Ο Στέφανος Δάνδολος γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα και εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1996 με το μυθιστόρημα Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Ο περίγελος των αγίων (1997), Και φόρεσαν χειροπέδες στα πουλιά (2000), η συλλογή διηγημάτων Αγάπη σε δυο σταγόνες όνειρο (1999), τα μυθιστορήματα Νάρκισσοι και κανίβαλοι (2002), Νέρων (2004), Το αγόρι στην αποβάθρα (2007), Ο τελευταίος κύκνος (2009), Η χορεύτρια του διαβόλου (2013). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικές επιθεωρήσεις του εξωτερικού, ενώ το 2008 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Young Writers’ World Festival που πραγματοποιήθηκε στη Σεούλ. Διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Βραδυνή».
Μίλησε στο diastixo.gr με αφορμή το μυθιστόρημά του Όταν θα δεις τη θάλασσα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί το μυθιστόρημα Όταν θα δεις τη θάλασσα;
Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αφορμή. Όπως γνωρίζουν αρκετοί, με γοητεύει η Ιστορία. Και αυτή τη φορά ήθελα να ταξιδέψω σε μια εποχή όπου τα ένστικτα των ανθρώπων ήταν διαφορετικά. Ήθελα να καταγράψω τον αγώνα μιας γυναίκας που συγκρούεται με τα πρέπει της εποχής και μέσα από αυτόν τον αγώνα να ανακαλύψω τι ήταν ο έρωτας τότε, πόσο μοιραίο ήταν το πάθος που τυφλώνει τη λογική. Παράλληλα, ήθελα να μιλήσω για την Ελλάδα. Από τη μία, στο μυθιστόρημα, υπάρχει το χτίσιμο της σιδηροδρομικής γραμμής της Πελοποννήσου, που καθρεφτίζει τα μεγάλα οράματα εκείνης της περιόδου. Και από την άλλη, η εξάρτησή μας από τους ξένους δανειστές. Οπότε, δεν είναι απλώς ένα ερωτικό μυθιστόρημα, αλλά μια κοινωνική τοιχογραφία που προσφέρει στον αναγνώστη ενδιαφέρουσες αναγωγές με τη δική μας εποχή.
Έχετε στηριχτεί σε κάποια αληθινή ιστορία;
Ο βασικός ιστός της πλοκής είναι μυθοπλασία, αλλά υπάρχουν αληθινά στοιχεία στις δευτερεύουσες ιστορίες του βιβλίου. Οι εκλογές του 1887, για παράδειγμα. Η πολιτική ατμόσφαιρα. Το διπλωματικό παρασκήνιο της Αθήνας. Επίσης, οι περιπέτειες των τοπογράφων που σχεδίασαν το σιδηρόδρομο. Η πρώτη γυναικεία εφημερίδα, τον Μάρτη του 1887, και η θύελλα που ξεσήκωσε. Και φυσικά, κάποια πραγματικά πρόσωπα που εμφανίζονται στις σελίδες. Ο Κωστής Παλαμάς. Η Καλλιρόη Παρρέν. Ο Δημήτριος Σούτσος. Ο Τρικούπης. Ο Γρηγόριος Μαρασλής.
Στη ζωή υπάρχουν οι μοιραίες γυναίκες. Πώς νιώθει μια γυναίκα όταν ακροβατεί ανάμεσα σε δυο αγάπες;
Κάθε άνθρωπος που ακροβατεί ανάμεσα σε δύο αγάπες βιώνει μια μάχη ανάμεσα στο μυαλό και την καρδιά. Ωστόσο, εκείνο που με γοητεύει περισσότερο στις μοιραίες γυναίκες εκείνης της εποχής είναι η άρνησή τους να υποταχθούν. Γυναίκες σαν τη Μαργαρίτα του βιβλίου μου ζούσαν σε έναν κόσμο φτιαγμένο από άντρες για άντρες και, παρασυρόμενες από το πάθος, πλήρωσαν το τίμημα ακριβά. Όμως η ψυχή τους αντανακλούσε ένα όνειρο κοσμογονικό, που πιστεύω ότι αγγίζει ως έναν βαθμό και πολλές σημερινές γυναίκες. Γυναίκες δυστυχισμένες, καταπιεσμένες. Γυναίκες που ζουν μηχανικά, που φέρνουν εις πέρας ρόλους και καθήκοντα χωρίς να βιώνουν την παραμικρή τρυφερότητα.
Το γράψιμο ενός βιβλίου δεν είναι μονάχα έμπνευση. Κυρίως είναι μόχθος και διαρκής επανεξέταση μέχρι να το εγκαταλείψεις, δηλαδή να το τελειώσεις. Χρειάζεται πειθαρχία και προσήλωση και υπομονή.
Στα μυθιστορήματά σας υπάρχει το στοιχείο της αδιέξοδης αγάπης. Από την άλλη αφήνετε μια χαραμάδα ελπίδας. Αυτή η χαραμάδα υπάρχει και στην πραγματικότητα;
Κατά την άποψή μου υπάρχει. Ζούμε σε δύσκολους καιρούς και το όνειρο είναι αναγκαίο. Θα έλεγα εντούτοις πως στο Όταν θα δεις τη θάλασσα η ελπίδα δεν διαφαίνεται από μια χαραμάδα. Είναι το θέμα όλου του μυθιστορήματος. Η ελπίδα ως δικαίωμα για μια καλύτερη ζωή. Και ατομικά, αλλά και συλλογικά, ως λαός.
Στο Όταν θα δεις τη θάλασσα αναφέρεστε στις πολιτικές αναταράξεις του 1886 αλλά και στη γέννηση του γυναικείου κινήματος. Τι σας γοήτευσε σ’ αυτή την εποχή;
Ο ρομαντισμός της και τα άγρια ένστικτα που καιροφυλαχτούσαν κάτω από αυτόν το ρομαντισμό. Ήταν μια εποχή ευγένειας και άκρατης βίας. Οι ζωές των αντρών ήταν σφυρηλατημένες από πάθος, ενώ οι γυναίκες αναζητούσαν το πρόσωπό τους, το αληθινό, το βαθύτερο τους πρόσωπο. Και επίσης ήταν μια εποχή μετάβασης για την Ελλάδα, με πολύ ενδιαφέροντα κοινωνικά και πολιτικά στοιχεία, τα οποία ήθελα να αναδείξω για να πετύχω χρήσιμους συνειρμούς με το σήμερα.
Τι έχει μείνει ίδιο στην Αθήνα, από το 1886 που αναφέρετε στο μυθιστόρημα μέχρι το 2016;
Η ξενόφερτη κουλτούρα ήταν πολύ έντονη τότε, όπως ακριβώς και στα χρόνια τα δικά μας, της Μεταπολίτευσης. Επίσης, σε πολιτικό επίπεδο, οι ομοιότητες είναι ανατριχιαστικές. Ήμασταν μια χώρα με γυάλινα πόδια. Υπήρχε μια έκρηξη εκσυγχρονισμού, αλλά την ίδια στιγμή δανειζόμασταν αφειδώς από τις ξένες δυνάμεις. Επιφανειακά είχε αρχίσει να γίνεται χαοτική η απόσταση που χώριζε τους πλούσιους από τους φτωχούς. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δίναμε και τότε μάχη με τον εαυτό μας. Κάθε υπέρβαση που βασιζόταν στο ταλέντο και τις ιδέες συγκρουόταν με την κακομαθημένη μας φύση.
Λένε ότι η λογοτεχνία είναι πλασμένη για να ελαφρύνει το αφόρητο βάρος της καθημερινότητας. Συμφωνείτε;
Φυσικά. Δεν θα έλεγα ποτέ σε ένα νέο παιδί να διαβάσει λογοτεχνία για να μάθει. Θα του έλεγα να διαβάσει για να ψυχαγωγηθεί, να ταξιδέψει, να ονειρευτεί.
Σήμερα υπάρχουν εργαστήρια που διδάσκουν πώς πρέπει να γράφει ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας. Διδάσκεται άραγε η γραφή; Ποια είναι η γνώμη σας;
Όχι, δεν πιστεύω ότι διδάσκεται η συγγραφή. Συγγραφέας γίνεσαι μαθαίνοντας πρώτα απ’ όλα να διαβάζεις. Όσα περισσότερα βιβλία διαβάσεις τόσο περισσότερο χτίζεις μέσα σου το ένστικτο του χτισίματος μιας δικής σου ιστορίας. Ωστόσο, εκείνο που μπορούν να σου διδάξουν αυτά τα εργαστήρια είναι ο τρόπος που βλέπεις τη λογοτεχνία. Διότι μέσα από την ανταλλαγή απόψεων και τη μελέτη διαφόρων κειμένων μπορείς να αποκομίσεις επιρροές που μέχρι πρότινος δεν είχες. Το γράψιμο, πάντως, ενός βιβλίου δεν είναι μονάχα έμπνευση. Κυρίως είναι μόχθος και διαρκής επανεξέταση μέχρι να το εγκαταλείψεις, δηλαδή να το τελειώσεις. Χρειάζεται πειθαρχία και προσήλωση και υπομονή. Και αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί κάποιος να σου τα φυτέψει εάν δεν τα έχεις μέσα σου.
Σήμερα εκδίδονται παρά την κρίση πολλά λογοτεχνικά βιβλία. Υπάρχουν «εργαλεία» που βοηθούν τους αναγνώστες να επιλέξουν; Τι θα τους συμβουλεύατε;
Δεν μπορώ –και δεν θέλω– να συμβουλεύσω κανέναν. Είμαστε τα βιβλία που διαβάζουμε. Καθένας επιλέγει με βάση το ένστικτό του και λίγο πολύ παίρνει ό,τι του αξίζει.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Πηνελόπη Δέλτα. Ιούλιος Βερν. Ισαάκ Ασίμοφ. Αγκάθα Κρίστι. Και κόμικς. Πολλά κόμικς.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ξεκινήσετε να γράφετε;
Η πρώτη μου ιστορία γράφτηκε όταν ήμουν επτά ετών σε ένα μπλοκ ζωγραφικής. Σε κάθε σελίδα υπήρχε μια ζωγραφιά η οποία συνοδευόταν από ένα σύντομο κείμενο που υπαγόρευα στη μητέρα μου και το έγραφε εκείνη. Ήταν μια παραλλαγή της ιστορίας του Ρομπέν των Δασών και με έκανε να νιώσω τέτοια έξαψη ώστε συνέχισα με παραλλαγές και άλλων ιστοριών. Χρησιμοποίησα τον Ζορρό, τους τρεις σωματοφύλακες, ακόμη και τον Όλιβερ Τουίστ. Θα έλεγα πως ήταν μια έμφυτη ανάγκη. Μου άρεσε να μοιράζω το χρόνο μου ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. Αργότερα, στο γυμνάσιο, σκάρωνα διηγήματα με ήρωες συμμαθητές μου ή έστηνα αστυνομικές ιστορίες, συνήθως κωμικές, που εκτυλίσσονταν σε επινοημένους τόπους. Οπότε, μπορεί να πει κανείς ότι το να γράψω το πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν θέμα χρόνου. Αισθάνομαι ότι το γράψιμο δεν μπήκε στη ζωή μου. Ήταν πάντα εκεί.
Ζούμε σε δύσκολους καιρούς και το όνειρο είναι αναγκαίο. Θα έλεγα εντούτοις πως στο Όταν θα δεις τη θάλασσα η ελπίδα δεν διαφαίνεται από μια χαραμάδα. Είναι το θέμα όλου του μυθιστορήματος.
Ποιο μυθιστόρημα έχετε διαβάσει πάνω από μία φορά;
Τα Ξύλινα Σπαθιά του Παντελή Καλιότσου. Τη Χλωμή Φωτιά του Ναμπόκοβ. Τη Νόσο του Πορτνόι του Ροθ. Και ασφαλώς τον Φτωχούλη του Θεού του Καζαντζάκη, που είναι ίσως το ωραιότερο κείμενο που γράφτηκε ποτέ σε αυτήν τη γλώσσα.
Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμα;
Το να είμαι ευγενής. Το να μη χάνω την αξιοπρέπειά μου. Και το να αναγνωρίζω την αξία της υπομονής.
Όταν θα δεις τη θάλασσα Στέφανος Δάνδολος Ψυχογιός 616 σελ. ISBN 978-618-01-1793-6 Τιμή: €18,80 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου