Ο Αλέξανδρος ήταν το καμάρι της μητέρας του. Έπαιζε υπέροχα πιάνο κι αυτή του το ζητούσε επίμονα να παίξει για να τον ακούσουν οι συγγενείς και φίλοι που έρχονταν στο σπίτι. Πόσο καμάρωνε, που ήταν παιδί της! Μια μάνα, που τα ήξερε όλα και αποφάσιζε για όλα. Όνομα, επάγγελμα, εν προκειμένω μουσικός!
Ο Αλέξανδρος τριών χρόνων σε μια φιλική επίσκεψη ακούει ένα κλασικό κομμάτι και αμέσως πηγαίνει στο πιάνο και το επαναλαμβάνει με ελάχιστα λάθη. Διάνοια! αναφώνησε το κοινό. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και η παρουσία ενός από τους καλύτερους σολίστες πιάνου στο στενό φιλικό περιβάλλον της οικογένειας που έκανε τη μητέρα του να λέει: «…και να έχουμε γύρω μας έναν τόσο σημαντικό άνθρωπο και να μη μάθεις πιάνο…». Μέσα από τον γιο της έβλεπε την κοινωνική της καταξίωση και προβολή. Αυτό στάθηκε και η αιτία που την έκανε να επιμένει, με αποτέλεσμα ο Αλέξανδρος να αρχίσει τα μαθήματα και μέσα από μεγάλη πρόοδο, στα δέκα του χρόνια, με ταλέντο και έμπνευση, να γράφει κρυφά τις πρώτες του συνθέσεις. Είχε ήδη αποσπάσει τον χαρακτηρισμό της ιδιοφυΐας στο πιάνο.
Ωστόσο, ο Αλέξανδρος θεωρούσε πως η μουσική, και ιδιαίτερα όταν έπαιζε πιάνο, ήταν μια εσωτερική και μοναδική σχέση γι’ αυτόν και δεν του άρεσε καθόλου να εκθέτει αυτή τη σχέση στο κοινό. Ιδιαίτερα κατά προτροπή της μητέρας του. Συγχρόνως, το σπίτι του γινόταν συνεχώς πιο καταπιεστικό, ο πατέρας ήταν επιεικώς ανύπαρκτος, παραμένοντας, όμως, πρόθυμος να απαντά στα «γιατί, μπαμπά, αυτό…». Χρόνια μετά, αυτά τα παιδικά «γιατί» απορίας μετετράπησαν σε «γιατί» γεμάτα από παράπονο. Στην εφηβεία ο Αλέξανδρος γίνεται εξωστρεφής και παράλληλα έχει πάρει την απόφαση να γίνει μουσικός. Όταν το ανακοίνωσε, ο πατέρας του δυσαρεστήθηκε. «Θα πεινάσεις. Η μουσική δεν είναι δουλειά βιοπορισμού. Σπούδασε κάτι. Σοβαρέψου» του απάντησε. Δεν ήταν μόνο η μουσική που απαξιωνόταν στα μάτια του Αλέξανδρου, ήταν και η πατέρας του που έχανε τη θέση του μέσα του. Άρα, ο πατέρας του –αυτός που τον ωθούσε να ακούει καλή μουσική– έβλεπε τη μουσική μόνο σαν διασκέδαση! Δεν ήταν λοιπόν σοβαρή υπόθεση η μουσική, που ήθελε να αφιερωθεί σ’ αυτήν; Που μέσα από τη μουσική ένιωθε τόσα! Και με ποιον θα μοιραζόταν όλα αυτά τα συναισθήματα; Με κανέναν; Αυτόματα, αισθάνθηκε να προδίδεται από όλους αυτούς που εμπιστεύθηκε.
Έτσι αποφάσισε να μην ξαναπαίξει μουσική, ιδιαίτερα μπροστά σε κόσμο. Έφηβος, πλέον, μην αντέχοντας την υστερία και καταπίεση της μητέρας του, πηγαίνει στο καταφύγιό του. Τον παππού του. Να ζήσει στο σπίτι του. Μαζί του είχε μια σχέση ζεστή και τρυφερή που του επέτρεπε να συζητά για όλα τα θέματα, ακόμη και για τη μουσική, χωρίς να πιέζεται.
Ενήλικας, ο Αλέξανδρος δεν θέλησε να κάνει οικογένεια. Το πρότυπο που είχε από τους γονείς του δεν του άρεσε. Ακόμη και τις γυναίκες με τις οποίες βρισκόταν κατά καιρούς τις κράτησε συναισθηματικά μακριά και μόνο για τις σωματικές του ανάγκες. Όμως, αυτό που του έλειπε πολύ ήταν η σχέση του με τη μουσική. Η μουσική έμοιαζε να είναι ένας βιασμός από τον τρόπο που του επιβλήθηκε αλλά παράλληλα και μια εσωτερική ανάταση που όμως είχε στερηθεί. Δεν είχε με ποιον να τη μοιραστεί! Ούτε με τον εαυτόν του πλέον.
Χρόνια μετά, αργεί στο σταθερό ραντεβού του Σαββάτου που έχει με τον αδελφό του. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ συντονισμένος με τον χρόνο. Σαν μουσικό κομμάτι. Δεν αργούσε ποτέ. Ο Ανδρόνικος θορυβείται, πάει σπίτι του και τον βρίσκει στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο Αλέξανδρος βγήκε από το νοσοκομείο δεκατέσσερις μήνες μετά, όντας πολλούς μήνες σε κώμα – πολλές φορές οι γιατροί είχαν προτείνει στην οικογένειά του να αποσυνδεθεί. Ο Ανδρόνικος δεν συμφώνησε ποτέ.
Χρόνια μετά, αργεί στο σταθερό ραντεβού του Σαββάτου που έχει με τον αδελφό του. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ συντονισμένος με τον χρόνο. Σαν μουσικό κομμάτι. Δεν αργούσε ποτέ. Ο Ανδρόνικος θορυβείται, πάει σπίτι του και τον βρίσκει στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο Αλέξανδρος βγήκε από το νοσοκομείο δεκατέσσερις μήνες μετά, όντας πολλούς μήνες σε κώμα – πολλές φορές οι γιατροί είχαν προτείνει στην οικογένειά του να αποσυνδεθεί. Ο Ανδρόνικος δεν συμφώνησε ποτέ.
Σημαντική θέση στην πλοκή και εξέλιξη της ιστορίας έχει και ο αστάθμητος παράγοντας, ο Μπάους. Ένας βάναυσος διευθυντής ορχήστρας, από τους πιο προικισμένους της Γερμανίας, που έχει παίξει τα ωραιότερα κομμάτια χωρίς να συνθέσει ποτέ. Στείρος πνευματικά, δεν γέννησε ποτέ ένα.
Για τον παππού του Αλέξανδρου η υπέρβαση των φόβων και της ανασφάλειάς του θα ήταν να συνθέσει μουσική. Να την κοινοποιήσει και να αφήσει τα ίχνη του στο μουσικό στερέωμα. Ωστόσο υπέρβαση για τον Μπάους, και για να κάνει αθάνατο το όνομά του στη μουσική, ήταν να καταχραστεί την εμπιστοσύνη ενός άγνωστου μουσουργού και να είναι αυτός όχι μόνον ο διευθυντής της ορχήστρας στο πρώτο άκουσμα των μελωδιών του, αλλά…
Με κάθε τρόπο κάνει κανείς την υπέρβαση στη ζωή του. Η ματαιοδοξία ή η έλλειψη της καθοδηγεί.
Ο πολυγραφότατος Γιώργος Δουατζής, στο βιβλίο του με τον τίτλο Ο μουσουργός, μέσα από συμπαγή γραφή με στέρεη δομή και ευφυή πλοκή καταγράφει μια ανδρική κοινωνία. Στο βιβλίο αυτό, οι γυναίκες –η γιαγιά, η γυναίκα του Ανδρόνικου– εμφανίζονται σαν κομπάρσοι στην ιστορία ή σαν απλές πινελιές ενός πίνακα που δεν καθορίζουν το θέμα του – εκτός της μητέρας του, η οποία έχει τον βασικό ρόλο σε αυτή την ιστορία και στην οποία αποδίδονται όλες οι αρνητικές επιρροές στις γύρω από αυτήν σχέσεις. Η δικαιολογία της ήταν πως έγινε μάνα όταν ήταν ακόμη ένα ανώριμο παιδί. Με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της να αναγκάσει τον άνδρα της να αποστασιοποιηθεί από την όποια διαχείριση του νοικοκυριού/οικογένειας, κι ο γιος της ο Αλέξανδρος να υποστεί τέτοια πίεση –για την δική της προβολή–, που έκρυψε και στερήθηκε ό,τι αγάπησε περισσότερο. Τη μουσική. Ταυτόχρονα, ο Αλέξανδρος δεν δέθηκε με καμία γυναίκα και δεν έκανε ποτέ του οικογένεια, λόγω του κακού προτύπου που στάθηκε η μητέρα του γι’ αυτόν.
Με αυτό τον τρόπο, ο Γιώργος Δουατζής θίγει και καυτηριάζει τις επιρροές που σαν περιβάλλον επιδρούν αποφασιστικά στην ψυχοσύνθεση και το μέλλον των παιδιών. Θέτει κάτω από μεγεθυντικό φακό τις σχέσεις γονέων-παιδιού, παππού, γιαγιάς, καθώς οι συνήθειες και προτιμήσεις τους διαμορφώνουν τις προσωπικότητες των παιδιών χωρίς οι ίδιοι να έχουν επίγνωση της βαρύτητας των πράξεων και των λόγων τους. Ενώ, ταυτόχρονα, δείχνουν έλλειψη σεβασμού στις μετέπειτα προτιμήσεις και επιλογές της προσωπικότητας την οποία διαμόρφωσαν.
Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική που επέλεξε ο συγγραφέας, στο μισό του βιβλίο αφηγητής είναι ο Αλέξανδρος, στο άλλο μισό είναι και ο αδελφός του, ο Ανδρόνικος. Έξυπνη συγγραφική τεχνική που δίνει απαντήσεις και εξέλιξη στην πλοκή διευρύνοντας ταυτόχρονα τον ορίζοντα των γεγονότων και πληροφοριών, σαν να μετατρέπεται ο φακός των αφηγήσεων από απλός σε ευρυγώνιο. Ο Γιώργος Δουατζής, για να αποδώσει την προσωπικότητα του Αλέξανδρου, εκφράζεται σαν μουσικός αναλύοντας τις διαφορές στη μουσική και στα όργανα, καταπλήσσοντας τον αναγνώστη με τον πλούτο των γνώσεών του. Βάζει τον ήρωά του να ζει και να εκφράζεται, σαν μεγάλος μουσικός, μέσα από το πάθος του για τη μουσική. Αυτή είναι το έργο του. Η πραγματική του ζωή. Ο αληθινός του εαυτός. Το κείμενο , επίσης, ακούγεται μουσικό στα αυτιά του αναγνώστη, πάλλοντας από μελωδίες. Ταυτόχρονα, αναλύσεις της μουσικής αλλάζουν και τα συναισθήματα των ηρώων, τα οποία ηχούν σαν κρεμασμένες νότες πάνω σε πεντάγραμμο. Άλλοτε ψιλές κ άλλοτε βαρύγδουπες. Επιβλητικές, θανάσιμες!
Ο συγγραφέας, έχοντας «κεντήσει» με αυτό τον τρόπο το κείμενό του, παρασύρει και τον αναγνώστη στον συγχρονισμό σώματος και μελωδίας με τον ήρωα ή, καλύτερα, με τον ίδιο. Ιδιαίτερα όταν περιγράφει αυτή τη μοναδική σχέση/ταλάντωση που προεκτείνεται από τη μελωδία στο σώμα και αντίστροφα ή, μάλλον, από το σώμα στο μουσικό όργανο.
Ωστόσο, το βιβλίο έχει και μια αστυνομική χροιά. Ένας θάνατος που επίκειται από στιγμή σε στιγμή, μια κλοπή, ένα όπλο που αγοράζεται, ο σχεδιασμός ενός φόνου. Ποιού άραγε; Κι οι παρτιτούρες τι έγιναν; Μυστήριο!
Όλα αυτά συνθέτουν μια συγχορδία από αξίες, εγωισμούς, ματαιοδοξία, ανταγωνισμό, παραλογισμό, δικαίωση. Και ο Ανδρόνικος από δευτεραγωνιστής, από το ήμισυ του βιβλίου μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή και, σαν ήρωας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, ζητά από τον «από μηχανής Θεό» τη δικαίωση. Ζητά την κάθαρση!
Το βιβλίο του Γιώργου Δουατζή Ο μουσουργός θα γοητεύσει τους αναγνώστες με τη γραφή του, τα θέματα που θίγει, την πλοκή και τη μουσικότητα του.
Ο μουσουργός
Γιώργος Δουατζής
Στίξις
116 σελ.
ISBN 978-618-83051-1-3
Τιμή: €10,60
Γιώργος Δουατζής
Στίξις
116 σελ.
ISBN 978-618-83051-1-3
Τιμή: €10,60
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου