Ο τίτλος, προσδιοριστικός του περιεχομένου, η Ηλέκτρα σε τριπλή παραλλαγή. Η πρώτη, του Αισχύλου, κρυμμένη μέσα στων Χοηφόρων τον χορό, οι άλλες δύο των άλλων δύο – του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Πρώτο στοιχείο συγγένειας των έργων η ηρωίδα.
Ο ποιητής και μεταφραστής Δημήτρης Καλοκύρης επεδίωξε, όπως μας λέει στην Εισαγωγή του, «να αφομοιώσει τον λόγο τους παρεμβάλλοντας στίχους σύγχρονων ποιητών παρά να τον εμφανίσει κατά τεχνητό τρόπο διαφοροποιημένο από τη σύγχρονη γλώσσα», σαν να λέμε κατά λέξη μετάφραση από το πρωτότυπο, κάτι που θα ήταν πιο εύκολο, ενώ η δική του μεταφραστική εργασία είναι ευλύγιστη και καλλιτεχνική. Με μια τέτοια μετάφραση παρακολουθούμε τη διαχρονικότητα του αρχαίου λόγου, που φτάνει μέσα από τον λόγο των νεότερων ποιητών στη σύγχρονη δική μας εποχή, επιβεβαιώνοντας με έναν ακόμη τρόπο ότι είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης.
Ανεξάρτητα από το αν η δράση εκτυλίσσεται στο Άργος ή στις Μυκήνες, τονίζει ο Καλοκύρης, ο τόπος βρέχεται από τα νερά του ποταμού Ίναχου και αυτό είναι ένα δεύτερο στοιχείο συγγένειας των έργων. Ένα τρίτο σχετίζεται με τον χορό, ο οποίος στον Αισχύλο αποτελείται από αιχμάλωτες Τρωάδες που «συμπάσχουν» με την ηρωίδα. Στον Σοφοκλή είναι Μυκηναίες που «συμπαρίστανται διακριτικά». Στον Ευριπίδη είναι Αργίτισσες που «συμμετέχουν εγκάρδια». Εδώ πρέπει να σταθούμε στα ρήματα με πρώτο συνθετικό και συνδετικό κρίκο πάντα την πρόθεση «συν», που τα ενώνει στη βάση τους: «πάσχω», «ίσταμαι», «μετέχω».
Αν σκεφτούμε πως ο Αισχύλος (525 ή 524 π.Χ. – 456 π.Χ.) παρουσίασε πρώτη φορά την τριλογία «Ορέστεια», της οποίας το δεύτερο έργο είναι οι Χοηφόροι/ες, το 458 π.Χ., ενώ ο Σοφοκλής (496 π.Χ. – 406 π.Χ.) δεν ξέρουμε πότε ακριβώς, 420, 410 π.Χ. παρουσίασε τη δική του Ηλέκτρα,είναι όμως 30 χρόνια νεότερος, και ο Ευριπίδης 45 (480 π.Χ. – 406 π.Χ.), ο οποίος παρουσίασε τη δική του Ηλέκτρα το 413 π.Χ., πάλι 45 χρόνια αργότερα, το χρονικό χάσμα που χωρίζει τον έναν ποιητή από τον άλλο σημαίνει ότι οι νεότεροι, γνωρίζοντας το έργο των μεγαλύτερων, μπορούσαν ίσως, για να αποφύγουν την επανάληψη, ποιητική αδεία, να αλλάξουν μερικές λεπτομέρειες που έχουν κάποια σημασία.
Οι Τρωάδες «συμπάσχουν» γιατί έχουν μέσα τους τον φόβο. Ο Αγαμέμνονας, που τις έφερε μαζί του, ήταν μια κάποια εγγύηση για τη ζωή τους. Οι Μυκηναίες «συμπαρίστανται διακριτικά» γιατί η Κλυταιμνήστρα είναι η βασίλισσά τους και, όπως και να το κάνουμε, είναι δικό τους παιδί. Οι Αργίτισσες «συμμετέχουν εγκάρδια» γιατί η Ηλέκτρα είναι δικό τους κορίτσι.
Στη συνέχεια, ο Καλοκύρης θα μας δώσει την ετυμολογία των ονομάτων. Ηλέκτρα: η ανύπαντρη, «α-λέκτρον». Θα μας θυμίσει, επίσης, τις συγγένειες, τη σχέση της Ηλέκτρας με τον αδελφό της τον Ορέστη και με υπερσύνδεση θα τη συγκρίνει με την αντίστοιχη της Αντιγόνης με τον Πολυνείκη, όπως και τη σχέση Αντιγόνης-Ισμήνης με την ανάλογη Ηλέκτρας-Χρυσοθέμιδος. Τα αρχαία ονόματα είναι επίθετα, «που αποδίδουν ιδιότητες των προσώπων». Ορέστης είναι ο ορεσίβιος ή και ο οργισμένος, ο Πυλάδης ίσως παραπέμπει στην πύλη του Άδη, αλλά μάλλον είναι απόγονος κάποιου Πύλου. Ο Αίγισθος διαβόητος αρχομανής ή δολοπλόκος, εξάδελφος της Κλυταιμ(ν)ήστρας, τον μεγάλωσαν οι αίγες. Όλο το σόι κατάγεται κατευθείαν από τον Άρη, που κατηγορείται για άπειρα κακά. Πόλεμος πατήρ πάντων και δη εμφύλιος. Ακόμα σε δική του μετάφραση ο Καλοκύρης θα μας παραθέσει απόσπασμα από την Οδύσσεια, όπου ο Δίας διαμαρτύρεται επειδή οι άνθρωποι αποδίδουν τα δεινά τους στους θεούς και φέρνει ως παράδειγμα τον Αίγισθο, τον οποίον είχε προειδοποιήσει, αλλά εκείνος δεν έλαβε υπόψη του τις προβλέψεις, «Κι έτσι τώρα τα πληρώνει μαζεμένα».
Ενδιαφέρον έχει η σύγκριση ανάμεσα στους τρεις τραγικούς για το πώς αντιδρά η Κλυταιμνήστρα στο άκουσμα του θανάτου του Ορέστη: προσποιείται ότι θλίβεται στον Αισχύλο, εκδηλώνει την ικανοποίησή της στον Σοφοκλή, δικαιολογείται στον Ευριπίδη.
Αντιγράφω από τον χορό της πρώτης τραγωδίας:
Φοβάμαι να το πω,
μα το χυμένο αίμα δεν ξεπλένεται
[…]
Από το αίμα που ρούφηξε το στόμα της Γης
φουντώνει και πήζει η σταγόνα της εκδίκησης.
Κι έτσι ο ένοχος βουλιάζει στα μαρτύρια
και πλημμυρίζει μαύρη νύχτα η ενοχή του
[…]
όσα ποτάμια και να το ξεπλύνουν, άδικος κόπος.
Έτσι και το αίμα: δεν ξεπλένεται
απ’ του φονιά το ματωμένο χέρι.
Κι αφού οι θεοί μού όρισαν
τη μοίρα της πατρίδας μου κι εμένα
–σκλάβα [να ζω] σε ξένο τόπο
μακριά απ’ το σπίτι μου–
θέλω δε θέλω,
πνίγοντας μέσα μου τον πόνο και το μίσος
πρέπει να υπακούσω σ’ ό,τι πουν
αυτοί που κυβερνάνε τη ζωή μου. (Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυβερνάει)
Μα, πότε πότε, κάτω από τα πέπλα μου βουρκώνω
Και μου παγώνει η καρδιά από τη λύπη
Όταν αναλογιστώ [και του Αγαμέμνονα] τη μαύρη τύχη.
Η «αθεόφοβη γυναίκα», το «αίμα που δεν ξεπλένεται», ο «πόνος μίσος», «σκλάβα», «θέλω δε θέλω», «πρέπει να υπακούσω», «μου παγώνει η καρδιά»… λέξεις σημαίνουσες. Πιο κάτω θα πει το αναμενόμενο:
Το αίμα που έσταξε στο χώμα ζητά κι άλλο αίμα,
είναι νόμος· και το έγκλημα ουρλιάζει
ν’ ακούσει η Ερινύα και να φέρει
διπλή εκδίκηση στους σκοτωμένους
«έντιμο αίμα που ζητά εκδίκηση», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, ενώ λίγο πιο κάτω είναι η επιλογή του Κωστή Παλαμά που θα συμβάλει στον θρήνο των γυναικών:
Έκλαψα, όπως κλαίμε στον τόπο μου,
με ανατολίτικο λυγμό, μακρόσυρτο, λυπητερό…
για να μας θυμίσει τη λαγγεμένη «Ανατολή» με τα «μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα λυπητερά».
Στη συνέχεια θα ακούσουμε τον Ορέστη να λέει:
Τώρα τα υπόλοιπα, ας τα φροντίσει ο Αγαμέμνονας
και του σπαθιού μου η κόψη η τρομερή
με ολοφάνερο τον Διονύσιο Σολωμό στον στίχο. Έτσι, πίσω από τα τωρινά, ακούμε τις παλιές «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες/ εκείνων που πεθάναν», όπως λέει ο Καβάφης, αλλά η φωνή τους επιζεί με την παλιά της μουσική που ηχεί στο πνεύμα και στην ψυχή του σύγχρονου ποιητή. Ο Σεφέρης, πάλι, στην «τρέλα» του Ορέστη στο ποίημα «Όνομα δ’ Ορέστης» έχει «αντιγράψει» τον Αισχύλο (όπως και ο Κώστας Βάρναλης, που μύρισε τα πένθιμα σέλινα μαλλιά του στο ομώνυμο σονέτο).
Για να επανέλθουμε στον χορό, όλα αποτυπώνουν μια βαριά ατμόσφαιρα και προδηλώνουν κακές εξελίξεις, αν και στο αρχαίο δράμα είναι γνωστή η υπόθεση και όλοι ξέρουμε τι πρόκειται να ακολουθήσει. Εκείνο που μετράει όμως είναι ο λόγος, η ένθεν και ένθεν ισοδύναμη επιχειρηματολογία (μάθημα σοφιστικής), η σύγκρουση, η διαγραφή των χαρακτήρων, το ήθος, το ύφος, το πώς της παράστασης, ο ηθοποιός, το κοστούμι, η μουσική, η κίνηση. Όλα τούτα μπορούν να φανούν σε μια μετάφραση και ο Καλοκύρης, και μόνο από το παραπάνω δείγμα, και μόνο από την τυπογραφική αποτύπωση των λέξεων πάνω στο χαρτί, μας τα προσφέρει: την κυματοειδή συμπεριφορά των γυναικών του χορού με έναν τρόπο που οι λέξεις να βρίσκουν το νόημά τους ή να υποδηλώνουν την κίνησή τους αντιγραμμένη από ένα αρχαίο αγγείο.
Οι Τρωάδες, μετά τον χαμό της πατρίδας, την απώλεια των οικογενειών τους, την εξορία και την τωρινή σκλαβιά τους, έχουν να αντιμετωπίσουν και ένα αβέβαιο παρόν, γι’ αυτό παγώνει η καρδιά τους. Ο μεταφραστής συμπληρώνει τη φιγούρα του Ορέστη με ένα απόσπασμα από την «Τοιχογραφία» της Ελένης Βακαλό.
Από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή
Και ποιο είναι το όριο του κακού για πες μου; ρωτά η Ηλέκτρα, θυμίζοντας τον Ευριπίδη και τον Σεφέρη πάλι: τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους; Ποια είναι η αλήθεια κανείς δεν ξέρει.
Πιο κάτω είναι η Χρυσόθεμη που θα ρωτήσει:
τι σ’ έπιασε, αδελφούλα μου, και βγήκες/ έξω απ’ το σπίτι ουρλιάζοντας…
Για να μπορώ όμως να ζω ελεύθερη,/ Οφείλω να υποκύπτω στην εξουσία
Σαφής η άποψη του Σοφοκλή, αλλά και όλο το σκηνικό επαναλαμβάνεται σχεδόν πανομοιότυπα και στην Αντιγόνη σε κάθε λέξη της στιχομυθίας των δύο αδελφών. Διακριτή και του Σοφοκλή η σοφιστική παιδεία.
Οι Μυκηναίες του χορού που «συμπαρίστανται διακριτικά», λένε για την Κλυταιμνήστρα: τη βλέπω ν’ αφρίζει απ’ το κακό της·/ κι αν έχει και η άλλη τα δίκια της,/ ούτε που τη νοιάζει…
Και ηΚλυταιμνήστρα: Και από πού κι ως πού να με νοιάζει/ για μια κόρη, ολόκληρη γυναίκα πια,/ που βρίζει έτσι τη μάνα της; Δεν σου φαίνεται/ πως είναι αδίστακτη και ικανή για όλα;
Σωστά εμίλησε, αλλά κι κόρη που της έμοιασε αντείπε: Από το κακό παράδειγμα μαθαίνεις στο κακό. Κι έτσι εξασφαλίστηκε η προοικονομία.
Ο Καλοκύρης παραθέτει και την άποψη του Γιάννη Ρίτσου: Ο Ορέστης αποδίδει στη ζήλια την έχθρα της Ηλέκτρας προς τη μητέρα!
Από την Ηλέκτρα του Ευριπίδη
Ο Παιδαγωγός στον Σοφοκλή ήρθε με ψεύτικο μήνυμα στην Κλυταιμνήστρα, στον Ευριπίδη με ψεύτικο μήνυμα έρχεται η Κλυταιμνήστρα στην Ηλέκτρα, μακριά από το παλάτι της, κι εκεί ύστερα από βίαιη αντιπαράθεση θα θανατωθεί.
Ενδιαφέρον έχει η σύγκριση ανάμεσα στους τρεις τραγικούς για το πώς αντιδρά η Κλυταιμνήστρα στο άκουσμα του θανάτου του Ορέστη: προσποιείται ότι θλίβεται στον Αισχύλο, εκδηλώνει την ικανοποίησή της στον Σοφοκλή, δικαιολογείται στον Ευριπίδη. Μια ελάχιστη ελπίδα συνέχειας στον τελευταίο –η Ηλέκτρα φεύγει με τον Πυλάδη–, τον Ορέστη κυνηγούν ήδη οι Ερινύες, θα δικαιωθεί στην Αθήνα και ο Χορός συμπεραίνει ότι Ευτυχισμένος είσαι να ζεις όσο καλύτερα μπορείς,/ δίχως να τυραννιέσαι από τη δυστυχία.
Το βιβλίο κλείνει με τον «Ορέστη» του Νικόλα Κάλας και μια άποψη βουλιαγμένη σε ψυχολογικά βαθιά νερά: ηδονή Ηδονή ΗΔΟΝΗ/ τα άλλα όλα είναι του Ορέστη φαντασιοπληξίες.
Ο Καλοκύρης, μετά την επιτυχημένη τριλογία της Θήβας, μας έδωσε την επιτυχημένη τριλογία της Ηλέκτρας, όπου ανανεωμένα τα παλιά φαίνονται σαν καινούργια και αντιστρόφως.
Τρεις εκδοχές της Ηλέκτρας: Αισχύλου «Χοηφόρες», Σοφοκλή «Ηλέκτρα», Ευριπίδη «Ηλέκτρα»
Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης
απόδοση: Δημήτρης Καλοκύρης
Εκδόσεις Πατάκη
256 σελ.
ISBN 978-618-07-0051-0
Τιμή €16,60
Ανθούλα Δανιήλ, δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων
https://diastixo.gr/kritikes/texnes/18996-treis-ekdoxes-tis-ilektras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου