Πίσω από τις εξιστορημένες εμπειρίες των ανθρώπων, τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες τους, υπάρχει πάντοτε μία πολιτική, οικονομική, κοινωνική συνθήκη. Ένα περιβάλλον πλαίσιο, δηλαδή, στο οποίο εντάσσονται είτε ως θύματα, είτε ως θύτες ή και τα δυο μαζί. Το προσωπικό ημερολόγιο μιας καθ' όλα αντιηρωικής φιγούρας, του νεαρού εμποροϋπαλλήλου Παύλου Μώτου έφτασε στα χέρια μου επτά δεκαετίες αφότου γράφτηκε, κατόπιν σχετικής επιθυμίας του γιου του, Λευτέρη. Και αποτελεί την ad hoc εξομολόγηση των παθημάτων ενός 25χρονου άνδρα που συνελήφθη τυχαίως σ' ένα από τα τελευταία μπλόκα που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί στην ευρύτερη περιοχή της παραγκούπολης του Δουργουτιού (σημερινός Νέος Κόσμος). Φορτώθηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους σε τρένο και κατέληξε στο Geslingen (Κάισλινγκεν, όπως ο ίδιος το ονοματίζει) της γερμανικής Βάδης-Βυρτεμβέργης. Έζησε εκεί έναν ολόκληρο χρόνο βαρβαρότητας ως αιχμάλωτος εργάτης της Οργάνωσης Todt, έως ότου η ναζιστική Γερμανία καταλυθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Για τον ιστορικό που γίνεται αποδέκτης ενός τέτοιου πρωτογενούς υλικού η πρόκληση είναι εκ των πραγμάτων μεγάλη. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτό χαρακτηρίζεται μοναδικό. Η περίπτωση του Παύλου Μώτου διαφοροποιείται από αντίστοιχα μαρτυρικά κείμενα της περιόδου, καθώς έρχεται να υπενθυμίσει και να αναδείξει την –γνωστή μεν στην ιστορική έρευνα, αλλά υποφωτισμένη– πτυχή του εθνικοσοσιαλισμού που σχετίζεται με τον εκφασισμό της οικονομικής λειτουργίας και της εργασίας. Πίσω, λοιπόν, από την αφήγηση της δραματικής του εμπειρίας, υπονοείται η ύπαρξη ενός ολόκληρου κόσμου που άρχισε να αναπτύσσεται στα χρόνια της μεγάλης ευρωπαϊκής μεσοπολεμικής κρίσης και έφτασε στο αποκορύφωμα της δράσης του κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Παύλος μετείχε ακουσίως στο ναζιστικό πείραμα της στρατευμένης εργασίας. Στο ημερολόγιό του αναφέρει ακριβώς το τι αυτό περιλάμβανε. Ταυτόχρονα όμως, και δίχως να το συνειδητοποιεί, περιγράφει τη συμμετοχή του διά της ανυπακοής στη διαδικασία αποδόμησής του, τοποθετώντας σε υψηλότερο βάθρο την ανθρώπινη ανάγκη για ζωή.
Κείμενα σαν και του Μώτου παρέχουν τη δυνατότητα στον ιστορικό να μιλήσει για θέματα σύνθετα ή πολύπλοκα με τρόπο κατανοητό, προσεγγίσιμο από ένα ευρύτερο κοινό, να καταδείξει την επικαιρότητα και τη χρησιμότητα της ιστορικής επιστήμης στον δημόσιο, συλλογικό βίο.
Κείμενα σαν και του Μώτου παρέχουν τη δυνατότητα στον ιστορικό να μιλήσει για θέματα σύνθετα ή πολύπλοκα με τρόπο κατανοητό, προσεγγίσιμο από ένα ευρύτερο κοινό, να καταδείξει την επικαιρότητα και τη χρησιμότητα της ιστορικής επιστήμης στον δημόσιο, συλλογικό βίο. Ο λόγος τους παραπέμπει στην οικειότητα και την εμπιστοσύνη που δημιουργούν στα εγγόνια οι εξιστορήσεις των παππούδων για το παρελθόν. Ο Παύλος, έχοντας μια έμφυτη τάση για «τα γράμματα» και σχετικές προσλαμβάνουσες, επιχείρησε να φτιάξει ένα κείμενο που να συνδυάζει αυτή την παράδοση με την πληροφοριακή ακρίβεια και τη λογοτεχνική επιμέλεια. Πρόθεσή του: να εκδοθεί και να διαβαστεί κάποτε το απομνημόνευμά του.
Ο τελευταίος του Κάισλινγκεν Στα στρατόπεδα εργασίας των Ναζί επιμέλεια: Μαρία Σαμπατακάκη Τόπος 94 σελ. Τιμή € 10,00 |
Επομένως, δεν είχα παρά να σεβαστώ την επιθυμία του. Ακολούθησα την ιστορική πεπατημένη, κάνοντας μικρή αλλά απαραίτητη αρχειακή και βιβλιογραφική έρευνα τόσο προς τεκμηρίωση των γραφομένων του, όσο και προς τοποθέτησή τους στο γενικότερο πλαίσιο της εποχής. Καθώς το ημερολόγιο στην πρωτόλεια μορφή του παρουσίαζε προβλήματα έκφρασης, που σε ορισμένα σημεία μπέρδευαν τα νοήματα, καθιστώντας δύσκολη την ανάγνωση, χρειάστηκε να γίνει μια σχετική επεξεργασία. Διατηρώντας τη δομή και το ύφος του πρωτοτύπου, επιχείρησα να ανασυνθέσω σκηνές επαναδιατυπώνοντές τες μέσω αναδιάταξης των ίδιων του των λέξεων. Στο μυαλό μου είχα εμβληματικά έργα της ελληνικής πεζογραφίας που πέτυχαν να εναρμονίσουν ιδανικά το ιστορικό ντοκουμέντο-μαρτυρία με τη συγγραφική τέχνη, όπως Η ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρ. Δούκα, το Νούμερο 31328 του Ηλ. Βενέζη και το Μάουτχάουζεν του Ι. Καμπανέλη (χωρίς ωστόσο να αποτολμώ οποιαδήποτε σύγκριση μαζί τους) και κινήθηκαν στο μοτίβο που εύστοχα κάποτε περιέγραψε ο Ντάριο Φο: να κάνουν τον κόσμο «να δει το μέγεθος της εκμετάλλευσής του». Βαδίζοντας σε τέτοιους δρόμους, Ο τελευταίος του Κάισλινγκεν επιχειρεί εντός της σύγχρονης προβληματικής πραγματικότητας να επαναφέρει μια ξεχασμένη αλλά αναγκαία για την επιβίωση συνθήκη, το κουράγιο και την πεποίθηση στην καινούργια μέρα: «προσγειωθήκαμε στην Ελευσίνα [...] Η Άννα στεκόταν ακριβώς εκεί όπου την είχα αφήσει. Μου φαίνονταν όλα τόσο δικά μου και την ίδια στιγμή τόσο διαφορετικά και ξένα. Μου γεννήθηκε η επιθυμία να ψηλαφίσω ανθρώπους κι αντικείμενα για να ξαναβρώ την επαφή μου μαζί τους. Αναρωτήθηκα ποιος άλλαξε περισσότερο, εγώ ή αυτοί; Δεν αναζήτησα την απάντηση. Τι σημασία είχε, άλλωστε; Αρχίζαμε απ' την αρχή έτσι κι αλλιώς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου