Ο ποιητής Ηλίας Γκρής ανήκει στη Γενιά του '70 και εξέδωσε πρόσφατα τη συγκεντρωτική έκδοση Λήθαργος κόσμος (1977-1987). Εκτός από ποίηση, έχει εκδώσει πεζογραφία, δοκίμια για την ποίηση και τέσσερις θεματικές ανθολογίες. Η ποίησή του είναι διαχρονική και, όπως γράφει ο Αλέξης Ζήρας στο επίμετρο της έκδοσης, ο Ηλίας Γκρής «μαθαίνει να ζει εξορκίζοντας το παρελθόν, έτσι όπως διογκώνεται στη φαντασία του, με το να το διοχετεύει προς την ποίηση».
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Τα πρώτα διαβάσματα ανοίγουν πολλές πόρτες στο μυστήριο, αλλά είναι φυσικό να σε αφήνουν αξεδίψαστο. Σε μια επαρχιακή κοινωνία, μάλιστα, περίκλειστη από προλήψεις και δεισιδαιμονίες κι από στερητικά σύνδρομα και τραύματα μιας εμφύλιας σύρραξης, πού να βρεθούν βιβλία; Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Κι από δεύτερο χέρι: Μικρός Ήρωας, Μικρός Σερίφης και Μικρός Καουμπόυ. Τρία οχήματα για υπέροχα ταξίδια παιδικής φαντασίας. Θυμάμαι τη δημόσια βιβλιοθήκη που είχαμε στην Κρέστενα, όπου μεγάλωσα, καχεκτική κι έρημη. Αν και ήταν στην πλατεία, ο μόνος που μπαινόβγαινε κει μέσα ήμουν εγώ – παιδάκι δεκαέξι, δεκαεπτά χρονών. Και διάβαζα συντακτικό και γραμματική! Αλλά το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο ήμουν στα δεκατέσσερα όταν το διάβασα, μονορούφι μάλιστα, μέσα σε περιπετειώδεις συνθήκες. Ήταν το Κατηγορώ – Υπόθεση Ντρέυφους του Εμίλ Ζολά. Μου το ενεχείρησε ένας γείτονας, φίλος του πατέρα μου, εργάτης-φορτοεκφορτωτής και κομμουνιστής που ήξερε γραμματάκια κι ακόνισε το μυαλό του στις φυλακές φτάνοντας σε ύψη αξιοζήλευτα. Αυτός ο καματάρης μού μίλησε... Και ό,τι μου 'λεγε έπεφτε στο μυαλό μου με την εκκωφαντική λάμψη της αποκάλυψης. Αυτός στάθηκε για μένα ο πρώτος άξιος δάσκαλος. Του αξίζει μια επαναγέννηση: Γιάννης Γιαννακόπουλος, κατά κόσμον Γιάννης Μποτζολής εκ Κρεσταίνων Ολυμπίας.
Ποιοι ποιητές σάς επηρέασαν;
Τα πρώτα διαβάσματα ποίησης πέρασαν ξώδερμα. Δεν μπορεί ένα παιδί να συγκινηθεί με Ραγκαβήδες και Παράσχους, και, μάλιστα, με την τυπολατρία που διδάσκονταν! Μόνον όταν έγινα φοιτητής κι άρχισα να φτιάχνω με ιδρώτα κι αίμα τη δική μου βιβλιοθήκη, μπόρεσα αυτοθέλητα πια διαβάζοντας να σαγηνευτώ. Δικτατορία τότε, των συνταγματαρχών. Κι όλες οι προσλαμβάνουσες της ζωής μ' έστρεψαν στην ποίηση αυτών που, το έργο τους, ήταν υπό διωγμόν, όπως του Βάρναλη. Τότε γνώρισα και τον Αγγουλέ με τα μάτια ενός φίλου συγγραφέα, του Γιώργη Σιδέρη, που έκανε φυλακή με τον ποιητή. Κι έτρεχε, όπως μού 'λεγε, πίσω του να μαζεύει τα πεταμένα πακετοτσίγαρα όπου έγραφε ο ποιητής ποιήματά του. Τον συμπόνεσα για τους κατατρεγμούς του. Και τον αγάπησα, όπως και το Σικελιανό με το «Πνευματικό εμβατήριο». Ύστερα, με την κατάληψη της Νομικής, τον Φλεβάρη του 1973, ήρθε η ποίηση του Ρίτσου, του Βρεττάκου και λίγο μετά του Λειβαδίτη. Μετά τη Μεταπολίτευση, στα μέσα της δεκαετίας του '70 θα μπει στο κάδρο και ο Τάκης Σινόπουλος. Ένας λόγος παραπάνω που ήταν και συντοπίτης μου. Όσον αφορά Σεφέρη και Ελύτη, αν και τους διάβαζα τους απωθούσα, γιατί ήταν πολύ αριστοκράτες για τα γούστα μου τότε. Με γοήτευσαν, όμως δε με διαμόρφωσαν.
Η ποίηση που θέλει να ’ναι γνήσια και αληθινή αντιστέκεται. Γιατί μόνον αυτή διαβάζει και αποκαλύπτει τα βαθιά σκοτάδια που σκεπάζουν σαν φτερούγες τη ζωή μας. Η ποίηση παρακινεί τον άνθρωπο να ξεφύγει από το άλφα το μικρό και να ’χει επιπλέον λόγους να λέγεται Άνθρωπος.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Ήμουν στα είκοσι με διαβάσματα τσάτρα-πάτρα και με ελάχιστα ουσιώδη, όταν από μια μυστήρια κι ανεξήγητη παρόρμηση κάποιο σούρουπο υπό βροχήν έγραψα ένα ποιημάτιο. Τότε φτερό στον άνεμο δίχως αποκούμπι, συνέχισα να γράφω σωρηδόν! Μιλάμε για δεκάδες, εκατοντάδες ποιήματα! Όταν πρωτοσυνάντησα τον Γιάννη Ρίτσο μετά τη Μεταπολίτευση και διάβασε χειρόγραφά μου, προσπάθησε να συμμαζέψει τον οίστρο του νεαρού που κουβαλούσε, όπως μου είπε, ένα «γλωσσικό χρυσωρυχείο». Εδώ που τα λέμε, πώς να ξέρεις εσύ ο νέος, ότι ο γνήσιος ποιητής δείχνει σεβασμό και φόβο στην ποίηση. Εδώ δεν το ξέρει κι ο φτασμένος. Ο γνήσιος ποιητής εξασκείται, αλλά δεν γράφει πολλά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποιος δεν γράφει πολλά είναι γνήσιος και σπουδαίος ποιητής. Χρειάστηκαν χρόνια και μεγάλος αγώνας για να καταλήξω στο μέγιστο μάθημα. Ότι η ποίηση τρέφεται από τη φαντασία. Και η φαντασία εκλεπτύνεται στη γραφή σου με μελέτη ακατάπαυστη, δουλειά και αναστοχασμό.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η ποιητική συλλογή Λήθαργος κόσμος;
Σκεπτόμουν να κάνω ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με κείνη την πρώτη ποιητική οδοιπορία μου, που έσφυζε από ανερμάτιστο πόθο για ζωή και ποίηση. Ας σκεφτεί κανείς ότι η νεότητα ισοδυναμεί με πληθωρικότητα στα πάντα. Σε ενορμήσεις, ιδέες, ενέργειες και... ποιήματα! Είχα όμως την πρόνοια και, με τα χρόνια, επεξεργαζόμουν τα τυπωμένα ποιήματά μου ανά τακτές επάλληλες περιόδους. Απαιτητική απασχόληση η ποίηση για τον ποιητή − την περικλείω σε τέσσερεις λέξεις: δουλεύοντας, αφαιρώντας, επιλέγοντας και πετώντας! Είναι και η αλλόκοτη εποχή μας που με παρακίνησε σαν αφορμή να εκδώσω τον Λήθαργο κόσμο. Ήθελα να δοκιμάσω τις αντοχές των ποιημάτων αυτών, τριάντα πέντε κοντά σαράντα χρόνια μετά τη γραφή τους. Τώρα σε μιαν εποχή αβεβαιότητας, καθημαγμού και λεηλασίας. Μια εποχή με την πιο αρνητική αποθέωση του ανορθολογικού τρόμου.
Γράφετε ότι «Μάθαμε αλφαβήτα την ανέχεια...». Μήπως την είχαμε για χρόνια ξεχάσει;
Όταν περνάς ασυλλόγιστα από τη φρόνηση της ανέχειας στην αρπακτικότητα του πλουτισμού συν την απερισκεψία του καταναλωτή, κάποια στιγμή φτάνεις στον γκρεμό. Και γίνεσαι αξιοθρήνητος. Και από πάνω άβουλος παραδίνεις τα ηνία σε απόλεμα κι άτσαλα χέρια. Είναι αυτοί που το ειδυλλιακό χθες τούς τυφλώνει και δεν βλέπουν το τραγικό σήμερα.
Υπάρχει ελπίδα;
Όταν εθίζεσαι στην ελπίδα, που αφορά το μέλλον, δεν ζεις ποτέ το παρόν. Γι' αυτό προσωπικά αποφεύγω να βλέπω τον κόσμο με όρους ελπίδας κι απελπισίας. «Και πού νά βρεις καιρό ν' απελπιστείς», λέει στίχος στονΛήθαργο κόσμο. Για τη σωστή ανάγνωση της πραγματικότητας, μόνο τούτο: η μήτρα της τερατογένεσης που βιώνουμε δεν είναι ο στυγερός ολοκληρωτισμός με την παγερή λάμψη μιας αδίστακτης κλίκας χρυσοκάνθαρων· η μήτρα της ευρωπαϊκής τερατογένεσης είναι το ευρώ! Κι ακόμη κάτι. Η φύση διδάσκει να 'χουμε ζωή γήινη και μετρημένη. Οτιδήποτε πέρ' από αυτό είναι ύβρις. Και η ζωή του ανθρώπου τραβάει ενάντια στη φύση και γίνεται ύβρις. Αλλά έχει αρχίσει η νέμεση. Αν δεν υπάρξει μια ολική επαναστροφή στις αξίες της φυσικής ζωής και του Διαφωτισμού, αλίμονο στη γενιά που θα βιώσει τον εφιάλτη, με τη μετάλλαξη του ανθρώπου σε κανίβαλο και τη μετατροπή της γης σε απέραντο τάφο.
Πώς γίνεται, ενώ τα ποιήματά σας είναι γραμμένα πριν από χρόνια, να μας αγγίζουν μέσα στο βάθος της ψυχής και της καρδιάς;
Το ερώτημά σας συνιστά καλοδεχούμενο έπαινο! Άλλωστε, τι άλλο ζητάει ο ποιητής από το να «μιλήσει» η ποίησή του σε κάθε καιρό και τόπο; Αν, τελικά, είναι όπως το λέτε, αυτό γίνεται επειδή γράφτηκαν με τον πόνο της ειλικρίνειας, πάει να πει με δίκαιο χέρι και τίμια καρδιά.
Στο ποίημα «Οι δρόμοι της μοναξιάς» γράφετε: «Έρημοι δρόμοι της πατρίδας, δρόμοι της υποταγής με οχιές σφυρίζοντας με μόνη την ποίηση ολόρθια...» Αλήθεια, γιατί η ποίηση αντιστέκεται στις δύσκολες εποχές;
Η ποίηση που θέλει να 'ναι γνήσια και αληθινή αντιστέκεται. Γιατί μόνον αυτή διαβάζει και αποκαλύπτει τα βαθιά σκοτάδια που σκεπάζουν σαν φτερούγες τη ζωή μας. Η ποίηση παρακινεί τον άνθρωπο να ξεφύγει από το άλφα το μικρό και να 'χει επιπλέον λόγους να λέγεται Άνθρωπος.
«Γράφω και φτερουγίζουν πουλιά, ξεδιψούν στο μελάνι και φεύγουν...» Τι είναι για σας η ποίηση;
Σε τόσους ορισμούς απ' την αρχαιότητα ως τα σήμερα, ποιο το νόημα για άλλον έναν. Νομίζω ότι αρκεί να δει κανείς την ποίηση σαν βιοθεωρία και στάση ζωής που τρέφεται ανελλιπώς από τη γλώσσα. Αλλά μια γλώσσα που διαρκώς αναγεννάται, δεν περιφρονεί τίποτα και συναρμόζει στο αληθινό νόημα της ζωής.
Στην εποχή μας με τα τόσα προβλήματα, μπορεί ακόμη η ποίηση να μας βοηθήσει να ανεβούμε λίγο ψηλότερα;
Σε χαλεπούς καιρούς, η ποίηση ήταν ανέκαθεν παρηγοριά και αποκούμπι. Παρηγοριά για εγκαρτέρηση και αποκούμπι για εγρήγορση. Και πέρασμα σε άλλους αναβαθμούς ύπαρξης. Ας θυμηθούμε ότι το Υψηλόν είναι υπέρτατη επίτευξη της τέχνης. Όλη η σπουδαία τεχνογραφική παράδοση με αφετηρία τη Ρητορική του Αριστοτέλη και μεταιχμιακό έργο το Περί ύψους του Λογγίνου αποσκοπεί στην ανάδειξη του Υψηλού. Που όταν επιτευχθεί είναι ένα και όλα μαζί: η ομορφιά που άδολη κάνει ερωτεύσιμο το έργο. Και με ένα τέτοιο έργο ο άνθρωπος, σαν το γνωρίσει, ανεβαίνει ψηλότερα.
Διαβάζουν οι νέοι ποίηση;
Μάλλον αυτό δείχνει η πληθώρα των ιστότοπων για ποίηση και η πληθώρα των ποιημάτων που αναρτώνται. Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει αν διαβάζουν ποίηση οι νέοι ποιητές. Υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη ότι γίνεται κανείς ποιητής γράφοντας. Λάθος! Γίνεται κανείς ποιητής περισσότερο διαβάζοντας (σωστά) και λιγότερο γράφοντας.
Πέρα από την ποίηση και την πεζογραφία, έχετε εκδώσει και εξαιρετικές ανθολογίες. Πώς προέκυψαν αυτές οι εκδόσεις; Τι άλλο σχεδιάζετε στο προσεχές μέλλον;
Όλα ξεκίνησαν από τη σκέψη ότι δεν υπήρχε κάτι αξιόπιστο κι ολοκληρωμένο για το «Πολυτεχνείο», αν και πώς πέρασε στη λογοτεχνία. Κι έβγαλα, το 2003, Το μελάνι φωνάζει: Η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία. Από κει πήρα το κολάι. Πάντα με βασικό κίνητρο αν στο θέμα που είχα επιλέξει, το έδαφος είναι παρθένο. Έτσι έκανα την ανθολογία Η αρχαία πατρίδα των ποιημάτων – Νεοέλληνες ποιητές για την Αρχαία Ελλάδα, το 2004. Για πολλά χρόνια, ως φιλίστωρ, αισθανόμουν να με πνίγουν τα ψεύδη. Είδα ότι στο όνομα μιας εθνικιστικής ρητορικής γεμίζουν τα μυαλά των παιδιών μας με σκοτάδια. Από την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους, που το έστησαν στα μέτρα τους Μαυροκορδατοκωλλετοκουντουριώτηδες και ρασοφόροι, το ψεύδος με την ιστορική μπαγαμποντιά πηγαίνει σχοινί κορδόνι. Έτσι, έκανα Το 1821 στην ελληνική ποίηση, το 2011. Με ένα επίμετρο εκτενές, που το δούλεψα επί πέντε χρόνια παλεύοντας τα λογής ιστορικά ψεύδη. Και την ίδια χρονιά, το 2011, εξέδωσα την τέταρτη και τελευταία ανθολογία μου, Ο Παπαδιαμάντης με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών. Αυτήν ετοιμάζω τώρα για μια συμπληρωμένη έκδοση τον επόμενο χρόνο. Αρκετά δεν είναι; Άλλωστε, αυτές τις τέσσερις ανθολογίες και τρία βιβλία πεζογραφίας τα θεωρώ διάλειμμα στην κατεξοχήν δουλειά μου, που είναι η ποίηση.
Παλαιότερα κάνατε και εκπομπές για τη λογοτεχνία στην τηλεόραση. Τι σας έχει μείνει στη μνήμη από εκείνη την εποχή;
Δούλεψα επί τριάντα πέντε χρόνια ως δημοσιογράφος στην τηλεόραση και παράλληλα σ' εφημερίδες και ραδιόφωνο. Τα τριάντα στην τηλεόραση, στην ΕΡΤ. Το ψωμί που έφαγα το δούλεψα τίμια, κάνοντας πολλά πράγματα. Από ρεπορτάζ, σύνταξη ειδήσεων, αρχισυνταξία μέχρι ζωντανές εκπομπές και ντοκιμαντέρ. Τον τελευταίο καιρό στην ΕΡΤ έκανα δική μου εκπομπή, τις «Μορφές τέχνης». Πρόβαλλα πορτρέτα συγγραφέων και συνθετών. Ήταν η καλύτερη περίοδος της δημοσιογραφικής μου θητείας. Γυρίσματα, συνεντεύξεις, μοντάζ, μουσική, τα πάντα μόνος μου μ' έναν-δυο βοηθούς. Μέχρι και τη σκηνοθεσία έκανα, χωρίς όμως να το παίζω σκηνοθέτης. Θυμάμαι τώρα με ικανοποίηση κι ένα αίσθημα πληρότητας ότι σε κάθε εκπομπή ήθελα να μένει ένα αποτύπωμα-σημάδι διαρκούς επικαιρότητας. Και με συγκίνηση είδα, στα χρόνια που ακολούθησαν, να προβάλλονται κατ' επανάληψη κάποιες εκπομπές μου.
Χρησιμοποιείτε υπολογιστή; Ποια είναι η γνώμη σας για την τεχνολογία;
Για χρόνια αρνιόμουν κομπιούτερ και συναφή. Είχα μια φοβία και άπωση. Και τώρα ακόμη, που ξεθάρρεψα ίσα να βλέπω τα email και να μπαίνω στο facebook −σελίδα που μου έφτιαξε ο γιος μου– εξακολουθώ να γράφω με το στιλό τα πάντα. Οφείλω, όμως, να πω ότι χαίρομαι που με τους υπολογιστές η ποίηση παίρνει τη ρεβάνς από την πεζογραφία της οκάς. Και μόνο γι' αυτό, η ποίηση οφείλει χάρη σ' αυτό το θαυμαστό εργαλείο.
Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;
Μου φαίνεται αδιανόητο κάποιος που είναι αναγνώστης και φιλέρευνο πνεύμα να μην «επισκέπτεται» τους κλασικούς, δικούς μας και ξένους. Ας σταθούμε στη δική μας επικράτεια. Σολωμός και Κάλβος πρέπει να είναι το δίδαγμα. Καβάφης και Καρυωτάκης ας είναι στέρεα υποδείγματα. Ο Βάρναλης στις γενναιόφρονες λυρικές στιγμές του και ο ασυναγώνιστος ποιητής στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντης ισάξια, με τον στιλίστα πρώτο μας ψυχογράφο, τον άμοιρο Βιζυηνό. Ύστερα ο σπουδαίος στα πεζά του Κωνσταντίνος Θεοτόκης με τα υπέροχα σονέτα του, ισοϋψή με κείνα του Λορέντζου Μαβίλη. Βέβαια είναι και η μοντέρνα Γενιά του '30. Με Σεφέρη, Ελύτη, ακόμη και Ρίτσο, Βρεττάκο (αλλά με πολύ λιγότερα απ' όσα έγραψαν), και τους Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο. Από τη Γενιά του '50 οπωσδήποτε Σινόπουλος, Αναγνωστάκης και Κατσαρός. Ώσπου φτάνουμε στους τωρινούς, του '60 και '70. Εδώ ως πιο κοντινοί και μέσα στις μέρες μας, δυσκολότερα μπορούν ν' ανιχνευθούν οι αξίες. Αλλά πριν και πάνω απ' όλα τα έγκυρα δείγματα ποιητικής σημασίας, το πιο λαμπρό, διδακτικό και δοξασμένο είναι η Δημοτική μας Ποίηση. Δεν υπήρξε σημαντικός ποιητής μας (με την εύλογη εξαίρεση του Καβάφη), που να μην τράφηκε απ' αυτή την ανυπέρβλητη ποίηση.
Λήθαργος κόσμος Ηλίας Γκρής Γκοβόστης 144 σελ. Τιμή € 10,00 |
Πριν από λίγα χρόνια, η ποίηση ή τα βιβλία εκδίδονταν μόνο σε έντυπη μορφή. Σήμερα που υπάρχει οικονομικό πρόβλημα, το Ίντερνετ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μία διέξοδο ή μια κατάθεση ψυχής για τους στίχους των νέων που γράφουν ποίηση;
Όσο και αν εξελιχθεί η τεχνολογία, νομίζω πως το βιβλίο όπως το ξέρουμε θα παραμείνει ασυναγώνιστη αξία. Σίγουρα οι νέοι βρίσκουν μία διέξοδο στο Διαδίκτυο για να καταθέσουν τον λόγο τους. Ωστόσο, να δούμε και την αρνητική πλευρά, με τις αυθαίρετες πλαγιοκοπήσεις του σοβαρού. Όπου όλα θαυμαστά, καλά και μέτρια αναμειγνύονται σ' έναν μεταμοντέρνο πολτό. Αποτέλεσμα; Λέξεις ερριμμένες στη σειρά υπό μορφήν στίχων εκλαμβάνονται ως ποίημα. Γιατί ένα κείμενο στιχουργικό μπορεί, κατά τ' άλλα, να 'ναι πλήρες ποιήσεως, αλλά να μην είναι ποίημα. Που μόνον όταν συνιστά αισθητικό γεγονός βασισμένο σ' ένα συγκεκριμένο μύθο, μπορεί να είναι τέτοιο, δηλαδή ποίημα!
Ποια ποιητική συλλογή έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας;
Πάντα επιστρέφω σε δοκιμασμένες αξίες. Στην υπέροχη ποίηση φιλοσοφικού βάθους των προσωκρατικών. Αυτή είναι η εμμονή μου. Ιδίως Ηράκλειτο και Εμπεδοκλή. Και τα ομηρικά έπη, κυρίως την Οδύσσεια, σε συνδυασμό με την Ποιητική του Αριστοτέλη για μπούσουλα. Και όταν έχω κέφια επιστρέφω σε παλιές εγχώριες και ξένες αγάπες, για μια νέα επανεκτίμηση.
Ένα αγαπημένο ποίημα;
«Νεκρόδειπνος» του Τάκη Σινόπουλου.
«Νεκρόδειπνος» του Τάκη Σινόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου