινωνίας των προσώπων;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο, ακριβώς. Σε κάποια ποιήματα πρόκειται για το ποιητικό εγώ (σε όποια εκδοχή ή μεταμόρφωσή του) που απευθύνεται στον εαυτό του, σχολιάζοντας και προσθέτοντας μια ειρωνική, κριτική ή και αυτοσαρκαστική σημείωση στο περιθώριο της αφήγησής του. Άλλοτε, πάλι, πρόκειται για μια είτε αιχμηρή είτε και απολύτως τρυφερή προσέγγιση του εαυτού στον εαυτό. Τέλος, υπάρχουν ποιήματα όπου κάτι διακυβεύεται σ’ ένα πεδίο αντιπαραβολής (και όχι απαραίτητα αντιπαράθεσης) ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πρόσωπα/ήρωες.
Κατά τη γνώμη μου, πριν ΑΝ όχι και μετά απ’ όλα– και τουλάχιστον παράλληλα με όλα, υπάρχει το σώμα. Θέλω να πω, εκείνοι που, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσα από οποιουδήποτε είδους στοχαστικό πρίσμα, το υποτιμούν ή το υπονομεύουν, δεν με πείθουν. Μοιάζει να παραβλέπουν το προφανές, ότι δηλαδή χωρίς αυτό δεν υπάρχουμε.
Νομίζω πως στην εικονοποιία σου, η αντίληψη του κόσμου είναι σωματική και μοιάζει να αδυνατεί να υπάρξει χωρίς τη συμμετοχή των αισθήσεων. Τι συμβαίνει με τη σχέση αίσθηση-αίσθημα; Ποιο απ’ τα δύο γεννά το άλλο στην ποίησή σου;
Τώρα θίγεις ένα πολύ καίριο αλλά και περίπλοκο ζήτημα. Κατά τη γνώμη μου, πριν ΑΝ όχι και μετά απ’ όλα– και τουλάχιστον παράλληλα με όλα, υπάρχει το σώμα. Θέλω να πω, εκείνοι που, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσα από οποιουδήποτε είδους στοχαστικό πρίσμα, το υποτιμούν ή το υπονομεύουν, δεν με πείθουν. Μοιάζει να παραβλέπουν το προφανές, ότι δηλαδή χωρίς αυτό δεν υπάρχουμε. Διαμεσολαβητής αλλά και άρχοντας των αισθήσεων, το σώμα είναι το απολύτως απαραίτητο «μέσο» που μπορεί να μας οδηγήσει στην υπέρβαση. Η σκέψη μου, η ποίησή μου, ως εκ τούτου, είναι βαθιά σωματικές. Όσο κι αν «ποντάρω τα ρέστα μου» στο μετα-κείμενο, στο υπερ-ρεαλιστικό, στο μετα-φυσικό, αισθάνομαι, στο πετσί μου, πως δίχως την ύλη δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς το άυλο, δίχως την αίσθηση, το «υλικό» αποτύπωμα/ίχνος, δεν μπορεί να υπάρξει αίσθημα.
Κι ακόμα ξέρω πως, όταν μιλάμε για τον φόβο του θανάτου, η εικόνα που μας κατακλύζει και μας κάνει να τρέμουμε δεν είναι του πνεύματος ή της ψυχής που λιώνουν αλλά του «σκεύους» που τα κουβαλά – κι ενδεχομένως τα νοηματοδοτεί.
Τα ώριμα φρούτα μοιάζουν με κομήτες, η Πανεπιστημίου συναντά το Άλφα του Κενταύρου, οι καρποί των ερώτων φέρνουν στον κόσμο ψηφιακά παιδιά. Αυτές είναι κάποιες απ’ τιςΕΙΚΟΝΕΣ σου. Πιστεύεις πως γεννιόμαστε με επίγνωση του μέλλοντος; Μπορεί η ποίηση να αναδείξει τη δικαιωματική μαςΠΡΟΣΒΑΣΗ στο όλον;
Ποποπό, μέσα σε μία ερώτηση δύο, τουλάχιστον, βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα. Θα προσπαθήσω μολαταύτα ν’ απαντήσω όσο πιο καλά μπορώ.
Το μέλλον, νιώθω, είναι η άγραφη σελίδα στην οποία ήδη κατοικούμε πριν καν γράψουμε πάνω της την πρώτη λέξη. Κάτι σαν πρωθύστερη μνήμη. Κι ΑΝ οι άνθρωποι, από την αρχαιότητα (ας μην ξεχνάμε την Αληθινή ιστορία του Λουκιανού ή τις εικασίες για την Ατλαντίδα και άλλα πολλά), έχουν την ανάγκη να στρέψουν τα μάτια και την προσοχή τους σε άλλους κόσμους, που απαρτίζονται από μακρινά αστέρια ή και απύθμενα βάθη, δεν είναι, νιώθω, τόσο από την ανάγκη να διαφύγουν από τις συνθήκες (εξωτερικές και εσωτερικές) που τους κατατρύχουν στη σημερινή τους –στενή, συχνά– πραγματικότητα, όσο, κυρίως, από μιαν ιδιότυπη νοσταλγία γι’ αυτό που υποψιάζονται πως θα μπορούσε να αποτελεί κάτι σαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους σ’ ένα μελλοντικό ή και παράλληλο σύμπαν. Ένα κάτι κι ένα κάπου μετα-ρεαλιστικό, που δι-αισθάνονται (μοιάζει παράδοξο, μα όμως πάλι παρεμβάλλεται το σώμα) ότι ήδη υπάρχει, ως παράλληλη πραγματικότητα, αλλά δεν έχουν ορθολογική/ρεαλιστική πρόσβαση σ’ αυτό, γιατί δεν μπορούν να σπάσουν το τείχος της επαγωγικής λογικής που μας διέπει ως κοινωνία και ως άτομα.
Σ’ ό,τι αφορά την ποίηση και την πρόσβασή μας στο όλον, αν την πιστεύουμε –όπως λες– δικαιωματική, τότε ναι, η ποίηση είναι ένα μονοπάτι για να φτάσουμε εκεί. Ενδεχομένως το μοναδικό, αν δεχτούμε πως κι ο έρωτας, είτε και κάθε είδους μύηση στον βαθύτατο εαυτό, ποίηση είναι.
Διαβάζοντας κάποια απ’ τα ποιήματά σου είχα όχι μόνο την αίσθηση ότι κρατάς από μέσα σου σταθερό beat, αλλά ότι πρόκειται σαφώς για τραγούδια, εννοώ λόγια γραμμένα πάνω στη ρυθμολογία του αισθήματος. Τι μουσική παίζει μέσα στο κεφάλι σου όταν γράφεις;
Από Brahms έως Faithless, από Fairuz μέχρι Μιχαήλ Δέλτα και –σπανιότερα βέβαια αλλά τ’ ομολογώ– καψουροτράγουδα του συρμού, με μιαν ιδιότυπη ενορχήστρωση. Η μουσική που κάθε φορά «παίζει» στο κεφάλι μου δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή των ποιημάτων μου. Έγραφε κάπου ο Σεφέρης στα ημερολόγιά του: «από χτες άρχισα πάλι ν’ ακούω μέσα μου τη μουσική» (ή κάπως έτσι, το λέω από μνήμης) με τεράστια ανακούφιση και με τη βεβαιότητα ότι θ’ ακολουθήσουν οι λέξεις. Απ’ όλες τις τέχνες, αν πω ότι ζηλεύω κάποια είναι η μουσική. Οι λέξεις, οι εικόνες μοιάζουν ενίοτε λειψές χωρίς τη μουσική. Αντίθετα εκείνη μοιάζει να τις κοιτά πάντα από ψηλά, αυτάρκης και στοργική, σαν να τη συμπληρώνουν αλλά να μην μπορούν ποτέ να την υποκαταστήσουν.
Πάντως, αφού όπως φαίνεται (και μου αρέσει πάρα πολύ αυτό) μπορείς και την ακούς, μακάρι να συνθέσεις το δικό σου soundtrack πάνω στα ποιήματά μου, όπως και κάθε αναγνώστης ξεχωριστά!
«Ούτε καν η τέχνη δε μπορεί να σε παρηγορήσει ». Τα σύμβολα είναι αυτά που παρηγορούν τον ποιητή ή ο ποιητής τα σύμβολά του; Ποιος είναι εν τέλει ο Άγγελος του ποιητή;
4 εποχές στον δρόμο Χριστίνα Οικονομίδου Απόπειρα 99 σελ. ISBN 978-960-537-217-0 Τιμή: €8,48 |
Η τέχνη για μένα δεν είναι σύμβολο, είναι ένα εναλλακτικό τοπίο δράσης, η πραγματικότητα σε μιαν άλλη διάσταση. Όσο για τον Άγγελο, ίσως δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτύπωμα της προσδοκίας μας στο σαθρό έδαφος της καθημερινότητάς μας.
Στο ποίημα «Δεξιώσεις» περιγράφεις μια αίθουσα μουσείου με παγωμένα εκθέματα. Νομίζεις πως η ποίηση «απειλείται»; Ποιος είναι ο υπεύθυνος; Οι κριτικοί που αντιμετωπίζουν το ποίημα ως έκθεμα βιτρίνας και βιάζονται κάπου να το κατατάξουν, με ακρίβεια να το χειρουργήσουν ή οι ποιητές που νοιάζονται υπέρ το δέον για την υστεροφημία τους;
Κατ’ αρχάς, δεν είχα καθόλου κατά νου την ποίηση και τους ποιητές στο συγκεκριμένο ποίημα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τους συμπεριλαμβάνει, άλλωστε άνθρωποι είναι/είμαστε κι αυτοί, κοινοί θνητοί. Και διαρκώς εκτιθέμεθα και οι άλλοι γύρω μας είναι μ’ έναν τρόπο κριτές, θέλοντας και μη, της συμπεριφοράς μας. Ο προβληματισμός μου είναι σε ποιο βαθμό εμείς (όλοι) λειτουργούμε σύμφωνα με την εικόνα που προσδοκούμε να καλλιεργηθεί μέσα στους άλλους για μας, αλλά και το πώς οι άλλοι είναι έτοιμοι να καταπιούν «αμάσητη» αυτή την εικόνα.
Δεν είναι η ποίηση που απειλείται αλλά η ίδια η ζωή μας. Μια ζωή που χωρά σε βιτρίνες, που εκτίθεται σαν μουσειακό είδος, δεν είναι ζωή. Η ποίηση, άλλωστε, δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τρόπος ζωής. Η μετα-λογοτεχνική χειρονομία της έχει πιθανότατα μεγαλύτερη αξία από τη λογοτεχνική. Στην πιο κρίσιμη στιγμή, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θ’ αναλογιστούν τις λέξεις, τα επιτεύγματα, τις –μεγαλειώδεις, ενδεχομένως– πνευματικές στιγμές, αλλά ένα άγγιγμα, την πληρότητα μιας αγκαλιάς, την υπερβατική συμφωνία του δέρματος με το κύμα και τον αέρα.
Στις δυο τελευταίες συλλογές σου υπάρχει μια αίσθηση συγχώνευσης των προσώπων. Ανταλλάσσουν ρούχα, ανταλλάσσουν συντρόφους, δέρματα, φύλο, γειτονιές, ταυτότητες. Είναι η τάση του καιρού ή η τάση του ανθρώπου η ανταλλαγή; Είναι πρόταση απ’ τη μεριά σου αυτές οι άπειρες εκδοχές που εμπεριέχει το μέλλον των ηρώων σου;
Με ξαφνιάζει αυτό που λες. Δεν είχα/έχω καθόλου την αίσθηση ότι πρόκειται περί ανταλλαγής και μάλιστα σε μια, τρόπον τινά, προγραμματισμένη βάση. Καθένας τους, νομίζω, είναι αυστηρά (έως πολύ αυστηρά) προσδιορισμένος από τις συνθήκες που έχει εκείνος επιλέξει, ακόμα κι αν δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι εκείνος τις έχει επιλέξει. Το ότι ενδεχομένως συμφέρονται, συγχωνεύονται, όπως λες, έχει να κάνει με το γεγονός ότι έχουν ανάγκη να μοιραστούν, και μάλιστα όχι τα αντικείμενα αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό, ολόκληρο. Και, βέβαια, τους επιφυλάσσεται αυτή η «μοίρα» γιατί επέλεξαν να γίνουν «δικοί» μου άνθρωποι (όσο και ν’ ακούγεται παράδοξο, θεωρώ ότι οι ήρωές μου μ’ επιλέγουν κι όχι το αντίστροφο). Έτσι επιτυγχάνεται και η μεταξύ μας δικαιοσύνη: εγώ τους γράφω και τους δίνω σάρκα και οστά κι εκείνοι διατηρούν το δικαίωμα να με κατακλύζουν, να μ’ εκφράζουν αλλά και να μ’ εξοργίζουν φορές, ο καθένας με τον τρόπο του.
Όσο για την τάση του καιρού, του ανθρώπου κλπ., την αντιλαμβάνομαι εντελώς αντίστροφα, ως μια σφοδρή επίθεση της συλλογικότητας πάνω στην προσωπικότητα. Και μάλιστα μ’ έναν τελείως «διεστραμμένο» τρόπο. Τι θέλω να πω; Ο κοινός τόπος στις μέρες μας είναι πως ο άνθρωπος στις δυτικές κοινωνίες διακατέχεται εκ προοιμίου από το αίσθημα του ατομισμού του, τη διαφοροποίηση της κατάστασής του από τους άλλους, τις προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες του κ.ο.κ. και ως εκ τούτου ούτε μπορεί να συν-αισθανθεί αλλά κυρίως ούτε να συν-πράξει. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ψευδές. Μπορεί να είχε μια κάποια ισχύ για τις προηγούμενες δύο δεκαετίες (και αν) αλλά όχι σήμερα. Ο σημερινός μέσος δυτικός άνθρωπος πάσχει από την ολοσχερή έλλειψη ενός ευρύτερου συλλογικού πλαισίου, στο οποίο θα ήθελε τουλάχιστον ν’ ανήκει, αν όχι και να συν-διαμορφώνει, αλλά σίγουρα να νιώθει ασφαλής μέσα σ’ αυτό, με ήσυχη συνείδηση. Ταυτοχρόνως, δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν και τίποτα. Γιατί; Για πάρα πολλούς και διαφορετικούς λόγους ο καθένας και δεν έχει νόημα να τους αναλύσουμε εδώ. Πάντως, καθείς από τη θέση του, νιώθει τη βάναυση επίθεση των καιρών και ταυτοχρόνως απροστάτευτος, ενώ αντιλαμβάνεται, εν πολλοίς, ότι αυτή η ερημιά προκύπτει μέσα από την «πανοπλία» ατομισμού που έχει ο ίδιος σμιλεύσει τα προηγούμενα χρόνια. Η πιο πρόσφορη λύση, που χαϊδεύεται στα πόδια του, είναι να ενταχτεί σε μία από τις νεοπαγείς συλλογικότητες, που διαμορφώνονται, από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα, ενόσω οι προηγούμενοί του σύντροφοι είναι εξίσου αδύναμοι και αποδεκατισμένοι για να καταφέρουν να προσπαθήσουν καν να καλλιεργήσουν όχι μια νέα ουτοπία αλλά –έστω– ένα «μικροκλίμα», ικανό ν’ αντέξει τη βαρυχειμωνιά επ’ αόριστον.
Όσο για την τάση του καιρού, του ανθρώπου κλπ., την αντιλαμβάνομαι εντελώς αντίστροφα, ως μια σφοδρή επίθεση της συλλογικότητας πάνω στην προσωπικότητα. Και μάλιστα μ’ έναν τελείως «διεστραμμένο» τρόπο. Τι θέλω να πω; Ο κοινός τόπος στις μέρες μας είναι πως ο άνθρωπος στις δυτικές κοινωνίες διακατέχεται εκ προοιμίου από το αίσθημα του ατομισμού του, τη διαφοροποίηση της κατάστασής του από τους άλλους, τις προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες του κ.ο.κ. και ως εκ τούτου ούτε μπορεί να συν-αισθανθεί αλλά κυρίως ούτε να συν-πράξει. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ψευδές. Μπορεί να είχε μια κάποια ισχύ για τις προηγούμενες δύο δεκαετίες (και αν) αλλά όχι σήμερα. Ο σημερινός μέσος δυτικός άνθρωπος πάσχει από την ολοσχερή έλλειψη ενός ευρύτερου συλλογικού πλαισίου, στο οποίο θα ήθελε τουλάχιστον ν’ ανήκει, αν όχι και να συν-διαμορφώνει, αλλά σίγουρα να νιώθει ασφαλής μέσα σ’ αυτό, με ήσυχη συνείδηση. Ταυτοχρόνως, δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν και τίποτα. Γιατί; Για πάρα πολλούς και διαφορετικούς λόγους ο καθένας και δεν έχει νόημα να τους αναλύσουμε εδώ. Πάντως, καθείς από τη θέση του, νιώθει τη βάναυση επίθεση των καιρών και ταυτοχρόνως απροστάτευτος, ενώ αντιλαμβάνεται, εν πολλοίς, ότι αυτή η ερημιά προκύπτει μέσα από την «πανοπλία» ατομισμού που έχει ο ίδιος σμιλεύσει τα προηγούμενα χρόνια. Η πιο πρόσφορη λύση, που χαϊδεύεται στα πόδια του, είναι να ενταχτεί σε μία από τις νεοπαγείς συλλογικότητες, που διαμορφώνονται, από μέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα, ενόσω οι προηγούμενοί του σύντροφοι είναι εξίσου αδύναμοι και αποδεκατισμένοι για να καταφέρουν να προσπαθήσουν καν να καλλιεργήσουν όχι μια νέα ουτοπία αλλά –έστω– ένα «μικροκλίμα», ικανό ν’ αντέξει τη βαρυχειμωνιά επ’ αόριστον.
Ό,τι λοιπόν και ν’ αποφασίσει αυτός ο άνθρωπος, εγώ τον παρακολουθώ και τον συμμερίζομαι. Τίποτα παραπάνω.
Και, προς Θεού, καμία πρόταση, η πρόταση ενέχει κάτι το διδακτικό, η ζωή μας απλώνεται μπροστά μας σαν μια βεντάλια από επιλογές –ίσως με μια χροιά λαχνού–, τόσο πολύχρωμη και τόσο πολύπλοκη... Και όπως και ό,τι και να επιλέξεις (γιατί, δυστυχώς, καλείσαι να επιλέξεις) κάτι θ’ αφήσεις που δεν είναι ποτέ αμελητέο. Η τραγικότητα αυτής της επιλογής, αυτό είναι που προσπαθώ να διατυπώσω. Καμιά κρίση, καμιά απόφανση, όλοι καλούμαστε να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας συμφιλιωμένοι με αυτό που αφήσαμε πίσω μας μήπως και συναντήσουμε, πράγματι, αυτό που θα βρούμε μπροστά μας.
Αυτό που λέμε «θαύμα» συμβαίνει διαρκώς, κάθε δευτερόλεπτο, μέσα από τα πιο απλά καθημερινά γεγονότα. Οι πιθανότητες να «συγκρουστείς» μαζί του είναι αρκετές, αλλά οι πιθανότητες να το αντιληφθείς ελάχιστες.
Αυτό που βρίσκω προκλητικά παρόν και ζωντανό στα ποιήματά σου είναι πως οι αφηγητές φτάνουν στην προσωπική τους κάθαρση μέσα από την ίδια την καθημερινότητά τους και όχι μέσα από κάποιο θαύμα. Υπάρχει σ’ αυτή τη συλλογή μια κάθετη παραδοχή και μια συνεχής προσγείωση από τις εικόνες-οράματα στο τραπέζι της κουζίνας μας και στην αστική βεράντα. Είναι θέση αυτό; Το εδώ και τώρα;
Ασφαλώς και είναι θέση. Θέση, διαπίστωση, βίωμα, όπως θέλεις πες το. Κι αυτό γιατί αυτό που λέμε «θαύμα» συμβαίνει διαρκώς, κάθε δευτερόλεπτο, μέσα από τα πιο απλά καθημερινά γεγονότα. Οι πιθανότητες να «συγκρουστείς» μαζί του είναι αρκετές, αλλά οι πιθανότητες να το αντιληφθείς ελάχιστες. Κι αυτό γιατί κανείς μας δεν περιμένει στ’ αλήθεια να ευ-τυχίσει έτσι απλά, έχουμε βάλει στο μυαλό μας προϋποθέσεις που αποκλείουν εν πολλοίς τον αιφνιδιασμό. Όταν όμως αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να διανοηθεί το –ας πούμε– «θαύμα» έξω από τις θαυμαστές του ιδιότητες, μπορεί και να σου συμβεί. Άλλωστε, και αυτή η συνομιλία μας ένα μικρό –μα όχι αμελητέο– θαύμα είναι.
Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, το Weather Project», μέσα σε μια σύμβαση θεατρικής παράστασης, αφήνεις τη Μάριον μόνη να χορεύει στη σκηνή, κατεβάζεις τον Άγγελο στη μεριά του κοινού (αδύνατον πια να επέμβει στην ιστορία) και εναποθέτεις σ’ ένα τζουκμπόξ την τυχαία επιλογή της εικόνας-ανάμνησης που θα ακολουθήσει. Μοιάζει τώρα οι θεατές να έχουν πάρει από σένα κάθε κλειδί και να ’ναι στο χέρι τους η έκβαση, η «απόλυσις». Τι θα επιθυμούσες να έχουν κερδίσει οι θεατές-αναγνώστες σου κλείνοντας αυτό το βιβλίο;
Το λες και μόνη σου: έχω παραδώσει στα χέρια τους το κλειδί της έκβασης. Η μόνη, κρυφή μου επιθυμία είναι να το πάρουν και ν’ ανοίξουν την πόρτα που εκείνοι θα επιλέξουν και να μην κλείσουν το βιβλίο σκεπτόμενοι ότι διάβασαν μία ακόμα «ιστορία» που δεν μπόρεσαν καθόλου να την κατοικήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου