Ο δρόμος μου προς τον Δημήτρη Χατζή
Στο «κλασικό γυμνάσιο» της Ολλανδίας, τη δεκαετία του ’60, έκανα πέντε χρόνια αρχαιοελληνικά (και έξι χρόνια λατινικά). Ο καθηγητής όμως που είχα αρκετά χρόνια για τα αρχαία είχε ασχοληθεί και με τα νεοελληνικά και είχε ταξιδέψει αρκετά την Ελλάδα, τη δεκαετία του ’50, δηλαδή στην προ-τουριστική εποχή, και του άρεσε να μας λέει ιστορίες από τα ταξίδια του (και μας άρεσε κι εμάς και τον προκαλούσαμε). Μετά, το 1968, αποφάσισα να σπουδάσω κλασική φιλολογία, στην πόλη μου το Χρόνιγκεν (Groningen), απο ενδιαφέρον και αγάπη κυρίως για την αρχαιότητα, αλλά χωρίς σκοπό να διδάξω τα αρχαία στη μεσεκπαίδευση (όπως θα ήταν αναμενόμενο). Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου ταξίδεψα κι εγώ αρκετά στην Ελλάδα, γνώρισα και το Βυζάντιο και τη σημερινή Ελλάδα, κι έτσι πήρα τελικά ειδίκευση στη μεσαιωνική και νέα ελληνική φιλολογία, ήδη στο Χρόνιγκεν, αλλά ιδιαίτερα κατά τις μεταπτυχιακές σπουδές μου, το 1977-79, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Η όλο και βαθύτερη γνωριμία μου με τα νεοελληνικά και με τη σημερινή Ελλάδα με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι προτιμούσα να ασχοληθώ με μια ζωντανή γλώσσα (και ζωντανό πολιτισμό) και με τον λαό που μιλούσε αυτή τη γλώσσα. Η επιλογή μου αυτή δε στρεφόταν εναντίον των αρχαίων: χαίρομαι με τις γερές βάσεις στα αρχαία (και στα βυζαντινά) που είχα αποκτήσει, χωρίς τις οποίες πολλά πράγματα της σημερινής Ελλάδας ή της νεοελληνικής γλώσσας θα δυσκολευόμουν πολύ να τα κατανοήσω όσο και όπως έπρεπε. Παρ’ όλο, ωστόσο, αυτό το ξεκίνημά μου από τα αρχαία και η σταδιακή μετάβασή μου από κει –με ενδιάμεσο τα βυζαντινά– προς τα νεοελληνικά, ήθελα και προσπαθούσα από νωρίς να προσεγγίσω τη σημερινή Ελλάδα όχι ως «παραφυάδα» της αρχαίας (και βυζαντινής), αλλά ως μια αυτούσια, σύγχρονη οντότητα. Η «συνέχεια», δηλαδή, δεν ήταν στα πρώτα ενδιαφέροντά μου, όχι με την έννοια ότι είχα τάσεις να την αρνηθώ, αλλά από την άποψη ότι η ιδεολογική της σημασία εμένα δε με αφορούσε. Μια πολύ σημαντική πτυχή, ωστόσο, του νεοελληνικού βίου αποτελεί βέβαια ο τρόπος που βλέπει η σύγχρονη Ελλάδα το δικό της παρελθόν –το αρχαίο, αλλά και το βυζαντινό και το οθωμανικό– κι ο τρόπος που το μεταχειρίζεται στη λογοτεχνία της (και στον πολιτισμό της γενικά) και στην ιδεολογία της, κι αυτό το θέμα άνηκε πάντα στο πρώτα ενδιαφέροντά μου.
Μια πολύ σημαντική πτυχή, ωστόσο, του νεοελληνικού βίου αποτελεί βέβαια ο τρόπος που βλέπει η σύγχρονη Ελλάδα το δικό της παρελθόν –το αρχαίο, αλλά και το βυζαντινό και το οθωμανικό– κι ο τρόπος που το μεταχειρίζεται στη λογοτεχνία της (και στον πολιτισμό της γενικά) και στην ιδεολογία της.
Σε ένα τέτοιο γόνιμο έδαφος, λοιπόν, έπεσε, στα δύο χρόνια που σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, το καινούριο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χατζή, Το διπλό βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1977 σε δεύτερη έκδοση και που το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον – τόσο, που το διάλεξα για την πρώτη μου μετάφραση ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1979 στο Άμστερνταμ. Μόλις είχα γυρίσει στην Ολλανδία, τότε, για να αρχίσω από τον Σεπτέμβριο τη διδασκαλία στο νεοελληνικό τμήμα του Πανεπιστημιίου του Χρόνινγεν και, μισά μισά, τη σταδιοδρομία μου ως μεταφραστή της νεοελληνικής λογοτεχνίας: ήταν ένας συνδυασμός που πάντα τον ήθελα έτσι και μου άρεσε, και κατάφερα –χάρη και στην υποστήριξη του Ιδρύματος Γραμμάτων της Ολλανδίας– και να την κρατήσω έτσι μέχρι τη συνταξιοδότησή μου από το πανεπιστήμιο, το 2014 (για να αφοσιωθώ στη συνέχεια ακόμα περισσότερο στη μετάφραση).
Κατά τη διαμονή μου στη Θεσσαλονίκη, λοιπόν, για μεταπτυχιακές σπουδές στη νεοελληνική φιλολογία, καταπιάστηκα με τη μετάφραση του Διπλού βιβλίου στη γλώσσα μου και εμβάθυνα σε θέματα δομής και ερμηνείας του μυθιστορήματος –η μετάφραση γαρ ο καλύτερος τρόπος ανάγνωσης–, που τα συζήτησα τότε και με τον ίδιο τον συγγραφέα, στην Αθήνα. Tο αποτέλεσμα αυτού του ενδιαφέροντος για το Διπλό βιβλίο πήρε τελικά τη μορφή ενός άρθρου, το 1983, στο περιοδικό Φιλόλογος.
Η συλλογή διηγημάτων Το τέλος της μικρής μας πόλης αποτέλεσε τη δεύτερή μου μετάφραση, που κυκλοφόρησε το 1982, με βάση βέβαια την (οριστική) έκδοση της συλλογής του 1963. Όταν εκείνη την εποχή βρέθηκε στα χέρια μου, χάρη στον Νίκο Γουλανδρή, η πρώτη έκδοση της συλλογής (του 1953), αποφάσισα να γράψω κι ένα άρθρο για τις δύο γραφές του Τέλους της μικρής μας πόλης, για να συντάξω έτσι κάποτε, μαζί με μερικά άλλα άρθρα ή κεφάλαια που θα σκεφτόμουν «καθ’ οδόν», μια διατριβή για το λογοτεχνικό έργο του Χατζή.
Επειδή όμως έπρεπε, από το 1982, να εργαστώ και για την ανάπτυξη του καινούριου προγράμματος νεοελληνικής και βυζαντινής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν, όπου δίδασκα, και επειδή, παράλληλα με τη μισή θέση μου στο πανεπιστήμιο, εργαζόμουν και ως μεταφραστής της (ελληνικής) λογοτεχνίας, δεν κατάφερα παρά μόνο το 1991 να ολοκληρώσω τη διατριβή, στα ολλανδικά για λόγους ευκολίας, με σκοπό ωστόσο στη συνέχεια να προχωρήσω σε μια ελληνική έκδοση. Εξαιτίας όμως των πολλών και διπλών μου απασχολήσεων και υποχρεώσεων –μεταξύ των οποίων ήρθε κάποια στιγμή και το κλείσιμο του νεοελληνικού προγράμματος στο Χρόνιγκεν, το 2002, και η μετάβασή μου στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ (μέχρι το 2014)–, η υπόθεση τραβούσε και πάλι σε μάκρος. Δημοσιεύτηκαν όμως, κατ’ αυτό το διάστημα, μερικά κομμάτια ή κεφάλαια της διατριβής μου σε περιοδικά ή άλλες εκδόσεις.
Παρέμενε όμως πάντα ζωντανό το ενδιαφέρον μου για το έργο του Χατζή, καθώς και η πίστη μου στην αξία της εργασίας μου, αλλά κυρίως βέβαια στη σημασία του έργου του Χατζή. Κι αυτό μάλιστα ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή, που η Ελλάδα περνά αυτή τη βαθιά κρίση – μια κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά είναι συνυφασμένη με το θέμα της «νεοελληνικής παράδοσης και ιδεολογίας μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος», που αποτελεί και τον θεματικό πυρήνα του έργου του Χατζή, όπως τον αναλύουμε στη μελέτη μας, η οποία κυκλοφόρησε επιτέλους το 2016, από τις εκδόσεις Καλλιγράφος. Η ελληνική έκδοση αποτελεί ουσιαστικά μετάφραση της ολλανδικής διατριβής, αλλά με κάποια επεξεργασία εκ των υστέρων, μεταξύ άλλων και με αφορμή διάφορες μελέτες κτλ. που δημοσιεύτηκαν στα χρόνια που μεσολάβησαν.
Η ευχή μου είναι, η μελέτη μου να βοηθήσει σε μια καινούρια και καλύτερη ανάγνωση του έργου του Δημήτρη Χατζή, ο οποίος ασχολήθηκε κατεξοχήν με το θέμα που πάντα με ενδιέφερε: τον νεο-ελληνισμό, καθώς και τις σχέσεις του με το παρελθόν του –ή μάλλον με τα διάφορα παρελθόντα του–, αλλά εξίσου, ή ακόμα περισσότερο, με το μέλλον του νεοελληνισμού.
Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος
Νεοελληνική παράδοση και ιδεολογία στο έργο του Δημήτρη Χατζή
Χέρο Χόκβερντα
Καλλιγράφος
676 σελ.
ISBN 978-960-9568-45-6
Τιμή: €26,50
Νεοελληνική παράδοση και ιδεολογία στο έργο του Δημήτρη Χατζή
Χέρο Χόκβερντα
Καλλιγράφος
676 σελ.
ISBN 978-960-9568-45-6
Τιμή: €26,50
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου