Ο Μάικλ Μαρτς γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1946. Νέος άφησε την Αμερική και εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Είναι διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Λογοτεχνίας της Πράγας εδώ και τριάντα χρόνια. Έχει γράψει εννιά ποιητικές συλλογές, από τις οποίες επτά (Εξαφάνιση, 2003, Υπόσχεση μόνο, 2005, Ο δρόμος της επιστροφής, 2010, Αυτό που όλα στοχεύουν, 2013, Τα καμένα στολίδια του καλοκαιριού, 2015, Ο χώρος της υποχώρησης, 2016, Χορεύοντας πάνω στις στάχτες, 2019) έχουν μεταφραστεί από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Την τελευταία ποιητική του συλλογή, Η απατηλή ερμηνεία του χρόνου, 2022, που μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη, μετέφρασε η υπογράφουσα. Όλες έχουν εκδοθεί από τις Εκδόσεις Άγρα.
Έρχεστε χρόνια στην Ελλάδα και έχετε πολλούς φίλους, οι οποίοι όμως γνωρίζουν ελάχιστα πράγματα για σας. Θα θέλαμε να μάθουμε κάτι περισσότερο, τόσο για την ποίησή σας όσο και για το άτομό σας, μολονότι γνωρίζω πως δε θέλετε να μιλάτε για τον εαυτό σας. Όμως είναι απαραίτητο για τον Έλληνα αναγνώστη της ερμητικής –αλλά συγχρόνως τόσο άμεσης ποίησής σας– αφενός να σπάσει τους κώδικες της αμφισημίας των στίχων σας, αφετέρου να προσεγγίσει τον δημιουργό που κρύβεται πίσω απ’ αυτούς.
Ναι, δεν αισθάνομαι άνετα όταν με ρωτούν για μένα. Καλύτερα να με βάλετε να κοιτώ με ορθάνοιχτα τα μάτια έναν τοίχο. Τον τοίχο του Πλανητάριου της Νέας Υόρκης, κάτι που συνήθιζα να κάνω όταν ήμουν παιδί. Τι να σας πω και γιατί θα βρείτε τα λόγια μου ενδιαφέροντα; Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν οκτώ ετών, αλλά ζει ακόμη μαζί μου. Η μητέρα μου ήταν μια ωραία γυναίκα με μακριά κόκκινα νύχια και ένα ντουλάπι γεμάτο παπούτσια, η οποία χόρευε με Κουβανούς διπλωμάτες πριν από την επανάσταση. Την είδα τελευταία φορά μέσα στο φέρετρο. Ήμουν, βέβαια, μια απογοήτευση για κείνη. Η μητέρα μου έλεγε πως δεν ήμουν ικανός να κάνω τίποτε, οπότε καλύτερα θα ήταν να παντρευτώ μια πλούσια γυναίκα, μια και το χρήμα ήταν το παν στη Νέα Υόρκη. Είχε δίκιο όσον αφορούσε τα χρήματα, αλλά έκανε λάθος για τη γυναίκα. Τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες.
Αισθάνομαι πως η Αμερική σάς είχε απογοητεύσει. Δεν επιστρέψατε –εκτός από κάποια ταξίδια– για να εγκατασταθείτε και πάλι εκεί. Ζείτε πλέον, εδώ και πολλά χρόνια, στην Ευρώπη και μαντεύω ότι η επίδραση των ποιητών της, ακόμη και όσων γεννήθηκαν στην Αμερική, υπήρξε μεγάλη στο έργο σας.
Έφυγα από τη Νέα Υόρκη το 1970. Πρώτα πήγα στο Παρίσι, έπειτα στο Λονδίνο. Αρκεί να πεις πως είσαι Ιρλανδός και σου δίνουν άδεια εργασίας. Οι τουλίπες ήταν φτηνές τότε και κανείς δεν είχε μια δουλειά με πλήρες ωράριο. Ήξερα ότι θα τα βγάλω πέρα. Είχα αφήσει τη Νέα Υόρκη αναζητώντας την ποίηση – να διαβάσω και να δω τι θα κάνω, τι θα γράψω, ειδικά μέσα από τον πειρασμό των «ιδεογραμμάτων» του Έζρα Πάουντ και την επίδραση που είχαν στην ευρωπαϊκή ποίηση οι συνέπειες του τέλους του Πολέμου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το Λονδίνο ζούσε ακόμη στα ’60s. Μια φεουδαρχική κοινωνία με μια «θεατρική» ανοχή – το δικαίωμα να είσαι φτωχός. Έμαθα μια καινούργια γλώσσα – υποτίμηση. Ήταν ένα ταξίδι-διάπλους για να αποφεύγω, να ακυρώνω. Να ζητώ συγγνώμη δίχως λόγο. Πώς να μάθω να μην είμαι Αμερικανός.
Ποια πρόσωπα συναντήσατε εκείνα τα χρόνια; Ποιες ήταν οι εμπειρίες σας; Ο βιοπορισμός, η επαφή σας με την τέχνη, τους εκδότες, οι ευκαιρίες που σας δόθηκαν να ταξιδέψετε…
Ήταν σημαντικό για μένα που γνώρισα εκείνη την περίοδο τον Γουίλιαμ Μπάροουζ και τον ζωγράφο Μπράιον Γκίσιν (Brion Gysin), όταν εργαζόμουν στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων του John Calder στην Charing Cross Road. Ο Calder, ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους avant-garde εκδότες του 20ού αιώνα, αποτελούσε μαζί με τον Maurice Girodias των Olympia Press στο Παρίσι και τον Barney Rosset των Grove Press στη Νέα Υόρκη, μια τριάδα που κατάργησε τη λογοκρισία στη λογοτεχνία. Σ’ ένα δείπνο στου κυρίου Chow, ο Γουίλιαμ και ο Μπράιον, κατά τη διάρκεια αυτής της οικογενειακής συνάθροισης, συναντήθηκαν: «Πρόκειται για έναν γαμημένο πλανήτη. Πού να πάμε, Γουίλιαμ; Η μόνη μας ελπίδα είναι το διάστημα. Αλλά, Γουίλιαμ, ο άνθρωπος και κει τα σκατά του θα πάρει». Έτσι λοιπόν κύλησαν τα χρόνια μου στο Λονδίνο, όπου έγραψα το βιβλίο μου Γαλάζια στάχτη, γαλάζια φλόγα, το οποίο θαύμασε κι αγάπησε ο Μπάροουζ προτού ο Άλεν Γκίνσμπεργκ τον σύρει πίσω στην Αμερική. Έπειτα, με κάλεσαν στη Βαρσοβία να διαβάσω τα ποιήματά μου με τον Ernest Bryll, έναν πολύ καλό Πολωνό ποιητή, ο οποίος διηύθυνε το Πολωνικό Ινστιτούτο στο Λονδίνο. Μαζί μεθούσαμε πίνοντας από ένα άθλιο μπουκάλι μια υπέροχη βότκα που κάτι ζωντανό παλλόταν μέσα της. Χρόνια αργότερα συνάντησα τον Έρνεστ στη Βαρσοβία, όταν ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος. Βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό γιατί είχε αρνηθεί να γίνει υπουργός Πολιτισμού. Αργότερα τον κάλεσα να διαβάσει ποιήματα στο Διεθνές Φεστιβάλ της Πράγας, όταν ήταν Πρέσβης της Πολωνίας στη Ιρλανδία. Τα δικά μου ποιήματα διαβάστηκαν στα πολωνικά από καταπληκτικές Πολωνίδες ηθοποιούς, και όχι μόνο την περίοδο της κόλασης που οφειλόταν στη Δύση. Ήπια κονιάκ με τη Szymborska στην Κρακοβία, έφερα τον Różewicz στο Λονδίνο και μετέφρασα μαζί του ένα σπουδαίο έργο, το Ο Αλλόφυλος στον Κήπο [Barbarzyńca w ogrodzie (Barbarian in the Garden), Warsaw: Czytelnik 1962) του Zbigniew Herbert. Κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού νόμου, το 1983, ο Χέρμπερτ έγραψε ένα από τα μεγαλύτερα έργα της εποχής μας, Αναφορά από την πολιορκημένη πόλη και άλλα ποιήματα, που εκδόθηκε από το Instytut Literacki στο Παρίσι. Πίσω απ’ αυτές τις γραμμές κρύβονται πολλές ιστορίες. Έχοντας βαρεθεί τις συνθήκες που επικρατούσαν στον επίσημο χώρο της λογοτεχνίας στη Βρετανία, άρχισα το 1978 να διοργανώνω ποιητικές αναγνώσεις στο Keats House προσκαλώντας ποιητές όπως οι Edmond Jabès, André du Bouchet, George Pavlopoulos, W.S. Graham και R.S. Thomas, εκδίδοντας επίσης το έργο του Vladimír Holan Μια νύχτα με τον Άμλετ. Επειδή αυτές οι αναγνώσεις είχαν γίνει πολύ δημοφιλείς, με πέταξαν έξω από το Keats House. Μετέφερα λοιπόν τις εκδηλώσεις με την ανάγνωση ποιημάτων στο Arts Theatre και στο Donmar Warehouse Theatre στο Covent Garden – με τη συμμετοχή ποιητών του μεγέθους του Geoffrey Hill, του Bei Dao, του Dennis Brutus, της Ana Blandiana, του Marin Sorescu, του Adonis και του Mahmoud Darwish.
Η μητέρα μου έλεγε πως δεν ήμουν ικανός να κάνω τίποτε, οπότε καλύτερα θα ήταν να παντρευτώ μια πλούσια γυναίκα, μια και το χρήμα ήταν το παν στη Νέα Υόρκη.
Μέσα από την ιστορία σας περνά ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας σε μια πολύ δύσκολη εποχή για συγγραφείς και ποιητές. Κι αυτό δεν σημαίνει πως στις μέρες μας όσοι ασχολούνται με την ποίηση ευημερούν – η λογοτεχνία και τα ποιήματά τους, ίσως! Αφήνοντας για μια άλλη ευκαιρία τις εμπειρίες σας –και μέσα απ’ αυτές τη δοκιμασία της ζωής και την ιστορία του έργου συγγραφέων και ποιητών, οι οποίοι έζησαν σε μια διχασμένη Ευρώπη–, ας έρθουμε στο σήμερα. Δημιουργήσατε στην Πράγα, την πόλη στην οποία κατοικείτε εδώ και πολλά χρόνια, το Διεθνές Φεστιβάλ της Πράγας. Για 30 ολόκληρα χρόνια, εργαζόμενος σκληρά με τη σύντροφό σας, Vlasta Brtníková, διευθύνατε ένα φεστιβάλ που αποτελεί σημείο αναφοράς όσον αφορά τα διεθνή φεστιβάλ παγκοσμίως. Στην Πράγα ήρθαν για να συμμετάσχουν οι σημαντικότεροι ξένοι συγγραφείς, των οποίων τα ονόματα αν επιχειρήσω να αναφέρω θα χρειαστούμε ώρες. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό.
Το 1991 μου πρότειναν να οργανώσω, να δημιουργήσω, το πρώτο διεθνές Φεστιβάλ συγγραφέων στην Πράγα, την πόλη όπου είχα αρχίσει μια καινούργια ζωή. Αρωγός στην προσπάθειά μας υπήρξε ο εξαιρετικός ποιητής Σπύρος Βέργος, διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Ελληνικού Προξενείου. Έτσι γνωρίσαμε και προσκαλέσαμε τον Δημήτρη Νόλλα, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τον Βασίλη Βασιλικό, την Έρση Σωτηροπούλου. Η Ελλάδα κατέχει ιδιαίτερη θέση στο Φεστιβάλ: μεταφράσαμε και δημοσιεύσαμε βιβλία του Δημήτρη Νόλλα, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και του Σπύρου Βέργου, καθώς και μια ανθολογία με διηγήματα. Το Φεστιβάλ ήταν ένα φεστιβάλ ιδεών. To 2008 θεσμοθετήσαμε στη μνήμη του Σπύρου Βέργου, για να τιμήσουμε την προσφορά του, το «Βραβείο για την Ελευθερία της Έκφρασης Σπύρος Βέργος». Το 2015 το βραβείο δόθηκε στον Σπύρο Κοκκόση, συγγραφέα και πρώην πρέσβη της Ελλάδας στη Δημοκρατία της Τσεχίας. Παραμένω ευγνώμων στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η οποία μου γνώρισε τον Σταύρο Πετσόπουλο, στον οποίο εκφράζω επίσης την εκτίμησή μου, θεωρώντας τον εαυτό μου πολύ τυχερό που τον συνάντησα. Η Κατερίνα, της οποίας τιμώ πάντα τη μνήμη, μετέφρασε επτά βιβλία μου, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίγλωσση έκδοση από τις Εκδόσεις Άγρα.
Η απατηλή ερμηνεία του χρόνου / The false explanation of time
Δίγλωσση έκδοση
Michael March
μετάφραση: Βερονίκη Δαλακούρα
Άγρα
σ. 88
ISBN: 978-960-505-546-2
Τιμή: 10,50€
https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/19623-mach-dalakoura
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου