Ο Άγγλος σεναριογράφος και τηλεοπτικός παραγωγός Μ. Τζ. Άρλιτζ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1974 και μεγάλωσε στο Χάμπστεντ. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Κέμπριτζ, ενώ ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και δίδαξε για ένα διάστημα σε σχολείο της Ινδίας. Έχει συνεργαστεί με το BBC και το ITV, καθώς και με την εταιρεία παραγωγής Ecosse Films. Το 2014 πραγματοποίησε εντυπωσιακή εμφάνιση στον χώρο της λογοτεχνίας με το αστυνομικό μυθιστόρημα Α-μπε-μπα-μπλομ – το πρώτο από εφτά ως τώρα βιβλία, με ηρωίδα την επιθεωρήτρια Έλεν Γκρέις και τίτλους δανεισμένους από τις ονομασίες παιδικών παιχνιδιών (Γύρω γύρω όλοι, Το σπίτι με τις κούκλες, Στο στόμα του λύκου, Αν σε πιάσω καίγεσαι), τα οποία έχουν μεταφραστεί σε 30 χώρες με πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Στη χώρα μας τα μυθιστορήματά του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση της Σοφίας Τάπα. O Μ. Τζ. Άρλιτζ βρέθηκε στην Ελλάδα τον φετινό Ιούνιο, για σειρά βιβλιοπαρουσιάσεων και συναντήσεων με αναγνώστες και δημοσιογράφους στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.
Από πού βγαίνουν τα αρχικά Μ. Τζ.;
Από το Μάθιου Τζέιμς. Όταν ολοκλήρωσα το χειρόγραφο του πρώτου μου βιβλίου, η ατζέντης μου το έστειλε σε διάφορους εκδότες. Ήταν βέβαιη ότι το 99% των αναγνωστών μου θα ήταν γυναίκες. Μου πρότεινε λοιπόν να κάνουμε το όνομά μου «ουδέτερο», γιατί ίσως ορισμένοι να μην πίστευαν ότι ένας άντρας θα μπορούσε να γράψει μυθιστόρημα της προκοπής με ηρωίδα μια γυναίκα. Ακόμα και τώρα, οι μισοί αναγνώστες μου νομίζουν ότι είμαι γυναίκα! Κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Είμαι ιδιαίτερα περήφανος που έχω γίνει «επίτιμη» γυναίκα!
Είναι επίσης πολύ εύηχο.
Πράγματι! Το ίδιο συμβαίνει με την Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, την Ε. Λ. Τζέιμς – τα αρχικά λειτούργησαν θετικά γι’ αυτές τις συγγραφείς και αρκετούς άλλους. Οι αναγνώστες προσπαθούν να μαντέψουν τι ή ποιος κρύβεται από πίσω. Όταν βγήκαν τα πρώτα μου βιβλία, κανείς δεν ήξερε αν είμαι άντρας ή γυναίκα. Το όνομά μου περιβαλλόταν από μυστήριο. Άλλωστε, ποτέ δεν βάζω αφιερώσεις ή ευχαριστίες στα βιβλία μου – προτιμώ την απλότητα. Μου αρέσει να αφήνω τους άλλους να αναρωτιούνται και να κάνουν υποθέσεις για μένα, να φτιάχνουν τις δικές τους ιστορίες γύρω απ’ το άτομό μου. Βλέπω σε άλλα βιβλία να αναφέρουν οι συγγραφείς ότι ζουν στο τάδε μέρος με τον/τη σύζυγό τους, τα τόσα τους παιδιά και τον σκύλο τους. Εμένα όμως δεν με ενδιαφέρουν αυτά, αλλά το ίδιο το βιβλίο, η ιστορία που αφηγείται. Ούτε νομίζω πως σκοτίζεται κανείς για το αν έχω σκυλιά και πόσα. Αλλά πιστεύω ότι το κάνουν αυτό για να δείξουν στον κόσμο ποιοι είναι...
Και για να πλησιάσουν περισσότερο το κοινό τους.
Ακριβώς. Αν και στις μέρες μας, κάτι τέτοιο είναι πολύ εύκολο χάρη στα κοινωνικά δίκτυα. Γίνονται, βέβαια, βιβλιοπαρουσιάσεις –έχω μια απόψε, εδώ στην Αθήνα και αύριο στη Θεσσαλονίκη– αλλά στο Twitter, για παράδειγμα, ένας αναγνώστης από οποιαδήποτε γωνιά της γης μπορεί να αφήσει μήνυμα για να μου πει σε ποιο σημείο του βιβλίου μου βρίσκεται κι εγώ να του απαντήσω αμέσως. Είκοσι χρόνια πριν, ο κόσμος έστελνε γράμματα, τώρα όμως η επικοινωνία είναι άμεση. Το λατρεύω αυτό! Από την άλλη, είναι περίεργο το πόσο καλομαθαίνει κανείς και εθίζεται σ’ αυτού του είδους την επικοινωνία. Είμαι από τους τυχερούς που λαβαίνουν τρία ή τέσσερα μηνύματα από αναγνώστες καθημερινά, εδώ και μια τριετία. Είναι σπουδαία ανύψωση ηθικού. Και αν κάποτε σταματήσει, θα μου λείψει! Προτού ασχοληθώ με την κοινωνική δικτύωση, δεν την είχα σε μεγάλη υπόληψη. Δεν πολυχρησιμοποιώ το Facebook, αλλά το Twitter είναι πιο άμεσο και διασκεδαστικό. Επίσης έχει πλάκα το ότι μου στέλνουν φωτογραφίες των ίδιων των βιβλίων μου – τα οποία φυσικά γνωρίζω, αφού εγώ τα έχω εκδώσει! Αλλά ο κόσμος προφανώς το συνηθίζει. Και οι συζητήσεις που κάνουν σχετικά με τα βιβλία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες: βλέπεις πώς αντιμετωπίζουν το έργο σου, ποιοι είναι οι αγαπημένοι τους ήρωες – καμιά φορά τσακώνονται κιόλας μεταξύ τους!
Και παρ’ όλο που ο φεμινισμός ισχυρίζεται ότι πρέπει να είμαστε ίσοι σε όλα, είναι συναρπαστικό το πόσο διαφέρουμε σε θεμελιώδες επίπεδο. Το γυναικείο και το αντρικό μυαλό δουλεύουν με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Έχω έναν γιο και μια κόρη και διαπιστώνω καθημερινά το πόσο αλλιώτικοι είναι οι χαρακτήρες τους. Κι αυτό συμβαίνει επειδή είναι από τη φύση τους φτιαγμένοι διαφορετικά.
Υπάρχει προσέλευση στις βιβλιοπαρουσιάσεις;
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί ένα τέτοιο γεγονός – πάντα έχεις την αγωνία για το αν θα έρθει καθόλου κόσμος. Είχα πάρει μέρος σε μια έκθεση βιβλίου στη Λισαβόνα και καθώς προχωρούσα προς το δικό μου περίπτερο, σκεφτόμουν ότι μπορεί να μην εμφανιζόταν κανείς, γιατί ποιος θα με ήξερε στην Πορτογαλία; Φτάνοντας όμως εκεί, βρήκα μια ουρά εκατό ατόμων να με περιμένει. Και όλες γυναίκες! Ήταν πολύ ωραίο, γιατί δεν συμβαίνει συχνά κάτι τέτοιο. Οι τριάντα πρώτες μάλιστα βγήκαν φωτογραφία μαζί μου κρατώντας από ένα αντίτυπο του βιβλίου μου. Περάσαμε πολύ όμορφα. Ήταν σαν γιορτή! Μου έτυχε κάποτε ένα ασυνήθιστο περιστατικό – ένα αγόρι γύρω στα 15 ήρθε να του υπογράψω ένα βιβλίο και δεν μπορούσε να μιλήσει από το τρακ. Έτρεμε ολόκληρος! Στο Τέξας, πάλι, έγινε κάτι παρόμοιο με μια κοπελίτσα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τους καθίζω κάτω και τους μιλάω για να χαλαρώσουν λίγο. Ήταν πολύ παράξενο, γιατί αν ήμουν η Μαντόνα, θα το καταλάβαινα. Μου έκανε εντύπωση το ότι ο κόσμος θεωρεί είδωλα κι εμάς τους συγγραφείς. Όχι πως με δυσαρεστεί αυτό, φυσικά! Η γυναίκα μου ποτέ δεν με πιστεύει όταν της τα αφηγούμαι, νομίζει ότι τα βγάζω απ’ το μυαλό μου...
Μερικοί, ναι – αλλά πρέπει να πω ότι αποτελούν μειονότητα. Το αναγνωστικό μου κοινό κατά 80 με 90% είναι γυναίκες. Οι άντρες συνήθως δεν διαβάζουν. Είτε δεν ανοίγουν ποτέ βιβλίο και προτιμούν την τηλεόραση, είτε επιλέγουν κυρίως βιβλία για τον αθλητισμό ή για ιστορικά θέματα. Οι άντρες ενδιαφέρονται για γεγονότα, ενώ οι γυναίκες είναι πιο συναισθηματικές και τους αρέσει να ασχολούνται με τις ανθρώπινες σχέσεις. Τα τελευταία χρόνια ανακάλυψα πως οι γυναίκες έχουν ένα είδος έμφυτης επιθυμίας για τη λογοτεχνία. Τρελαίνονται για φανταστικές ιστορίες που τις βοηθούν να «δραπετεύουν» από την πραγματικότητα. Δεν πρόκειται όμως αποκλειστικά γι’ αυτό – οι γυναίκες διαθέτουν μεγαλύτερο βαθμό ενσυναίσθησης, την ικανότητα να κατανοούν τα συναισθήματα των άλλων. Τους είναι επομένως πιο εύκολο να μπουν στη θέση ενός μυθιστορηματικού προσώπου, ενώ οι άντρες δεν πολυνοιάζονται για τέτοια πράγματα. Και παρ’ όλο που ο φεμινισμός ισχυρίζεται ότι πρέπει να είμαστε ίσοι σε όλα, είναι συναρπαστικό το πόσο διαφέρουμε σε θεμελιώδες επίπεδο. Το γυναικείο και το αντρικό μυαλό δουλεύουν με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Έχω έναν γιο και μια κόρη και διαπιστώνω καθημερινά το πόσο αλλιώτικοι είναι οι χαρακτήρες τους. Κι αυτό συμβαίνει επειδή είναι από τη φύση τους φτιαγμένοι διαφορετικά.
Δηλαδή, λόγω των διαφορών μας, δεν μπορούμε να είμαστε πραγματικά ίσοι;
Κοιτάξτε, δεν λέω πως δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις. Εμένα, ας πούμε, μου αρέσει πολύ το διάβασμα, όπως και σε άλλους άντρες, φαντάζομαι. Έχω επίσης την ικανότητα να μπαίνω στη θέση ενός τρίτου προσώπου όταν γράφω. Είναι ωστόσο ενδιαφέρον το ότι όλοι έχουμε τις προκαταλήψεις μας – όπως σας είπα, οι μισοί μου αναγνώστες με περνούν για γυναίκα, αν και τίποτα δεν υποδεικνύει κάτι τέτοιο. Επειδή όμως η ηρωίδα μου είναι γυναίκα, νομίζουν ότι είμαι κι εγώ. Απορώ γιατί σκέφτονται έτσι. Αλλά σ’ εκείνους φαίνεται απολύτως φυσικό να κάνουν μια παρόμοια υπόθεση, εξαιτίας των προκατασκευασμένων τους αντιλήψεων.
Όμως με τις γυναίκες συγγραφείς που οι ήρωές τους είναι άντρες δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο...
Πιθανότατα όχι – και είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό. Μία από τις σημαντικότερες αρετές της μυθιστοριογραφίας είναι ότι, παρά τον σεξισμό και την ανισότητα που εξακολουθούν να υφίστανται στην αγορά εργασίας και να δυσκολεύουν τη ζωή των γυναικών, στον χώρο του βιβλίου οι γυναίκες είναι εντελώς ίσες με τους άντρες. Πληρώνονται το ίδιο καλά, έχουν την ίδια ακριβώς επιρροή. Όχι πως δεν υπάρχουν σημαντικοί άντρες συγγραφείς, αλλά η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ για παράδειγμα, η Ε. Λ. Τζέιμς, η Τζίλιαν Φλίν, κατέχουν κυρίαρχη θέση στη λογοτεχνία. Και αυτό είναι θαυμάσιο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο σε πολλούς άλλους τομείς.
Σας είναι εύκολο να γράφετε από την πλευρά μιας γυναίκας;
Μου έρχεται πολύ φυσικά. Έχω, ξέρετε, τόσα θηλυκά στοιχεία, που όντως θα μπορούσα να είμαι γυναίκα! Μου είναι πολύ εύκολο να κατανοώ το πώς σκέφτονται και νιώθουν οι γυναίκες. Επίσης αγαπώ τις τέχνες και τα γράμματα, ενώ είμαι άχρηστος στις «παραδοσιακές» αντρικές ασχολίες. Δεν τα καταφέρνω σε τίποτα πρακτικό, ούτε άλλωστε με ενδιαφέρει. Έχω δυο μεγαλύτερες αδελφές και μια πολύ δυναμική μητέρα, οπότε δεν είχα εκτεθεί από μικρός στις στερεοτυπικές αντιλήψεις. Σε μια οικογένεια, ένα κορίτσι που έχει πατέρα και αδελφό βλέπει καθημερινά μισόγυμνους άντρες μέσα στο σπίτι, άρα το αντίθετο φύλο δεν της φαίνεται «εξωγήινο». Αν η οικογενειακή ζωή είναι ομαλή, σε βοηθά να καταλάβεις πώς λειτουργεί το άλλο φύλο. Δεν λέω ότι δεν μου αρέσει να γράφω από την πλευρά ενός άντρα, αλλά το να δημιουργείς ένα πρόσωπο που δεν ανήκει στο δικό σου φύλο είναι πολύ πιο συναρπαστικό. Και απ’ ό,τι διαπιστώνω, δεν πάει κι άσχημα – αν και ομολογώ πως στην αρχή φοβόμουν τις αντιδράσεις. Για μένα το γράψιμο είναι σαν το διάβασμα: όπως διαβάζω για να «δραπετεύω», έτσι και το να γράφω για μια γυναίκα που ντύνεται με πέτσινα, οδηγεί μοτοσικλέτα, συλλαμβάνει εγκληματίες και λύνει υποθέσεις είναι πολύ διασκεδαστικό.
Δεν είναι κακό να αναζητά κανείς τρόπους για να «φρεσκάρει» μια ιδέα, ώστε να προσελκύσει το νεότερο κοινό και να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ευαισθησίες. Πάντα όμως είναι ζήτημα ορθολογικών αποφάσεων [...] Δεν πειράζει να είμαστε προοδευτικοί ή να πειραματιζόμαστε, αλλά δίχως να περιφρονούμε την αληθοφάνεια.
Με ποιο κριτήριο επιλέξατε το όνομα της ηρωίδας σας;
Το «Έλεν» δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Το «Γκρέις», όμως, που σημαίνει «χάρη», είναι εκείνο για το οποίο η ίδια αγωνίζεται – να της «δοθεί χάρη» για το ένοχο παρελθόν της. Θέλει να εξιλεωθεί για τις «αμαρτίες» της κάνοντας το καλό. Αν συνεχίσει να πιάνει τους κακούς, ίσως μια μέρα καταφέρει να συγχωρέσει τον εαυτό της. Απ’ την αρχή την παρομοίαζα με τον Σίσυφο: δουλεύει ακατάπαυστα και πολύ σκληρά, εκεί όμως που νομίζουμε πως τα έχει βρει με τον εαυτό της, ο «βράχος» που κουβαλάει θα ξανακυλήσει στην κατηφόρα. Η ιστορία της δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ, αφού ο προορισμός της θα είναι πάντα απρόσιτος. Είναι «καταραμένο» πρόσωπο – καλός άνθρωπος στο βάθος, αλλά «καταραμένη».
Μα τα «καταραμένα» πρόσωπα είναι και τα πιο ενδιαφέροντα.
Σωστά, γιατί με έναν «τέλειο» ήρωα, δεν έχεις και πολλές επιλογές. Εξάλλου, δεν πιστεύω να υπάρχει κανείς χωρίς μια «σκοτεινή» πτυχή στον χαρακτήρα του. Και αυτή ακριβώς αξίζει να εξερευνηθεί. Όπου πηγαίνω, με ρωτούν από πού εμπνεύστηκα το σαδομαζοχιστικό στοιχείο και κάθε φορά τους απαντάω «από τη γυναίκα μου». Εκείνη γίνεται έξω φρενών, αλλά εγώ συνεχίζω να το λέω! Ήθελα να βρω έναν πρωτότυπο τρόπο για να εκτονώνεται η ηρωίδα μου, αποφεύγοντας τα «χιλιοφορεμένα» κλισέ όπως ο αλκοολισμός. Αποφάσισα λοιπόν να τη βάλω να διαχειρίζεται τα συναισθήματά της μέσω του σαδομαζοχισμού. Σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να δείξω πως η πιο στενή συναισθηματική της σχέση ήταν με έναν άντρα τον οποίο πλήρωνε για να τη χτυπάει. Δεν είναι και η πιο συνηθισμένη κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθεί ο καθένας: κάνει την Έλεν πιο περίπλοκη, γιατί την κρατά απομονωμένη – και στο τελευταίο βιβλίο αποτελεί κομβικό σημείο της πλοκής. Όταν το συγκεκριμένο «στήριγμα» χάνεται, όλη η πλευρά της ζωής της που σχετίζεται με αυτό κινδυνεύει να βγει στη φόρα. Δεν ξέρω πώς αντιδρούν οι Έλληνες σε τέτοια θέματα, αλλά σ’ εμάς –και ένα παραπάνω στην Αμερική– ο κόσμος είναι ακόμα πολύ συντηρητικός. Κανείς δεν μιλάει ανοιχτά για τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του στην κρεβατοκάμαρα, παρόλο που, αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι πια και τόσο εξωφρενικό – εφόσον, βέβαια, είναι συναινετικό και όλοι το απολαμβάνουν. Είναι απλώς μια πτυχή της ζωής. Αλλά βλέπετε πόση επιφύλαξη υπάρχει γύρω από αυτό το ζήτημα. Στην τηλεόραση δεν έχουν κανένα πρόβλημα να δείξουν έναν δολοφόνο που παίρνει κεφάλια, μια ερωτική σκηνή όμως θα την κόψουν, γιατί ο κόσμος αισθάνεται αμηχανία. Όταν έκανα σχετική έρευνα και ιδίως για το τελευταίο βιβλίο, έμαθα ότι υπάρχει στο Λονδίνο μια διάσημη λέσχη σαδομαζοχιστών που οργανώνει γιορτές, φεστιβάλ και επιδείξεις μόδας. Οι φωτογραφίες των κοστουμιών είναι πολύ εντυπωσιακές. Δεν ξέρω πώς θα νιώθατε εσείς, αλλά εγώ θα δίσταζα να εμφανιστώ ντυμένος έτσι δημόσια. Θα ήθελα να πάω καμιά φορά για να δω πώς είναι, αλλά πρώτα χρειάζεται να μπεις στο πνεύμα, να προετοιμαστείς ψυχολογικά. Δεν είναι εύκολο να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να τους εξευτελίζουν, να τρώνε από το πάτωμα – με έχει προβληματίσει η ανάγκη αυτή να ελέγχεις και να σε ελέγχουν πλήρως...
Την ανάγκη να ελέγχεις την καταλαβαίνω, αλλά να σε ελέγχουν...
Ακριβώς! Κι εγώ πιστεύω πως θα προτιμούσα να είχα τον έλεγχο. Θα το ευχαριστιόμουν πολύ περισσότερο. Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε ότι συμβαίνει και το αντίθετο – και μάλιστα συχνότερα απ’ όσο φανταζόμαστε, αν και οι περισσότεροι ντρέπονται να το παραδεχτούν.
Ο αντιφατικός συνδυασμός της «σκοτεινής» ηρωίδας σας με τους τίτλους των βιβλίων, που είναι ονομασίες παιδικών παιχνιδιών, κινεί αναμφίβολα την περιέργεια. Μου θυμίζει τις ταινίες τρόμου, όπου μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο αρχίζει ξαφνικά να ακούγεται ένα παιδικό τραγούδι...
Ναι! Κλασικό εύρημα που εκμεταλλεύεται τις πρωτόγονες φοβίες του ανθρώπου. Τον πρώτο τίτλο, Α-μπε-μπα-μπλομ, τον επιλέξαμε γιατί ο προηγούμενος που είχα σκεφτεί ήταν απαίσιος. Τον πρότεινε κάποιος απ’ τον εκδοτικό οίκο, μια και το βιβλίο αναφέρεται στην επιλογή. Και όπως αποδείχτηκε, ήταν πολύ επιτυχημένος, αφού μπορεί να μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες – εκτός από τα Αρμενικά, που παραδόξως δεν έχουν αντίστοιχη έκφραση! Αν δείτε τα εξώφυλλα, περιέχουν όλα ένα ανησυχητικό στοιχείο: καρφιά, φωτιές... Η αντίθεση παρακινεί το ενδιαφέρον και δίνει στη σειρά των βιβλίων μια ταυτότητα. Οι αναγνώστες αντιδρούν συναισθηματικά σ’ αυτήν, επειδή αντιστρέφει κάτι που κανονικά είναι αθώο. Θα συνεχίσουμε λοιπόν στην ίδια λογική, αν και στην πορεία γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Έχετε δουλέψει πολύ και στην τηλεόραση.
Βεβαίως. Στο παρελθόν ήταν η αποκλειστική μου ενασχόληση. Τώρα μάλλον θα σταματήσω, γιατί οι απαιτήσεις του επαγγέλματος είναι υπερβολικές. Το γράψιμο είναι πολύ πιο εύκολο! Προς το παρόν μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στη συγγραφή βιβλίων και στα τηλεοπτικά σενάρια. Συχνά γράφω επεισόδια για αστυνομικές σειρές που ήδη προβάλλονται. Στην τηλεόραση συμβαίνει το εξής θαυμαστό: έχεις μια ιδέα, την κουβεντιάζεις με έναν φίλο στο μπαρ και λίγο αργότερα, βρίσκεσαι ανάμεσα σε ολόκληρο τηλεοπτικό συνεργείο που ετοιμάζεται να την υλοποιήσει! Είναι υπέροχη εμπειρία. Πάντα συγκλονίζομαι όταν ακούω σπουδαίους ηθοποιούς να αποδίδουν τα γραπτά μου: τα μετουσιώνουν σε κάτι απείρως πιο ωραίο. Και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι εγώ τα έγραψα! Το ίδιο μού συμβαίνει και με τα βιβλία μου. Διαβάζοντας την τελική τους δημοσιευμένη εκδοχή, γίνομαι ένας απλός αναγνώστης, παρακολουθώ την ιστορία σαν να μην τη γνωρίζω από πριν – και το τέλος της με ξαφνιάζει! Έτσι μπορώ να καταλάβω αν έχω κάνει σωστή δουλειά.
Η αποστασιοποίηση είναι πολύ σημαντική, δεν είναι όμως εύκολο πράγμα για όλους τους συγγραφείς.
Για μένα, η διαδικασία αυτή έχει τις ρίζες της στον καιρό που έκανα επιμέλειες σεναρίων. Το ευχαριστιόμουν πολύ και το θεωρώ εξαιρετικά χρήσιμο. Είτε γράφεις βιβλία, είτε για την τηλεόραση, συνειδητοποιείς ότι αλλάζοντας τη σειρά των σκηνών, μπορείς να φτιάξεις μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Όπως είπατε, είναι απαραίτητο να γίνεσαι ο ίδιος η τρίτη ματιά» για το έργο σου και όχι μονάχα να το καμαρώνεις.
Υπάρχει περίπτωση να διασκευαστούν τα βιβλία σας για την τηλεόραση;
Είμαστε σε διαπραγματεύσεις με το BBC. Το πιθανότερο είναι να γίνει μια σειρά τεσσάρων επεισοδίων. Προσπαθώ να φέρω στο φως τον εγκληματικό υπόκοσμο του Σαουθάμπτον, που δεν αποτελεί συχνό θέμα τηλεοπτικών εκπομπών. Το Σαουθάμπτον είναι ενδιαφέρουσα περιοχή, γιατί είναι λιμάνι και οι πόλεις με λιμάνι έχουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ήταν επίσης η πόλη που δέχτηκε τους περισσότερους βομβαρδισμούς στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο – αντίποινα των Γερμανών για την καταστροφή της Δρέσδης. Έχει λοιπόν μια «ραγισμένη» αλλά και σαγηνευτική όψη, που συνάδει με την προσωπικότητα της Έλεν. Δεν ξέρουμε ακόμα αν θα πραγματοποιηθεί, αλλά σε περίπτωση που την αναλάβει τελικά το BBC, θα είναι μια ευκαιρία να γνωρίσει περισσότερος κόσμος όχι μόνο την Έλεν, αλλά και την ίδια την πόλη.
Ποια είναι η γνώμη σας για τις «πολιτικά ορθές» αλλαγές που γίνονται σε τηλεοπτικές διασκευές κλασικών μυθιστορημάτων; Το ότι ορισμένα πρόσωπα του Ντίκενς, ας πούμε, ενσαρκώνονται από μαύρους ηθοποιούς ή οι άντρες μετατρέπονται σε γυναίκες...
Νομίζω ότι είναι θέμα προσεκτικών επιλογών. Όχι πως δεν έχει το ενδιαφέρον του, αλλά όταν παραγίνεται, δείχνει αφύσικο και δεν πείθει. Δεν είναι κακό να αναζητά κανείς τρόπους για να «φρεσκάρει» μια ιδέα, ώστε να προσελκύσει το νεότερο κοινό και να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ευαισθησίες. Πάντα όμως είναι ζήτημα ορθολογικών αποφάσεων. Μου ζήτησαν, για παράδειγμα, να γράψω ένα επεισόδιο για μια δημοφιλή αστυνομική σειρά, με εντολή να συμπεριλάβω τις μειονότητες, των οποίων η αντιμετώπιση αυτήν τη στιγμή είναι μεγάλο πρόβλημα στην Αγγλία. Όταν όμως ξαναδιάβασα το σενάριο, δεν μου φάνηκε πειστικό, διότι για μια, υποτίθεται, ρεαλιστική αναπαράσταση της καθημερινής ζωής στην Αγγλία, τα στατιστικά δεν «έβγαιναν» με τίποτα! Ή στη Σκοτία, όπου είχα δουλέψει για πολλά χρόνια και ποτέ δεν συνάντησα ούτε έναν μαύρο. Κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα ξένιζε τους θεατές, οι οποίοι δίκαια θα παραπονούνταν για ανακρίβειες. Δεν πειράζει να είμαστε προοδευτικοί ή να πειραματιζόμαστε, αλλά δίχως να περιφρονούμε την αληθοφάνεια.
Όσοι γράφουν για κατά συρροήν δολοφόνους κατά κανόνα εμπνέονται από τις δικές τους φοβίες. Και δεν είναι τόσο η βία αυτή καθαυτή που μας τρομάζει, ή ο θάνατος, αλλά η αγωνία και η αβεβαιότητα στο μεταξύ. Όπως και για τα ευχάριστα γεγονότα, η αναμονή είναι το πιο έντονο κομμάτι της εμπειρίας.
Αν τυχόν αλλαχτούν στοιχεία των βιβλίων σας στην τηλεοπτική τους μεταφορά, πώς θα σας φανεί;
Η τηλεόραση είναι ένα διαφορετικό μέσο, που έχει τους δικούς του τρόπους για να αφηγείται μια ιστορία. Σε ένα μυθιστόρημα μπορείς να επιστρατεύσεις ένα τέχνασμα που δεν λειτουργεί το ίδιο ως άμεση εικόνα. Δέχεσαι επομένως υποχρεωτικά τις αλλαγές. Δεν θα με ενοχλούσαν τόσο οι μετατροπές στην πλοκή, όσο στους χαρακτήρες – αν, ας πούμε, η Έλεν αποκτήσει ξαφνικά σύζυγο ή πηγαίνει σε ομάδα υποστήριξης. Τότε θα έχει απομακρυνθεί ασυγχώρητα από την πρωτότυπη εκδοχή της. Πολύς κόσμος που αγαπάει τα βιβλία μου θα θέλει να δει μια πιστή προσαρμογή τους στην οθόνη. Πάντα, βέβαια, όταν γυρίζεις μια ταινία ή τηλεοπτική εκπομπή, εξαναγκάζεσαι σε συμβιβασμούς – είτε για λόγους αυστηρά πρακτικούς, είτε για λόγους «πολιτικής». Σε ένα μυθιστόρημα, αντίθετα, δεν κοστίζει τίποτα να γκρεμίσεις έναν ουρανοξύστη, ή ακόμα και να ταξιδέψεις στο διάστημα – και αυτό είναι το σημαντικότερο πλεονέκτημα του γραπτού λόγου: η ανόθευτη φαντασία που εκφράζεται με την πιο παραστατική λεπτομέρεια. Καμιά ταινία δεν μπορεί να αποδώσει στο ακέραιο τον πλούτο ενός βιβλίου. Επίσης χρειάζεσαι περισσότερο χρόνο για να το διαβάσεις, επενδύεις σκέψη και συναίσθημα. Δεν είναι ένα φευγαλέο οπτικό ερέθισμα που ύστερα από λίγο ίσως να μην το θυμάσαι καν. Όταν εργαζόμουν ως τηλεοπτικός παραγωγός, έρχονταν στα χέρια μου πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα και ορισμένων το τέλος ήταν πανωλεθρία – καταλάβαινα ότι ο συγγραφέας δεν είχε αποφασίσει πώς θα κατέληγε η ιστορία του. Είναι έγκλημα, κατά κάποιον τρόπο, να βάζεις τον αναγνώστη να υφίσταται 500 σελίδες κατεβατό και στο τέλος να τον απογοητεύεις. Γι’ αυτό και όταν γράφω, ξεκινάω πάντα απ’ το τέλος, που είναι άλλωστε και όλη η ουσία ενός μυθιστορήματος.
Σας έχει τύχει να ξαναδιαβάσετε βιβλίο σας και να μετανιώσετε για τον τρόπο με τον οποίο χειριστήκατε το θέμα του;
Όχι, δεν μπορώ να το πω αυτό. Δουλεύω τόσο εντατικά το κείμενο, ώστε δεν μένουν περιθώρια για τέτοιου είδους λάθη. Καμιά φορά, βέβαια, ξεφεύγουν μικρολεπτομέρειες που κανείς δεν τις πρόσεξε όταν έπρεπε, αλλά συνήθως η ίδια η πλοκή οδηγεί τις ιδέες σου στον «σωστό» δρόμο. Και αν έχεις καλό επιμελητή, το τελικό αποτέλεσμα είναι συνήθως ικανοποιητικό. Το κακό με την τηλεόραση είναι ότι εμπλέκεται πάρα πολύς κόσμος σε μια παραγωγή και ο καθένας τους έχει λόγο. Ενώ το βιβλίο είναι καθαρά ο καρπός της σύμπραξης μεταξύ του συγγραφέα και του επιμελητή του. Μπορεί καμιά φορά να παρέμβει και ο ατζέντης, αλλά αν είσαι διπλωμάτης, καταφέρνεις να περάσει το δικό σου. Αν ξέρεις τι ακριβώς θέλεις να πεις, το έργο σου δεν θα στερείται αυθεντικότητας.
Θα δοκιμάζατε να γράψετε βιβλία με διαφορετικούς ήρωες ή/και θέματα;
Ένα μυθιστόρημα που έχω στα σκαριά δεν ανήκει στη σειρά με την Έλεν. Είναι αυτόνομο και εκτυλίσσεται στην Αμερική, στο Σικάγο της σύγχρονης εποχής. Αφορά έναν κατά συρροήν δολοφόνο, αλλά με μια μεταφυσική διάσταση. Η πρωταγωνίστρια είναι μια κοπελίτσα 15 χρονών που προβλέπει τον θάνατο. Τη λένε Κασσάνδρα, όπως την αρχαία μάντισσα, την οποία δεν πίστευε κανείς. Όπου και να κοιτάξουμε, βλέπουμε στοιχεία των αρχαιοελληνικών μύθων – να που εσείς φταίτε για όλα! Το έβδομο βιβλίο της σειράς με ηρωίδα την Έλεν μόλις κυκλοφόρησε στην Αγγλία και με ρωτούν κιόλας πότε θα βγει το επόμενο. Θα αργήσει λίγο, μα δεν το αποκαλύπτω ακόμα για να μην τους αποθαρρύνω...
Οι κατά συρροήν δολοφόνοι που δημιουργείτε βασίζονται σε πραγματικά πρόσωπα ή είναι φανταστικοί;
Συνήθως οι ιδέες μού έρχονται ενώ διαβάζω ή ερευνώ ένα θέμα – και όταν έχεις μικρά παιδιά, τυχαίνει να σε ξυπνούν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, οπότε η φαντασία σου μπορεί να οργιάσει ανενόχλητη. Όσοι γράφουν για κατά συρροήν δολοφόνους κατά κανόνα εμπνέονται από τις δικές τους φοβίες. Και δεν είναι τόσο η βία αυτή καθαυτή που μας τρομάζει, ή ο θάνατος, αλλά η αγωνία και η αβεβαιότητα στο μεταξύ. Όπως και για τα ευχάριστα γεγονότα, η αναμονή είναι το πιο έντονο κομμάτι της εμπειρίας. Τα περισσότερα εγκλήματα που περιγράφω, εξάλλου, είναι γεννήματα της φαντασίας μου. Ένα θέμα για το οποίο χρειάστηκε να κάνω έρευνα ήταν ο εμπρησμός, γιατί δεν πρόκειται για κάτι συνηθισμένο. Οι εμπρηστές ενεργούν πάντοτε με πρόθεση. Η συγκεκριμένη ιστορία στηρίζεται σε πραγματικό πρόσωπο, που έδρασε στην Αγγλία μέσα στη δεκαετία του ’80, αλλά ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε γι’ αυτόν. Την υπόθεση του Σπιτιού με τις κούκλες, πάλι, μου την ενέπνευσε άθελά της η κόρη μου –αναρωτήθηκα πώς θα ήταν αν μια ενήλικη γυναίκα βίωνε στην κυριολεξία τον εφιάλτη ενός μικρού κοριτσιού–, δεν πρόκειται όμως πάρει ποσοστά από τις πωλήσεις! Και την αφορμή για το Α-μπε-μπα-μπλομ μού την έδωσαν τα τηλεοπτικά reality, με τη διαφορά ότι στο μυθιστόρημα, η απόφαση για το ποιος θα αποχωρήσει ανάγεται όντως σε ζήτημα ζωής και θανάτου. Επίσης στο επόμενο βιβλίο, το Γύρω γύρω όλοι, εγκληματίας είναι μια πόρνη, ενώ τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην πραγματικότητα, οι πόρνες κατά κανόνα γίνονται θύματα. Μου αρέσει να ερευνώ εξονυχιστικά τα θέματά μου, αλλά μου έρχονται και ιδέες εκεί που δεν τις περιμένω. Το μυαλό μας είναι γεμάτο εκπλήξεις...
Έχετε σκεφτεί ποτέ να γράψετε βιβλίο με ηρωίδα μια γυναίκα εγκληματία; Τα εγκλήματα των γυναικών είναι άκρως ενδιαφέροντα.
Έχω ήδη γράψει για γυναίκες εγκληματίες στα ίσαμε τώρα βιβλία μου. Και επρόκειτο για συνειδητή απόφαση. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες κατά συρροήν δολοφόνοι –ή μένουν ασύλληπτες επειδή κρύβονται καλύτερα– αλλά έχει πάντα ενδιαφέρον να εξερευνήσει κανείς το γιατί μια γυναίκα, παρά την ενσυναίσθηση που τη διακρίνει, οδηγείται στο έγκλημα. Έχω, βέβαια, δημιουργήσει μια αδίστακτη δημοσιογράφο, την Εμίλια, που χωρίς να είναι δολοφόνος, αντιπροσωπεύει τη «βρόμικη» και ελαφρώς παράνομη πλευρά του αγγλικού Τύπου: είναι σκληρή σαν την Έλεν αλλά δίχως κανέναν ηθικό φραγμό. Το βιβλίο μου Στο στόμα του λύκου, που διαδραματίζεται στις γυναικείες φυλακές, περιλαμβάνει έναν ολόκληρο «θίασο» από ανήθικες και διαταραγμένες γυναίκες. Τους έδωσα μάλιστα τα ονόματα του επιτελείου που φρόντισε την έκδοση του μυθιστορήματος και έτυχε να αποτελείται μόνο από γυναίκες. Μια από αυτές την έκανα τρανσέξουαλ. Ξετρελάθηκαν με την ιδέα! Δεν αποκάλυψα, βέβαια, τα πραγματικά ονόματα ως το τελικό προσχέδιο της έκδοσης, για να τους το κάνω έκπληξη. Μου αρέσει να δίνω τα ονόματα φίλων και γνωστών μου σε διάφορα φανταστικά πρόσωπα.
Το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που συνηθίζουν άλλοι συγγραφείς – να περιγράφουν πραγματικά πρόσωπα, αλλάζοντας όμως τα ονόματά τους.
Εμένα, πάλι, μου έχει τύχει να νομίζουν κάποιοι πως τους έχω χρησιμοποιήσει ως βάση για τα μυθιστορηματικά μου πρόσωπα, χωρίς ωστόσο να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όποτε με ρωτούν σχετικά και το διαψεύδω, απογοητεύονται... Αυτό όμως φανερώνει πως οι αναγνώστες προβάλλουν τον εαυτό τους σε ό,τι διαβάζουν – πράγμα το οποίο, τελικά, δεν είναι παρά ο σκοπός της συγγραφής: να λένε τα γραπτά σου κάτι διαφορετικό στον καθένα.
Τα τελευταία χρόνια, έχω διαπιστώσει μια έντονα συντηρητική τάση όσον αφορά ορισμένα θέματα. Την «αποκάθαρση» των παραμυθιών από το στοιχείο της βίας, για παράδειγμα.
Αυτό είναι αλήθεια. Τα περισσότερα παραδοσιακά παραμύθια για παιδιά είναι γεμάτα σκληρότητα και πολύ τρομακτικά. Μιλούν ακόμα και για κανιβαλισμό! Σήμερα επικρατεί η αντίληψη πως τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται με κάθε τρόπο – και αυτό είναι καλό, αλλά και κακό. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμα συγγραφείς που δεν διστάζουν να «τρομάξουν» τα παιδιά, πατώντας πάνω σε αρχετυπικούς φόβους (για τα φίδια ή τις αράχνες, λόγου χάρη). Παρατηρώ όμως ότι τα παιδιά δεν τα ενοχλεί και τόσο το να τα κοψοχολιάζεις. Και αυτό ισχύει και για τους ενήλικες – εφόσον νιώθει κανείς ασφαλής στην πραγματικότητα, δεν τον πειράζει να τρομάξει και λίγο. Έχετε δίκιο ως προς το ότι εφαρμόζεται κι εδώ μια πολιτική «ορθότητας». Όλα, φυσικά, έχουν τα όριά τους και συχνά το σχοινί παρατραβάει...
Έχει συμβεί να νομίσει κάποιος ότι τα βιβλία σας είναι για παιδιά, λόγω των τίτλων τους;
Όχι, ευτυχώς! Πιστεύω πως από τα εξώφυλλα φαίνεται ξεκάθαρα σε ποιο κοινό απευθύνομαι. Αν ποτέ γινόταν τέτοιο πράγμα, δεν θα είχα πού να κρυφτώ...
Στο στόμα του λύκουΜ. Τζ. Άρλιτζ
Μετάφραση: Σοφία Τάππα
Διόπτρα
392 σελ.
ISBN 978-960-605-226-2
Τιμή: €16,60
Μετάφραση: Σοφία Τάππα
Διόπτρα
392 σελ.
ISBN 978-960-605-226-2
Τιμή: €16,60
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου