- Ηρώ Τσαρνά
Ποιος είμαι; Τι θέλω; Επανεξέταση της ταυτότητας –κλασικό θέμα– από τον Μίλτο Αθήνη, κεντρικό ήρωα της Μεικτής πραγματικότητας.
Το επιβάλλουν οι καιροί, τα νέα επιτεύγματα της τεχνολογίας, η τεχνητή νοημοσύνη. Ο ήρωας μπαίνει στον χώρο της ψηφιακής πραγματικότητας και του μετα-ανθρώπου, που κατακλύζουν την εποχή, φοράει τα γυαλιά Μάλκολμ Χ που του προμηθεύουν από την επιχείρηση Neurorealton, ζει σε παρωχημένα περιβάλλοντα, ανασταίνει μουσικά συγκροτήματα άλλων εποχών, έρχεται σε επαφή με μετα-ανθρώπους και τους συγκρίνει με τους φυσικούς ανθρώπους που συναναστρέφεται στην καθημερινότητά του. Δημόσιος υπάλληλος, βαριεστημένος από τη ρουτίνα της δουλειάς του, εντυπωσιάζεται από όσα ανακαλύπτει από τους νέους κόσμους που του ανοίγονται.
Ακολουθώντας τα ίχνη του Αθήνη μέσα στα τεχνητά σύμπαντα βρισκόμαστε συχνά σε περιβάλλοντα που προκαλούν αγωνία και φόβο, και θυμόμαστε το παρόμοιο συνωμοτικό κλίμα του καφκικού Πύργου ή και αυτό της δυστοπίας του 1984 του Τζορτζ Όργουελ· συνηγορεί για το δεύτερο και ο τίτλος κεφαλαίου «Ευρασία». Τέτοιες δυστοπικές καταστάσεις αντιμετωπίζει ο ήρωας και στον φυσικό κόσμο, όταν πραγματοποιεί οικειοθελώς μια αποστολή στην Ανατολή, στην εξωτική Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, για την προστασία της Φατίμα από τους εγχώριους κινδύνους, τους Ταλιμπάν και τον γέρο που την κυνηγά να την παντρευτεί, και την προώθησή της στη Δύση, όπου βρίσκεται ήδη η αδελφή της, Σαμίρα. Ο ήρωας θα ενωθεί με τους αναρχικούς Ιρανούς και Αφγανούς σ’ αυτόν τον αγώνα. Εδώ τουλάχιστον έχει ένα ηθικό όφελος, έναν σκοπό, ενώ στην πρώτη περίπτωση, του υπαλλήλου, το κέρδος είναι απλώς υλικό.
Η μοναξιά δεν είναι κακή. Η αποξένωση είναι.
Σ’ αυτό το διπλό καντράν, όπου χορεύει ο Μίλτος Αθήνης, τίθενται προβληματισμοί και ερωτήματα, όπως: Ποια η χρησιμότητα της μεικτής πραγματικότητας; Θα μπορούσε ίσως να βοηθά τους σεξουαλικά στερημένους; Από την άλλη, οι βιονικοί άνθρωποι και τα σάιμποργκ (που θυμίζουν ταινία φαντασίας) θα έχουν τα ίδια δικαιώματα μ’ εμάς; (Το «εμάς» μας κάνει κοινωνούς σ’ αυτό το εναγώνιο και γεμάτο διλήμματα ταξίδι.)
Μέσα από καταστάσεις οριακές φόβου –επικρέμαται «πείραμα εμφύτευσης τσιπ στον εγκέφαλο», διλήμματα, ενδοιασμοί, πισωγυρίσματα μπροστά σε καίριες αποφάσεις, στις επιλογές πολιτικών θέσεων, συναναστροφών ή ερώτων– προκύπτουν κάποιοι ορισμοί, μια καθημερινή φιλοσοφία: ο καθηγητής Λουμπίδης ήταν άνθρωπος του πνεύματος, δεν τον ενδιέφερε η εξωτερική του εμφάνιση.

Η μοναξιά δεν είναι κακή. Η αποξένωση είναι. Εδώ θυμόμαστε τον Κ.Π. Καβάφη, που το ιδανικό του ήταν να υπάρχει μόνος –απελευθερωμένος– μέσα σε πλήθος ανθρώπων.
Οι φίλοι, τροφή για σκέψη.
Δεν λείπει από τον ήρωα στην αντιμετώπιση δυσχερών καταστάσεων η χρήση του χιούμορ ή του αυτοσαρκασμού: «Η εμπειρία μου σε παιχνίδια εξαντλούνταν στο μπάσκετ κι επιτραπέζια παιχνίδια» (σ. 103). Και αλλού: «Δες αυτό το βραχιολάκι» λέει ο Σωτήρης. «Είναι ο προσωπικός σου κοινωνικός βοηθός. Ξυπνάς το πρωί και σε ενημερώνει για τον καιρό, τις εκκρεμότητες που πρέπει να διευθετήσεις, το υπόλοιπό σου στην τράπεζα… φυσικά, και την πίεση και τις σφίξεις σου… Και ο Μίλτος: «Υπέρηχο άνω κάτω κοιλίας κάνει;» (σ. 322)
Ο αφηγητής και δράστης των τεκταινομένων είναι παιδί της γενιάς του ’80, με όλες τις μουσικές της που αγγίζουν και τις υπώρειες των ’70 και ’60 ως τους Μπιτλς· με γυαλιά τύπου Τζον Λένον, μπαίνεις στη μετα-συμπαντική πραγματικότητα και απολαμβάνεις τους ήχους της. Από αυτήν την πραγματικότητα μπορείς να δεις και ήρωες άλλων εποχών, όπως τον Τσε!
Ο Μίλτος Αθήνης στις αναζητήσεις του για το νόημα της ζωής κατέχεται από σπαργή, είναι πλήρης χυμών (σπαργώ = σφύζω, είμαι πλήρης χυμών), που δεν ξέρει πάντα πού να τους ξοδέψει. Χρησιμοποιεί πλήθος λέξεων και εκφράσεων από την τρέχουσα αγγλική για το ταξίδι του μέσα στον χώρο και τον χρόνο, αλλά και λέξεις της Ανατολής, όπως την ινδοευρωπαϊκή άβαταρ, που συχνά παραπέμπει σε γκουρού και στην έννοια της ενσάρκωσης, φθάνοντας να πλάσει και τη δική του λέξη ρετροτοπία (όρα ουτοπία, δυστοπία) για να αποδώσει τη δική του τάση για φυγή προς τα πίσω (ρετρό).
Εκτός από τις αγγλικές, που ντύνουν τη σύγχρονη τεχνολογία αλλά και γενικότερα τη ζωή μας, και από πλήθος τίτλων τραγουδιών παλιάς και νεότερης εποχής, π.χ. gadgets- γκατζετάκια, «Freedom rider» των Traffic, συναντάμε και λέξεις που αναφέρονται για παράδειγμα σε μια οικονομική θεωρία, όπως φορντισμός ή σταχανοβίτης, συχνά και λατινικές εκφράσεις, δίκην παροιμιών, θυμοσοφίας ή για διπλωματικά, νομικά ή και πολιτικά θέματα, όπως quid pro quo = αυτό αντί εκείνου, ή, μου δίνεις σου δίνω, ισοδυναμία στην ανταλλαγή[1].
Μέχρι το τέλος ο ήρωάς μας αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο πραγματικοτήτων που δοκιμάζει, της φυσικής και της ψηφιακής, του σύμπαντος και του μετα-σύμπαντος, αλλά σε συσχετισμό με την πρώτη αυτή δυάδα, και του σεξ και της αγάπης ή φιλίας, της άκαρπης καθημερινότητάς του ως δημόσιου υπαλλήλου και του επαγγέλματος του ξεναγού, που μοιάζει προς ώρας να τον γοητεύει.
Αφού έχει εξετάσει Ανατολή –με τους πρόσφυγές της Έλληνες (Σοβιετική Ένωση – Τασκένδη) αλλά και σημερινούς Αφγανούς– και Δύση (αστικές δημοκρατίες), δημοκρατική και αναρχική επανάσταση, πολιτικές καταστάσεις και κόμματα, σχέσεις μεταξύ εργαζομένων, σχέσεις μεταξύ φίλων ή εραστών, φαίνεται να τον κερδίζει τελικά η καθημερινότητα, η παράδοση, και όχι οι εξεζητημένες καταστάσεις που έχει ήδη βιώσει. Εκεί καταλήγει, όταν βρίσκεται πια ανάμεσα σε καλούς φίλους και απολαμβάνει την παρέα τους, φθάνοντας στο απόσταγμα: «Κάνε αυτό που θέλεις».
Ο χώρος όπου βρίσκει τελικά τον σκοπό και το νόημα της ζωής του,[2] τον ίδιο του τον εαυτό, είναι το σπίτι του στους Αμπελόκηπους που γνωρίζει από παιδί, στη Μέκκα αυτή του κινηματογράφου, με πολλά σινεμά και αφθονία ανθρώπων.
Η παράδοση είναι γι’ αυτόν οι κλασικοί ήρωές του, όπως ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Ιβ Μοντάν, ο Όσκαρ Ουάιλντ. Είναι ακόμη το «Σπασμένο καράβι» του Γιάννη Σκαρίμπα· το καταστάλαγμα ίσως της ανάγνωσης του Τζακ Λόντον και του πάθους του, που το παλεύει, για το ποτό, το John Barleycorn, στο ομώνυμο βιβλίο, που ο ήρωάς μας θα συναντήσει εδώ ως μουσική: «John Barleycorn Must Die», και το Πάσχα του, που δεν είναι το κοινό Πάσχα των αμνοεριφίων στη σούβλα, αλλά οι καθημερινοί άνθρωποι στα πασχαλινά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στην πολιτική, ανήθικη πρακτική: Θα κάνω κάτι για σένα, αν κάνεις κάτι για μένα.
[2] Όπως ο Κάφκα στη μικρή πρόζα «Τα δέντρα»: …pour trouver ensuite, malgré tout, un but nouveau au fond de la pièce dans la surface du miroir (για να βρω στη συνέχεια, παρ’ όλα αυτά, έναν καινούργιο σκοπό-νόημα στο βάθος του δωματίου μέσα στον καθρέφτη…). Franz Kafka, Ο Πύργος, Η Δίκη και άλλα διηγήματα, δίγλωσση έκδοση, Librairie Générale Française, 1990, σ. 79.
Μεικτή πραγματικότητα
Νίκος Τράντας
Λέμβος
328 σελ.
ISBN 978-618-5413-66-8
Τιμή €15,90
https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/24980-meikth-pragmatikothta
https://diastixo.gr/