Ο Παύλος Τσίμας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δοκίμασε για λίγο τη δικηγορία και, από το 1980, εργάζεται ως δημοσιογράφος. Ήταν επί δέκα χρόνια πολιτικός συντάκτης τουΡιζοσπάστη και αργότερα διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού 902 και της εφημερίδας Πρώτη. Γράφει στην εφημερίδα Τα Νέα από το 1992 και κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές από το 1986, κι έχει επιμεληθεί και παρουσιάσει εκπομπές λόγου στην ελληνική τηλεόραση. Αυτή την περίοδο εργάζεται στον ΣΚΑΪ.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το τελευταίο σας βιβλίο, Ο φερετζές και το πηλήκιο;
Η αφορμή ήταν ο ξαφνικός θάνατος της ΕΡΤ. Ήταν αυτό που με έκανε να αποφασίσω να ολοκληρώσω και να εκδώσω μια έρευνα, με την οποία παιδεύομαι εδώ και πάνω από δέκα χρόνια.
Ο ξαφνικός θάνατος της ΕΡΤ έκανε ως είδηση τον γύρο του κόσμου. Γιατί αυτό το γεγονός αποτέλεσε μια παγκόσμια πρωτοτυπία;
Δεν έχω υπ' όψιν μου άλλη χώρα όπου συνυπάρχει δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση και η δημόσια αίφνης να εξαφανιστεί. Ούτε ξέρω άλλη κυβέρνηση που να έκλεισε έναν ραδιοτηλεοπτικό φορέα, καταλογίζοντάς του τα μύρια όσα, ενώ είχε η ίδια την ευθύνη της λειτουργίας του και την (υπερβολικά στενή, μάλιστα) εποπτεία του. Πρωτότυπο, αλλά αυτό που προσπαθώ να δείξω είναι πως όλη η ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, και η προϊστορία της, ήταν «ανάδελφη» – μια παγκόσμια πρωτοτυπία.
Η κινητή τηλεφωνία έκανε μερικούς μήνες μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα, αλλά η τηλεόραση χρειάστηκε τριάντα χρόνια. Γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ;
Αυτό ήταν το αφετηριακό ερώτημα της έρευνάς μου. Όλα ξεκίνησαν ακριβώς επειδή μου γεννήθηκε αυτή η απορία: Γιατί χρειάστηκε να περάσουν δύο δεκαετίες από τότε που η τηλεόραση απλώθηκε και κυριάρχησε στην υπόλοιπη Ευρώπη, ως ότου διαβεί και τα ελληνικά σύνορα; Ποιες αντιστάσεις, ποια πολιτικά και πολιτιστικά εμπόδια βρήκε στον δρόμο της; Προσπάθησα να απαντήσω στο ερώτημα αυτό με το ίδιο το βιβλίο. Ελπίζω ο αναγνώστης να βρει εκεί την απάντηση.
Αντίθετα από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο εξελίχτηκε με πιο γρήγορο ρυθμό. Αυτό το θεωρείτε τυχαίο ή συνδεδεμένο με τις πολιτικές καταστάσεις εκείνων των εποχών;
Μα η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη που απέκτησε και εθνική ραδιοφωνία. Κι εκεί υπήρξαν εμπόδια, αντιστάσεις, αντιρρήσεις. Διήρκεσαν λιγότερο και λύθηκαν, τελικά, όπως λύθηκε και το θέμα της τηλεόρασης: με πρωτοβουλία, δυστυχώς, ενός δικτατορικού καθεστώτος. Αυτό το εκ γενετής κουσούρι δεν φεύγει εύκολα.
Μεταξύ του «μανδαρίνου» που αδιαφορεί για τα γούστα του κοινού και του έμπορου που δείχνει μόνον ό,τι πουλάει, γενιές τηλεοπτικών δημιουργών αναζητούν έναν τρίτο δρόμο ισορροπίας.
Από το 1952 οι εφημερίδες διεκτραγωδούσαν τον επικείμενο θάνατο του κινηματογράφου εξαιτίας της υποσχόμενης ανάπτυξης της τηλεόρασης. Οι ανησυχίες αυτές επαληθεύτηκαν;
Προφανώς όχι. Όπως η γραπτή αποτύπωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας δεν έφεραν τον θάνατο της ποίησης – όπως έλεγε ο σοφός Παπανούτσος.
Η Φιλοσοφική Σχολή της Φρανκφούρτης προέβλεπε ότι η τηλεόραση είναι ένα επικίνδυνο όχημα πολιτιστικής ισοπέδωσης ή χειραγώγησης μαζών. Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;
Δεν υποδύομαι τον θεωρητικό της επικοινωνίας. Ούτε αμφισβητώ την αξία και την κρισιμότητα της κριτικής ενός τόσο σημαντικού κοινωνικού και πολιτιστικού φαινομένου, όπως η τηλεόραση. Ως σκεπτόμενος χρήστης και δημιουργός τηλεοπτικών προϊόντων, όμως, πιστεύω ότι οι υπερβολικά απαισιόδοξες προφητείες για τον καταθλιπτικό ρόλο της τηλεόρασης ως μέσου χειραγώγησης ή αποβλάκωσης προϋποθέτουν ένα πλάσμα, που είναι πλάσμα της φαντασίας μας: τον παθητικό τηλεθεατή. Δεν υπάρχει – ή, έστω, σπανίζει. Η τηλεθέαση, έχει αποδειχτεί, δεν είναι μια παθητική αλλά μια ενεργητική κοινωνική δραστηριότητα.
Όταν ο Γιώργος Ρωμαίος ανέλαβε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ το 1981, τον ρώτησαν αν η ΕΡΤ θα γίνει ποτέ BBC και εκείνος απάντησε: «Όταν οι Έλληνες γίνουν Εγγλέζοι, τότε η ΕΡΤ θα γίνει BBC». Μπορείτε να σχολιάσετε τη γνώμη του;
Ήταν ένα σχήμα λόγου, ένα ευφυολόγημα. Προφανώς δεν φταίει το DNA των Ελλήνων που είχαν μια πολιτικά χειραγωγούμενη, κρατική τηλεόραση, αντί μιας δημόσιας τηλεόρασης με σχετική ανεξαρτησία. Κατά τα άλλα, ο Γιώργος Ρωμαίος υπήρξε ένας από τους καλύτερους διευθυντές στην ιστορία της ΕΡΤ.
Από την πείρα σας αλλά και τη συνεργασία σας με τα τηλεοπτικά κανάλια, ποια θα λέγατε πως είναι τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικής τηλεόρασης σε σχέση με την κρατική;
Η δημόσια τηλεόραση είναι υπερβολικά κοντά στον υπουργό. Η ιδιωτική στον διαφημιζόμενο. Μεταξύ του «μανδαρίνου» που αδιαφορεί για τα γούστα του κοινού και του έμπορου που δείχνει μόνον ό,τι πουλάει, γενιές τηλεοπτικών δημιουργών αναζητούν έναν τρίτο δρόμο ισορροπίας.
Τα γενέθλια της ΕΡΤ έλαβαν χώρα τον Φεβρουάριο του 1966. Η κρατική τηλεόραση τότε εξέπεμπε από τις 18.30 μ.μ. μέχρι τις 20.30μ.μ. Σήμερα εκπέμπουν τα κανάλια όλο το εικοσιτετράωρο. Έχουν όμως οι εκπομπές τους όλες την ανάλογη ποιότητα;
Η ποιότητα είναι μια παρεξηγημένη λέξη στη δημόσια συζήτηση περί τηλεόρασης. Ένας σπουδαίος Βρετανός έχει πει: «Είναι εύκολο να κάνεις καλή τηλεόραση για λίγους ή κακή τηλεόραση για πολλούς. Το δύσκολο είναι να κάνεις καλή τηλεόραση για πολλούς».
Αληθεύει ότι νωρίτερα από την Ελλάδα είχαν τηλεόραση η Αλβανία και η Γκάνα;
Ναι, βέβαια. Αλλά το γεγονός που επιτάχυνε τις διεργασίες για τη δημιουργία ελληνικής τηλεόρασης ήταν που απέκτησαν τηλεόραση τα Σκόπια, το 1960. Η κυβέρνηση πρώτα απαγόρευσε την εισαγωγή τηλεοπτικών συσκευών κι έπειτα έδωσε άδεια λειτουργίας σε έναν πρόχειρο ιδιωτικό σταθμό τηλεόρασης στη Θεσσαλονίκη, για να μη βλέπει ο πληθυσμός το κανάλι των Σκοπίων.
Παλαιότερα, αν και η ΕΡΤ είχε λίγες εκπομπές, υπήρχε ποιότητα και κύρος. Περιμέναμε να δούμε ένα σίριαλ, μια ταινία. Τι συνέβη και έπεσε η ποιότητα και παρέσυρε τα περισσότερα τηλεοπτικά κανάλια;
Μα και η ΕΡΤ δεχόταν αλύπητη κριτική, όσο ήταν μόνη της. Κι όχι μόνον για την κυβερνητική γραμμή της, αλλά και για την ποιότητά της. Χαζοκούτι την αποκαλούσαν οι εφημερίδες. Η αλήθεια είναι ότι εκ των υστέρων μας φαίνεται όαση ποιότητας. Δεν νομίζω ότι φταίει που η τηλεόραση έγινε ιδιωτική. Φταίει που αντί για ένα, δύο ή τρία ιδιωτικά κανάλια, με νόμιμες άδειες κάτω από μία ισχυρή εποπτική αρχή, αποκτήσαμε μερικές εκατοντάδες, δίχως καμιά ρύθμιση, καμιά αρχή, κανέναν κανόνα. Ένα κανονικό φαρ ουέστ.
Στη μεταπολίτευση, πρόσωπα με μεγάλη ακτινοβολία επιστρατεύτηκαν για να ανεβάσουν το κύρος της τηλεόρασης: Οδυσσέας Ελύτης, Παύλος Ζάννας, Γιώργος Βέλτσος, Δημήτρης Χορν, Παύλος Μπακογιάννης. Πέτυχαν αυτές οι προσωπικότητες να προσδώσουν το αναμενόμενο κύρος στην τηλεόραση;
Μα έφυγαν όλοι, κακήν κακώς. Κανέναν από αυτούς δεν άντεξαν οι κυβερνήσεις για περισσότερο από μερικές εβδομάδες ή μήνες.
Ο Μάνος Χατζιδάκις σε μια συνέντευξη είχε πει ότι η ΕΡΤ είναι πολύτιμη, διότι δίδει στον ελληνικό λαό την ευκαιρία να λέει τι αίσχος είναι η ΕΡΤ. Πώς όμως κατόρθωσε να δημιουργήσει ποιοτικές σειρές, ντοκιμαντέρ και τόσα άλλα πράγματα;
Τίποτε δεν είναι άσπρο-μαύρο. Υπήρχε πάντα μια ένταση ανάμεσα στην επιθυμία των κυβερνήσεων να ασκούν πολιτικό έλεγχο και την ευρηματικότητα άξιων δημιουργών να περνούν από τις χαραμάδες καλά προγράμματα.
Η ΕΡΤ έκλεισε τον κύκλο της. Τι βλέπετε για τη συνέχεια; Υπάρχει καμία νέα προσδοκία; Καμία ελπίδα;
Η μόνη λύση που μπορεί να δοθεί είναι μια λύση συναινετική. Μια νέα αρχή για έναν δημόσιο φορέα στην Ελλάδα προϋποθέτει να συμφωνήσουν τα βασικά πολιτικά κόμματα στη δημιουργία, επιτέλους, ενός αληθινά ανεξάρτητου φορέα και να παραιτηθούν, δεσμευτικά, από τον πειρασμό της κομματικής του χειραγώγησης.
Ποια είναι η πιο αγαπημένη σας εκπομπή ή σειρά της ελληνικής τηλεόρασης;
Διαχρονικά, οι μεταδόσεις αγώνων του Παναθηναϊκού.
Ποια ήταν η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού στο βιβλίο σας;
Όσοι το διάβασαν ξαφνιάστηκαν, πιστεύω. Είναι μια απίστευτη ιστορία, η ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Αλλά τη θεωρώ απολύτως αντιπροσωπευτική του τρόπου λειτουργίας του ελληνικού πολιτικοοικονομικού σχηματισμού στον μεταπολεμικό κόσμο. http://diastixo.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου