Ο Γιάννης Καλπούζος κατάγεται από την Άρτα, έχει γράψει πολλούς στίχους για τραγούδια που αγαπήσαμε, αλλά και πολλά μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές. Τον συναντήσαμε με αφορμή το τελευταίο πολυσέλιδο βιβλίο του σέρρα: Η ψυχή του Πόντου, και μιλήσαμε για πολλά, για την ιστορία αυτή καθ’ εαυτή, για τα ταξίδια που γράφει η ζωή, τα ταξίδια που γράφονται για τη ζωή, αλλά και για τις κινήσεις του ποντιακού χορού σέρρα , του χορού της φωτιάς.
Σέρρα, Η ψυχή του Πόντου και ήδη από την πρώτη κιόλας έκδοση έχετε πουλήσει πολλά πολλά βιβλία. Τι σημαίνει όμως «σέρρα», και με ποιο έναυσμα ξεκινήσατε να γράφετε το χορταστικό, πλην δελεαστικότατο αυτό μυθιστόρημά σας;
Ο τίτλος προέρχεται από τον συγκλονιστικό ποντιακό χορό «σέρρα», το χορό της φωτιάς, τον αρχαιοελληνικό πυρρίχιο. Όταν ο χορευτής χορεύει τη σέρρα, περνά από μέσα του όλη η ζωή του, οι επιθυμίες και τα όνειρά του, βρίσκεται σε μέθεξη, ενώ οι κινήσεις του παραπέμπουν σε πολεμικά τεχνάσματα, ελιγμό, οπισθοχώρηση, επίθεση, άμυνα και ούτω καθεξής. Όλα όσα περιέχονται στο μυθιστόρημα είναι σαν να αποτελούν κινήσεις και φλόγες αυτού του χορού.
Όσον αφορά το έναυσμα, δόθηκε καταρχάς από το ίδιο μου το ενδιαφέρον για τον ελληνισμό στα απόμακρα γεωγραφικά του σημεία και κατά δεύτερον από τις πρώτες μαρτυρίες προσφύγων Ποντίων, τις οποίες κατέγραψα στο χωριό Βίγλα της Άρτας, όταν με έφερε σε επαφή μαζί τους η αδελφή μου. Οι διηγήσεις τους άναψαν τη φλόγα να γράψω ένα μυθιστόρημα για να φανεί και μέσω αυτού η γενοκτονία και τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και για να μιλήσω για δεκάδες θέματα τα οποία αναδύονται από τα ίδια τα γεγονότα, την Ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής του Πόντου, αλλά και τους ίδιους τους ήρωες και τη μυθοπλασία.
Σέρρα, Η ψυχή του Πόντου και ήδη από την πρώτη κιόλας έκδοση έχετε πουλήσει πολλά πολλά βιβλία. Τι σημαίνει όμως «σέρρα», και με ποιο έναυσμα ξεκινήσατε να γράφετε το χορταστικό, πλην δελεαστικότατο αυτό μυθιστόρημά σας;
Ο τίτλος προέρχεται από τον συγκλονιστικό ποντιακό χορό «σέρρα», το χορό της φωτιάς, τον αρχαιοελληνικό πυρρίχιο. Όταν ο χορευτής χορεύει τη σέρρα, περνά από μέσα του όλη η ζωή του, οι επιθυμίες και τα όνειρά του, βρίσκεται σε μέθεξη, ενώ οι κινήσεις του παραπέμπουν σε πολεμικά τεχνάσματα, ελιγμό, οπισθοχώρηση, επίθεση, άμυνα και ούτω καθεξής. Όλα όσα περιέχονται στο μυθιστόρημα είναι σαν να αποτελούν κινήσεις και φλόγες αυτού του χορού.
Όσον αφορά το έναυσμα, δόθηκε καταρχάς από το ίδιο μου το ενδιαφέρον για τον ελληνισμό στα απόμακρα γεωγραφικά του σημεία και κατά δεύτερον από τις πρώτες μαρτυρίες προσφύγων Ποντίων, τις οποίες κατέγραψα στο χωριό Βίγλα της Άρτας, όταν με έφερε σε επαφή μαζί τους η αδελφή μου. Οι διηγήσεις τους άναψαν τη φλόγα να γράψω ένα μυθιστόρημα για να φανεί και μέσω αυτού η γενοκτονία και τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και για να μιλήσω για δεκάδες θέματα τα οποία αναδύονται από τα ίδια τα γεγονότα, την Ιστορία και την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής του Πόντου, αλλά και τους ίδιους τους ήρωες και τη μυθοπλασία.
Αλιεύουμε από το θησαυροφυλάκιο της γνώσης και των εμπειριών του χθες για να δούμε πιο καθαρά το σήμερα και το αύριο, με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση, και για να συμβάλει στην εσωτερική μας καλλιέργεια.
Ο θρήσκος, ευγενών αισθημάτων πρωταγωνιστής σας Γαληνός Φιλονίδης έχει να παλέψει με την άγρια εποχή μέσα στην οποία γεννήθηκε, αλλά κυρίως, νομίζω, με τον ίδιο του τον συντηρητικό εαυτό και το πάθος του για την Ταλίν, ένα κορίτσι θαρρείς κι ο ήλιος να έβγαινε από μέσα του. Τελικά τι νομίζετε, ο έρωτας ολόιδιος ήταν και θα παραμείνει ανεξαρτήτως εποχών;
Στην ποιητική μου συλλογή Έρωτας νυν και αεί (εκδόσεις Ίκαρος), έγραφα: «Έρωτας, ξεγέλασμα και ομορφιά της φύσης, και πα σε τούτο το ξεγέλασμα, όλος ο κόσμος στέκει». Ο έρωτας υπήρχε και θα υπάρχει αντάμα με τη φύση και τον άνθρωπο. Αλλάζουν τα ήθη και οι εποχές, αλλάζει ο τρόπος έκφρασης και εκδήλωσης των συναισθημάτων, αλλάζουν και τα ερωτικά πρότυπα και τόσα άλλα. Όμως επί της ουσίας ο έρωτας παραμένει ίδιος, η πεμπτουσία των όμορφων συναισθημάτων, ο στρατηλάτης των λαμπρών εκφάνσεων της ψυχής και της ζωής.
Πίσω από τη μυθοπλασία και τη δραματική ιστορία του Πόντου, μήπως η πρόθεσή σας η κύρια ήταν να αναδειχτεί ξανά η γενοκτονία των Ποντίων, και δη σήμερα και σε παγκόσμιο επίπεδο;
Μακάρι το σέρρα να καταφέρει να βάλει ένα λιθαράκι προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Βεβαίως και ήταν πρόθεσή μου να αναδειχτεί η γενοκτονία και μέσα από μια μυθιστορία με ακριβές ανθρωπολογικό και ιστορικό υπόβαθρο. Όμως το σέρρα δεν σταματά εκεί. Είναι ένα βιβλίο που μιλά για την ανθρωπιά, το μίσος, την αγάπη, την πατρίδα, την ελευθερία, την αξία της εκπαίδευσης και της εσωτερικής καλλιέργειας, για το πώς θα τιθασεύσουμε το αγρίμι που κρύβουμε μέσα μας το οποίο διψά για εξουσία, χρήμα και σάρκα, για τον έρωτα, τους καιροσκόπους, την ατομική μας ευθύνη στα τεκταινόμενα και τόσα άλλα θέματα. Ακόμη και για τα της αναγνώρισης της γενοκτονίας ξεκαθαρίζει ότι στόχος μας δεν πρέπει να είναι να υψώσουμε το μίσος απέναντι στον τουρκικό λαό. Συγκεκριμένα ο ήρωάς μου λέει: «Εάν τ’ αναμοχλεύεις τούτα σκοπεύοντας να υψώσεις το μίσος, καλύτερα να μην ακουστεί η φωνή σου. Να της βάλεις φίμωτρο. Απεναντίας δεν πρέπει να σιωπάς εάν πασχίζεις να φανούν τα κακά για να μην ξαναγίνουν. Όμως και πάλι να μην κραυγάζεις. Η κραυγή είναι το αδέρφι του μίσους». Το σέρρα μιλά για τον άνθρωπο. Γιατί, όπως έγραψε μεταξύ άλλων ο Βασίλης Μοϊτσίδης, ο διευθυντής πωλήσεων του Ψυχογιού, όταν διάβασε το βιβλίο: «Είτε φίλος είτε συγγενής είτε ένας άγνωστος που έτυχε να βρεθεί στο δρόμο σου, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, ο άνθρωπος είναι αυτός που μπορεί να μετατρέψει την αβάσταχτη κόλαση σε επίγειο παράδεισο αλλά και το αντίθετο. Να κάνει πατρίδα σου τον πιο μακρινό τόπο και φυλακή το ίδιο σου το σπίτι».
Με τη βοήθεια της λογοτεχνίας, μέσα ακόμα κι από μια ιστορία πάθους που διαδραματίζεται σε παλαιές εποχές ταραγμένες και αιματοβαμμένες, μπορεί ο σημερινός αναγνώστης να διδαχθεί, να κατανοήσει καλύτερα όσα συμβαίνουν σήμερα;
Είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Οι ζωές των ανθρώπων του παρελθόντος εμπεριέχουν μ’ έναν τρόπο το σήμερα και το αύριο. Πρέπει όμως να μπει κανείς βαθιά μέσα τους και να μην ανιχνεύει μοναχά τον κουρνιαχτό της Ιστορίας. Απαιτείται και να αναπλάθεται με ακρίβεια και πιστότητα η ιστορική περίοδος που πραγματεύεται ένα μυθιστόρημα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να εξάγει σωστά συμπεράσματα και να συγκρίνει. Η ζωή, είτε σε τρέχοντα χρόνο είτε σε παλαιότερο, δεν παύει να διδάσκει. Αρκεί να σκύψει κανείς και να την αφουγκραστεί.
σέρρα: Η ψυχή του ΠόντουΓιάννης Καλπούζος Ψυχογιός 640 σελ. ISBN 978-618-01-1533-8 Τιμή: €18,80 |
Μπορεί κι ο ηπιότερος άνθρωπος να κρατήσει την ανθρωπιά του, σε ένα φλεγόμενο περιβάλλον, και σε ποιο ποσοστό ο αμυντικός μηχανισμός του μπορεί να τον σώσει από τις ακρότητες;
Το εν λόγω θέμα με έχει απασχολήσει σε πολλά βιβλία μου. Περισσότερο στο Σάος, στο Άγιοι και δαίμονεςκαι τώρα στο σέρρα. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι πολλοί και ανεξαρτήτως φυλής κράτησαν την ανθρωπιά τους σε δύσκολες και ακραίες στιγμές. Στον Πόντο και στη Μικρά Ασία αρκετοί Τούρκοι φύλαξαν Έλληνες και το αντίστροφο. Στην Κύπρο σημαντικός αριθμός Ελλήνων φύλαξαν Τουρκοκύπριους όταν έγινε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και στη συνέχεια η τουρκική εισβολή. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έκρυψαν Εβραίους επί Γερμανών. Πάμπολλα είναι τα παρόμοια παραδείγματα. Από την άλλη, το εσωτερικό αγρίμι κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσει όταν βρεθεί στον πόλεμο. Εκεί έχει σημασία πώς κτίστηκε ο αμυντικός μηχανισμός. Η αγαθή ψυχή και η πνευματική καλλιέργεια σίγουρα ορθώνουν αναχώματα και οχυρώνεται η ανθρωπιά. Η εσωτερική καλλιέργεια είναι και η μόνη μας ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.
Η χρησιμοποίηση των θρησκειών τότε και τώρα και πάντα λειτουργεί τελικά σαν άλλοθι για άλλου είδους διεκδικήσεις, γεωπολιτικές, οικονομικές. Γιατί δεν αφυπνιζόμαστε, γιατί δεν αντιστεκόμαστε ούτε και σήμερα στις προκλήσεις;
Αναγκαστικά θα επανέλθω στην εσωτερική καλλιέργεια. Άμα δεν φέγγουν οι πολλοί, αναφέρεται στο σέρρα, είναι καταδικασμένοι να ζουν στο σκοτάδι που τους ετοιμάζουν οι λίγοι. Δεν αρκούν οι λίγοι πεφωτισμένοι. Απεναντίας οι λίγοι κακοήθεις, οι λαοπλάνοι, οι λαϊκιστές, οι επιτήδειοι και οι τυχοδιώκτες είναι ευκολότερο να επιβληθούν. Έρχονται σαν οργανωμένο σύνολο, όπως τα σαρκοβόρα, μέσα σε μια ανοργάνωτη, ακαλλιέργητη και βουτηγμένη στην αισθητική ευτέλεια κοινωνία και καθορίζουν τις εξελίξεις. Γιατί ο κακός τους σπόρος βρίσκει με άνεση γόνιμο έδαφος. Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε ό,τι χαϊδεύει τα αυτιά. Λειτουργούμε ως αγέλη αναζητώντας ηγέτες θαυματοποιούς, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τις δικές μας ευθύνες, ελλείψεις και τα κουσούρια μας. Καταντήσαμε να θεωρούμε πρόοδο και επαναστατική πράξη τις καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων. Επιδιώκοντας, δηλαδή, την πνευματική μας αυτοκτονία. Κι όποιος τολμήσει να το πει αυτό αυτομάτως θεωρείται συντηρητικός, αντεπαναστάτης. Γιατί δεν στοχαζόμαστε, απλώς κραυγάζουμε και συνθηματολογούμε ασυστόλως. Όσο για την αφύπνιση, δεν έρχεται ως διά μαγείας. Δεν ήμασταν ξύπνιοι χθες και αποκοιμηθήκαμε απότομα. Οι παθογένειες κρατούν αιώνες. Οφείλουμε να τις αναζητήσουμε και να τις διορθώσουμε. Όμως τίποτε δεν θα συμβεί εάν δεν δώσουμε, ως άτομα και ως πολιτεία, συντεταγμένα, τη μάχη της εσωτερικής καλλιέργειας. Κι αυτή η μάχη δεν τελειώνει με ένα σύνθημα. Απαιτείται επίπονη προσπάθεια, για χρόνια.
Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και τον θρησκευτικό φανατισμό. Δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο ως άλλοθι οι θρησκείες, αλλά θέριεψαν και το μίσος και προέβησαν σε πλείστα όσα εγκλήματα. Είναι όλα περίπλοκα και με πολλές εκφάνσεις. Όμως, έστω ως αρχή, ας ξεκινήσουμε από τη ρήση του σέρρα: «Το νερό στο ποτάμι κυλά δίχως να σε ρωτά. Έτσι κι η ζωή. Ωστόσο, ημπορείς να κάμεις βάρκα, γέφυρα, φράγμα. Κι άμα τίποτε από τούτα δεν αξιωθείς, πάσχισε να βλέπεις τη ζωή σου πώς ταξιδεύει στον κόσμο κι ας σε σέρνει το ρεύμα». Δεν είναι καθόλου ασήμαντο να καταφέρνεις να στοχάζεσαι πάνω στην ίδια την ύπαρξή σου.
Στο σέρρα γράφετε κάπου: «Φανάρι είναι η ζωή. Τ’ ανάβεις, καίει μέχρι το μεσονύχτι, σώνεται το πετρέλαιο, σβήνει. Για όσο φέγγει πρέπει ο άνθρωπος να χορεύει τριγύρω σαν πεταλούδα. Να χαίρεται, γιατί μετά τον καρτερά το σκοτάδι». Αυτήν τη σοφή διαπίστωση την ακολουθείτε στη δική σας ζωή, ή κι εσείς ξεχνιέστε;
Πρόκειται για τα λόγια ενός λαϊκού ανθρώπου, ενός φανοκόρου, και η σημασία τους δεν είναι ότι θα έπρεπε να τα υιοθετήσει κανείς κατά γράμμα. Έχουν και τον παρηγορητικό τους χαρακτήρα στη μυθοπλασία. Να αποστρέψουν την προσοχή εκείνου που πονά και κλαίει, του Γαληνού, προς άλλη κατεύθυνση. Πάντως θα έλεγα ότι τα ακολουθώ σε σημαντικό βαθμό. Εξαρτάται, βεβαίως, και πώς εννοεί κανείς τη χαρά. Όταν τριγύρω σου πλανιέται η δυστυχία, δεν μπορεί να είσαι μονίμως χαρούμενος. Γιατί, όπως λέει και μια άλλη φράση του μυθιστορήματος: «Είμαι εγώ, εσύ, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος κι ούτω καθεξής. Τούτη η αλυσίδα δεν κόβεται, σε δένει είτε το θέλεις είτε όχι». Χαρά είναι και να κάνει κάποιος καλά τη δουλειά του, να μεγαλώνει σωστά παιδιά, να συζητά με τους φίλους του, να βγαίνει σε έναν ήσυχο περίπατο και τόσα άλλα απλά πράγματα.
Η αγαθή ψυχή και η πνευματική καλλιέργεια σίγουρα ορθώνουν αναχώματα και οχυρώνεται η ανθρωπιά. Η εσωτερική καλλιέργεια είναι και η μόνη μας ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.
Πόσο χρόνο σας πήρε να συλλέξετε όλα αυτά τα ιστορικά στοιχεία, τις ντοπιολαλιές, αλλά και τις συνήθειες των Ποντίων; Και πώς γράφετε; Με σύστημα, όταν σας έλθει η έμπνευση, βραδάκι με κάτι να ακούτε για παρέα;
Όταν αρχίζω ένα κείμενο, γράφω κάθε μέρα ή μάλλον κάθε νύχτα, και μέχρι όσο πάει. Κάποιες φορές δεκαοχτώ ώρες συνεχόμενες. Μπορεί να με απαρνιέται ενίοτε η έμπνευση, όμως παραμένω εκεί, στο χώρο μου, ως σαμάνος που καλεί τα πνεύματα, το Θείο πυρ και τη Θεία μανία. Στο πλαίσιο αυτό ακούω και μουσική, κυρίως ορχηστρική, χωρίς λόγια. Τα λόγια αποτραβούν τη σκέψη μου, ενώ σκοπός μου είναι να κινητοποιήσω μόνο το συναίσθημα. Να το αναγκάσω να αναδυθεί από τα βάθη της ψυχής ή να καταδυθεί, ανεξήγητα πώς, εκ των άνωθεν ή τον γύρωθε αόρατο κόσμο. Να εμφανιστεί και να βάλει μπρος στη φαντασία και στο λογισμό.
Όσο για την έρευνα, ξεκίνησε δειλά και περιστασιακά από το 2012. Με σύστημα και με τους ρυθμούς που προανέφερα, δόθηκα από το 2014 και χρειάστηκα δύο χρόνια μέχρι να ολοκληρώσω την έρευνα και τη γραφή. Προηγήθηκε το βασικό μέρος της έρευνας, όμως κατά τη διάρκεια της γραφής όλο και ανέκυπταν καινούργια ζητήματα που απαιτούσαν περαιτέρω αναζήτηση.
Ξεκινήσατε από την Άρτα ένα πρωινό και είπατε μέσα σας: «Θα πάω στην Αθήνα να γίνω συγγραφέας»; Πώς έγινε και πάρθηκε η απόφαση αυτή ζωής;
Ποτέ δεν το είχα σκεφτεί. Ήρθα στην Αθήνα κυνηγώντας τη ζωή και προσπαθώντας να βιοποριστώ. Μερικές φορές απορώ κι εγώ πώς εξελίχθηκε η ζωή μου, όπως και όλοι οι παιδιόθεν φίλοι και γνωστοί μου. Όλα συνέβηκαν μ’ έναν τρόπο αργό και νομοτελειακό. Θαρρείς και με οδηγούσε κάτι, το οποίο αγνοούσα, και από κάποια στιγμή κι έπειτα το δημιουργικό ηπειρώτικο πείσμα μου. Κατά καιρούς ήθελα να μάθω μουσική ή ζωγράφιζα. Ξεκινούσα κάτι, αλλά γρήγορα αποθαρρυνόμουν. Έγραφα και στιχάκια και τα έδειχνα σε φίλες και φίλους μου. Κάποιοι με παρακίνησαν να ασχοληθώ πιο σοβαρά. Έτσι βρέθηκα να γράφω στίχους για τραγούδια. Πάλι με παρακινήσεις τρίτων, μπήκα στην πεζογραφία το 2000. Από τότε κάηκα, μαγεύτηκα από τη γλώσσα και τις ατραπούς που ξάνοιγε μπροστά μου. Ήδη, βεβαίως, είχε λειτουργήσει σαν άσκηση και μαθητεία η ενασχόλησή μου με το τραγούδι. Όμως από το 2000 αφιερώθηκα, δόθηκα με πάθος στη γραφή.
Τελικά, κοιτάς μπροστά, όταν δεν ξεχνάς από πού έρχεσαι;
Αλιεύουμε από το θησαυροφυλάκιο της γνώσης και των εμπειριών του χθες για να δούμε πιο καθαρά το σήμερα και το αύριο, με αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση, και για να συμβάλει στην εσωτερική μας καλλιέργεια. Το αξιοποιούν, αναμφίβολα, ή το εκμεταλλεύονται λίγοι και για τους δικούς του λόγους ο καθένας. Ακόμη και για να παραμορφώσουν το χθες, να το πλάσουν με άλλα υλικά, καταπώς βολεύει τον καθένα. Οι πολλοί, συνήθως, συγκροτούν το καταναλωτικό κοινό πάσης μορφής, τις βουλές των καφενείων με το ακατάσχετο κουβεντολόι και το χαβαλέ. Όμως αυτό το θησαυροφυλάκιο ανήκει σε όλους μας και μπορούμε να αντλήσουμε το νερό της ζωής. Να ζήσουμε και πολλές ζωές, όπως μέσα από τους ήρωες ενός μυθιστορήματος.
Το χθες αφορά και το ατομικό μας παρελθόν. Δεν γίνεται να ξεχνάς από πού ξεκίνησες. Έτσι, ξεχνώντας το παρελθόν τους και τις παραδοσιακές αξίες, κατάντησαν νεόπλουτοι πλείστοι όσοι και διαμόρφωσαν το σημερινό κατάντημα της ελληνικής κοινωνίας.
Κλείνοντας, ζούμε και αυτή την άνοιξη στην κόψη του ξυραφιού. Εσείς αισιοδοξείτε ότι θα έλθουν καλύτερες, πιο γαληνεμένες ώρες για τη χώρα μας αυτήν τη μικρή, την αγαπημένη;
Όλα θα αλλάξουν όταν η Ελλάδα γίνει η μεγάλη αγαπημένη μας. Μεγάλη στις καρδιές μας. Προς το παρόν, κάναμε την πατρίδα μας σαν τα μούτρα μας κι αυτό δεν αλλάζει εύκολα. Έχω την ελπίδα ότι κάτι θα μάθουμε από την τωρινή μας ήττα και θα γίνουμε σοφότεροι. Ή μήπως δεν κατανοήσαμε ότι όσα βιώνουμε είναι ήττα του ελληνισμού;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου